Αμερικανός αξιωματούχος που δεν κατονομάζεται περιγράφει το Ραμάντι ως «πυριτιδαποθήκη» και δηλώνει ότι η χρησιμοποίηση σιιτικών παραστρατιωτικών δυνάμεων πρέπει να γίνει «με πολύ, πολύ μεγάλη προσοχή», διότι η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί «πολύ άσχημα».
Αξιωματούχοι των ΗΠΑ αναφέρουν ότι υπάρχουν διαφωνίες στους κόλπους της αμερικανικής ηγεσίας για την ανάμειξη των σιιτικών πολιτοφυλακών, που έχουν σχέσεις με το Ιράν, το οποίο ενισχύει την επιρροή του ως περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή.
«Υπάρχουν άνθρωποι στην κυβέρνησή μας που θεωρούν ότι οποιαδήποτε ανάμειξη του Ιράν αποτελεί ανάθεμα. Υπάρχουν άλλοι που λένε ότι η σιιτική ανάμειξη θα πυροδοτήσει θρησκευτική βία. Υπάρχουν και άλλοι που λένε ότι αυτό δεν ισχύει», δήλωσε άλλος Αμερικανός αξιωματούχος.
Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές, όπως ο Τζον ΜακΚέιν και ο Λίντσεϊ Γκράχαμ, από τους σφοδρότερους επικριτές της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα, χαρακτήρισαν την πτώση του Ραμάντι «θλιβερή υπενθύμιση της αναποτελεσματικότητας της επιχείρησης των αεροπορικών επιδρομών» και της ευρύτερης απουσίας στρατηγικής. Εξέφρασαν επίσης ανησυχίες για τη χρησιμοποίηση των σιιτικών πολιτοφυλακών στην επίθεση για την ανακατάληψη του Ραμάντι, θεωρώντας ότι τα επιχειρησιακά οφέλη θα υπερκαλυφθούν από τη στρατηγική ζημία που θα προκαλέσει η θρησκευτική βία και η καχυποψία μεταξύ των σουνιτών και των σιιτών. Όπως εξηγεί όμως ο Μπρους Ρίντελ του Brookings Institution, πρώην ειδικός της CIA για την περιοχή, «καθώς ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε οι χώρες του Κόλπου έχουν την πρόθεση να αναπτύξουν χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις και με τον ιρακινό στρατό σε διάλυση, το Ιράκ δεν έχει επιλογές παρά να στραφεί προς τις σιιτικές πολιτοφυλακές».
Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters