Οι στρατηγικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών σε Ιράκ - Ουκρανία και
οι γεωπολιτικοί περιορισμοί. Τα αντιμαχόμενα μέρη, η παροχή εγγυήσεων
και οι οικονομικοί δεσμοί. Ο... διστακτικός Ομπάμα και το παράδειγμα του
Αΐζενχάουερ.
Είδαμε
ότι η μοίρα της Ουκρανίας δεν έχει ακόμα καθοριστεί, ούτε όμως και η
σχέση της Ρωσίας με την Ευρώπη. Στο Ιράκ μάθαμε πως η αποχώρηση των
αμερικανικών δυνάμεων και η δημιουργία ενός νέου ιρακινού πολιτικού
συστήματος δεν έδωσε απάντηση στο ερώτημα του πως μπορούν να συμβιώσουν
τα τρία μέρη του Ιράκ. Οι γεωπολιτικές καταστάσεις σπανίως επιλύονται
από μόνες τους, με «καθαρό» ή μόνιμο τρόπο.
Τα γεγονότα αυτά, στο τέλος, θέτουν ένα δύσκολο ερώτημα για τις ΗΠΑ. Τα τελευταία 13 χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί σε εκτεταμένο, πολυδιάστατο πόλεμο σε δυο μεγάλα θέατρα –και σε αρκετά μικρότερα- στον ισλαμικό κόσμο. Οι ΗΠΑ είναι αρκετά μεγάλες και ισχυρές ώστε να μπορέσουν να αντέξουν τέτοιες παρατεταμένες συγκρούσεις, όμως δεδομένου ότι καμιά από τις συγκρούσεις αυτές δεν έχει λήξει ικανοποιητικά, η επιθυμία να υπάρξει ένα αυστηρότερο όριο ως προς το πότε θα υπάρξει στρατιωτική εμπλοκή, έχει λογική.
Η ομιλία του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στην Στρατιωτική Ακαδημία του West Point επιχείρησε να αυξήσει τον πήχη για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης. Ωστόσο, δεν έγινε ξεκάθαρο από την ομιλία τι ακριβώς εννοούσε ο Ομπάμα, πρακτικά, όταν είπε: «Εν κατακλείδι, η Αμερική πρέπει πάντα να ηγείται στο παγκόσμιο σκηνικό: Αν δεν ηγούμαστε, κανένας άλλος δεν θα το κάνει. Ο στρατός στον οποίον μόλις καταταγήκατε είναι και πάντα θα είναι η ραχοκοκαλιά αυτής της ηγεσίας. Όμως η δράση του αμερικανικού στρατού δεν μπορεί να το μόνο –ή το πρωταρχικό- συστατικό στοιχείο της ηγεσίας μας σε κάθε περίπτωση. Το ότι διαθέτουμε το καλύτερο σφυρί δεν σημαίνει και ότι κάθε πρόβλημα είναι ένα καρφί».
Δεδομένων των γεγονότων στην Ουκρανία και το Ιράκ, ο ορισμός του προέδρου για το «καρφί» σε σχέση με το «σφυρί» του αμερικανικού στρατού, αποκτά σημασία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να πετύχουν, ή μπορούν να πετύχουν μόνο μετά από τόσο υπερβολική προσπάθεια που εξαντλούν τους μαχόμενους, είναι παράλογες. Ως εκ τούτου, το πρώτο μέτρο της όποιας τρέχουσας στρατηγικής είτε στην Ουκρανία είτε στο Ιράκ, είναι η απόλυτη αληθοφάνειά της.
Είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να αναδυθεί μια φιλοδυτική Ουκρανία, όμως αυτό το συμφέρον δεν είναι αρκετά μεγάλο ώστε να δικαιολογήσει μια αμερικανική στρατιωτική παρέμβαση. Δεν υπάρχει κάποια συμμαχική δομή για να στηρίξει μια τέτοια παρέμβαση, δεν υπάρχουν στρατιωτικές βάσεις όπου να έχουν συγκεντρωθεί οι απαιτούμενες δυνάμεις για να την στηρίξουν, ενώ, ασχέτως του πόσο έχει αποδυναμωθεί η Ρωσία, οι ΗΠΑ θα προέλαυναν σε μια τεράστια χώρα η κατάληψη και διοίκηση της οποίας, ακόμα και αν ήταν δυνατή, θα ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Οι αμερικάνοι θα μάχονταν μακριά από το σπίτι τους, όμως οι Ρώσοι θα μάχονταν στην αυλή τους.
Η Ουκρανία δεν είναι ένα «καρφί» που θα πρέπει να «καρφωθεί». Πρώτον, η μοίρα της δεν είναι θεμελιώδους ενδιαφέροντος για τους Αμερικάνους. Δεύτερον, δεν μπορεί να υπάρξει εξαναγκασμός της χώρας. οι ΗΠΑ πρέπει να υιοθετήσουν μια έμμεση στρατηγική. Ότι είναι να συμβεί στην Ουκρανία, θα συμβεί. Το σημείο στο οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να ενεργήσουν ώστε να επηρεάσουν τα γεγονότα, είναι οι χώρες που συνορεύουν με την Ουκρανία –κυρίως η Πολωνία και η Ρουμανία. Νοιάζονται πολύ περισσότερο για την τύχη της Ουκρανίας απ' ότι οι ΗΠΑ και, έχοντας χάσει την εδαφική τους ακεραιότητα από την Ρωσία κατά το παρελθόν, θα αναγκαστούν να αντισταθούν στη Ρωσία για μια ακόμα φορά. Το να τους δοθεί στήριξη με ελάχιστη έκθεση, έχει λογική για τις ΗΠΑ.
Οι Σουνίτες περισσότερο αναδύθηκαν παρά εισέβαλαν, παίρνοντας τον έλεγχο Σιιτικών περιοχών και σε κάποιο βαθμό συντονίζοντας ενέργειες σε όλη την περιοχή. Δεν επιτέθηκαν στην κουρδική περιοχή ή στις περιοχές όπου κυριαρχεί το Σιιτικό στοιχείο. Πράγματι, οι Σιίτες άρχισαν να κινητοποιούνται για να αντισταθούν στους Σουνίτες. Αυτό που έγινε, ήταν η αποτυχία της κεντρικής κυβέρνησης και η διεκδίκηση της περιφερειακής εξουσίας. Δεν υπάρχει καμία γηγενής δύναμη που να μπορεί να ενώσει το Ιράκ. Κανένας δεν έχει τη δύναμη να το κάνει. Η υπόθεση είναι ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να κρατήσουν ενωμένο το Ιράκ –και έτσι η απαίτηση ορισμένων από το Ιράκ και τις ΗΠΑ για μαζική επέμβαση των ΗΠΑ, θα είχε λογική.
Όπως και στην Ουκρανία, δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι ΗΠΑ έχει συμφέροντα που να υπερισχύουν στο Ιράκ. Η εισβολή του 2003 έγινε πριν από περισσότερο από μια δεκαετία και όποιες αποφάσεις ελήφθησαν τότε, είναι για τους ιστορικούς. Η εξέγερση των Σουνιτών φέρνει μαζί της τον κίνδυνο αυξημένης τρομοκρατίας και προφανώς δίνει στους τρομοκράτες μια βάση για να πραγματοποιούν επιθέσεις κατά των ΗΠΑ. Με αυτή τη λογική, οι ΗΠΑ θα πρέπει να επέμβουν εκ μέρους των Κούρδων και των Σιιτών.
Το πρόβλημα είναι ότι οι Σιίτες συνδέονται με τους Ιρανούς, και ενώ οι ΗΠΑ και το Ιράν βρίσκονται προς το παρόν σε περίπλοκες αλλά υποσχόμενες διαπραγματεύσεις, η προσοχή στρέφεται στα συμφέροντα και όχι τις φιλίες. Η εισβολή του 2003 στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι οι Σιίτες, απελευθερωμένοι από τον Σαντάμ Χουσεΐν, θα καλωσόριζαν τις ΗΠΑ και θα τους επέτρεπαν να αναμορφώσουν το Ιράκ όπως ήθελαν. Ωστόσο, πολύ γρήγορα ανακαλύφθηκε ότι οι Σιίτες του Ιράκ, μαζί με τους Ιρανούς συμμάχους τους, είχαν πολύ διαφορετικά σχέδια. Η εισβολή των ΗΠΑ τελικά απέτυχε να δημιουργήσει μια συνεκτική κυβέρνηση στο Ιράκ και βοήθησε ώστε να δημιουργηθεί η τρέχουσα κατάσταση. Όσο και αν θα ήθελαν οι διαφορετικές φατρίες οι ΗΠΑ να επέμβουν για λογαριασμό τους, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ένας πολύπλευρος εμφύλιος πόλεμος με τις ΗΠΑ στη μέση, χωρίς να μπορούν να καταστείλουν τον πόλεμο με στρατιωτικά μέσα διότι το βασικό ζήτημα είναι πολιτικό.
Αυτό, βεβαίως, αφήνει την πιθανότητα μιας αυξημένης τρομοκρατικής απειλής. Υπάρχουν 1,6 δισεκατομμύρια Μουσουλμάνοι στον κόσμο, και ορισμένοι από αυτούς είναι προετοιμασμένοι να εμπλακούν σε τρομοκρατικές ενέργειες. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, όμως, να υπολογιστεί το ποιοι είναι πιθανό να το κάνουν. Είναι επίσης αδύνατον να κατακτηθούν 1,6 δισ. άνθρωποι ώστε να εξαλειφθεί η απειλή της τρομοκρατίας. Δεδομένης της τεράστιας γεωγραφικής έκτασης του Ισλαμικού κόσμου, το Ιράκ μπορεί να είναι μια ευκολία, όμως η κατοχή του δεν θα απέτρεπε την ανάδυση της Σουνιτικής ή της Σιιτικής τρομοκρατίας σε άλλο μέρος. Το να νικήσεις έναν εχθρικό στρατό είναι πολύ πιο εύκολο από το να καταλάβεις μια χώρα ο μόνος τρόπος αντίστασης της οποίας είναι η τρομοκρατία την οποία σκοπεύεις να σταματήσεις. Μέχρις ενός σημείου μπορεί να υπάρξει άμυνα κατά της τρομοκρατίας –να μετριαστεί ή ενδεχομένως να παρατηρηθεί- όμως στο τέλος, είτε οι Σουνιτικές περιοχές του Ιράκ είναι αυτόνομες είτε υπό τον έλεγχο των εξτρεμιστών, λίγα μπορούν να γίνουν για να μειωθεί η απειλή.
Οι Κούρδοι, οι Σουνίτες και οι Σιίτες έχουν εχθρότητα μεταξύ τους. Ο Σαντάμ ήλεγχε τη χώρα μέσω του κοσμικού θεσμικού μηχανισμού του κόμματος Μπάαθ. Απουσία του κόμματος αυτού, οι τρεις κοινότητες συνεχίζουν να είναι εχθρικές μεταξύ τους, όπως η Σουνιτική κοινότητα της Συρίας είναι εχθρική προς τους Αλαουίτες. Έτσι, στις ΗΠΑ απομένει μόνο μία βιώσιμη στρατηγική: να αποδεχθούν αυτό που υπάρχει –ένα τριμερές Ιράκ- και να αφήσουν τις εσωτερικές έχθρες να στρέψουν τη μία φατρία ενάντια της άλλης, αντί για τις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, να αφήσουν να αναδυθεί μια εσωτερική ισορροπία ισχύος.
Οι αμερικάνοι αρέσκονται στο να έχουν μια ηθική βάση για την πολιτική τους: στις περιπτώσεις της Ουκρανίας και του Ιράκ, η βάση αυτή είναι απλά μια αναγκαιότητα. Δεν είναι δυνατόν οι ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν άμεση ισχύ για να επιβάλουν μια λύση στην Ουκρανία ή στο Ιράκ. Όχι γιατί ο πόλεμος δεν μπορεί να αποτελέσει λύση, όπως έγινε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά διότι το κόστος, ο χρόνος προετοιμασίας και η αιματοχυσία του πολέμου μπορεί να είναι υπερβολικά μεγάλα. Υπάρχουν στιγμές που πρέπει να αναλαμβάνεται αυτό το κόστος, αλλά αυτές οι στιγμές είναι σπάνιες. Ο συνεχής πόλεμος με ανεπαρκείς δυνάμεις για την επιβολή πολιτικών λύσεων σε χώρες όπου οι ΗΠΑ έχουν δευτερεύουσας σημασίας συμφέροντας, αποτελεί «συνταγή» για το χειρότερο: έναν πόλεμο που θα λήξει σε ήττα.
Ο περιορισμός των πολέμων σε αυτούς για τους οποίους υπάρχει εθνικό συμφέρον και που μπορούν να κερδιθούν, εξαλείφει πολλούς πολέμους. Αντικαθιστά μια πολύ πιο περίπλοκη, αν όχι λιγότερο ρεαλιστική και ενεργή, προσέγγιση του κόσμου. Η παροχή εγγυήσεων σε έθνη που μπορεί να βρεθούν σε θέση να χρειαστεί να ενεργήσουν με τρόπο που στηρίζει τα αμερικανικά συμφέροντα είναι ένα βήμα. Ένα άλλο βήμα είναι η δημιουργία οικονομικών δεσμών με έθνη που θα βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους. Υπάρχουν και άλλα «εργαλεία» πέραν του πολέμου.
Οι ταυτόχρονες συγκρούσεις στην Ουκρανία και στο Ιράκ αποδεικνύουν δυο πράγματα: Πρώτον, ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αποφύγουν την παγκόσμια εμπλοκή διότι στο τέλος, ο κόσμος θα εμπλακεί αυτός με τις ΗΠΑ. Κοστίζει λιγότερο για τις ΗΠΑ να εμπλακούν νωρίτερα. Δεύτερον, ότι η παγκόσμια εμπλοκή και οι μεγάλης κλίμακας πόλεμοι δεν είναι το ίδιο. Η κατάσταση στην Ουκρανία θα ξεδιπλωθεί από μόνη της, όπως και η κατάσταση στο Ιράκ. Θα δώσει στις ΗΠΑ αρκετό χρόνο για να καθορίσουν εάν και πόσο ενδιαφέρονται για το αποτέλεσμα. Και τότε θα μπορέσει και πάλι να αρχίσουν σταδιακά να επιβάλλονται, να ελαχιστοποιούν τα ρίσκα και να μεγιστοποιούν τα οφέλη.
Δεν πρόκειται για μια νέα στρατηγική για τις ΗΠΑ, που αμφιταλαντεύονται μεταξύ του να υποκρίνονται ότι είναι απρόσβλητες από τον υπόλοιπο κόσμο, και του να πιστεύουν ότι μπορούν να τον αλλάξουν. Ο Ντ. Αιζενχάουερ αποτελεί παράδειγμα αμερικανού προέδρου που απέφυγε και τις δυο αυτές απόψεις και κατάφερε να αποφύγει την εμπλοκή σε οποιονδήποτε μεγάλο πόλεμο, που πολλοί θεωρούσαν απίθανο. Σίγουρα δεν ήταν φιλειρηνιστής και σίγουρα δεν ήταν απαθής. Ενήργησε όταν χρειάστηκε να ενεργήσει, χρησιμοποιώντας όλα τα απαραίτητα μέσα. Όμως, ως στρατηγός, κατανοούσε ότι ενώ η απειλή του πολέμου είναι βασικό στοιχείο της αξιοπιστίας. Ωστόσο υπήρχαν πολλά άλλα «εργαλεία» που έδωσαν τη δυνατότητα στην Ουάσινγκτον να αποφύγει τον πόλεμο και να διατηρήσει τη δημοκρατία .
Ο Αιζενχάουερ ήταν ένας χαμηλών τόνων και έμπειρος άνθρωπος. Άλλο να θέλεις να αποφύγεις τον πόλεμο και άλλο να γνωρίζεις πως θα το κάνεις. Ο Αιζενχάουερ δεν αρνήθηκε να πράξει, αντιθέτως όμως ενήργησε αποφασιστικά και με ελάχιστο ρίσκο. Η ομιλία του Ομπάμα στο West Point έδειξε διστακτικότητα ως προς τον πόλεμο. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν κατέχει τα άλλα εργαλεία που θα χρειαστεί για να αντιμετωπίσει την Ουκρανία και το Ιράκ.
http://www.euro2day.gr
Τα γεγονότα αυτά, στο τέλος, θέτουν ένα δύσκολο ερώτημα για τις ΗΠΑ. Τα τελευταία 13 χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί σε εκτεταμένο, πολυδιάστατο πόλεμο σε δυο μεγάλα θέατρα –και σε αρκετά μικρότερα- στον ισλαμικό κόσμο. Οι ΗΠΑ είναι αρκετά μεγάλες και ισχυρές ώστε να μπορέσουν να αντέξουν τέτοιες παρατεταμένες συγκρούσεις, όμως δεδομένου ότι καμιά από τις συγκρούσεις αυτές δεν έχει λήξει ικανοποιητικά, η επιθυμία να υπάρξει ένα αυστηρότερο όριο ως προς το πότε θα υπάρξει στρατιωτική εμπλοκή, έχει λογική.
Η ομιλία του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στην Στρατιωτική Ακαδημία του West Point επιχείρησε να αυξήσει τον πήχη για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης. Ωστόσο, δεν έγινε ξεκάθαρο από την ομιλία τι ακριβώς εννοούσε ο Ομπάμα, πρακτικά, όταν είπε: «Εν κατακλείδι, η Αμερική πρέπει πάντα να ηγείται στο παγκόσμιο σκηνικό: Αν δεν ηγούμαστε, κανένας άλλος δεν θα το κάνει. Ο στρατός στον οποίον μόλις καταταγήκατε είναι και πάντα θα είναι η ραχοκοκαλιά αυτής της ηγεσίας. Όμως η δράση του αμερικανικού στρατού δεν μπορεί να το μόνο –ή το πρωταρχικό- συστατικό στοιχείο της ηγεσίας μας σε κάθε περίπτωση. Το ότι διαθέτουμε το καλύτερο σφυρί δεν σημαίνει και ότι κάθε πρόβλημα είναι ένα καρφί».
Δεδομένων των γεγονότων στην Ουκρανία και το Ιράκ, ο ορισμός του προέδρου για το «καρφί» σε σχέση με το «σφυρί» του αμερικανικού στρατού, αποκτά σημασία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να πετύχουν, ή μπορούν να πετύχουν μόνο μετά από τόσο υπερβολική προσπάθεια που εξαντλούν τους μαχόμενους, είναι παράλογες. Ως εκ τούτου, το πρώτο μέτρο της όποιας τρέχουσας στρατηγικής είτε στην Ουκρανία είτε στο Ιράκ, είναι η απόλυτη αληθοφάνειά της.
Η συνεχιζόμενη κρίση στην Ουκρανία
Στην Ουκρανία, ο φιλορώσος πρόεδρος αντικαταστάθηκε από έναν φιλοδυτικό. Οι Ρώσοι ανέλαβαν επισήμως τον έλεγχο της Κριμαίας, όπου πάντα διατηρούσαν μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, βάσει Συνθήκης με την Ουκρανία. Φιλορωσικές ομάδες, προφανώς στηριζόμενες από τους Ρώσους, εξακολουθούν να μάχονται για τον έλεγχο των δυο ανατολικότερων επαρχιών της Ουκρανίας. Επιφανειακά, για τους Ρώσους υπήρξε ανατροπή στην Ουκρανία. Το εάν όμως πρόκειται πραγματικά για ανατροπή, θα εξαρτηθεί από το εάν οι αρχές του Κιέβου θα μπορέσουν να κυβερνήσουν την Ουκρανία, κάτι που σημαίνει ότι όχι μόνο θα πρέπει να σχηματίσουν μια συνεπή κυβέρνηση, αλλά και να επιβάλουν τη θέλησή τους. Η ρωσική στρατηγική είναι να χρησιμοποιήσει την ενέργεια, την οικονομία και φανερές και κρυφές σχέσεις για να υπονομεύσει την ουκρανική κυβέρνηση και να σφετεριστεί την εξουσία της.Είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να αναδυθεί μια φιλοδυτική Ουκρανία, όμως αυτό το συμφέρον δεν είναι αρκετά μεγάλο ώστε να δικαιολογήσει μια αμερικανική στρατιωτική παρέμβαση. Δεν υπάρχει κάποια συμμαχική δομή για να στηρίξει μια τέτοια παρέμβαση, δεν υπάρχουν στρατιωτικές βάσεις όπου να έχουν συγκεντρωθεί οι απαιτούμενες δυνάμεις για να την στηρίξουν, ενώ, ασχέτως του πόσο έχει αποδυναμωθεί η Ρωσία, οι ΗΠΑ θα προέλαυναν σε μια τεράστια χώρα η κατάληψη και διοίκηση της οποίας, ακόμα και αν ήταν δυνατή, θα ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Οι αμερικάνοι θα μάχονταν μακριά από το σπίτι τους, όμως οι Ρώσοι θα μάχονταν στην αυλή τους.
Η Ουκρανία δεν είναι ένα «καρφί» που θα πρέπει να «καρφωθεί». Πρώτον, η μοίρα της δεν είναι θεμελιώδους ενδιαφέροντος για τους Αμερικάνους. Δεύτερον, δεν μπορεί να υπάρξει εξαναγκασμός της χώρας. οι ΗΠΑ πρέπει να υιοθετήσουν μια έμμεση στρατηγική. Ότι είναι να συμβεί στην Ουκρανία, θα συμβεί. Το σημείο στο οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να ενεργήσουν ώστε να επηρεάσουν τα γεγονότα, είναι οι χώρες που συνορεύουν με την Ουκρανία –κυρίως η Πολωνία και η Ρουμανία. Νοιάζονται πολύ περισσότερο για την τύχη της Ουκρανίας απ' ότι οι ΗΠΑ και, έχοντας χάσει την εδαφική τους ακεραιότητα από την Ρωσία κατά το παρελθόν, θα αναγκαστούν να αντισταθούν στη Ρωσία για μια ακόμα φορά. Το να τους δοθεί στήριξη με ελάχιστη έκθεση, έχει λογική για τις ΗΠΑ.
Η περίπλοκη κατάσταση στο Ιράκ
Το Ιράκ αποτελείται από τρεις μείζονες ομάδες: τους Σιίτες, τους Σουνίτες και τους Κούρδους. Οι ΗΠΑ άφησαν το Ιράκ στα χέρια μιας κυβέρνησης στην οποία κυριαρχούν οι Σιίτες και η οποία απέτυχε να ενσωματώσει τους Κούρδους ή τους Σουνίτες. Η κουρδική στρατηγική ήταν να δημιουργήσει και να διατηρήσει μια αυτόνομη περιοχή. Η στρατηγική των Σουνιτών ήταν να αυξήσουν την ισχύ τους στην περιοχή και να περιμένουν για την κατάλληλη ευκαιρία. Αυτή η ευκαιρία ήρθε όταν, μετά τις πρόσφατες εκλογές, ο ιρακινός πρόεδρος Νουρί αλ Μαλίκι απέτυχε να σχηματίσει γρήγορα μια νέα κυβέρνηση και φάνηκε να σκοπεύει να ξαναδημιουργήσει την αποτυχημένη κυβέρνηση του παρελθόντος.Οι Σουνίτες περισσότερο αναδύθηκαν παρά εισέβαλαν, παίρνοντας τον έλεγχο Σιιτικών περιοχών και σε κάποιο βαθμό συντονίζοντας ενέργειες σε όλη την περιοχή. Δεν επιτέθηκαν στην κουρδική περιοχή ή στις περιοχές όπου κυριαρχεί το Σιιτικό στοιχείο. Πράγματι, οι Σιίτες άρχισαν να κινητοποιούνται για να αντισταθούν στους Σουνίτες. Αυτό που έγινε, ήταν η αποτυχία της κεντρικής κυβέρνησης και η διεκδίκηση της περιφερειακής εξουσίας. Δεν υπάρχει καμία γηγενής δύναμη που να μπορεί να ενώσει το Ιράκ. Κανένας δεν έχει τη δύναμη να το κάνει. Η υπόθεση είναι ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να κρατήσουν ενωμένο το Ιράκ –και έτσι η απαίτηση ορισμένων από το Ιράκ και τις ΗΠΑ για μαζική επέμβαση των ΗΠΑ, θα είχε λογική.
Όπως και στην Ουκρανία, δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι ΗΠΑ έχει συμφέροντα που να υπερισχύουν στο Ιράκ. Η εισβολή του 2003 έγινε πριν από περισσότερο από μια δεκαετία και όποιες αποφάσεις ελήφθησαν τότε, είναι για τους ιστορικούς. Η εξέγερση των Σουνιτών φέρνει μαζί της τον κίνδυνο αυξημένης τρομοκρατίας και προφανώς δίνει στους τρομοκράτες μια βάση για να πραγματοποιούν επιθέσεις κατά των ΗΠΑ. Με αυτή τη λογική, οι ΗΠΑ θα πρέπει να επέμβουν εκ μέρους των Κούρδων και των Σιιτών.
Το πρόβλημα είναι ότι οι Σιίτες συνδέονται με τους Ιρανούς, και ενώ οι ΗΠΑ και το Ιράν βρίσκονται προς το παρόν σε περίπλοκες αλλά υποσχόμενες διαπραγματεύσεις, η προσοχή στρέφεται στα συμφέροντα και όχι τις φιλίες. Η εισβολή του 2003 στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι οι Σιίτες, απελευθερωμένοι από τον Σαντάμ Χουσεΐν, θα καλωσόριζαν τις ΗΠΑ και θα τους επέτρεπαν να αναμορφώσουν το Ιράκ όπως ήθελαν. Ωστόσο, πολύ γρήγορα ανακαλύφθηκε ότι οι Σιίτες του Ιράκ, μαζί με τους Ιρανούς συμμάχους τους, είχαν πολύ διαφορετικά σχέδια. Η εισβολή των ΗΠΑ τελικά απέτυχε να δημιουργήσει μια συνεκτική κυβέρνηση στο Ιράκ και βοήθησε ώστε να δημιουργηθεί η τρέχουσα κατάσταση. Όσο και αν θα ήθελαν οι διαφορετικές φατρίες οι ΗΠΑ να επέμβουν για λογαριασμό τους, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ένας πολύπλευρος εμφύλιος πόλεμος με τις ΗΠΑ στη μέση, χωρίς να μπορούν να καταστείλουν τον πόλεμο με στρατιωτικά μέσα διότι το βασικό ζήτημα είναι πολιτικό.
Αυτό, βεβαίως, αφήνει την πιθανότητα μιας αυξημένης τρομοκρατικής απειλής. Υπάρχουν 1,6 δισεκατομμύρια Μουσουλμάνοι στον κόσμο, και ορισμένοι από αυτούς είναι προετοιμασμένοι να εμπλακούν σε τρομοκρατικές ενέργειες. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, όμως, να υπολογιστεί το ποιοι είναι πιθανό να το κάνουν. Είναι επίσης αδύνατον να κατακτηθούν 1,6 δισ. άνθρωποι ώστε να εξαλειφθεί η απειλή της τρομοκρατίας. Δεδομένης της τεράστιας γεωγραφικής έκτασης του Ισλαμικού κόσμου, το Ιράκ μπορεί να είναι μια ευκολία, όμως η κατοχή του δεν θα απέτρεπε την ανάδυση της Σουνιτικής ή της Σιιτικής τρομοκρατίας σε άλλο μέρος. Το να νικήσεις έναν εχθρικό στρατό είναι πολύ πιο εύκολο από το να καταλάβεις μια χώρα ο μόνος τρόπος αντίστασης της οποίας είναι η τρομοκρατία την οποία σκοπεύεις να σταματήσεις. Μέχρις ενός σημείου μπορεί να υπάρξει άμυνα κατά της τρομοκρατίας –να μετριαστεί ή ενδεχομένως να παρατηρηθεί- όμως στο τέλος, είτε οι Σουνιτικές περιοχές του Ιράκ είναι αυτόνομες είτε υπό τον έλεγχο των εξτρεμιστών, λίγα μπορούν να γίνουν για να μειωθεί η απειλή.
Οι Κούρδοι, οι Σουνίτες και οι Σιίτες έχουν εχθρότητα μεταξύ τους. Ο Σαντάμ ήλεγχε τη χώρα μέσω του κοσμικού θεσμικού μηχανισμού του κόμματος Μπάαθ. Απουσία του κόμματος αυτού, οι τρεις κοινότητες συνεχίζουν να είναι εχθρικές μεταξύ τους, όπως η Σουνιτική κοινότητα της Συρίας είναι εχθρική προς τους Αλαουίτες. Έτσι, στις ΗΠΑ απομένει μόνο μία βιώσιμη στρατηγική: να αποδεχθούν αυτό που υπάρχει –ένα τριμερές Ιράκ- και να αφήσουν τις εσωτερικές έχθρες να στρέψουν τη μία φατρία ενάντια της άλλης, αντί για τις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, να αφήσουν να αναδυθεί μια εσωτερική ισορροπία ισχύος.
Η περιορισμένη χρήση του αμερικανικού «σφυριού»
Η Ουκρανία και το Ιράκ αν και είναι διαφορετικές περιπτώσεις, έχουν ένα μοναδικό κοινό στοιχείο: αν και οι ΗΠΑ έχουν συμφέροντα στις περιοχές, δεν μπορούν να ενεργήσουν με χρήση άμεσης βίας. Αντιθέτως, πρέπει να ενεργήσουν με έμμεσο τρόπο, χρησιμοποιώντας τα συμφέροντα και τις έχθρες των εμπλεκομένων μερών στις χώρες αυτές προκειμένου να δημιουργηθεί μια πρώτη γραμμή περιορισμού. Εάν οι ΗΠΑ επέμβουν, θα το κάνουν στηρίζοντας φατρίες που είναι προς το συμφέρον της Ουάσινγκτον. Στην Ουκρανία, αυτό θα σήμαινε στήριξη των πρώην σοβιετικών κρατών-δορυφόρων της Κεντρικής Ευρώπης. Στο Ιράκ, θα σήμαινε την εφαρμογή επαρκούς ισχύος ώστε να αποτραπεί η εξάλειψη οποιασδήποτε από τις τρεις μείζονες ομάδες της χώρας, αλλά όχι τόση ώστε να επιχειρηθεί η επίλυση της σύγκρουσης.Οι αμερικάνοι αρέσκονται στο να έχουν μια ηθική βάση για την πολιτική τους: στις περιπτώσεις της Ουκρανίας και του Ιράκ, η βάση αυτή είναι απλά μια αναγκαιότητα. Δεν είναι δυνατόν οι ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν άμεση ισχύ για να επιβάλουν μια λύση στην Ουκρανία ή στο Ιράκ. Όχι γιατί ο πόλεμος δεν μπορεί να αποτελέσει λύση, όπως έγινε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά διότι το κόστος, ο χρόνος προετοιμασίας και η αιματοχυσία του πολέμου μπορεί να είναι υπερβολικά μεγάλα. Υπάρχουν στιγμές που πρέπει να αναλαμβάνεται αυτό το κόστος, αλλά αυτές οι στιγμές είναι σπάνιες. Ο συνεχής πόλεμος με ανεπαρκείς δυνάμεις για την επιβολή πολιτικών λύσεων σε χώρες όπου οι ΗΠΑ έχουν δευτερεύουσας σημασίας συμφέροντας, αποτελεί «συνταγή» για το χειρότερο: έναν πόλεμο που θα λήξει σε ήττα.
Ο περιορισμός των πολέμων σε αυτούς για τους οποίους υπάρχει εθνικό συμφέρον και που μπορούν να κερδιθούν, εξαλείφει πολλούς πολέμους. Αντικαθιστά μια πολύ πιο περίπλοκη, αν όχι λιγότερο ρεαλιστική και ενεργή, προσέγγιση του κόσμου. Η παροχή εγγυήσεων σε έθνη που μπορεί να βρεθούν σε θέση να χρειαστεί να ενεργήσουν με τρόπο που στηρίζει τα αμερικανικά συμφέροντα είναι ένα βήμα. Ένα άλλο βήμα είναι η δημιουργία οικονομικών δεσμών με έθνη που θα βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους. Υπάρχουν και άλλα «εργαλεία» πέραν του πολέμου.
Οι ταυτόχρονες συγκρούσεις στην Ουκρανία και στο Ιράκ αποδεικνύουν δυο πράγματα: Πρώτον, ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αποφύγουν την παγκόσμια εμπλοκή διότι στο τέλος, ο κόσμος θα εμπλακεί αυτός με τις ΗΠΑ. Κοστίζει λιγότερο για τις ΗΠΑ να εμπλακούν νωρίτερα. Δεύτερον, ότι η παγκόσμια εμπλοκή και οι μεγάλης κλίμακας πόλεμοι δεν είναι το ίδιο. Η κατάσταση στην Ουκρανία θα ξεδιπλωθεί από μόνη της, όπως και η κατάσταση στο Ιράκ. Θα δώσει στις ΗΠΑ αρκετό χρόνο για να καθορίσουν εάν και πόσο ενδιαφέρονται για το αποτέλεσμα. Και τότε θα μπορέσει και πάλι να αρχίσουν σταδιακά να επιβάλλονται, να ελαχιστοποιούν τα ρίσκα και να μεγιστοποιούν τα οφέλη.
Δεν πρόκειται για μια νέα στρατηγική για τις ΗΠΑ, που αμφιταλαντεύονται μεταξύ του να υποκρίνονται ότι είναι απρόσβλητες από τον υπόλοιπο κόσμο, και του να πιστεύουν ότι μπορούν να τον αλλάξουν. Ο Ντ. Αιζενχάουερ αποτελεί παράδειγμα αμερικανού προέδρου που απέφυγε και τις δυο αυτές απόψεις και κατάφερε να αποφύγει την εμπλοκή σε οποιονδήποτε μεγάλο πόλεμο, που πολλοί θεωρούσαν απίθανο. Σίγουρα δεν ήταν φιλειρηνιστής και σίγουρα δεν ήταν απαθής. Ενήργησε όταν χρειάστηκε να ενεργήσει, χρησιμοποιώντας όλα τα απαραίτητα μέσα. Όμως, ως στρατηγός, κατανοούσε ότι ενώ η απειλή του πολέμου είναι βασικό στοιχείο της αξιοπιστίας. Ωστόσο υπήρχαν πολλά άλλα «εργαλεία» που έδωσαν τη δυνατότητα στην Ουάσινγκτον να αποφύγει τον πόλεμο και να διατηρήσει τη δημοκρατία .
Ο Αιζενχάουερ ήταν ένας χαμηλών τόνων και έμπειρος άνθρωπος. Άλλο να θέλεις να αποφύγεις τον πόλεμο και άλλο να γνωρίζεις πως θα το κάνεις. Ο Αιζενχάουερ δεν αρνήθηκε να πράξει, αντιθέτως όμως ενήργησε αποφασιστικά και με ελάχιστο ρίσκο. Η ομιλία του Ομπάμα στο West Point έδειξε διστακτικότητα ως προς τον πόλεμο. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν κατέχει τα άλλα εργαλεία που θα χρειαστεί για να αντιμετωπίσει την Ουκρανία και το Ιράκ.
http://www.euro2day.gr