του Αθανασίου Χ. ΠαπανδρόπουλουΓιατί
ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δίνει τόση έμφαση στην αναδιάρθρωση και στο
«κούρεμα» του ελληνικού χρέους; Τί πραγματικά κρύβεται πίσω από αυτή την
εμμονή του;
Όλο
και περισσότερο ο κ. Αλέξης Τσίπρας –που έφθασε να στείλει ανοικτή
επιστολή και στους Γερμανούς πολίτες– δίνει μεγάλη έμφαση στο θέμα της
αναδιαρθρώσεως του ελληνικού χρέους και κάνει λόγο για «κουρέματα» και
άλλα παρόμοια, τα οποία ο πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει –και αυτός
ακριβώς είναι ο λόγος που εύκολα μπορεί να εξαπατηθεί. Γι αυτό και
θεωρούμε σκόπιμο να πούμε κάποιες αλήθειες που θα μάς επιτρέψουν να
καταλήξουμε στα απώτερα σχέδια του αρχηγού της αξιωματικής
αντιπολιτεύσεως και των περί αυτόν περισπούδαστων οικονομολόγων.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ένα κρατικό χρέος δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα με ένα αντίστοιχο ιδιωτικό. Έτσι, σε καμμία περίπτωση ο κρατικός δανεισμός δεν μπορεί να παρομοιάζεται με τον ιδιωτικό, ο οποίος έχει αρχή και τέλος.
Τα κράτη, όπως επισημαίνουν κορυφαίοι οικονομολόγοι, ποτέ δεν αποπληρώνουν τα χρέη τους. Κατά κανόνα τα αναχρηματοδοτούν, εκδίδοντας νέα χρέη. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό το 2010 οφειλόταν στην κάκιστη δημοσιονομική της κατάσταση και το υπέρογκο τότε εξωτερικό της έλλειμμα. Μεσούσης της χρηματοοικονομικής κρίσεως του 2008, τα δύο αυτά μεγέθη δεν ενέπνεαν καμία εμπιστοσύνη στις αγορές, οι οποίες δεν δάνειζαν την χώρα μας ακόμα και με υψηλά επιτόκια.
Σήμερα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Ιταλός πρώην αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, στην παρούσα φάση η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα χρέους γιατί το τελευταίο βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών, ήτοι στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητος και τις κυβερνήσεις των άλλων χωρών μελών της ευρωζώνης. Επίσης, το χρέος αυτό –που πλησιάζει τα 320 δις ευρώ και αντιπροσωπεύει 170% του ΑΕΠ– έχει μεγάλη διάρκεια, η οποία και μπορεί να επεκταθεί περαιτέρω. «Εφόσον, βέβαια, γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις υγιούς αναπτύξεως της οικονομίας», προσθέτει ο κ. Σμάγκι.
Συνεπώς, εκτιμάται και από άλλους οικονομολόγους, σε γενικές γραμμές το ελληνικό χρέος παρουσιάζει πολύ μικρότερο κίνδυνο αναχρηματοδοτήσεως απ’ ό,τι ισχύει για άλλες χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες πρέπει να εκδίδουν τίτλους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο.
Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει σε μελέτη του ο κ. Άντριου Βαττ, μελετητής στο Γερμανικό Ινστιτούτο Μακροοικονομίας που είναι φιλικό προς τους σοσιαλδημοκράτες, η βιωσιμότητα ενός χρέους εξαρτάται από την δυναμική που αναπτύσσεται με τον χρόνο και όχι από το συνολικό του ύψος.
Στην βάση αυτής της θεωρήσεως, ένας υψηλός δείκτης χρέους –170%, για παράδειγμα– μπορεί να είναι πιο βιώσιμος από έναν χαμηλό, εάν στην πρώτη περίπτωση έχουμε σταθεροποίηση με ανάπτυξη και άρα μείωση ενώ στην δεύτερη περίπτωση προβλέπεται αμείωτη ανοδική τάση.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, τα περίπου 8 δις τόκους που πρέπει να πληρώνει η Ελλάδα ετησίως είναι ένα ποσό που αντιπροσωπεύει το 4% του ΑΕΠ μας και είναι αισθητά χαμηλότερο από τα αντίστοιχα μεγέθη στην Ιρλανδία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία και όχι πολύ μακριά απ’ ό,τι ισχύει για τις ΗΠΑ. Στην πράξη, η βιωσιμότητα του χρέους σχετίζεται αντιστρόφως με το επίπεδο των επιτοκίων που καταβάλλονται και επηρεάζεται θετικά από τον αναμενόμενο ρυθμό αναπτύξεως της οικονομίας και την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού σε πρωτογενές επίπεδο, η οποία πρέπει να επιτευχθεί. Σε αυτά τα θέματα, λοιπόν, η Ελλάδα τα πηγαίνει σχετικά καλά συγκριτικά με αρκετές άλλες οικονομίες της ευρωζώνης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επίσημοι πιστωτές δέχθηκαν μείωση των επιτοκίων στα δάνειά τους σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα που ισχύουν για τους καλύτερους δανειολήπτες της ευρωζώνης.
Όλα αυτά ανησυχούν τον διψασμένο για εξουσία κ. Αλέξη Τσίπρα και τους ανθρώπους που ποντάρουν σε αυτόν. Πολύ, μάλιστα. Διότι, αν μέσα στο 2015 η Ελλάδα πετύχει να αναπτυχθεί με ποσοστό 3%, που είναι τριπλάσιο του αντίστοιχου μέσου στην ευρωζώνη, και με δεδομένο το πρωτογενές πλεόνασμα που θα είναι κάπου 4% του ΑΕΠ, τότε η ελληνική οικονομία θα μπορεί να αισιοδοξεί και να προχωρά ταχύτερα σε μεταρρυθμίσεις, τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει.
Το κόμμα του κ. Τσίπρα δεν επιθυμεί μεταρρυθμίσεις. Θέλει να πάει πίσω το ρολόι της Ιστορίας, για να ικανοποιήσει την εκλογική του πελατεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί μία σχεδόν πλήρως κρατικοποιημένη και συντεχνιακή οικονομία, όπου το κόμμα θα παίζει τον πρώτο ρόλο. Επίσης, θέλει να «παίξει» με την διεθνή αναδιάρθρωση του χρέους για να δημιουργήσει συνθήκες εθνικής υστερίας στο εσωτερικό, μέσω της οποίας θα επιδιώξει να περιορίσει και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Δεν αποκλείεται δε, με πρόσχημα την μη αποδοχή από τους δανειστές να «κουρέψουν» ένα χρέος που στην ουσία επιβαρύνει τους φορολογούμενούς τους, ο ΣΥΡΙΖΑ να βάλει χέρι και στις καταθέσεις, αποδίδοντας την ανατίναξη της οικονομίας στην κυρία Μέρκελ και στον «νεοφιλελευθερισμό».
Το σχέδιο είναι καλά μελετημένο και κάποιες εφαρμογές του έχουν πετύχει στην Λατινική Αμερική. Όμως, δυστυχώς για τους εμπνευστές του, εδώ είναι Ευρώπη και όχι Ισημερινός ή Βενεζουέλα. Όσοι λοιπόν πέσουν στην καλοστημένη παγίδα, θα αργήσουν πολύ να ξαναβγούν.
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")
ENRGIA.GR
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ένα κρατικό χρέος δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα με ένα αντίστοιχο ιδιωτικό. Έτσι, σε καμμία περίπτωση ο κρατικός δανεισμός δεν μπορεί να παρομοιάζεται με τον ιδιωτικό, ο οποίος έχει αρχή και τέλος.
Τα κράτη, όπως επισημαίνουν κορυφαίοι οικονομολόγοι, ποτέ δεν αποπληρώνουν τα χρέη τους. Κατά κανόνα τα αναχρηματοδοτούν, εκδίδοντας νέα χρέη. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό το 2010 οφειλόταν στην κάκιστη δημοσιονομική της κατάσταση και το υπέρογκο τότε εξωτερικό της έλλειμμα. Μεσούσης της χρηματοοικονομικής κρίσεως του 2008, τα δύο αυτά μεγέθη δεν ενέπνεαν καμία εμπιστοσύνη στις αγορές, οι οποίες δεν δάνειζαν την χώρα μας ακόμα και με υψηλά επιτόκια.
Σήμερα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Ιταλός πρώην αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, στην παρούσα φάση η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα χρέους γιατί το τελευταίο βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών, ήτοι στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητος και τις κυβερνήσεις των άλλων χωρών μελών της ευρωζώνης. Επίσης, το χρέος αυτό –που πλησιάζει τα 320 δις ευρώ και αντιπροσωπεύει 170% του ΑΕΠ– έχει μεγάλη διάρκεια, η οποία και μπορεί να επεκταθεί περαιτέρω. «Εφόσον, βέβαια, γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις υγιούς αναπτύξεως της οικονομίας», προσθέτει ο κ. Σμάγκι.
Συνεπώς, εκτιμάται και από άλλους οικονομολόγους, σε γενικές γραμμές το ελληνικό χρέος παρουσιάζει πολύ μικρότερο κίνδυνο αναχρηματοδοτήσεως απ’ ό,τι ισχύει για άλλες χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες πρέπει να εκδίδουν τίτλους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο.
Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει σε μελέτη του ο κ. Άντριου Βαττ, μελετητής στο Γερμανικό Ινστιτούτο Μακροοικονομίας που είναι φιλικό προς τους σοσιαλδημοκράτες, η βιωσιμότητα ενός χρέους εξαρτάται από την δυναμική που αναπτύσσεται με τον χρόνο και όχι από το συνολικό του ύψος.
Στην βάση αυτής της θεωρήσεως, ένας υψηλός δείκτης χρέους –170%, για παράδειγμα– μπορεί να είναι πιο βιώσιμος από έναν χαμηλό, εάν στην πρώτη περίπτωση έχουμε σταθεροποίηση με ανάπτυξη και άρα μείωση ενώ στην δεύτερη περίπτωση προβλέπεται αμείωτη ανοδική τάση.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, τα περίπου 8 δις τόκους που πρέπει να πληρώνει η Ελλάδα ετησίως είναι ένα ποσό που αντιπροσωπεύει το 4% του ΑΕΠ μας και είναι αισθητά χαμηλότερο από τα αντίστοιχα μεγέθη στην Ιρλανδία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία και όχι πολύ μακριά απ’ ό,τι ισχύει για τις ΗΠΑ. Στην πράξη, η βιωσιμότητα του χρέους σχετίζεται αντιστρόφως με το επίπεδο των επιτοκίων που καταβάλλονται και επηρεάζεται θετικά από τον αναμενόμενο ρυθμό αναπτύξεως της οικονομίας και την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού σε πρωτογενές επίπεδο, η οποία πρέπει να επιτευχθεί. Σε αυτά τα θέματα, λοιπόν, η Ελλάδα τα πηγαίνει σχετικά καλά συγκριτικά με αρκετές άλλες οικονομίες της ευρωζώνης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επίσημοι πιστωτές δέχθηκαν μείωση των επιτοκίων στα δάνειά τους σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα που ισχύουν για τους καλύτερους δανειολήπτες της ευρωζώνης.
Όλα αυτά ανησυχούν τον διψασμένο για εξουσία κ. Αλέξη Τσίπρα και τους ανθρώπους που ποντάρουν σε αυτόν. Πολύ, μάλιστα. Διότι, αν μέσα στο 2015 η Ελλάδα πετύχει να αναπτυχθεί με ποσοστό 3%, που είναι τριπλάσιο του αντίστοιχου μέσου στην ευρωζώνη, και με δεδομένο το πρωτογενές πλεόνασμα που θα είναι κάπου 4% του ΑΕΠ, τότε η ελληνική οικονομία θα μπορεί να αισιοδοξεί και να προχωρά ταχύτερα σε μεταρρυθμίσεις, τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει.
Το κόμμα του κ. Τσίπρα δεν επιθυμεί μεταρρυθμίσεις. Θέλει να πάει πίσω το ρολόι της Ιστορίας, για να ικανοποιήσει την εκλογική του πελατεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί μία σχεδόν πλήρως κρατικοποιημένη και συντεχνιακή οικονομία, όπου το κόμμα θα παίζει τον πρώτο ρόλο. Επίσης, θέλει να «παίξει» με την διεθνή αναδιάρθρωση του χρέους για να δημιουργήσει συνθήκες εθνικής υστερίας στο εσωτερικό, μέσω της οποίας θα επιδιώξει να περιορίσει και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Δεν αποκλείεται δε, με πρόσχημα την μη αποδοχή από τους δανειστές να «κουρέψουν» ένα χρέος που στην ουσία επιβαρύνει τους φορολογούμενούς τους, ο ΣΥΡΙΖΑ να βάλει χέρι και στις καταθέσεις, αποδίδοντας την ανατίναξη της οικονομίας στην κυρία Μέρκελ και στον «νεοφιλελευθερισμό».
Το σχέδιο είναι καλά μελετημένο και κάποιες εφαρμογές του έχουν πετύχει στην Λατινική Αμερική. Όμως, δυστυχώς για τους εμπνευστές του, εδώ είναι Ευρώπη και όχι Ισημερινός ή Βενεζουέλα. Όσοι λοιπόν πέσουν στην καλοστημένη παγίδα, θα αργήσουν πολύ να ξαναβγούν.
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")
ENRGIA.GR