Μια δεκαετία πριν το ιουλιανό προδοτικό πραξικόπημα
που έφερε τους Αττίλες στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1964, μήνα Ιούνιο,
στάλθηκε η περιβόητη επιστολή του Αμερικανού Προέδρου Λίντον Τζόνσον
προς τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού. Η επιστολή αυτή, με ημερομηνία
5 Ιουνίου, σύμφωνα με καθολική πεποίθηση, απέτρεψε την τελευταία στιγμή
μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Οι Τούρκοι θεώρησαν την επιστολή Τζόνσον άκρως προσβλητική και απαράδεκτη. Και γι' αυτό τη διέρρευσαν στον Τύπο το ίδιο έτος, πειθαναγκάζοντας τους Αμερικανούς να την αποχαρακτηρίσουν, το 1966, μαζί με την απάντηση του Ινονού. Η δημοσιοποίηση της επιστολής πυροδότησε τον τουρκικό σοβινισμό, καθώς και βίαιες αντιαμερικανικές εκδηλώσεις. Ως κυβερνητικά υποδαυλιζόμενο φαινόμενο, ο αντιαμερικανισμός στην Τουρκία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται από την προηγούμενη δεκαετία. Άρχισε ωστόσο να λαμβάνει διαστάσεις με την αμερικανική επέμβαση στον Λίβανο του 1958, αλλά κυρίως με την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας, το 1962. Και στις δύο περιπτώσεις η Ουάσιγκτον κατηγορήθηκε ότι δεν διαβουλεύθηκε με την Άγκυρα και αγνόησε τα συμφέροντά της.
Υπάρχει εκτενές και άγνωστο παρασκήνιο γιατί στάλθηκε η επιστολή και γιατί επιλέχθηκε η συγκεκριμένη ημερομηνία, σε μια περίοδο που επικρατούσε σχετική ηρεμία στην Κύπρο. Συνοπτικά αναφέρω ότι υπήρχε συνεννόηση μεταξύ του Τουρκοκύπριου ηγέτη Φ. Κουτσιούκ και της Άγκυρας να προκληθούν επεισόδια για να δοθεί αφορμή ώστε, κατά το σχέδιο, να ενεργοποιηθούν οι Αμερικανοί υπέρ των Τούρκων. Οργανώθηκε δηλαδή μια προσπάθεια να αρχίσουν κινητοποιήσεις του τουρκικού στρατού με στόχο την παραπλάνηση των αμερικανικών υπηρεσιών, ότι επίκειτο εισβολή. Υπάρχουν επίσης και ενδείξεις, κατά τον Αμερικανό καθηγητή Χένρι Μπάρκι (γεννημένο στην Τουρκία) ότι ο Ινονού εκμαίευσε μια αμερικανική επέμβαση με τη συγκεκριμένη μορφή για να τη χρησιμοποιήσει έναντι ακραίων στοιχείων του στρατού, ότι με τις πράξεις τους θα έφερναν την Τουρκία σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Ωστόσο για να διαφωτισθεί πλήρως το παρασκήνιο χρειάζεται περισσότερη έρευνα με πρωτογενείς τουρκικές πηγές.
Κατ' εμέ, η σημασία της επιστολής Τζόνσον αναφορικά με την Τουρκία είναι υπερτιμημένη και η αξία της για την Κύπρο έγκειται αλλού. Και αυτό έχει σημασία και συνέπειες μέχρι τις μέρες μας. Ποια είναι η σημασία; Έχουμε με την επιστολή Τζόνσον την πιο επίσημη διατύπωση στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, αυτό του Αμερικανού Προέδρου, την παραδοχή ότι δεν πρόκειται να υπάρξει λύση του Κυπριακού που δεν θα ικανοποιεί τα τουρκικά συμφέροντα. Με την επιστολή Τζόνσον, η Ουάσινγκτον υιοθέτησε απόλυτα τη βρετανική πολιτική η οποία από τη δεκαετία του 1950 παραχώρησε δικαίωμα βέτο στην Τουρκία για το μέλλον της Κύπρου. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμβουλευθούν επί τούτου το εμβληματικό έργο του Robert Holland, "Britain and the Cyprus Revolt", 1954-1959, Oxford 1998.
Με την επιστολή Τζόνσον, το βρετανικό βέτο υπέρ της Τουρκίας γίνεται αμερικανικό, με το ίδιο σκεπτικό. Η Τουρκία ήταν πιο σημαντικά στρατηγική χώρα τότε και για τους δύο. Όπως και σήμερα, ανεξάρτητα εάν η κυβέρνηση Αναστασιάδη αυτοπαραμυθιάζεται ότι έχει πλέον καταστεί ισότιμος με την Τουρκία στρατηγικός εταίρος των Αμερικανών.
Όπως προανέφερα, η επιστολή Τζόνσον έχει αποχαρακτηριστεί και εντοπίζεται στο διαδίκτυο ως δημόσιο πλέον έγγραφο. Ακολουθεί παρακάτω, σε δική μου ελεύθερη μετάφραση, το συγκεκριμένο απόσπασμα της επιστολής όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος παρέχει στον Ινονού τις αναγκαίες διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις:
"Ίσως να θεωρείς εξαιρετικά αυστηρά όσα σου γράφω και ότι δεν δείχνουμε σεβασμό στα τουρκικά συμφέροντα στην Κύπρο. Επιθυμώ να σε διαβεβαιώσω ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Έχουμε δημόσια και παρασκηνιακά καταβάλει μεγάλες προσπάθειες ώστε να διασφαλισθούν οι Τουρκοκύπριοι, επιμένοντας σε μια τελική λύση του κυπριακού προβλήματος η οποία πρέπει να βασίζεται στη συναίνεση των άμεσα ενδιαφερόμενων μερών. Είναι πιθανό να αισθάνεστε στην Άγκυρα ότι οι ΗΠΑ δεν υπήρξαν ικανοποιητικά ενεργές υπέρ των συμφερόντων σας. Αλλά γνωρίζετε σίγουρα ότι η πολιτική μας έχει δημιουργήσει ζωηρές αντιδράσεις στην Αθήνα και έχει οδηγήσει σε βασική αποξένωση τις ΗΠΑ από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Όπως έχω πει στον Υπουργό Εξωτερικών σου πριν μερικές βδομάδες, αξιολογούμε πολύ υψηλά τις σχέσεις μας με την Τουρκία.
Σας θεωρούμε ένα μεγάλο σύμμαχο με τον οποίο έχουμε θεμελιακά κοινά συμφέροντα. Η ασφάλεια και ευημερία σας συνιστούν και δικό μας βαθύ ενδιαφέρον και ο αμερικανικός λαός έχει εκφράσει το ενδιαφέρον του αυτό με τους πιο πρακτικούς τρόπους. Έχουμε πολεμήσει μαζί αντιστεκόμενοι στις φιλοδοξίες της διεθνούς κομμουνιστικής επανάστασης. Αυτή η αλληλεγγύη σας σημαίνει πολλά για εμάς και ελπίζω να σημαίνει πολλά για την Κυβέρνηση και τον λαό σου. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να δώσουμε υποστήριξη σε λύση στην Κύπρο που θα θέτει σε κίνδυνο την τουρκοκυπριακή κοινότητα... Αλλά θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι διατηρούμε βαθύ ενδιαφέρον αναφορικά με τα συμφέροντα της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων, και αυτό θα διατηρηθεί."
Στόχος η κατάλυση της Κ. Δημοκρατίας Από το 1964 και μετά, με την πολιτική Κίσινγκερ στη διάρκεια της πρώτης και δεύτερης τουρκικής εισβολής του 1974, όπως και με τη συνέχιση και κλιμάκωσή της με το επαίσχυντο και κρατοκτόνο Σχέδιο Ανάν, επιβεβαιώνεται πανηγυρικά αυτή η θέση και δέσμευση των Αμερικανών έναντι στην Άγκυρα. Και η θέση αυτή οδηγεί νομοτελειακά στην κατάλυση του κράτους του 1960, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διότι μόνο με την κατάλυσή της εξυπηρετούνται τα τουρκικά συμφέροντα, όπως μόλις πρόσφατα γνωστοποίησε (αλλά για νιοστή φορά) η Άγκυρα με τον πιο επίσημο τρόπο, χαρακτηρίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία ως πολιτικά ανύπαρκτη, κοινώς “εκλιπούσα”, σε έγγραφο που οι Τουρκαλλάδες κυκλοφόρησαν επίσημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και καλά, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ε. Βενιζέλος ίσως να μην κατάλαβε, παρά τη διαφημιζόμενη εξυπνάδα του, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τι του παρέδωσαν. Οι Κύπριοι αξιωματούχοι ούτε αυτοί κατάλαβαν; Αυτοί δεν είναι που κατηγορούσαν τον τέως Πρόεδρο Χριστόφια ως “αχάπαρο”; Στη βάση της “διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας” δεν “χαπαρίζουν” τι είναι που διαπραγματεύονται, αν όχι την κατάλυση του κράτους;
- See more at:
http://www.philenews.com/el-gr/m-evryviadis/1501/209508/i-epistoli-tzonson-tou-1964-kai-to-tourkiko-veto#sthash.ssvvnXjF.dpuf
Κατά το περιεχόμενο, ο Τζόνσον προειδοποίησε τον Ινονού ότι μια
τουρκική εισβολή θα ήταν διεθνώς παράνομη βάσει των Συνθηκών του 1960,
ότι θα επέφερε αμερικανικές κυρώσεις διότι η χρήση αμερικανικών όπλων
για επιδρομικές επιχειρήσεις απαγορευόταν από την αμερικανική νομοθεσία
και ότι δεν υπήρχε υποχρέωση εκ μέρους του ΝΑΤΟ να υποστηρίξει την
Τουρκία, εφόσον αυτή διά των πράξεών της προκαλούσε την εμπλοκή της
Σοβιετικής Ένωσης, που υποστήριζε την κυπριακή ανεξαρτησία και εδαφική
ακεραιότητα.
Η θέση ότι η επιστολή απέτρεψε τουρκική εισβολή ελέγχεται, διότι οι
Τούρκοι δεν είχαν τότε τις δυνατότητες για ένα τέτοιο σύνθετο εγχείρημα,
όπως δεν τις είχαν και το 1967, κατά δημόσια παραδοχή του τότε
Πρωθυπουργού Ντεμιρέλ. Μόνο να βομβαρδίσουν μπορούσαν, κάτι που έπραξαν
τον Αύγουστο του 1964, χρησιμοποιώντας βόμβες ναπάλμ και μιμούμενοι τους
Αμερικανούς, που την ίδια περίοδο άρχισαν μαζικούς βομβαρδισμούς κατά
του βορείου Βιετνάμ. Τη δυνατότητα για εισβολή οι Τούρκοι απέκτησαν
μεταξύ 1967-1974.
Οι Τούρκοι θεώρησαν την επιστολή Τζόνσον άκρως προσβλητική και απαράδεκτη. Και γι' αυτό τη διέρρευσαν στον Τύπο το ίδιο έτος, πειθαναγκάζοντας τους Αμερικανούς να την αποχαρακτηρίσουν, το 1966, μαζί με την απάντηση του Ινονού. Η δημοσιοποίηση της επιστολής πυροδότησε τον τουρκικό σοβινισμό, καθώς και βίαιες αντιαμερικανικές εκδηλώσεις. Ως κυβερνητικά υποδαυλιζόμενο φαινόμενο, ο αντιαμερικανισμός στην Τουρκία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται από την προηγούμενη δεκαετία. Άρχισε ωστόσο να λαμβάνει διαστάσεις με την αμερικανική επέμβαση στον Λίβανο του 1958, αλλά κυρίως με την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας, το 1962. Και στις δύο περιπτώσεις η Ουάσιγκτον κατηγορήθηκε ότι δεν διαβουλεύθηκε με την Άγκυρα και αγνόησε τα συμφέροντά της.
Υπάρχει εκτενές και άγνωστο παρασκήνιο γιατί στάλθηκε η επιστολή και γιατί επιλέχθηκε η συγκεκριμένη ημερομηνία, σε μια περίοδο που επικρατούσε σχετική ηρεμία στην Κύπρο. Συνοπτικά αναφέρω ότι υπήρχε συνεννόηση μεταξύ του Τουρκοκύπριου ηγέτη Φ. Κουτσιούκ και της Άγκυρας να προκληθούν επεισόδια για να δοθεί αφορμή ώστε, κατά το σχέδιο, να ενεργοποιηθούν οι Αμερικανοί υπέρ των Τούρκων. Οργανώθηκε δηλαδή μια προσπάθεια να αρχίσουν κινητοποιήσεις του τουρκικού στρατού με στόχο την παραπλάνηση των αμερικανικών υπηρεσιών, ότι επίκειτο εισβολή. Υπάρχουν επίσης και ενδείξεις, κατά τον Αμερικανό καθηγητή Χένρι Μπάρκι (γεννημένο στην Τουρκία) ότι ο Ινονού εκμαίευσε μια αμερικανική επέμβαση με τη συγκεκριμένη μορφή για να τη χρησιμοποιήσει έναντι ακραίων στοιχείων του στρατού, ότι με τις πράξεις τους θα έφερναν την Τουρκία σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Ωστόσο για να διαφωτισθεί πλήρως το παρασκήνιο χρειάζεται περισσότερη έρευνα με πρωτογενείς τουρκικές πηγές.
Κατ' εμέ, η σημασία της επιστολής Τζόνσον αναφορικά με την Τουρκία είναι υπερτιμημένη και η αξία της για την Κύπρο έγκειται αλλού. Και αυτό έχει σημασία και συνέπειες μέχρι τις μέρες μας. Ποια είναι η σημασία; Έχουμε με την επιστολή Τζόνσον την πιο επίσημη διατύπωση στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, αυτό του Αμερικανού Προέδρου, την παραδοχή ότι δεν πρόκειται να υπάρξει λύση του Κυπριακού που δεν θα ικανοποιεί τα τουρκικά συμφέροντα. Με την επιστολή Τζόνσον, η Ουάσινγκτον υιοθέτησε απόλυτα τη βρετανική πολιτική η οποία από τη δεκαετία του 1950 παραχώρησε δικαίωμα βέτο στην Τουρκία για το μέλλον της Κύπρου. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμβουλευθούν επί τούτου το εμβληματικό έργο του Robert Holland, "Britain and the Cyprus Revolt", 1954-1959, Oxford 1998.
Με την επιστολή Τζόνσον, το βρετανικό βέτο υπέρ της Τουρκίας γίνεται αμερικανικό, με το ίδιο σκεπτικό. Η Τουρκία ήταν πιο σημαντικά στρατηγική χώρα τότε και για τους δύο. Όπως και σήμερα, ανεξάρτητα εάν η κυβέρνηση Αναστασιάδη αυτοπαραμυθιάζεται ότι έχει πλέον καταστεί ισότιμος με την Τουρκία στρατηγικός εταίρος των Αμερικανών.
Όπως προανέφερα, η επιστολή Τζόνσον έχει αποχαρακτηριστεί και εντοπίζεται στο διαδίκτυο ως δημόσιο πλέον έγγραφο. Ακολουθεί παρακάτω, σε δική μου ελεύθερη μετάφραση, το συγκεκριμένο απόσπασμα της επιστολής όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος παρέχει στον Ινονού τις αναγκαίες διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις:
"Ίσως να θεωρείς εξαιρετικά αυστηρά όσα σου γράφω και ότι δεν δείχνουμε σεβασμό στα τουρκικά συμφέροντα στην Κύπρο. Επιθυμώ να σε διαβεβαιώσω ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Έχουμε δημόσια και παρασκηνιακά καταβάλει μεγάλες προσπάθειες ώστε να διασφαλισθούν οι Τουρκοκύπριοι, επιμένοντας σε μια τελική λύση του κυπριακού προβλήματος η οποία πρέπει να βασίζεται στη συναίνεση των άμεσα ενδιαφερόμενων μερών. Είναι πιθανό να αισθάνεστε στην Άγκυρα ότι οι ΗΠΑ δεν υπήρξαν ικανοποιητικά ενεργές υπέρ των συμφερόντων σας. Αλλά γνωρίζετε σίγουρα ότι η πολιτική μας έχει δημιουργήσει ζωηρές αντιδράσεις στην Αθήνα και έχει οδηγήσει σε βασική αποξένωση τις ΗΠΑ από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Όπως έχω πει στον Υπουργό Εξωτερικών σου πριν μερικές βδομάδες, αξιολογούμε πολύ υψηλά τις σχέσεις μας με την Τουρκία.
Σας θεωρούμε ένα μεγάλο σύμμαχο με τον οποίο έχουμε θεμελιακά κοινά συμφέροντα. Η ασφάλεια και ευημερία σας συνιστούν και δικό μας βαθύ ενδιαφέρον και ο αμερικανικός λαός έχει εκφράσει το ενδιαφέρον του αυτό με τους πιο πρακτικούς τρόπους. Έχουμε πολεμήσει μαζί αντιστεκόμενοι στις φιλοδοξίες της διεθνούς κομμουνιστικής επανάστασης. Αυτή η αλληλεγγύη σας σημαίνει πολλά για εμάς και ελπίζω να σημαίνει πολλά για την Κυβέρνηση και τον λαό σου. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να δώσουμε υποστήριξη σε λύση στην Κύπρο που θα θέτει σε κίνδυνο την τουρκοκυπριακή κοινότητα... Αλλά θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι διατηρούμε βαθύ ενδιαφέρον αναφορικά με τα συμφέροντα της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων, και αυτό θα διατηρηθεί."
Στόχος η κατάλυση της Κ. Δημοκρατίας Από το 1964 και μετά, με την πολιτική Κίσινγκερ στη διάρκεια της πρώτης και δεύτερης τουρκικής εισβολής του 1974, όπως και με τη συνέχιση και κλιμάκωσή της με το επαίσχυντο και κρατοκτόνο Σχέδιο Ανάν, επιβεβαιώνεται πανηγυρικά αυτή η θέση και δέσμευση των Αμερικανών έναντι στην Άγκυρα. Και η θέση αυτή οδηγεί νομοτελειακά στην κατάλυση του κράτους του 1960, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διότι μόνο με την κατάλυσή της εξυπηρετούνται τα τουρκικά συμφέροντα, όπως μόλις πρόσφατα γνωστοποίησε (αλλά για νιοστή φορά) η Άγκυρα με τον πιο επίσημο τρόπο, χαρακτηρίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία ως πολιτικά ανύπαρκτη, κοινώς “εκλιπούσα”, σε έγγραφο που οι Τουρκαλλάδες κυκλοφόρησαν επίσημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και καλά, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ε. Βενιζέλος ίσως να μην κατάλαβε, παρά τη διαφημιζόμενη εξυπνάδα του, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τι του παρέδωσαν. Οι Κύπριοι αξιωματούχοι ούτε αυτοί κατάλαβαν; Αυτοί δεν είναι που κατηγορούσαν τον τέως Πρόεδρο Χριστόφια ως “αχάπαρο”; Στη βάση της “διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας” δεν “χαπαρίζουν” τι είναι που διαπραγματεύονται, αν όχι την κατάλυση του κράτους;