Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη-Είναι σαφές ότι οι θέσεις και το πρόγραμμα της νέας ελληνικής
Κυβέρνησης δεν βρίσκουν παντού, και κυρίως σε επίπεδο κυβερνήσεων,
εκείνην την ανταπόκριση που η Αθήνα περίμενε
Το σκηνικό της τελευταίας εβδομάδας στη σχέση των Αθηνών με την Ευρώπη προσέλαβε διαστάσεις έντασης, με την Αθήνα να επιχειρεί να πείσει και την Ευρώπη μέρα με τη μέρα να ενισχύει την απορριπτική της θέση. Το επιχείρημα της Ευρώπης, ιδιαιτέρως μάλιστα του Βερολίνου, που πρωταγωνιστεί αφανώς πλην αποτελεσματικά, όπως φαίνεται, στη διαπραγμάτευση με την Αθήνα, είναι ότι οι κανόνες της Ε.Ε. προβλέπουν τήρηση των συμφωνηθέντων. Αυτό ουσιαστικά υπαγορεύει, πέραν του νομικού, δηλαδή θεσμικού πλαισίου και η προτεσταντική ηθική, η οποία διέπει το Βερολίνο.
Η προτεσταντική ηθική σημαίνει την τήρηση των συμφωνηθέντων απαρεγκλίτως, πράγμα που αποτελεί όρο απαράβατο της οικονομικής ζωής μιας κοινωνίας ή των διακρατικών, διεθνών οικονομικών σχέσεων. Οι Λατίνοι το κωδικοποιούν στην έκφραση του ρωμαϊκού δικαίου pacta sunt servanda. Πέραν τούτου, όμως, η ανησυχία των Ευρωπαίων και ιδιαίτερα του Βερολίνου συνίσταται στο ότι μετά την αλλαγή πολιτικής απέναντι στην Αθήνα και την υιοθέτηση ευνοϊκότερων όρων για την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης, θα ξεσηκωθούν οι Ισπανοί με τους Podemos, οι οποίοι έρχονται -και η Ισπανία είναι μεγάλου βεληνεκούς οικονομία και καθόλου εύκολα διαχειρίσιμη σε περιόδους κρίσης-, όπως και η Πορτογαλία, που ούτως ή άλλως βρίσκεται σε πρόγραμμα και διαμαρτύρεται ήδη, αλλά και η Ιταλία.
Η Κύπρος, δε, μετά την επιτυχή επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Λευκωσία συζητά ήδη το θέμα της Τρόικας και το ενδεχόμενο να ακολουθήσει την Αθήνα στις διεθνείς της ευρωπαϊκές αναζητήσεις. Αυτό ως προς την κατάσταση που υφίσταται σήμερα, ενόψει και της επικείμενης διαπραγμάτευσης.
Η νεοεκλεγείσα ελληνική Κυβέρνηση επεχείρησε ήδη έναν πρώτο κύκλο «γνωριμίας» με το εγγύς διεθνές περιβάλλον, που είναι η Ευρώπη και κρίσιμες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έθεσε το θέμα της νέας πολιτικής και του προγράμματος ανόρθωσης της χώρας και ανάπτυξης ενός άλλου σχεδίου, που θα μπορέσει να θεμελιώσει την αφετηρία μιας πορείας της χώρας προς την κατεύθυνση της οικονομικής και πολιτικής αναγέννησής της.
Είναι σαφές ότι οι θέσεις και το πρόγραμμα της νέας ελληνικής Κυβέρνησης δεν βρίσκουν παντού, και κυρίως σε επίπεδο κυβερνήσεων, εκείνην την ανταπόκριση που η Αθήνα περίμενε, πράγμα που οφείλεται στην ίδια την κρίση που διέρχεται σε πολιτικό και όχι μόνο επίπεδο η ίδια η Ευρώπη και οι σημαντικότερες χώρες της, μια κρίση που δεν είναι λογιστικής, ούτε καν οικονομικής υφής, αλλά παραπέμπει σε κρίση ταυτότητας, πολιτικής κουλτούρας και φιλοσοφικού υποβάθρου, το οποίο έχει ήδη προ πολλού εγκαταλειφθεί, αφού οι κλασικές ευρωπαϊκές ρίζες του ελληνορωμαϊκού πνεύματος, της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού δεν έχουν παρά μόνο συμβολικό χαρακτήρα πλέον.
Παρά το γεγονός της απρόθυμης να στηρίξουν ώς και αρνητικής αντιμετώπισης από ορισμένες κρίσιμες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες του επείγοντος προγράμματος των Αθηνών για ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας και της χώρας ευρύτερα, πρέπει να πούμε πως υπάρχουν ορισμένα στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαπραγμάτευση που πρόκειται εντός των προσεχών ημερών να κορυφωθεί και που είναι τα εξής δύο:
Η πρώτη διάσταση, που είναι ασφαλώς εξαιρετικά θετική, παραπέμπει στη στάση του διεθνούς Τύπου και των ΜΜΕ μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών και της Αμερικής απέναντι στους περιοδεύσαντες Πρωθυπουργό και Υπουργό Οικονομικών, τους οποίους υποδέχτηκαν τα διεθνή ΜΜΕ με θετικά έως και πολύ κολακευτικά σχόλια και όπου η Ελλάδα είχε μετά από αρκετά χρόνια την τιμητική της σε πλήθος δημοσιευμάτων.
Αυτή η ατμόσφαιρα δημιούργησε προφανώς μια ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά κύριο λόγο ευνοϊκή προς τη χώρα μας, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί από τους εκπροσώπους της ελληνικής Κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις στο επίπεδο της νομιμοποίησης και μάλιστα στον βαθμό που η νομιμοποίηση αυτή αναφέρεται στην ισχυρή εσωτερική ανταπόκριση στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Βεβαίως εδώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως τα όρια της διαπραγμάτευσης είναι εξαιρετικά περιορισμένα και δεδομένα και κάθε βηματισμός, ο οποίος δεν είναι καλά και προσεκτικά υπολογισμένος, μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη και σπάσιμο ενός ήδη τεντωμένου σχοινιού.
Το δεύτερο στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει σημαντικά την Ελλάδα στη διαπραγμάτευση και που είναι αδιόρατο, πλην όμως παραπέμπει σε ένα σύγχρονο μεγάλο παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής, είναι το άνοιγμα της Αθήνας προς τη Μόσχα, η άμεση ανταπόκριση της Μόσχας και η ταυτόχρονη γεωστρατηγική αντιπαράθεση ΗΠΑ - Ρωσικής Ομοσπονδίας, με την Ευρώπη να είναι σε κατάσταση ομηρείας και την Ελλάδα να μπορεί ενδεχομένως να παίξει έναν γεωπολιτικό ρόλο, που να της επιτρέψει να υποχρεώσει τους Ευρωπαίους σε ένα μεγαλύτερο από τον αναμενόμενο συμβιβασμό, προκειμένου η Αθήνα να μην εκπέσει του δυτικού σχήματος αμυντικής και πολιτικής συμμαχίας.
Ουδείς μπορεί να φανταστεί πόσο σοβαρές θα ήταν οι γεωστρατηγικές επιπτώσεις για το δυτικό σύστημα ασφάλειας από μια έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα την οδηγούσε στην αγκαλιά της Ρωσίας, που θα σήμαινε ρωσική παρουσία στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, έξοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες και ένταξη της Ελλάδας, σήμερα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στο ρωσικό στρατόπεδο αντιπαράθεσης με τη Δύση σε μια περίοδο αναβίωσης εξαιτίας του Ουκρανικού ζητήματος και της κλιμάκωσης της σύγκρουσης στην περιοχή αυτή, ενός νέου ψυχροπολεμικού σχήματος σύγκρουσης Ανατολής - Δύσης.
Πρόκειται για μια προσέγγιση αρκετά απίθανη, η οποία όμως θα μπορούσε να υλοποιείτο εάν η διαπραγμάτευση Ελλάδας - Ε.Ε., που κρίνεται αυτόν τον μήνα, δεν οδηγούσε σε αίσιο αποτέλεσμα και το Βερολίνο έσπρωχνε την Αθήνα στην έξοδο από την Ευρωζώνη με δραματικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία, κοινωνία και πολιτική.
Πρέπει να τονίσουμε πως στην περίπτωση της Κύπρου, η οποία υπέστη το κούρεμα τον περιβόητο Μάρτιο του 2013, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα η προσέγγιση προς τη Ρωσία για την Κύπρο με την αρνητική στάση των Ρώσων για διάφορους λόγους και δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή διεθνή κατάσταση, που διαμορφώνει μιαν άλλη σχέση Ρωσίας - Ελλάδας, Ευρώπης και ΗΠΑ. Ο κυριότερος των οποίων συνίσταται στο ότι η Ρωσία και οι ΗΠΑ, αλλά και η Ευρώπη είχαν άριστες σχέσεις, εφόσον δεν υφίστατο το Ουκρανικό τότε, που σήμερα αποτελεί την πηγή της αντιπαράθεσης.
Επίσης πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η προεργασία που προηγήθηκε από τη σημερινή ελληνική Κυβέρνηση στη σχέση της με τη Ρωσία και οι ιδεολογικοπολιτικές και κοσμοθεωρητικές προσδοκίες, που ανέδειξε αυτήν την περίοδο η σχέση που καλλιεργήθηκε, εμπεδώνει την πεποίθηση στους Ρώσους ότι η Αθήνα μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο εταίρο για μια συνολική ανατροπή του γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού σκηνικού στη Μεσόγειο. Όταν διαπραγματευόμαστε, δεν έχουμε κατά νουν μόνο τα λογιστικά ή τα οικονομικά μεγέθη, αλλά κυρίως γεωστρατηγικές ή γεωπολιτικές παραμέτρους και διεθνείς ισορροπίες, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη διαπραγμάτευση υπέρ των συμφερόντων μας.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Το σκηνικό της τελευταίας εβδομάδας στη σχέση των Αθηνών με την Ευρώπη προσέλαβε διαστάσεις έντασης, με την Αθήνα να επιχειρεί να πείσει και την Ευρώπη μέρα με τη μέρα να ενισχύει την απορριπτική της θέση. Το επιχείρημα της Ευρώπης, ιδιαιτέρως μάλιστα του Βερολίνου, που πρωταγωνιστεί αφανώς πλην αποτελεσματικά, όπως φαίνεται, στη διαπραγμάτευση με την Αθήνα, είναι ότι οι κανόνες της Ε.Ε. προβλέπουν τήρηση των συμφωνηθέντων. Αυτό ουσιαστικά υπαγορεύει, πέραν του νομικού, δηλαδή θεσμικού πλαισίου και η προτεσταντική ηθική, η οποία διέπει το Βερολίνο.
Η προτεσταντική ηθική σημαίνει την τήρηση των συμφωνηθέντων απαρεγκλίτως, πράγμα που αποτελεί όρο απαράβατο της οικονομικής ζωής μιας κοινωνίας ή των διακρατικών, διεθνών οικονομικών σχέσεων. Οι Λατίνοι το κωδικοποιούν στην έκφραση του ρωμαϊκού δικαίου pacta sunt servanda. Πέραν τούτου, όμως, η ανησυχία των Ευρωπαίων και ιδιαίτερα του Βερολίνου συνίσταται στο ότι μετά την αλλαγή πολιτικής απέναντι στην Αθήνα και την υιοθέτηση ευνοϊκότερων όρων για την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης, θα ξεσηκωθούν οι Ισπανοί με τους Podemos, οι οποίοι έρχονται -και η Ισπανία είναι μεγάλου βεληνεκούς οικονομία και καθόλου εύκολα διαχειρίσιμη σε περιόδους κρίσης-, όπως και η Πορτογαλία, που ούτως ή άλλως βρίσκεται σε πρόγραμμα και διαμαρτύρεται ήδη, αλλά και η Ιταλία.
Η Κύπρος, δε, μετά την επιτυχή επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Λευκωσία συζητά ήδη το θέμα της Τρόικας και το ενδεχόμενο να ακολουθήσει την Αθήνα στις διεθνείς της ευρωπαϊκές αναζητήσεις. Αυτό ως προς την κατάσταση που υφίσταται σήμερα, ενόψει και της επικείμενης διαπραγμάτευσης.
Η νεοεκλεγείσα ελληνική Κυβέρνηση επεχείρησε ήδη έναν πρώτο κύκλο «γνωριμίας» με το εγγύς διεθνές περιβάλλον, που είναι η Ευρώπη και κρίσιμες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έθεσε το θέμα της νέας πολιτικής και του προγράμματος ανόρθωσης της χώρας και ανάπτυξης ενός άλλου σχεδίου, που θα μπορέσει να θεμελιώσει την αφετηρία μιας πορείας της χώρας προς την κατεύθυνση της οικονομικής και πολιτικής αναγέννησής της.
Είναι σαφές ότι οι θέσεις και το πρόγραμμα της νέας ελληνικής Κυβέρνησης δεν βρίσκουν παντού, και κυρίως σε επίπεδο κυβερνήσεων, εκείνην την ανταπόκριση που η Αθήνα περίμενε, πράγμα που οφείλεται στην ίδια την κρίση που διέρχεται σε πολιτικό και όχι μόνο επίπεδο η ίδια η Ευρώπη και οι σημαντικότερες χώρες της, μια κρίση που δεν είναι λογιστικής, ούτε καν οικονομικής υφής, αλλά παραπέμπει σε κρίση ταυτότητας, πολιτικής κουλτούρας και φιλοσοφικού υποβάθρου, το οποίο έχει ήδη προ πολλού εγκαταλειφθεί, αφού οι κλασικές ευρωπαϊκές ρίζες του ελληνορωμαϊκού πνεύματος, της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού δεν έχουν παρά μόνο συμβολικό χαρακτήρα πλέον.
Παρά το γεγονός της απρόθυμης να στηρίξουν ώς και αρνητικής αντιμετώπισης από ορισμένες κρίσιμες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες του επείγοντος προγράμματος των Αθηνών για ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας και της χώρας ευρύτερα, πρέπει να πούμε πως υπάρχουν ορισμένα στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαπραγμάτευση που πρόκειται εντός των προσεχών ημερών να κορυφωθεί και που είναι τα εξής δύο:
Η πρώτη διάσταση, που είναι ασφαλώς εξαιρετικά θετική, παραπέμπει στη στάση του διεθνούς Τύπου και των ΜΜΕ μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών και της Αμερικής απέναντι στους περιοδεύσαντες Πρωθυπουργό και Υπουργό Οικονομικών, τους οποίους υποδέχτηκαν τα διεθνή ΜΜΕ με θετικά έως και πολύ κολακευτικά σχόλια και όπου η Ελλάδα είχε μετά από αρκετά χρόνια την τιμητική της σε πλήθος δημοσιευμάτων.
Αυτή η ατμόσφαιρα δημιούργησε προφανώς μια ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά κύριο λόγο ευνοϊκή προς τη χώρα μας, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί από τους εκπροσώπους της ελληνικής Κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις στο επίπεδο της νομιμοποίησης και μάλιστα στον βαθμό που η νομιμοποίηση αυτή αναφέρεται στην ισχυρή εσωτερική ανταπόκριση στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Βεβαίως εδώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως τα όρια της διαπραγμάτευσης είναι εξαιρετικά περιορισμένα και δεδομένα και κάθε βηματισμός, ο οποίος δεν είναι καλά και προσεκτικά υπολογισμένος, μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη και σπάσιμο ενός ήδη τεντωμένου σχοινιού.
Το δεύτερο στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει σημαντικά την Ελλάδα στη διαπραγμάτευση και που είναι αδιόρατο, πλην όμως παραπέμπει σε ένα σύγχρονο μεγάλο παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής, είναι το άνοιγμα της Αθήνας προς τη Μόσχα, η άμεση ανταπόκριση της Μόσχας και η ταυτόχρονη γεωστρατηγική αντιπαράθεση ΗΠΑ - Ρωσικής Ομοσπονδίας, με την Ευρώπη να είναι σε κατάσταση ομηρείας και την Ελλάδα να μπορεί ενδεχομένως να παίξει έναν γεωπολιτικό ρόλο, που να της επιτρέψει να υποχρεώσει τους Ευρωπαίους σε ένα μεγαλύτερο από τον αναμενόμενο συμβιβασμό, προκειμένου η Αθήνα να μην εκπέσει του δυτικού σχήματος αμυντικής και πολιτικής συμμαχίας.
Ουδείς μπορεί να φανταστεί πόσο σοβαρές θα ήταν οι γεωστρατηγικές επιπτώσεις για το δυτικό σύστημα ασφάλειας από μια έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα την οδηγούσε στην αγκαλιά της Ρωσίας, που θα σήμαινε ρωσική παρουσία στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, έξοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες και ένταξη της Ελλάδας, σήμερα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στο ρωσικό στρατόπεδο αντιπαράθεσης με τη Δύση σε μια περίοδο αναβίωσης εξαιτίας του Ουκρανικού ζητήματος και της κλιμάκωσης της σύγκρουσης στην περιοχή αυτή, ενός νέου ψυχροπολεμικού σχήματος σύγκρουσης Ανατολής - Δύσης.
Πρόκειται για μια προσέγγιση αρκετά απίθανη, η οποία όμως θα μπορούσε να υλοποιείτο εάν η διαπραγμάτευση Ελλάδας - Ε.Ε., που κρίνεται αυτόν τον μήνα, δεν οδηγούσε σε αίσιο αποτέλεσμα και το Βερολίνο έσπρωχνε την Αθήνα στην έξοδο από την Ευρωζώνη με δραματικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία, κοινωνία και πολιτική.
Πρέπει να τονίσουμε πως στην περίπτωση της Κύπρου, η οποία υπέστη το κούρεμα τον περιβόητο Μάρτιο του 2013, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα η προσέγγιση προς τη Ρωσία για την Κύπρο με την αρνητική στάση των Ρώσων για διάφορους λόγους και δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή διεθνή κατάσταση, που διαμορφώνει μιαν άλλη σχέση Ρωσίας - Ελλάδας, Ευρώπης και ΗΠΑ. Ο κυριότερος των οποίων συνίσταται στο ότι η Ρωσία και οι ΗΠΑ, αλλά και η Ευρώπη είχαν άριστες σχέσεις, εφόσον δεν υφίστατο το Ουκρανικό τότε, που σήμερα αποτελεί την πηγή της αντιπαράθεσης.
Επίσης πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η προεργασία που προηγήθηκε από τη σημερινή ελληνική Κυβέρνηση στη σχέση της με τη Ρωσία και οι ιδεολογικοπολιτικές και κοσμοθεωρητικές προσδοκίες, που ανέδειξε αυτήν την περίοδο η σχέση που καλλιεργήθηκε, εμπεδώνει την πεποίθηση στους Ρώσους ότι η Αθήνα μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο εταίρο για μια συνολική ανατροπή του γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού σκηνικού στη Μεσόγειο. Όταν διαπραγματευόμαστε, δεν έχουμε κατά νουν μόνο τα λογιστικά ή τα οικονομικά μεγέθη, αλλά κυρίως γεωστρατηγικές ή γεωπολιτικές παραμέτρους και διεθνείς ισορροπίες, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη διαπραγμάτευση υπέρ των συμφερόντων μας.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου