16 Δεκεμβρίου 2013

Aναγκαιότητα της αλλαγής


d
Τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο θα προγραμματιστεί η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη της Σερβίας και της ΕΕ στη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, ή θα αναβληθεί μέχρι τον Μάρτιο; Τι θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα της επίσκεψης του πρωθυπουργού του Μαυροβουνίου Μίλο Τζουκάνοβιτς στο Βελιγράδι; Τι είναι αυτό που οι πολίτες της Σερβίας μπορούν να αναμένουν όταν πρόκειται για τον κρατικό προϋπολογισμό για το επόμενο έτος; Τα ερωτήματα αυτά, προσπάθησε σε μια τακτική στήλη του Σαββάτου με τίτλο Πολιτική σκηνή της Σερβίας να απαντήσει ο Πέταρ Μπ. Πόποβιτς.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την επόμενη εβδομάδα θα έπρεπε να αξιολογήσει κατά πόσον οι όροι της συμφωνίας των Βρυξελλών μεταξύ του Βελιγραδίου και της Πρίστινα εκπληρώθηκαν, ώστε θα μπορούσε να δώσει το «πράσινο φως» για τη διοργάνωση της πρώτης διακυβερνητικής διάσκεψης της Σερβίας και της ΕΕ στη διαδικασία ένταξης στην Ένωση. Τις τελευταίες μέρες σχετικά με το εν λόγω ζήτημα εμφανίστηκαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αμφιλεγόμενες δηλώσεις. Από την πεποίθηση ότι αυτό θα συμβεί πραγματικά το Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο το αργότερο, μέχρι την κερδοσκοπία ότι για το Βελιγράδι θα καθοριστούν νέες συνθήκες . Και από την στάση του πρωθυπουργού της Σερβίας Ίβιτσα Ντάτσιτς, είναι προφανές ότι το σερβικό κοινό έχει μια ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η νέα καθυστέρηση της επίσημης έναρξης των διαπραγματεύσεων θα ήταν επιζήμια και αντιπαραγωγική. Ωστόσο , αν αυτό δεν συμβεί, δεν πρέπει να περιμένουμε πως θα συμβεί κάτι θεαματικό, εκτός ίσως από θριαμβευτική ικανοποίηση ευρωσκεπτικιστών. Επειδή, αν η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη που θα προγραμματιστεί το Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο, ή ακόμα η ημερομηνία αυτή αναβληθεί, την τρέχουσα σερβική Κυβέρνηση, το δημοκρατικό κοινοβούλιο και την κοινωνία στο σύνολό της περιμένουν – που δεν είναι κάποιο μυστικό – πολλά χρόνια την εφαρμογή μιας σειράς αλλαγών. Και όχι λόγω της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ , αλλά για ένα καλύτερο μέλλον .
Κατά την περασμένη εβδομάδα, έλαβαν χώρα και νέες συναντήσεις υψηλού επιπέδου στο πλαίσιο της ανάπτυξης των σχέσεων καλής γειτονίας στην περιοχή. Από αυτές πάνω απ’ όλες ξεχρίζεται η επίσκεψη του πρωθυπουργού του Μαυροβουνίου Μίλο Τζουκάνοβιτς, στο Βελιγράδι, μετά από ακριβώς μία δεκαετία.Αν και στις συνανατήσεις του Τζουκάνοβιτς με κορυφαίους Σέρβους επίσημους παράγοντες συμφώνησαν ότι οι σχέσεις μεταξύ της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, «σε μεγάλο βαθμό έχουν επουλωθεί» και βρίσκονται σε ανοδική πορεία, είναι σαφές ότι ανάμεσα στις δύο χώρες εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά εκκρεμή ζητήματα. Τα περισσότερα - γιατί να μην πούμε ανοιχτά - χάρη σε ιδιώτες από την πλευρά του Μαυροβουνίου. Μετά από όλα, όμως, ενθαρρύνει η δήλωση ότι δεν υπάρχουν θέματα που δεν μπορούν να επιλυθούν, τότε θα πρέπει να περιμένουμε πως στο θέμα αυτό κατά την προσεχή περίοδο πραγματικά θα γίνει κάτι. Την ίδια στιγμή, και ότι οι επισκέψεις, όπως αυτή του Τζουκάνοβιτς στο Βελιγράδι, θα να είναι πιο τακτικές και συνηθισμένες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι λεγόμενοι απλοί άνθρωποι είναι ομόφωνη στην εκτίμησή τους ότι τα συμφέροντά τους πρέπει να είναι έξω από τη ματαιοδοξία του καθενός, αν και αυτά αντικατόπριζαν τις προσωπικότητες ορισμένων επίσημων παραγόντων.

Λίγα λόγια και για το θέμα που στην ουσία είναι ίσως και το πιο σημαντικό.Ο προϋπολογισμός της Σερβίας για το επόμενο έτος, που προβλέπει το έλλειμμα 182,5 δισ. δηναρίων, ή περίπου πέντε τοις εκατό του προβλεπόμενου ΑΕΠ, απέχει πολύ από ευνοϊκό. Ο υπουργός Οικονομικών Lazar Krstic στην Βουλή διαμήνυσε, εξηγώντας τα έσοδα και τις δαπανές του κρατικού προϋπολογισμού, ότι αυτή είναι πραγματικά η μόνη δυνατή πορεία και κατεύθυνση, ώστε σε ένα ή δύο χρόνια να μην αντιμετωπίσουμε μια κρίση χρέους.Τι να κάνει κανείς και τι θα σημαίνει αυτό για τους πολίτες;
Με όλες τις δυσκολίες που έχουν ήδη συνηθίσει, ας απαντήσουμε σύντομα και απλούστατα - η πτώση του βιοτικού επιπέδου. Ωστόσο, αν κατανοηθεί σωστά το μήνυμα ότι ο προϋπολογισμός είναι ρεαλιστικός και ως εκ τούτου ο μόνος δυνατός, τότε είναι μια ευκαιρία για όλους να είναι συνεπής στην εξοικονόμηση. Οι άνθρωποι, θέλουν δε θέλουν, θα πρέπει να το αποδεχθούν, αλλά και δημόσιοι υπάλληλοι, και ακόμα περισσότερο οι πολιτικοί, όπως ποτέ πριν, για αυτές οι εξοικονομήσεις πρέπει να έχουν την αίσθηση και να μην οδηγούνται μόνο από τα κομματικά συμφέροντα.
Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ένα νέο εμπόδιο και νέο χάσιμο χρόνου.
http://voiceofserbia.org/e