Τελικά, τι θέλει ο
άνθρωπος για να ζήσει; Λίγα και καλά είναι η απάντηση. Λίγα και
ουσιαστικά, για να ακριβολογούμε, είναι αυτά που πραγματικά έχουμε
ανάγκη. Και για να τα αποκτήσουμε, είμαστε πρόθυμοι να παλέψουμε, τα
ματώσουμε και ενίοτε να συμβιβαστούμε. Να υποχωρήσουμε σε αυτά που θα
δώσουμε, αλλά όχι σε αυτά που ζητάμε.
Κάπως έτσι κυλά η προσωπική διαπραγμάτευση της καθεμιάς και του καθενός ξεχωριστά στην καθημερινή μας πορεία. Όταν διαπραγματευόμαστε με φίλους, συγγενείς, συντρόφους, εργοδότες, ακόμα και με την ίδια μας τη συνείδηση. Και κάπου εκεί ανακαλύπτουμε τα προσωπικά μας όρια.
Μέχρι πού είμαστε δηλαδή αποφασισμένοι να υποχωρήσουμε στις απαιτήσεις των άλλων. Και είναι η αξιοπρέπεια το κοινό όριο όλων. Είναι η ύστατη γραμμή υποχώρησης που ξεπερνά τους ηθικούς και νομικούς κανόνες που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη ώστε αυτή να μην υποβιβαστεί σε κάτι λιγότερο από αυτό που αξίζει να ζει. Είναι το αποτέλεσμα ενός εσωτερικού ισολογισμού για το τι θέλει κάποιος για να ζει. Είναι αυτά τα λίγα, τα καλά και τα ουσιαστικά που αποτελούν τη βασική προϋπόθεση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Και είναι μάταιο να προσπαθούν κάποιοι να σε πείσουν ότι μπορείς να ζήσεις και με λιγότερα όταν βρίσκεσαι ένα βήμα πριν την πλήρη απαξίωση.
Είναι επίσης εκβιαστικό να σου υπενθυμίζουν πως κάπου, κάποιοι ζουν καταδικασμένοι σε λιγότερα από εσένα. Γιατί αν παραφράζουμε μονίμως τον Καζαντζάκη, εκτός από τους ξυπόλυτους, θα υπάρχουν πάντα και αυτοί με τα κομμένα πόδια. Γιατί εκτός από αυτούς που ζουν με τρεις κι εξήντα υπάρχουν και οι απλήρωτοι. Κι εκτός από τους απλήρωτους υπάρχουν και άνεργοι. Και ούτω καθεξής. Για όλα θα υπάρχει πάντοτε και κάτι πολύ χειρότερο.
Κι αν δεν θέλουμε να γίνουμε Αλβανία και Βουλγαρία, θα πρέπει να προσαρμοστούμε στο λιγότερο κι από το λίγο. Βλέπεις αυτό το λίγο που με κόπο αποκτήσαμε δεν το αξίζαμε. Δανεικό το είχαμε πάρει, λέει. Και ήρθε η ώρα να το ξεπληρώσουμε. Κι εμείς και τα παιδιά μας. Όχι όμως ονομαστικά, αλλά συλλογικά. Κι εκεί είναι που χαλάει και το αφήγημα. Ονομαστική αποπληρωμή ενός συλλογικού χρέους λέει. Σε μια αφηρημένη μαθηματική πράξη με χιλιάδες άγνωστους Χ, καλούμαστε να ανταποκριθούμε με μια αυστηρή διαίρεση.
Όταν το αποτέλεσμα του αναλογισμού ξεπερνά τα προσωπικά όρια του καθενός, τι γίνεται όμως; Τι γίνεται όταν σου ζητούν να πληρώσεις περισσότερα από όσα «έφαγες»; Όταν η διαπραγμάτευση γίνεται εκβιασμός; Τότε, είναι η ώρα για ονομαστικές απαντήσεις. Τι θέλεις για να ζήσεις;
Κάπως έτσι κυλά η προσωπική διαπραγμάτευση της καθεμιάς και του καθενός ξεχωριστά στην καθημερινή μας πορεία. Όταν διαπραγματευόμαστε με φίλους, συγγενείς, συντρόφους, εργοδότες, ακόμα και με την ίδια μας τη συνείδηση. Και κάπου εκεί ανακαλύπτουμε τα προσωπικά μας όρια.
Μέχρι πού είμαστε δηλαδή αποφασισμένοι να υποχωρήσουμε στις απαιτήσεις των άλλων. Και είναι η αξιοπρέπεια το κοινό όριο όλων. Είναι η ύστατη γραμμή υποχώρησης που ξεπερνά τους ηθικούς και νομικούς κανόνες που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη ώστε αυτή να μην υποβιβαστεί σε κάτι λιγότερο από αυτό που αξίζει να ζει. Είναι το αποτέλεσμα ενός εσωτερικού ισολογισμού για το τι θέλει κάποιος για να ζει. Είναι αυτά τα λίγα, τα καλά και τα ουσιαστικά που αποτελούν τη βασική προϋπόθεση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Και είναι μάταιο να προσπαθούν κάποιοι να σε πείσουν ότι μπορείς να ζήσεις και με λιγότερα όταν βρίσκεσαι ένα βήμα πριν την πλήρη απαξίωση.
Είναι επίσης εκβιαστικό να σου υπενθυμίζουν πως κάπου, κάποιοι ζουν καταδικασμένοι σε λιγότερα από εσένα. Γιατί αν παραφράζουμε μονίμως τον Καζαντζάκη, εκτός από τους ξυπόλυτους, θα υπάρχουν πάντα και αυτοί με τα κομμένα πόδια. Γιατί εκτός από αυτούς που ζουν με τρεις κι εξήντα υπάρχουν και οι απλήρωτοι. Κι εκτός από τους απλήρωτους υπάρχουν και άνεργοι. Και ούτω καθεξής. Για όλα θα υπάρχει πάντοτε και κάτι πολύ χειρότερο.
Κι αν δεν θέλουμε να γίνουμε Αλβανία και Βουλγαρία, θα πρέπει να προσαρμοστούμε στο λιγότερο κι από το λίγο. Βλέπεις αυτό το λίγο που με κόπο αποκτήσαμε δεν το αξίζαμε. Δανεικό το είχαμε πάρει, λέει. Και ήρθε η ώρα να το ξεπληρώσουμε. Κι εμείς και τα παιδιά μας. Όχι όμως ονομαστικά, αλλά συλλογικά. Κι εκεί είναι που χαλάει και το αφήγημα. Ονομαστική αποπληρωμή ενός συλλογικού χρέους λέει. Σε μια αφηρημένη μαθηματική πράξη με χιλιάδες άγνωστους Χ, καλούμαστε να ανταποκριθούμε με μια αυστηρή διαίρεση.
Όταν το αποτέλεσμα του αναλογισμού ξεπερνά τα προσωπικά όρια του καθενός, τι γίνεται όμως; Τι γίνεται όταν σου ζητούν να πληρώσεις περισσότερα από όσα «έφαγες»; Όταν η διαπραγμάτευση γίνεται εκβιασμός; Τότε, είναι η ώρα για ονομαστικές απαντήσεις. Τι θέλεις για να ζήσεις;