Αυτήν τη στιγμή συγκρούονται δύο αδιέξοδα.
Το δικό μας και το γερμανικό. Το δικό μας αδιέξοδο προκύπτει από την
έλλειψη ρευστότητας και από την έλλειψη χρόνου. Το γερμανικό αδιέξοδο
προκύπτει απ’ την αδήριτη διττή έκβαση ενός διλήμματος χωρίς εναλλακτική
διαφυγής. Αν η έκβαση της διαπραγμάτευσης αφήσει στην Ελλάδα περιθώρια
άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής απ’ την κυβέρνηση της Αριστεράς, τότε η
Ελλάδα δεν θα γίνει ειδική οικονομική ζώνη και το γερμανικό μοντέλο για
ορισμένες χώρες και περιοχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα ραγίσει. Αν, απ’
την άλλη, η έκβαση της διαπραγμάτευσης οδηγήσει στη συντριβή της
Ελλάδας, το κόστος της χρεοκοπίας εντός ή εκτός ευρωζώνης θα είναι απροσδιόριστο.
Και
αυτό το απροσδιόριστο μπορεί να αποδειχθεί απεριόριστο. Οχι μόνον «πειράζοντας» την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία, αλλά σηματοδοτώντας και την αρχή του τέλους της ευρωζώνης - ακόμα και το πολιτικό τέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Συνεπώς σε αυτήν τη σύγκρουση διακυβεύονται πολλά. Το ότι είναι σύγκρουση αδιεξόδων αποδεικνύει την ακρότητα -την ταξική ακρότητα- στην οποίαν οδηγεί η πλουτοκρατική Γερμανία την Ενωση, όχι μόνον εις όσα αφορούν τη σχέση πλουσίων-φτωχών, αλλά κυρίως εις όσα αφορούν τον πολιτικό ακρωτηριασμό της Ευρώπης, όταν οι διαπραγματεύσεις αποκλείουν ντε φάκτο τους συμβιβασμούς.
Τότε όμως δεν πρόκειται για διαπραγματεύσεις, αλλά για πολεμική αναμέτρηση. Και πράγματι η Γερμανία θέτει στην Ελλάδα (και σε όποια άλλη χώρα στο μέλλον) ένα Μήλιο Δίλημμα. Μας λέει: «αν υποταχθείτε θα συντριβείτε και θα συντριβείτε αν δεν υποταχθείτε».
Η όποια απάντηση σε αυτό το δίλημμα συνιστά για την Ελλάδα αδιέξοδο. Αλλά το ίδιο αδιέξοδη είναι και για τη Γερμανία η οποιαδήποτε απ’ τις δύο εκβάσεις, αν η μία σημαίνει για αυτήν ρήγμα στα σχέδιά της και αν η άλλη σημαίνει κόστος που δεν θα μπορεί να αντέξει.
Ολη αυτή η διαδικασία αναιρεί τον χαρακτήρα της Ενωσης, ο οποίος βασίζεται στις διαρκείς διαπραγματεύσεις και τους αέναους συμβιβασμούς, αν και αυτός ο τρόπος έχει από καιρό εγκαταλειφθεί. Διότι πλέον μόνο τύποις οι αποφάσεις που αποτελούν προηγούμενο για να διοικείται η Ενωση προέρχονται από διαπραγματεύσεις. Στην πραγματικότητα προέρχονται από επιβολή ισχύος. Κι αυτή είναι η εντροπία που θα οδηγήσει την Ε.Ε. είτε στη μετάλλαξή της σε ένα (εκ νέου) γερμανικό τέρας, είτε στη διάλυσή της.
Ως τότε όμως το πρόβλημα (που θα έχουν κι άλλοι στο μέλλον) το έχουμε εμείς. Το αδιέξοδο που μας προκαλεί η έλλειψη ρευστού χρήματος (ανεξαρτήτως απ’ την ύπαρξη και την αξιοποίηση των πόρων μας) καθώς και η έλλειψη χρόνου (εκείνου που χάθηκε συν εκείνου που δεν προλαβαίνουμε) επιτείνεται και από μια θεμελιώδη αντίφαση: η Ελλάδα είναι ένα εξαρτημένο κράτος που επιχειρεί να το κυβερνήσει μια ανεξάρτητη κυβέρνηση.
Αυτά τα λεφτά που έπαιρναν από τη Δύση οι υποτελείς κυβερνήσεις της Δεξιάς, μετατρέποντας τη χώρα σε προτεκτοράτο, δεν δίδονται στην Αριστερά αν δεν κάνει το ίδιο, πόσω μάλλον αν επιχειρήσει την απελευθέρωση της χώρας απ’ την επιτροπεία (όπως κομψά θα μπορούσε να αποκαλείται η δικτατορία των υπαγορεύσεων).
Κι έτσι με έναν τρόπο η Ελλάδα αιωρείται.
Είναι σαν η Δεξιά να έφυγε και η Αριστερά να μην ήρθε.
Διότι, με τους όρους που έχουν διαμορφωθεί (και ως τώρα η Αριστερά δεν έχει ανατρέψει), η Αριστερά δεν μπορεί να ασκήσει αριστερή πολιτική, παρά για ελάχιστα απ’ όσα είναι ήδη επείγοντα. Αλλά, αν η Αριστερά δεν μπορεί να ασκήσει εγκαίρως αριστερή, δηλαδή φιλολαϊκή, πολιτική, δεν μπορεί ταυτοχρόνως και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να συγκρουσθεί επιτυχώς με το σαπισμένο σύστημα που αντιμάχεται.
Εξ όλων αυτών (και κάποιων ακόμα) κυριαρχούν τις τελευταίες εβδομάδες στην κυβερνητική πολιτική αδεξιότητες, αστοχίες, παλινωδίες, αλληλοσυγκρουόμενες δηλώσεις και πράξεις. Που με τη σειρά τους προκαλούν απορίες, αμφιβολίες, απογοήτευση και ανησυχία σε πολλούς πολίτες. Ενώ γύρω τους οι καταστάσεις που αφορούν τη ζωή τους ή βαλτώνουν ή πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο.
Είναι αλήθεια ότι στα ντεζαβαντάζ της κυβέρνησης μπορούν να μετρηθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις, ακόμα και αντιθέσεις, του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η απειρία της Αριστεράς περί τη διακυβέρνηση. Ομως και ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε (φαινόταν ότι θα κερδίσει τις εκλογές) να είναι πιο έτοιμος και η σύνθεση της κυβέρνησης λιγότερο υποταγμένη σε εσωκομματικούς συσχετισμούς. Ουδείς λόγος θα υπήρχε
να αναλίσκεται η κυβέρνηση σε βραχιολάκια, κουδούνια και λιακάδες, αν για τα πρωτεύοντα θέματα υπήρχαν στέρεα σχέδια και εφαρμόσιμες στρατηγικές. Διακινδυνεύοντας η αφεντιά μου να κάνει τον Κουροπάτκιν, θα έλεγα ότι απ’ την πρώτη στιγμή της νέας διακυβέρνησης θα έπρεπε να έχουν έρθει στη Βουλή τα βασικά νομοσχέδια: για τα εργασιακά, το ασφαλιστικό, τα κόκκινα δάνεια, το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών, τον Τυποκτόνο νόμο, τη ρύθμιση των χρεών διά δόσεων, το νομοσχέδιο για την ΕΡΤ - κι όλα αυτά (και άλλα) ανεξαρτήτως πόρων (κι
ας ούρλιαζαν τα σκυλιά της υποτέλειας για την κοστολόγηση και τα συναφή). Διότι υπερψηφίζοντας όσα θα έδειχναν και θα αποδείκνυαν τη σιδερένια πολιτική θέληση της κυβέρνησης, θα πήγαινε η ίδια στις διαπραγματεύσεις από θέση πολύ ισχυρότερη εκείνης με την οποίαν πήγε και σήμερα βρίσκεται.
Ακόμα κι αν διά αυτού του τρόπου η κυβέρνηση δεν θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες χρηματοδοτήσεις, αυτό θα είχε γίνει φανερό εγκαίρως και δεν θα περιπίπταμε σε κατάσταση αργού στραγγαλισμού, αργής ασφυξίας. Το ίδιο εγκαίρως θα έπαιρνε ο καθένας τις ευθύνες του.
Αντί αυτού καρκινοβατούμε, με την κυρία Σακελλαρίου να στέλνει στον διάολο 1,2 δισ. λες και πήγε στη Λόντρα για να αγοράσει καπέλα, ενώ πολλές απ’ τις παθολογίες του παρελθόντος επαναλαμβάνονται, όπως οι διορισμοί κολλητών ή η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας του συστήματος.
Θα μπορούσε να πει κανείς «ο γέγονε, γέγονε» και να επιχειρήσει διορθωτικές κινήσεις, αν το αλαλούμ δεν υπήρχε ο κίνδυνος να γενικευθεί. Για παράδειγμα, η κυρία Βαλαβάνη κάνει ό,τι μπορεί και η ΔΕΗ της κόβει το ρεύμα!! Στη Βουλή καταφθάνει Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για αναγκαστικό δανεισμό!! Βρισκόμαστε στην πιο σκοτεινή στιγμή της κρίσης, με τα κύμβαλα της Διαπλοκής και της Υποτέλειας να ωρύονται είτε ότι χρειάζεται μια «οικουμενική κυβέρνηση» των «φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων» (δηλαδή των γραικύλων), είτε ότι η Αριστερά απέτυχε, δεν μπορεί, κάνει τα ίδια.
Κανείς δεν περίμενε ότι ο δρόμος της Αριστεράς στη διακυβέρνηση θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα - όμως είναι καιρός, εκτός απ’ την κυβέρνηση, να πάρει και την εξουσία. Και να το αποδείξει. Και στις διαπραγματεύσεις και στη διακυβέρνηση.
Και εις ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις, η σύγκρουση των αδιεξόδων δεν οδηγεί πουθενά, αυτό το ξέρουν και οι Γερμανοί και εμείς. Αν δεν έχουμε λοιπόν τρελαθεί όλοι, θα επέλθει έντιμος συμβιβασμός. Εις όσα αφορούν όμως τη διακυβέρνηση, με ό,τι έχει αποδειχθεί σκάρτο κανένας συμβιβασμός δεν επιτρέπεται...
Και
αυτό το απροσδιόριστο μπορεί να αποδειχθεί απεριόριστο. Οχι μόνον «πειράζοντας» την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία, αλλά σηματοδοτώντας και την αρχή του τέλους της ευρωζώνης - ακόμα και το πολιτικό τέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Συνεπώς σε αυτήν τη σύγκρουση διακυβεύονται πολλά. Το ότι είναι σύγκρουση αδιεξόδων αποδεικνύει την ακρότητα -την ταξική ακρότητα- στην οποίαν οδηγεί η πλουτοκρατική Γερμανία την Ενωση, όχι μόνον εις όσα αφορούν τη σχέση πλουσίων-φτωχών, αλλά κυρίως εις όσα αφορούν τον πολιτικό ακρωτηριασμό της Ευρώπης, όταν οι διαπραγματεύσεις αποκλείουν ντε φάκτο τους συμβιβασμούς.
Τότε όμως δεν πρόκειται για διαπραγματεύσεις, αλλά για πολεμική αναμέτρηση. Και πράγματι η Γερμανία θέτει στην Ελλάδα (και σε όποια άλλη χώρα στο μέλλον) ένα Μήλιο Δίλημμα. Μας λέει: «αν υποταχθείτε θα συντριβείτε και θα συντριβείτε αν δεν υποταχθείτε».
Η όποια απάντηση σε αυτό το δίλημμα συνιστά για την Ελλάδα αδιέξοδο. Αλλά το ίδιο αδιέξοδη είναι και για τη Γερμανία η οποιαδήποτε απ’ τις δύο εκβάσεις, αν η μία σημαίνει για αυτήν ρήγμα στα σχέδιά της και αν η άλλη σημαίνει κόστος που δεν θα μπορεί να αντέξει.
Ολη αυτή η διαδικασία αναιρεί τον χαρακτήρα της Ενωσης, ο οποίος βασίζεται στις διαρκείς διαπραγματεύσεις και τους αέναους συμβιβασμούς, αν και αυτός ο τρόπος έχει από καιρό εγκαταλειφθεί. Διότι πλέον μόνο τύποις οι αποφάσεις που αποτελούν προηγούμενο για να διοικείται η Ενωση προέρχονται από διαπραγματεύσεις. Στην πραγματικότητα προέρχονται από επιβολή ισχύος. Κι αυτή είναι η εντροπία που θα οδηγήσει την Ε.Ε. είτε στη μετάλλαξή της σε ένα (εκ νέου) γερμανικό τέρας, είτε στη διάλυσή της.
Ως τότε όμως το πρόβλημα (που θα έχουν κι άλλοι στο μέλλον) το έχουμε εμείς. Το αδιέξοδο που μας προκαλεί η έλλειψη ρευστού χρήματος (ανεξαρτήτως απ’ την ύπαρξη και την αξιοποίηση των πόρων μας) καθώς και η έλλειψη χρόνου (εκείνου που χάθηκε συν εκείνου που δεν προλαβαίνουμε) επιτείνεται και από μια θεμελιώδη αντίφαση: η Ελλάδα είναι ένα εξαρτημένο κράτος που επιχειρεί να το κυβερνήσει μια ανεξάρτητη κυβέρνηση.
Αυτά τα λεφτά που έπαιρναν από τη Δύση οι υποτελείς κυβερνήσεις της Δεξιάς, μετατρέποντας τη χώρα σε προτεκτοράτο, δεν δίδονται στην Αριστερά αν δεν κάνει το ίδιο, πόσω μάλλον αν επιχειρήσει την απελευθέρωση της χώρας απ’ την επιτροπεία (όπως κομψά θα μπορούσε να αποκαλείται η δικτατορία των υπαγορεύσεων).
Κι έτσι με έναν τρόπο η Ελλάδα αιωρείται.
Είναι σαν η Δεξιά να έφυγε και η Αριστερά να μην ήρθε.
Διότι, με τους όρους που έχουν διαμορφωθεί (και ως τώρα η Αριστερά δεν έχει ανατρέψει), η Αριστερά δεν μπορεί να ασκήσει αριστερή πολιτική, παρά για ελάχιστα απ’ όσα είναι ήδη επείγοντα. Αλλά, αν η Αριστερά δεν μπορεί να ασκήσει εγκαίρως αριστερή, δηλαδή φιλολαϊκή, πολιτική, δεν μπορεί ταυτοχρόνως και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να συγκρουσθεί επιτυχώς με το σαπισμένο σύστημα που αντιμάχεται.
Εξ όλων αυτών (και κάποιων ακόμα) κυριαρχούν τις τελευταίες εβδομάδες στην κυβερνητική πολιτική αδεξιότητες, αστοχίες, παλινωδίες, αλληλοσυγκρουόμενες δηλώσεις και πράξεις. Που με τη σειρά τους προκαλούν απορίες, αμφιβολίες, απογοήτευση και ανησυχία σε πολλούς πολίτες. Ενώ γύρω τους οι καταστάσεις που αφορούν τη ζωή τους ή βαλτώνουν ή πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο.
Είναι αλήθεια ότι στα ντεζαβαντάζ της κυβέρνησης μπορούν να μετρηθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις, ακόμα και αντιθέσεις, του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η απειρία της Αριστεράς περί τη διακυβέρνηση. Ομως και ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε (φαινόταν ότι θα κερδίσει τις εκλογές) να είναι πιο έτοιμος και η σύνθεση της κυβέρνησης λιγότερο υποταγμένη σε εσωκομματικούς συσχετισμούς. Ουδείς λόγος θα υπήρχε
να αναλίσκεται η κυβέρνηση σε βραχιολάκια, κουδούνια και λιακάδες, αν για τα πρωτεύοντα θέματα υπήρχαν στέρεα σχέδια και εφαρμόσιμες στρατηγικές. Διακινδυνεύοντας η αφεντιά μου να κάνει τον Κουροπάτκιν, θα έλεγα ότι απ’ την πρώτη στιγμή της νέας διακυβέρνησης θα έπρεπε να έχουν έρθει στη Βουλή τα βασικά νομοσχέδια: για τα εργασιακά, το ασφαλιστικό, τα κόκκινα δάνεια, το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών, τον Τυποκτόνο νόμο, τη ρύθμιση των χρεών διά δόσεων, το νομοσχέδιο για την ΕΡΤ - κι όλα αυτά (και άλλα) ανεξαρτήτως πόρων (κι
ας ούρλιαζαν τα σκυλιά της υποτέλειας για την κοστολόγηση και τα συναφή). Διότι υπερψηφίζοντας όσα θα έδειχναν και θα αποδείκνυαν τη σιδερένια πολιτική θέληση της κυβέρνησης, θα πήγαινε η ίδια στις διαπραγματεύσεις από θέση πολύ ισχυρότερη εκείνης με την οποίαν πήγε και σήμερα βρίσκεται.
Ακόμα κι αν διά αυτού του τρόπου η κυβέρνηση δεν θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες χρηματοδοτήσεις, αυτό θα είχε γίνει φανερό εγκαίρως και δεν θα περιπίπταμε σε κατάσταση αργού στραγγαλισμού, αργής ασφυξίας. Το ίδιο εγκαίρως θα έπαιρνε ο καθένας τις ευθύνες του.
Αντί αυτού καρκινοβατούμε, με την κυρία Σακελλαρίου να στέλνει στον διάολο 1,2 δισ. λες και πήγε στη Λόντρα για να αγοράσει καπέλα, ενώ πολλές απ’ τις παθολογίες του παρελθόντος επαναλαμβάνονται, όπως οι διορισμοί κολλητών ή η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας του συστήματος.
Θα μπορούσε να πει κανείς «ο γέγονε, γέγονε» και να επιχειρήσει διορθωτικές κινήσεις, αν το αλαλούμ δεν υπήρχε ο κίνδυνος να γενικευθεί. Για παράδειγμα, η κυρία Βαλαβάνη κάνει ό,τι μπορεί και η ΔΕΗ της κόβει το ρεύμα!! Στη Βουλή καταφθάνει Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για αναγκαστικό δανεισμό!! Βρισκόμαστε στην πιο σκοτεινή στιγμή της κρίσης, με τα κύμβαλα της Διαπλοκής και της Υποτέλειας να ωρύονται είτε ότι χρειάζεται μια «οικουμενική κυβέρνηση» των «φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων» (δηλαδή των γραικύλων), είτε ότι η Αριστερά απέτυχε, δεν μπορεί, κάνει τα ίδια.
Κανείς δεν περίμενε ότι ο δρόμος της Αριστεράς στη διακυβέρνηση θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα - όμως είναι καιρός, εκτός απ’ την κυβέρνηση, να πάρει και την εξουσία. Και να το αποδείξει. Και στις διαπραγματεύσεις και στη διακυβέρνηση.
Και εις ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις, η σύγκρουση των αδιεξόδων δεν οδηγεί πουθενά, αυτό το ξέρουν και οι Γερμανοί και εμείς. Αν δεν έχουμε λοιπόν τρελαθεί όλοι, θα επέλθει έντιμος συμβιβασμός. Εις όσα αφορούν όμως τη διακυβέρνηση, με ό,τι έχει αποδειχθεί σκάρτο κανένας συμβιβασμός δεν επιτρέπεται...