Μια διαχρονική παθογένεια στη χώρα μας είναι η απομόνωση κάθε σοβαρής
εξωτερικής εθνικής εκκρεμότητας από το περιφερειακό και διεθνές της
περιβάλλον, τη «μεγάλη εικόνα» δηλαδή, και η σμίκρυνση σε διμερή διαφορά
της σύγκρουσης της Αθήνας με την απέναντι πλευρά, με τους «άλλους». Η
διευθέτηση του ελληνικού χρέους και η επόμενη μέρα των σχέσεων με τους
δανειστές μας θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την εν εξελίξει συνολική
κρίση στην Ευρωζώνη, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αδυναμία
της Γαλλίας και της Ιταλίας να προσαρμοστούν στη γερμανική λιτότητα, το
πλαίσιο της οποίας όμως δεν αμφισβητούν καθώς ζητούν επιμήκυνση του
ορίζοντα προσαρμογής, και ο προβληματισμός του Βερολίνου πώς να
περιφρουρήσει το πλαίσιο της σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας χωρίς να
προκαλέσει περαιτέρω αποσταθεροποίηση στο Παρίσι και στη Ρώμη.
Το πώς θα διαμορφωθούν τελικά οι ισορροπίες μεταξύ Βερολίνου, Παρισιού και Ρώμης θα είναι μια εξίσου βαρύνουσα παράμετρος για τη μελλοντική πορεία της χώρας με τον επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης της Αθήνας με την τρόικα. Τη μεγάλη εικόνα τη χάσαμε και πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν διαβάσαμε την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στα Βαλκάνια ως επιστροφή στον Μεσοπόλεμο, ή ακόμη και στα χρόνια που προηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13.
Χάσαμε πολύτιμο χρόνο μέχρι να καταλάβουμε ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν που οι Μεγάλες Δυνάμεις αναζητούσαν τοπικούς συμμάχους και ερείσματα, στη Γιουγκοσλαβία μετά το 1991 προβλήθηκαν ως διάθλαση οι συγκρούσεις για το μέλλον της Ευρώπης αλλά και η αναζήτηση νέων ισορροπιών στη διατλαντική σχέση.
Οταν στις αρχές της δεκαετίας του '50 στην Αθήνα και τη Λευκωσία άρχισε η διεκδίκηση του αυτονόητου δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, κανείς δεν ήθελε να δει τη μεγάλη εικόνα που ήταν η λυσσαλέα προσπάθεια της Βρετανίας να παραμείνει στη Μέση Ανατολή, μια αδιαπραγμάτευτη τότε θέση που έφερε το Λονδίνο ακόμη και σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον μετά την αγγλογαλλική εισβολή στο Σουέζ τον Νοέμβριο του 1956.
Τέλος, σχεδόν έναν αιώνα μετά, τη Μικρασιατική Καταστροφή την ερμηνεύουμε ως συνέπεια των εκλογών του 1920, καθώς αρνούμαστε να δούμε τη μεγάλη εικόνα της εποχής που ήταν αποφασιστικός παράγων της τραγωδίας η διάσπαση της Συμμαχίας Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας για τύχη της πρώην οθωμανικής Μέσης Ανατολής.
ΕΘΝΟΣ
Το πώς θα διαμορφωθούν τελικά οι ισορροπίες μεταξύ Βερολίνου, Παρισιού και Ρώμης θα είναι μια εξίσου βαρύνουσα παράμετρος για τη μελλοντική πορεία της χώρας με τον επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης της Αθήνας με την τρόικα. Τη μεγάλη εικόνα τη χάσαμε και πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν διαβάσαμε την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στα Βαλκάνια ως επιστροφή στον Μεσοπόλεμο, ή ακόμη και στα χρόνια που προηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13.
Χάσαμε πολύτιμο χρόνο μέχρι να καταλάβουμε ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν που οι Μεγάλες Δυνάμεις αναζητούσαν τοπικούς συμμάχους και ερείσματα, στη Γιουγκοσλαβία μετά το 1991 προβλήθηκαν ως διάθλαση οι συγκρούσεις για το μέλλον της Ευρώπης αλλά και η αναζήτηση νέων ισορροπιών στη διατλαντική σχέση.
Οταν στις αρχές της δεκαετίας του '50 στην Αθήνα και τη Λευκωσία άρχισε η διεκδίκηση του αυτονόητου δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, κανείς δεν ήθελε να δει τη μεγάλη εικόνα που ήταν η λυσσαλέα προσπάθεια της Βρετανίας να παραμείνει στη Μέση Ανατολή, μια αδιαπραγμάτευτη τότε θέση που έφερε το Λονδίνο ακόμη και σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον μετά την αγγλογαλλική εισβολή στο Σουέζ τον Νοέμβριο του 1956.
Τέλος, σχεδόν έναν αιώνα μετά, τη Μικρασιατική Καταστροφή την ερμηνεύουμε ως συνέπεια των εκλογών του 1920, καθώς αρνούμαστε να δούμε τη μεγάλη εικόνα της εποχής που ήταν αποφασιστικός παράγων της τραγωδίας η διάσπαση της Συμμαχίας Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας για τύχη της πρώην οθωμανικής Μέσης Ανατολής.
ΕΘΝΟΣ