Εούντ Μπαράκ: «Ηταν ίσως ο πιο σημαντικός παράγων ανάμεσα σε όσους αναζήτησαν ειρηνική λύση στο Μεσανατολικό»
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 18/06/2000-Ευσταθιάδης Στάθης
Ο τελευταίος των μεγάλων του αραβικού κόσμου
Στην αρχή ο Εμίλ Λαχούντ, ο πρόεδρος του Λιβάνου, νόμιζε πως
έφταιγε η τηλεφωνική γραμμή. Είχε ρωτήσει κάτι τον συνομιλητή του, που
του μιλούσε από τη Δαμασκό, και δεν έπαιρνε απάντηση. Οταν όμως τον
ξαναρώτησε και πάλι δεν πήρε απάντηση τότε ανησύχησε. Φοβήθηκε ότι κάτι
συνέβαινε με αυτόν που του τηλεφωνούσε, τον Χάφεζ αλ Ασαντ, και
άρχισε να φωνάζει τρομαγμένος. Οι φόβοι του ήταν δικαιολογημένοι. Ηταν ο
πρώτος που έμαθε πως ο πρόεδρος της Συρίας είχε πάθει καρδιακή προσβολή
μέσα στο γραφείο του, στο κέντρο της Δαμασκού, απ' όπου του
τηλεφωνούσε. Ο «Μπίσμαρκ των Αράβων» για τους οπαδούς του, ο «ματωμένος
σατράπης» για τους εχθρούς και τους αντιπάλους του, πέθανε λίγο μετά το
μεσημέρι του Σαββάτου 10 Ιουνίου. Με τον θάνατό του εξέλιπε και ο
τελευταίος των Μεγάλων του αραβικού κόσμου.
Ηταν μια εποχή, όχι πολύ μακρινή, στις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70 που η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική ανέδειξαν φυσιογνωμίες κύρους και δυναμισμού που ως ηγέτες των χωρών τους οδήγησαν τους λαούς τους στην ανεξαρτησία και, όχι σπάνια, έφεραν σε δύσκολη θέση τους ισχυρούς της γης και τις υπερδυνάμεις.
Ενας Νάσερ στην Αίγυπτο και ένας Κασέμ στο Ιράκ δεν ανέτρεψαν απλώς τη βρετανοδίαιτη μοναρχία των χωρών τους. Πρωταγωνίστησαν και στη δημιουργία του κινήματος των Αδεσμεύτων που απλώθηκε σε τέσσερις ηπείρους και το 1958 εγκαινίασαν μια προσπάθεια για τη συνένωση όλου του αραβικού χώρου σε ένα κράτος δημιουργώντας ως πρώτο πυρήνα την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία με την Αίγυπτο, τη Συρία και την Ιορδανία. (Διελύθη τρία χρόνια αργότερα.) Ο Φερχάτ Αμπάς στην Αλγερία και ο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα στη γειτονική Τυνησία δεν αποτίναξαν μόνο τη γαλλική «προοδευτική» αποικιοκρατία. Εδωσαν και κοινωνικό «χρώμα» στα απελευθερωτικά κινήματά τους που μεταλαμπαδεύτηκε σε όλες σχεδόν τις βορειοαφρικανικές χώρες. Στην Ιορδανία ο νεαρός Χουσεΐν, που ανέβηκε στον θρόνο των Χασεμιτών το 1952, δέχθηκε όλο το βάρος του ισραηλινού επεκτατισμού και την παλαιστινιακή πλημμυρίδα χωρίς να απαλλοτριωθεί η ανεξαρτησία της χώρας του και στη Συρία το «σοσιαλιστικό» κόμμα Μπαάθ κατόρθωσε να οργανώσει την πιο αποτελεσματική κρατική μηχανή της περιοχής και ένοπλες δυνάμεις από τις οποίες αναδείχθηκε ο Χαφέζ αλ Ασαντ. Ο ηγέτης που έμεινε στην εξουσία περισσότερο από κάθε άλλον στη Μέση Ανατολή, 30 χρόνια, αν εξαιρέσουμε τον βασιλέα Χουσεΐν της Ιορδανίας, «ένας πνευματώδης, υψηλής στάθμης πολιτικός και μεγάλος πατριώτης» κατά τον γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ.
* Ο άνθρωπος της υπομονής
Ο Χένρι Κίσινγκερ, με τον οποίο ο Ασαντ διαπραγματεύθηκε την ανταλλαγή των αιχμαλώτων του ισραηλινο-αραβικού πολέμου του 1973, χαρακτήρισε τότε τον σύρο πρόεδρο «άνθρωπο εκπληκτικά έξυπνο, με το χάρισμα του χιούμορ και της αστείρευτης υπομονής». Και ο ισραηλινός πρωθυπουργός Εούντ Μπαράκ, ο οποίος ως αρχηγός του ισραηλινού στρατού και διαπραγματευτής με τη Συρία γνώρισε «πολύ καλά» τον Ασαντ, δήλωσε όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του: «Ηταν ίσως ο πιο σημαντικός παράγων ανάμεσα σε όσους αναζήτησαν μια ειρηνική λύση στο Μεσανατολικό».
Μέλος του εικοσαμελούς Εθνικού Συμβουλίου που τον Μάρτιο 1963 ανέτρεψε με πραξικόπημα την φιλονασερική στρατοκρατία των Μπαάς ο Ασαντ διοικεί τη συριακή Αεροπορία στον πόλεμο των Εξι Ημερών, τον Ιούνιο 1967, όταν το Ισραήλ καταλαμβάνει συριακά εδάφη και τα υψίπεδα του Γκολάν. Τρία χρόνια αργότερα ηγείται ομάδας αξιωματικών που «απολύει» τον πρόεδρο Ατασί, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τη σφαγή χιλιάδων παλαιστινίων προσφύγων, καταλαμβάνει την εξουσία και σχηματίζει κυβέρνηση με την αριστερίζουσα πτέρυγα του κόμματος Μπαάθ η άλλη πτέρυγα θα κυβερνήσει ύστερα από δέκα χρόνια το Ιράκ και θα γίνει έκτοτε ο πολιτικός βραχνάς της Συρίας. Ο Ασαντ αναλαμβάνει πρόεδρος και παραμένει στην αρχή ως το περασμένο Σάββατο.
Σε αυτά τα 30 χρόνια «η Συρία του προέδρου Ασαντ» συμμαχεί με την Αίγυπτο και επιτίθενται κατά του Ισραήλ, τον Οκτώβριο 1973, ανακαταλαμβάνει τμήμα του Γκολάν αλλά, τελικώς, υποχωρεί εμπρός στην ποιοτική ανωτερότητα του ισραηλινού στρατού. Το 1975 ξεσπά εμφύλιος (θρησκευτικοπολιτικός) πόλεμος στον Λίβανο και έναν χρόνο αργότερα, με πρόσκληση των εκεί χριστιανών, ο συριακός στρατός εγκαθίσταται στον Λίβανο και παραμένει έκτοτε εκεί. Το συρο-αιγυπτιακό ειδύλλιο διακόπτεται λίγο αργότερα όταν ο πρόεδρος Σαντάτ της Αιγύπτου επισκέπτεται την «ισραηλινή» Ιερουσαλήμ (οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν το 1989). Το καλοκαίρι του 1982 το Ισραήλ εισβάλλει στον Λίβανο, ο συριακός στρατός αποφεύγει τη σύγκρουση τότε η Ουάσιγκτον ανεγνώρισε τον Ασαντ ως «μεγάλο τεχνίτη τακτικής» αλλά υποχρεώνονται χιλιάδες Παλαιστίνιοι και η ηγεσία υπό τον Γιάσερ Αραφάτ να εγκαταλείψουν τη χώρα και να εγκατασταθούν στην Τρίπολη της Λιβύης.
* Το πρώτο μήνυμα
Το πρώτο μήνυμα για καρδιακή ανεπάρκεια του Ασαντ ήλθε το 1983, ορίζεται προσωρινός πρόεδρος ο αδελφός του Ριφάατ και οι γάλλοι ιατροί που είδαν τον πρόεδρο αποφάνθηκαν ότι είχε πολύ λίγα χρόνια ζωής. Επεσαν έξω. Ωστόσο, αυτή ιατρική γνωμάτευση επηρέασε την τακτική και την πολιτική του Ασαντ. Σε μία σύσκεψη σύρων επιτελικών που έγινε τον Μάρτιο 1988 και τα διαμειφθέντα έγιναν γνωστά τελευταίως, ο Ασαντ σχεδιογράφησε ως εξής τη Συρία: «Η χώρα» είπε «έχει προς Βορράν την Τουρκία με την οποία υπάρχουν "σοβαρές διαφορές" (συνοριακή γραμμή, υπόθαλψη Κούρδων, ύδατα ποταμών), προς Ανατολάς το Ιράκ με το οποίο οι σχέσεις βρίσκονται "ένα βήμα μακριά από τη σύγκρουση" αλλά και το Ιράν, απώτερα, με το οποίο η Συρία έχει συμμαχία από τις αρχές της δεκαετίας του '70. Προς Νότον είναι το Ισραήλ που "έχει μόνιμες επιθετικές διαθέσεις εναντίον της Συρίας και δεν αποκλείεται αιφνίδιο κτύπημα επειδή φοβείται τις ένοπλες συριακές δυνάμεις". Η Ιορδανία και η Σαουδική Αραβία που βρίσκεται ακόμη νοτιότερά της είναι κράτη "χειραγωγούμενα από τους Αμερικανούς και το Ισραήλ"».
* Το άνοιγμα προς τις ΗΠΑ
Με τον τερματισμό του εμφυλίου στον Λίβανο το 1989, που επισημοποιεί την εκεί «παρουσία» του συριακού στρατού, ο Ασαντ αρχίζει «να ανοίγεται» προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Τον Νοέμβριο 1990 υποστηρίζει τον πρόεδρο Μπους στον Πόλεμο του Κόλπου, τον επόμενο χρόνο μετέχει στις συνομιλίες της Μαδρίτης για ειρήνη στην περιοχή μαζί με την Ιορδανία, τον Λίβανο, τους Παλαιστίνιους και το Ισραήλ. Τον Οκτώβριο 1994 ο πρόεδρος Κλίντον επισκέπτεται τη Δαμασκό και έχει συνομιλίες με τον Ασαντ, τον οποίο παροτρύνει να δεχθεί το σχέδιο του ισραηλινού πρωθυπουργού Ράμπιν για σταδιακή αποχώρηση από το Γκολάν έναντι ειρήνης στην περιοχή. Η προσπάθεια όμως αποτυγχάνει όταν στο Ισραήλ εκλέγεται (Μάιος 1996) πρωθυπουργός ο Νετανιάχου.
Με την εκλογή του Μπαράκ, ο οποίος υπόσχεται «αποχώρηση από τον Λίβανο και ειρήνη με τη Συρία», τρία χρόνια αργότερα ενεργοποιείται η διαδικασία για «βιώσιμη λύση» στο Μεσανατολικό. Την υποβοηθεί και η επιδείνωση της υγείας του Ασαντ ο οποίος εκπλήσσει τους πάντες όταν, πέρυσι τον Ιούνιο, χαρακτηρίζει τον Μπαράκ «ισχυρό και έντιμο άνδρα». Η κατάσταση της υγείας του Ασαντ και κάποιες αντιδράσεις μεταξύ των «σκληρών» του στρατού παρακινούν τον αδελφό του και αντιπρόεδρο Ριφάατ να κινηθεί για την άμεση διαδοχή του, με συνέπεια να διωχθεί (8 Φεβρουαρίου 1998) ο Ριφάατ και να «εξοριστεί» στην Ισπανία. Ηταν αυτές οι αντιδράσεις, όπως πιστεύεται τώρα, που έκαναν τον Ασαντ να απορρίψει τελικώς το αμερικανο-ισραηλινό σχέδιο για το Γκολάν, παρά τη δραματική μεσολάβηση του Κλίντον τον περασμένο Μάρτιο.
Το «παζλ» της Μέσης Ανατολής
Τα κράτη που συγκροτούν τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Συρία, Ιορδανία, Ιράκ, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία) προήλθαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις παραμονές και στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) όταν κατελήφθησαν από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Η Αίγυπτος παρέμεινε τυπικά ως το 1914 τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά στην πραγματικότητα από το 1875 ήταν βρετανική κτήση. Το 1916 και ενώ στην Ευρώπη ο πόλεμος εμαίνετο, η Γαλλία και η Αγγλία ανέλαβαν «να προστατεύσουν» τα οθωμανικά εδάφη τα οποία μοίρασαν μεταξύ τους (συμφωνία Σάικς - Πικό). Οι περιοχές όπου σήμερα είναι ο Λίβανος και η Συρία περιήλθαν στη γαλλική «προστασία» και οι υπόλοιπες στην Αγγλία. Αυτή η διανομή νομιμοποιήθηκε και διεθνώς από την Κοινωνία των Εθνών, το 1921-22.
Η Συρία και ο Λίβανος απέκτησαν την ανεξαρτησία τους το 1926, όπως πρόβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών (1920). Οι Αγγλοι, διατηρώντας πάντοτε τον πλήρη έλεγχο των «αραβικών εδαφών τους», έδωσαν μια τυπική ανεξαρτησία στο Ιράκ το 1932 αφού εγκατέστησαν εκεί μία χασεμιτική μοναρχία, τον ίδιο χρόνο αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Σαουδικής Αραβίας και το 1946 το χασεμιτικό βασίλειο της Ιορδανίας.
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ως το 1946 όλη η περιοχή περιήλθε πάλι υπό τον βρετανικό στρατιωτικό έλεγχο, ύστερα από φιλοναζιστικό κίνημα στο Ιράκ και την εναλλαγή μεταξύ φιλικών και εχθρικών προς τους «ελεύθερους Γάλλους» του Ντε Γκωλ στον Λίβανο και στη Συρία. Μόνο με τη δραστηριοποίηση του ΟΗΕ εναντίον της αποικιοκρατίας στα μέσα της δεκαετίας του '40 οι χώρες της Μέσης Ανατολής απέκτησαν την ανεξαρτησία τους αρχικώς εντελώς τυπική, αργότερα όμως πλήρη και ουσιαστική χάρη σε δυναμικούς ηγέτες που ανέδειξαν αλλά και υπό την πίεση της επεκτατικής παρουσίας του Ισραήλ.
Ηταν μια εποχή, όχι πολύ μακρινή, στις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70 που η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική ανέδειξαν φυσιογνωμίες κύρους και δυναμισμού που ως ηγέτες των χωρών τους οδήγησαν τους λαούς τους στην ανεξαρτησία και, όχι σπάνια, έφεραν σε δύσκολη θέση τους ισχυρούς της γης και τις υπερδυνάμεις.
Ενας Νάσερ στην Αίγυπτο και ένας Κασέμ στο Ιράκ δεν ανέτρεψαν απλώς τη βρετανοδίαιτη μοναρχία των χωρών τους. Πρωταγωνίστησαν και στη δημιουργία του κινήματος των Αδεσμεύτων που απλώθηκε σε τέσσερις ηπείρους και το 1958 εγκαινίασαν μια προσπάθεια για τη συνένωση όλου του αραβικού χώρου σε ένα κράτος δημιουργώντας ως πρώτο πυρήνα την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία με την Αίγυπτο, τη Συρία και την Ιορδανία. (Διελύθη τρία χρόνια αργότερα.) Ο Φερχάτ Αμπάς στην Αλγερία και ο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα στη γειτονική Τυνησία δεν αποτίναξαν μόνο τη γαλλική «προοδευτική» αποικιοκρατία. Εδωσαν και κοινωνικό «χρώμα» στα απελευθερωτικά κινήματά τους που μεταλαμπαδεύτηκε σε όλες σχεδόν τις βορειοαφρικανικές χώρες. Στην Ιορδανία ο νεαρός Χουσεΐν, που ανέβηκε στον θρόνο των Χασεμιτών το 1952, δέχθηκε όλο το βάρος του ισραηλινού επεκτατισμού και την παλαιστινιακή πλημμυρίδα χωρίς να απαλλοτριωθεί η ανεξαρτησία της χώρας του και στη Συρία το «σοσιαλιστικό» κόμμα Μπαάθ κατόρθωσε να οργανώσει την πιο αποτελεσματική κρατική μηχανή της περιοχής και ένοπλες δυνάμεις από τις οποίες αναδείχθηκε ο Χαφέζ αλ Ασαντ. Ο ηγέτης που έμεινε στην εξουσία περισσότερο από κάθε άλλον στη Μέση Ανατολή, 30 χρόνια, αν εξαιρέσουμε τον βασιλέα Χουσεΐν της Ιορδανίας, «ένας πνευματώδης, υψηλής στάθμης πολιτικός και μεγάλος πατριώτης» κατά τον γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ.
* Ο άνθρωπος της υπομονής
Ο Χένρι Κίσινγκερ, με τον οποίο ο Ασαντ διαπραγματεύθηκε την ανταλλαγή των αιχμαλώτων του ισραηλινο-αραβικού πολέμου του 1973, χαρακτήρισε τότε τον σύρο πρόεδρο «άνθρωπο εκπληκτικά έξυπνο, με το χάρισμα του χιούμορ και της αστείρευτης υπομονής». Και ο ισραηλινός πρωθυπουργός Εούντ Μπαράκ, ο οποίος ως αρχηγός του ισραηλινού στρατού και διαπραγματευτής με τη Συρία γνώρισε «πολύ καλά» τον Ασαντ, δήλωσε όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του: «Ηταν ίσως ο πιο σημαντικός παράγων ανάμεσα σε όσους αναζήτησαν μια ειρηνική λύση στο Μεσανατολικό».
Μέλος του εικοσαμελούς Εθνικού Συμβουλίου που τον Μάρτιο 1963 ανέτρεψε με πραξικόπημα την φιλονασερική στρατοκρατία των Μπαάς ο Ασαντ διοικεί τη συριακή Αεροπορία στον πόλεμο των Εξι Ημερών, τον Ιούνιο 1967, όταν το Ισραήλ καταλαμβάνει συριακά εδάφη και τα υψίπεδα του Γκολάν. Τρία χρόνια αργότερα ηγείται ομάδας αξιωματικών που «απολύει» τον πρόεδρο Ατασί, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τη σφαγή χιλιάδων παλαιστινίων προσφύγων, καταλαμβάνει την εξουσία και σχηματίζει κυβέρνηση με την αριστερίζουσα πτέρυγα του κόμματος Μπαάθ η άλλη πτέρυγα θα κυβερνήσει ύστερα από δέκα χρόνια το Ιράκ και θα γίνει έκτοτε ο πολιτικός βραχνάς της Συρίας. Ο Ασαντ αναλαμβάνει πρόεδρος και παραμένει στην αρχή ως το περασμένο Σάββατο.
Σε αυτά τα 30 χρόνια «η Συρία του προέδρου Ασαντ» συμμαχεί με την Αίγυπτο και επιτίθενται κατά του Ισραήλ, τον Οκτώβριο 1973, ανακαταλαμβάνει τμήμα του Γκολάν αλλά, τελικώς, υποχωρεί εμπρός στην ποιοτική ανωτερότητα του ισραηλινού στρατού. Το 1975 ξεσπά εμφύλιος (θρησκευτικοπολιτικός) πόλεμος στον Λίβανο και έναν χρόνο αργότερα, με πρόσκληση των εκεί χριστιανών, ο συριακός στρατός εγκαθίσταται στον Λίβανο και παραμένει έκτοτε εκεί. Το συρο-αιγυπτιακό ειδύλλιο διακόπτεται λίγο αργότερα όταν ο πρόεδρος Σαντάτ της Αιγύπτου επισκέπτεται την «ισραηλινή» Ιερουσαλήμ (οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν το 1989). Το καλοκαίρι του 1982 το Ισραήλ εισβάλλει στον Λίβανο, ο συριακός στρατός αποφεύγει τη σύγκρουση τότε η Ουάσιγκτον ανεγνώρισε τον Ασαντ ως «μεγάλο τεχνίτη τακτικής» αλλά υποχρεώνονται χιλιάδες Παλαιστίνιοι και η ηγεσία υπό τον Γιάσερ Αραφάτ να εγκαταλείψουν τη χώρα και να εγκατασταθούν στην Τρίπολη της Λιβύης.
* Το πρώτο μήνυμα
Το πρώτο μήνυμα για καρδιακή ανεπάρκεια του Ασαντ ήλθε το 1983, ορίζεται προσωρινός πρόεδρος ο αδελφός του Ριφάατ και οι γάλλοι ιατροί που είδαν τον πρόεδρο αποφάνθηκαν ότι είχε πολύ λίγα χρόνια ζωής. Επεσαν έξω. Ωστόσο, αυτή ιατρική γνωμάτευση επηρέασε την τακτική και την πολιτική του Ασαντ. Σε μία σύσκεψη σύρων επιτελικών που έγινε τον Μάρτιο 1988 και τα διαμειφθέντα έγιναν γνωστά τελευταίως, ο Ασαντ σχεδιογράφησε ως εξής τη Συρία: «Η χώρα» είπε «έχει προς Βορράν την Τουρκία με την οποία υπάρχουν "σοβαρές διαφορές" (συνοριακή γραμμή, υπόθαλψη Κούρδων, ύδατα ποταμών), προς Ανατολάς το Ιράκ με το οποίο οι σχέσεις βρίσκονται "ένα βήμα μακριά από τη σύγκρουση" αλλά και το Ιράν, απώτερα, με το οποίο η Συρία έχει συμμαχία από τις αρχές της δεκαετίας του '70. Προς Νότον είναι το Ισραήλ που "έχει μόνιμες επιθετικές διαθέσεις εναντίον της Συρίας και δεν αποκλείεται αιφνίδιο κτύπημα επειδή φοβείται τις ένοπλες συριακές δυνάμεις". Η Ιορδανία και η Σαουδική Αραβία που βρίσκεται ακόμη νοτιότερά της είναι κράτη "χειραγωγούμενα από τους Αμερικανούς και το Ισραήλ"».
* Το άνοιγμα προς τις ΗΠΑ
Με τον τερματισμό του εμφυλίου στον Λίβανο το 1989, που επισημοποιεί την εκεί «παρουσία» του συριακού στρατού, ο Ασαντ αρχίζει «να ανοίγεται» προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Τον Νοέμβριο 1990 υποστηρίζει τον πρόεδρο Μπους στον Πόλεμο του Κόλπου, τον επόμενο χρόνο μετέχει στις συνομιλίες της Μαδρίτης για ειρήνη στην περιοχή μαζί με την Ιορδανία, τον Λίβανο, τους Παλαιστίνιους και το Ισραήλ. Τον Οκτώβριο 1994 ο πρόεδρος Κλίντον επισκέπτεται τη Δαμασκό και έχει συνομιλίες με τον Ασαντ, τον οποίο παροτρύνει να δεχθεί το σχέδιο του ισραηλινού πρωθυπουργού Ράμπιν για σταδιακή αποχώρηση από το Γκολάν έναντι ειρήνης στην περιοχή. Η προσπάθεια όμως αποτυγχάνει όταν στο Ισραήλ εκλέγεται (Μάιος 1996) πρωθυπουργός ο Νετανιάχου.
Με την εκλογή του Μπαράκ, ο οποίος υπόσχεται «αποχώρηση από τον Λίβανο και ειρήνη με τη Συρία», τρία χρόνια αργότερα ενεργοποιείται η διαδικασία για «βιώσιμη λύση» στο Μεσανατολικό. Την υποβοηθεί και η επιδείνωση της υγείας του Ασαντ ο οποίος εκπλήσσει τους πάντες όταν, πέρυσι τον Ιούνιο, χαρακτηρίζει τον Μπαράκ «ισχυρό και έντιμο άνδρα». Η κατάσταση της υγείας του Ασαντ και κάποιες αντιδράσεις μεταξύ των «σκληρών» του στρατού παρακινούν τον αδελφό του και αντιπρόεδρο Ριφάατ να κινηθεί για την άμεση διαδοχή του, με συνέπεια να διωχθεί (8 Φεβρουαρίου 1998) ο Ριφάατ και να «εξοριστεί» στην Ισπανία. Ηταν αυτές οι αντιδράσεις, όπως πιστεύεται τώρα, που έκαναν τον Ασαντ να απορρίψει τελικώς το αμερικανο-ισραηλινό σχέδιο για το Γκολάν, παρά τη δραματική μεσολάβηση του Κλίντον τον περασμένο Μάρτιο.
Το «παζλ» της Μέσης Ανατολής
Τα κράτη που συγκροτούν τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Συρία, Ιορδανία, Ιράκ, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία) προήλθαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις παραμονές και στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) όταν κατελήφθησαν από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Η Αίγυπτος παρέμεινε τυπικά ως το 1914 τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά στην πραγματικότητα από το 1875 ήταν βρετανική κτήση. Το 1916 και ενώ στην Ευρώπη ο πόλεμος εμαίνετο, η Γαλλία και η Αγγλία ανέλαβαν «να προστατεύσουν» τα οθωμανικά εδάφη τα οποία μοίρασαν μεταξύ τους (συμφωνία Σάικς - Πικό). Οι περιοχές όπου σήμερα είναι ο Λίβανος και η Συρία περιήλθαν στη γαλλική «προστασία» και οι υπόλοιπες στην Αγγλία. Αυτή η διανομή νομιμοποιήθηκε και διεθνώς από την Κοινωνία των Εθνών, το 1921-22.
Η Συρία και ο Λίβανος απέκτησαν την ανεξαρτησία τους το 1926, όπως πρόβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών (1920). Οι Αγγλοι, διατηρώντας πάντοτε τον πλήρη έλεγχο των «αραβικών εδαφών τους», έδωσαν μια τυπική ανεξαρτησία στο Ιράκ το 1932 αφού εγκατέστησαν εκεί μία χασεμιτική μοναρχία, τον ίδιο χρόνο αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Σαουδικής Αραβίας και το 1946 το χασεμιτικό βασίλειο της Ιορδανίας.
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ως το 1946 όλη η περιοχή περιήλθε πάλι υπό τον βρετανικό στρατιωτικό έλεγχο, ύστερα από φιλοναζιστικό κίνημα στο Ιράκ και την εναλλαγή μεταξύ φιλικών και εχθρικών προς τους «ελεύθερους Γάλλους» του Ντε Γκωλ στον Λίβανο και στη Συρία. Μόνο με τη δραστηριοποίηση του ΟΗΕ εναντίον της αποικιοκρατίας στα μέσα της δεκαετίας του '40 οι χώρες της Μέσης Ανατολής απέκτησαν την ανεξαρτησία τους αρχικώς εντελώς τυπική, αργότερα όμως πλήρη και ουσιαστική χάρη σε δυναμικούς ηγέτες που ανέδειξαν αλλά και υπό την πίεση της επεκτατικής παρουσίας του Ισραήλ.