Οι εξελίξεις στο Ιράκ εγείρουν
πλήθος ερωτημάτων για την πολιτική των ΗΠΑ στην Εγγύς και τη Μέση
Ανατολή. Διότι κανείς δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι οι μυστικές υπηρεσίες
της Ουάσιγκτον αγνοούσαν την προετοιμασία του εγχειρήματος των
ισλαμιστών του ISIS (Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε), το οποίο
απαιτούσε μακρόχρονη προετοιμασία και οργάνωση. Πώς ανδρώθηκε η
οργάνωση αυτή, ώστε να μπορεί να απειλεί ένα κράτος;
Συγκεκριμένα:
Πρώτον, η προσέγγιση με το Ιράν, με αφορμή το πυρηνικό του πρόγραμμα, αφορούσε πραγματικά μόνο το πυρηνικό του πρόγραμμα ή αποτέλεσε αυτό τη γέφυρα προσέγγισης ΗΠΑ - Ιράν και το πρόσχημα που θα άμβλυνε τις αντιδράσεις του Ισραήλ και των επικριτών του προέδρου Ομπάμα;
Δεύτερον, ενώ η Ουάσιγκτον είχε τη δυνατότητα να απομονώσει την Τεχεράνη με την απομάκρυνση του Ασαντ, διότι αυτή θα επέφερε και την πλήρη αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ του Λιβάνου και της Χαμάς, δηλαδή των ερεισμάτων της Τεχεράνης, δεν το έπραξε. Αντίθετα, προέβη στην περιφερειακή της αναβάθμιση, υποβαθμίζοντας τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας και του Ισραήλ. Διότι η ανάδειξη της Τεχεράνης σήμερα σε προστάτη των σιιτών της ευρύτερης περιοχής με τη συναίνεση της Ουάσιγκτον σε αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί.
Τρίτον, η παράταση του εμφυλίου στη Συρία διατήρησε τη ρευστότητα στην περιοχή, έτσι ώστε η συνεχής ενίσχυση της συριακής αντιπολίτευσης από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, την Τουρκία και τη Δύση, με τη συναίνεση της Ουάσιγκτον πάντοτε, ενίσχυσε τις ισλαμικές οργανώσεις σε βαθμό να μπορούν, όπως τώρα η ISIS, να διαμορφώνουν τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Ενισχύθηκαν για την εκδίωξη του Ασαντ ή για τη διαμόρφωση των εξελίξεων στην περιοχή; Αν ο Ασαντ είναι δικτάτορας, οι ισλαμικές οργανώσεις που ενισχύονταν θα έφερναν τη δημοκρατία στη Συρία;
Τέταρτον, προκαλεί εντύπωση η χρονική σύμπτωση της ολόπλευρης επίθεσης κατά του Ερντογάν, από το εξωτερικό και το εσωτερικό, με την εκδήλωση της πρόθεσης της Ουάσιγκτον να προσεγγίσει την Τεχεράνη και την ανταπόκριση του νεοεκλεγέντος, τότε, προέδρου του Ιράν Χασάν Ρουχανί στις αμερικανικές προθέσεις. Από τότε είχε διαφανεί ολοκάθαρα η διαφοροποίηση στις προτεραιότητες της Ουάσιγκτον. Δηλαδή, στη θέση μιας ισχυρής Τουρκίας, με επιρροή στον αραβικό και ευρύτερα στο μουσουλμανικό κόσμο, που εξυπηρετούσε μέχρι τότε τα σχέδιά της ως αντίβαρο στην επιρροή της Τεχεράνης, να προκρίνουν μια Τουρκία εσωστρεφή εξαιτίας υπαρκτών ή κατασκευασμένων εσωτερικών προβλημάτων, αδύναμη να ακυρώσει τα σχέδιά τους στην περιοχή.
Ουσιαστικά, η Ουάσιγκτον φαίνεται να επιθυμεί τον έλεγχο των σιιτών από το Ιράν και των σουνιτικών ομάδων από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ και όχι την ανάδειξη μουσουλμανικών δημοκρατιών, όπως η Τουρκία, σε αντίθεση με όσα διακήρυττε. Διότι τα δημοκρατικά καθεστώτα εκ της φύσεώς τους δεν συναινούν πάντοτε στην προώθηση επεκτατικών σχεδίων ερήμην των λαών.
Π.χ., το 2003 η Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας είχε απορρίψει το αίτημα των ΗΠΑ να επιτεθούν κατά του Σαντάμ χρησιμοποιώντας το τουρκικό έδαφος.Βέβαια, η αναζωπύρωση του Παλαιστινιακού ενίσχυσε εκ νέου τη θέση του Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας και την επιρροή του στην ευρύτερη περιοχή, αλλά οι εξελίξεις τρέχουν και τα συμπεράσματα ίσως έχουν προσωρινό χαρακτήρα.
Πέμπτον, η νέα εισβολή των Ισραηλινών στη Γάζα, ιδιαίτερα η βαρβαρότητά της, ανέδειξε το βαθμό της ανασφάλειας του Ισραήλ στο νέο ρευστοποιημένο περιβάλλον, στο οποίο αναζητεί το νέο ρόλο του.Τέλος, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η δραστηριότητα της ISIS προωθεί, ακούσια ή εκούσια, τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον στην περιοχή, δηλαδή την αποσταθεροποίησή της που θα καταστήσει εφικτή την επαναχάραξη των συνόρων σε ένα ή περισσότερα στάδια. Διότι, οποιοδήποτε αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ISIS θα επικυρωθεί ή θα ακυρωθεί από τις ΗΠΑ λόγω της ισχύος τους.
Οσοι ευελπιστούν στην Αθήνα ότι οι εδαφικές διευθετήσεις θα επιλύσουν το Κουρδικό συνενώνοντας σε βάθος χρόνου τους Κούρδους του Ιράκ, του Ιράν, της Συρίας και της Τουρκίας, επιφέροντας το διαμελισμό της γείτονος και εκπληρώνοντας «πόθους» των εθνικιστικών κύκλων της χώρας, προφανώς δεν έχουν μελετήσει τη δυτική αποικιοκρατική διπλωματία, η οποία αξιοποιεί την εθνική και θρησκευτική ιδιαιτερότητα ως μοχλό διαρκών παρεμβάσεων. Δεν επιλύει ολοκληρωτικά τα προβλήματα αλλά μόνον επί μέρους, ώστε να έχει συνεχώς τη δυνατότητα παρέμβασης λόγω των τριβών που θα δημιουργεί η ανομοιογένεια που εκκρεμεί.Ομως σήμερα η Τουρκία δεν αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της περιοχής.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-ENET.GR