Η τακτική της πόλωσης ανάμεσα στους πολιτικούς «μονομάχους» συνεχίζεται ώστε να συμπιεστούν ενδιάμεσες δυνάμεις και να κερδηθεί έδαφος, ενόψει της επερχόμενης –αργά ή γρήγορα– εκλογικής αναμέτρησης. Παράλληλα, όμως, πληθαίνουν οι φωνές και τα σενάρια εθνικής συναίνεσης και αυξάνονται οι πιέσεις προς όλες τις πλευρές του πολιτικού σκηνικού να κάτσουν γύρω από ένα τραπέζι συνεννόησης.
Δεν υπάρχει μόνο ένα σενάριο συνεννόησης. Θα σχετίζεται αυτή με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και τον ορισμό ή την αποφυγή εκλογών; Με τα ανοιχτά εθνικά ζητήματα και την εξωτερική πολιτική; Με τη στάση της χώρας στο θέμα του χρέους και τις σχέσεις με τους δανειστές; Οι εσωτερικοί πολιτικοί παράγοντες απαντούν ανάλογα με το πεδίο που φαίνεται πιο ευνοϊκό για τον καθένα. Αφορά, όμως, το θέμα μόνο την αναμέτρηση στο εσωτερικό της χώρας;
Είναι δεδομένο ότι τόσο η Γερμανία όσο και οι ΗΠΑ έχουν, εδώ και καιρό, εγκαταλείψει την ιδέα ότι μπορούν να ποντάρουν μονόπλευρα και μακροπρόθεσμα στη σημερινή κυβέρνηση, πολύ δε περισσότερο στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, Α. Σαμαρά, για την επίτευξη της πολιτικής σταθερότητας την οποία επιζητούν για την Ελλάδα. Γνωρίζουν καλά ότι οι «αμαρτίες» του παρελθόντος, οι ομηρίες και η διάσταση των σημερινών κυβερνώντων με το λαϊκό αίσθημα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια επένδυσης σε αυτούς. Έτσι εξετάζουν όλα τα σενάρια και τις εναλλακτικές ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια για τα δικά τους συμφέροντα, μετά την αναμενόμενη αλλαγή σκηνικού στην Ελλάδα.
Σχέδια προετοιμασίας
Οι βλέψεις, ειδικά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ακόμα και σε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, προφανώς χωρίς τη συμμετοχή του Α. Σαμαρά αλλά και του σημερινού του εταίρου, είναι δεδομένες και οι τριγμοί στο εσωτερικό των κυβερνητικών κομμάτων σχετίζονται με αυτές, άσχετα αν από όλους ξορκίζεται σαν μακρινή η επόμενη μέρα. Οι κινήσεις Γ. Παπανδρέου στο χώρο του σπαρασσόμενου ΠΑΣΟΚ αλλά και οι σχεδιασμοί της Ντ. Μπακογιάννη και του περιβάλλοντος Καραμανλή είναι στοιχεία ενδεικτικά αυτής της προετοιμασίας.
Την ίδια στιγμή, αυξάνεται το διεθνές ενδιαφέρον και η κινητικότητα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και το ενδεχόμενο να βρεθεί εκείνος στην κυβέρνηση. Την τελευταία μόνο εβδομάδα, άρθρα της Frankfurter Allgemeine, του Economist αλλά και του Reuters αναφέρθηκαν εκτενώς σε αυτό το ενδεχόμενο και τις επιπτώσεις που θα έχει στους διεθνείς ενδιαφερόμενους. Κοινό σημείο όλων των αναλύσεων αποτελεί η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ και το αν το αριστερό κόμμα θα φερθεί «λαϊκιστικά» και σαν «ταραχοποιός» ή θα έχει μια στάση συμβατή με το πλαίσιο που ορίζουν οι διεθνείς παίκτες και οι αγορές.
Ο Economist, μάλιστα, αναρωτιέται αν από τις επικείμενες ελληνικές κάλπες θα προκύψει αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ ή συμμαχία με άλλα «αριστερά κόμματα» και σαν τέτοια το αγγλικό περιοδικό προσδιορίζει το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτές οι συμπράξεις θα ισοδυναμούσαν με ομηρία για τη ριζοσπαστική Αριστερά, που σε μια τέτοια περίπτωση θα οδηγείτο σε έναν μεγάλο συμβιβασμό, εγκαταλείποντας την αντιμνημονιακή τοποθέτηση. Θα περιοριζόταν πιθανά σε μια πολιτική σύγκρουσης με τη μεσαία κλεπτοκρατία (τη «μικρή διαφθορά» που βρίσκεται πάντα, για παράδειγμα, στο στόχαστρο των καταγγελιών του Στ. Θεοδωράκη) αλλά θα απέρριπτε οποιαδήποτε πρόταση σύγκρουσης με την ευρωκρατία και το ασφυκτικό πλαίσιο που επιβάλλει.
Εκτός ατζέντας η εξωτερική πολιτική
Πέρα όμως από τα ζητήματα του χρέους, της οικονομίας και των μεταρρυθμίσεων, είναι δεδομένο ότι, ειδικά από τη μεριά των ΗΠΑ, επιζητείται να υπάρξει συναίνεση όλου του πολιτικού κόσμου σε μια εξωτερική πολιτική που να εναρμονίζεται στις δικές της αλλά και τις ΝΑΤΟϊκές επιδιώξεις. Ο αποκλεισμός των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής από την πολιτική αντιπαράθεση είναι για τη Δύση απαραίτητος όρος προκειμένου η Ελλάδα να παραμείνει προσκολλημένη στο δικό της άρμα, ειδικά τη στιγμή που μαίνονται οι αντιπαραθέσεις στα μέτωπα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής για τον έλεγχο ευαίσθητων περιοχών, δίπλα στις οποίες βρίσκεται η χώρα.Τι στάση θα κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις; Όσο κι αν θέλει κανείς να είναι αισιόδοξος, δεν θα ωφελούσε να κάνει ότι δεν βλέπει τα δείγματα που δίνει τελευταία το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από τη μια μεριά, η συνάντηση με τον, μέχρι πρόσφατα μη νομιμοποιημένο, Στουρνάρα, οι δηλώσεις για το χρέος απέναντι στο ΔΝΤ, οι εξαγγελίες μετεκλογικής συναίνεσης για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Από την άλλη, οι διαβεβαιώσεις ευθυγράμμισης στην εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα τελευταία, είναι προφανής η αγωνία να μη μετατοπιστεί σε αυτό το πεδίο η αντιπαράθεση αλλά να περιοριστεί στη λιτότητα και την οικονομική πολιτική. Αυτό όμως ούτε από τον ΣΥΡΙΖΑ εξαρτάται, ούτε κυρίως απαντά στις πολυσύνθετες απαιτήσεις της διεξόδου της χώρας που συνδυάζει αξεδιάλυτα κοινωνικές και εθνικές προϋποθέσεις.