Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Shitstorm ονομάζεται στην Αγγλική η καταιγιστική επίθεση μέσω λόγου και εικόνας εναντίον ενός προσώπου ή μιας συλλογικότητας. Το ίδιο φαινόμενο ονομάζεται ενίοτε και bashing. Στόχος μεγάλης κλίμακας shitstorm και bashing υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι μετά το 2009 στη Βόρεια Ευρώπη, και ειδικά στη Γερμανία, οι Έλληνες ως συλλογικότητα.
Αυτουργοί αυτής της επιχείρησης στιγματισμού για την περίπτωση της
Ελλάδας ήταν τα ευρωπαϊκά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, ενώ πρωταγωνιστικό
ρόλο στην υπόθεση έπαιξαν ορισμένα γερμανικά Μέσα με την εμπρηστική
αρθρογραφία τους. Ακολουθούμενα, μετά από λίγο καιρό, και από αρκετά
ελληνικά.
Ένα από τα κόμματα της σημερινής Βουλής, για το οποίο όλα τα υπόλοιπα θεωρούν ότι είναι στην πραγματικότητα μια κοινή εγκληματική οργάνωση με προβιά πολιτικού κόμματος, αποτελεί εδώ και καιρό, ιδιαίτερα όμως μετά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση τμήματος της ηγεσίας του, αντικείμενο ενός επικοινωνιακού shitstorm. Όταν η Δικαιοσύνη έχει επιληφθεί της υποθέσεως, εμείς πρέπει να μιλούμε λιγότερο για προφανείς λόγους. Είναι, όμως, βέβαιο ότι κάποιοι φίλοι ή στελέχη αυτού του κόμματος εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες που φτάνουν μέχρι τη δολοφονία ανθρώπων.
Δυστυχώς, αυτό δεν είναι καινούριο για την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Υπήρξαν ήδη φίλοι και στελέχη κομμάτων του ελληνικού Κοινοβουλίου που άσκησαν σωματική βία παρόμοια με τη βία που οδήγησε στη δολοφονία του άτυχου μουσικού Παύλου Φύσσα. Όταν τον Ιανουάριο του 1991 γινόταν στην Πάτρα η δολοφονία του άτυχου εκπαιδευτικού Νίκου Τεμπονέρα από στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, όπως απεφάνθη το δικαστήριο επιβάλλοντας αντίστοιχη ποινή, το κόμμα αυτό, κυβερνητικό τότε, είχε γίνει επίσης αντικείμενο ενός ισχυρού shitstorm από τα κόμματα και τον Τύπο της αντιπολίτευσης. «Ομερτά στη Ν.Δ.», ήταν τότε ένα από τα χαρακτηριστικά πρωτοσέλιδα του «Έθνους». Απλώς δεν συνελήφθη η ηγεσία του κόμματος, ούτε ζητήθηκε η άρση ασυλίας πολιτικών προσώπων, διότι εκείνη την εποχή το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό και ο νόμος για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας είναι μεταγενέστερος.
Στη συνέχεια είχαμε και άλλες (παράπλευρες;) απώλειες ζωής ανθρώπων από ενέργειες φίλων ή συμπαθούντων μικρότερων κομμάτων, κομματιδίων ή κινημάτων. Δεν χρειάζεται να θυμίζουμε τις άγριες στιγμές του πολιτικού βίου της χώρας. Άλλο είναι το ζήτημα: ο απεγκλωβισμός της νέας γενιάς από τη φενάκη του ακροδεξιού λαϊκισμού, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με «κεραυνοβόλο δράση».
Πώς θα πάρει μια προδομένη από το κομματικό κατεστημένο νέα γενιά – η βασική δεξαμενή του φερόμενου ως «κόμματος-εγκληματικής οργάνωσης» σύμφωνα πάντοτε με την εισαγγελική αρχή – το μήνυμα ότι το κόμμα από το οποίο έλκεται σημαντικό κομμάτι της και σκέφτεται να το ψηφίσει στις επόμενες εκλογές δεν είναι η καλύτερη πολιτική επιλογή για το μέλλον της; Το εγχείρημα είναι δύσκολο.
Ας δούμε πρώτα πώς δεν θα πάρει η νέα γενιά ένα τέτοιο μήνυμα. Και ας το προσέξουν, κυρίως, οι δημοκρατικοί μας ταγοί αν επιθυμούν θετικό αποτέλεσμα.
Όχι μόνο δεν πρόκειται να πάρει αυτό το κομμάτι της νέας γενιάς ένα αρνητικό μήνυμα για τη Χρυσή Αυγή (τη σημερινή και οποιαδήποτε μελλοντική…), αλλά μπορεί να συμβεί το αντίθετο, όταν από όσα παρατηρεί καταλήξει στο συμπέρασμα – σωστό ή λανθασμένο, δεν έχει σημασία – ότι η καθυστερημένη προσήλωση της κυβέρνησης και των διωκτικών αρχών στη νομιμότητα είναι επιλεκτική και προσχηματική και ότι η κύρια αιτία για το shitstorm εναντίον της Χρυσής Αυγής είναι η λεηλασία των ψηφοφόρων της. Υπάρχει τέτοια οργή στην κοινωνία, και ειδικά στη νέα γενιά, εξ αιτίας των πολιτικών λιτότητας, που δεν είναι καθόλου πιθανό να αφεθεί κάποιος να «λεηλατηθεί» ως ψηφοφόρος από το κυβερνητικό στρατόπεδο, αφού πρώτα ορίσει τον εαυτό του ως παραπλανημένο ναζί και δηλώσει «μετάνοια» για να γίνει δεκτός στο «συνταγματικό τόξο». Το σημείο αυτό πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα.
Εκτός από θυμός, στη νέα γενιά υπάρχει επίσης «αντισυστημικό πείσμα».
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν βλέπει ότι ο φίλος του ή ο γνωστός του συλλαμβάνεται και διώκεται για οπλοκατοχή, επειδή βρέθηκε στο σπίτι του πτυσσόμενος σουγιάς και κοντάρι από σημαία. Αυτά θυμίζουν μέθοδο Αλ Καπόνε και Μακαρθισμό από την ανάποδη. Και είναι βέβαιο ότι σε περίοδο οξύτατης κρίσης με καυτές «λίστες Λαγκάρντ» απωθούν, αντί να πείθουν. Και κυρίως διχάζουν.
Δεν θα πάρει το μήνυμα, αν ακούει από τις τηλεοράσεις επί εικοσιτετραώρου βάσεως ότι αυτός και οι φίλοι του είναι ναζί ή φασίστες, ότι αυτό είναι πολύ κακό και ότι γι αυτό το λόγο, δυστυχώς, πρέπει να «τσακιστούν».
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν καταγγέλλεται ως «το αυγό του φιδιού», που είναι η χαρακτηριστική έκφραση της Αριστεράς για τους οπαδούς της Ακροδεξιάς.
Δεν θα πάρει το μήνυμα όταν διαπιστώνει ότι βρίσκεται εκτός της ζώνης των «ημετέρων», στους οποίους τα κυβερνητικά κόμματα μπορούν να πετάνε ακόμη κάποιο κόκαλο για κατευνασμό και εκλογική συνεργασία.
Δεν θα πάρει το μήνυμα όταν διαπιστώνει ότι η Δημοκρατία δεν ενδιαφέρεται στα σοβαρά να τιμωρήσει εκείνους που τη διέσυραν, είτε σπαταλώντας είτε σφετεριζόμενοι δημόσιους πόρους για ιδιοτελείς σκοπούς.
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν βλέπει ότι στη Δημοκρατία, στην οποία καλείται να προσχωρήσει ιδεολογικά, συνεχίζεται κανονικά η πελατειακή παράδοση και ότι ενώ εκατοντάδες χιλιάδες εξουθενώνονται, και κάποιοι αυτοκτονούν σπρωγμένοι στην απελπισία από την κρίση, οι ολίγοι πλουτίζουν κυνικά και κανονικά.
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν βλέπει στα πρόσωπα των μπροστάρηδων του νέου «αντιφασιστικού μετώπου» την υποκρισία και την ιδιοτέλεια, όταν εξηγεί το αντιφασιστικό μένος με την βουλιμία για περισσότερο πλούτο και μεγαλύτερη επιρροή.
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν σκέφτεται ότι η Δημοκρατία την οποία του υπόσχεται το «συνταγματικό τόξο» – άλλος κλεψίτυπος νεολογισμός και τούτος από τις Άλπεις – σημαίνει πλήρη εξάρτηση της χώρας από τους δανειστές, ανεργία και δυστυχία νυν και αεί για τη γενιά του και χλιδή μόνο για τους εκλεκτούς των διαχειριστών της εξουσίας.
Δεν θα πάρει το μήνυμα της Δημοκρατίας, όταν οι εκπρόσωποί της του στέλνουν το εκβιαστικό μαντάτο «ή έρχεσαι στην κομματική στρούγκα ή θα γίνεις στόχος του κράτους».
Δεν γνωρίζω τι περιθώρια έχουν οι ταγοί μας να ασχοληθούν σοβαρά με μια νεολαία που παραπαίει ιδεολογικά εξ αιτίας των αμαρτιών ενός συγκεκριμένου πολιτικού μοντέλου που τώρα επιχειρεί να τις συσκοτίσει μέσω του δόγματος του «συλλογικού πάρτι» στο οποίο οι Έλληνες όλοι μαζί έπιναν και έτρωγαν. Αυτό που μπορώ να πω λόγω κάποιας ενασχόλησης με το θέμα είναι ότι δημοκρατική πολιτική διαπαιδαγώγηση με τη μέθοδο του τρόμου (που ελπίζεται ότι θα προκαλέσει η καταγγελία ως «φασισμού» της «συνοδοιπορίας» νέων ανθρώπων με κάθε «Χρυσή Αυγή») όχι μόνο δεν απεγκλωβίζει τη νέα γενιά από τη μέγγενη του ακροδεξιού λαϊκισμού, αλλά τη σπρώχνει πιο πολύ στην αγκάλη του.
Αν όντως ενδιαφερόμαστε να κερδίσουμε τη νέα γενιά, όχι ως κομματικό λάφυρο αλλά ως δημοκρατικούς πολίτες, θα χρειαστεί να ασχοληθούμε πολύ σοβαρά με τη διαπαιδαγώγησή της στο σχολείο και έξω από αυτό. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι το δύσκολο κομμάτι είναι η πολιτική διαπαιδαγώγηση έξω από το σχολείο, εκεί όπου ο παιδαγωγός δεν είναι ο εκπαιδευτικός, αλλά η ίδια η κοινωνία, η συμπεριφορά όλων μας.
Για να διδάξουν τα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» με επιτυχία τη Δημοκρατία στους νέους και να τους θωρακίσουν απέναντι στον ακροδεξιό λαϊκισμό, πρέπει τα ίδια να είναι έτοιμα να τη δεχθούν ως αρχή, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη. Διότι αυτή πείθει, και όχι οι ξύλινες διακηρύξεις.
Όσο δεν είναι έτοιμα ή για άλλους λόγους δεν μπορούν να το κάνουν, τα πυρά κατά της Ακροδεξιάς, της όποιας κοπής, θα είναι άσφαιρα και θα παραμείνουν στοιχεία ενός βλαπτικού και διχαστικού επικοινωνιακού υπερθεάματος χωρίς θετικό πολιτικό αποτέλεσμα. Αποδυναμώνοντας, τελικά, την ίδια τη Δημοκρατία – όση μας έχει απομείνει μετά το 2009. Υποθέτω ότι θέλουμε ακριβώς το αντίθετο.
Ένα από τα κόμματα της σημερινής Βουλής, για το οποίο όλα τα υπόλοιπα θεωρούν ότι είναι στην πραγματικότητα μια κοινή εγκληματική οργάνωση με προβιά πολιτικού κόμματος, αποτελεί εδώ και καιρό, ιδιαίτερα όμως μετά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση τμήματος της ηγεσίας του, αντικείμενο ενός επικοινωνιακού shitstorm. Όταν η Δικαιοσύνη έχει επιληφθεί της υποθέσεως, εμείς πρέπει να μιλούμε λιγότερο για προφανείς λόγους. Είναι, όμως, βέβαιο ότι κάποιοι φίλοι ή στελέχη αυτού του κόμματος εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες που φτάνουν μέχρι τη δολοφονία ανθρώπων.
Δυστυχώς, αυτό δεν είναι καινούριο για την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Υπήρξαν ήδη φίλοι και στελέχη κομμάτων του ελληνικού Κοινοβουλίου που άσκησαν σωματική βία παρόμοια με τη βία που οδήγησε στη δολοφονία του άτυχου μουσικού Παύλου Φύσσα. Όταν τον Ιανουάριο του 1991 γινόταν στην Πάτρα η δολοφονία του άτυχου εκπαιδευτικού Νίκου Τεμπονέρα από στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, όπως απεφάνθη το δικαστήριο επιβάλλοντας αντίστοιχη ποινή, το κόμμα αυτό, κυβερνητικό τότε, είχε γίνει επίσης αντικείμενο ενός ισχυρού shitstorm από τα κόμματα και τον Τύπο της αντιπολίτευσης. «Ομερτά στη Ν.Δ.», ήταν τότε ένα από τα χαρακτηριστικά πρωτοσέλιδα του «Έθνους». Απλώς δεν συνελήφθη η ηγεσία του κόμματος, ούτε ζητήθηκε η άρση ασυλίας πολιτικών προσώπων, διότι εκείνη την εποχή το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό και ο νόμος για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας είναι μεταγενέστερος.
Στη συνέχεια είχαμε και άλλες (παράπλευρες;) απώλειες ζωής ανθρώπων από ενέργειες φίλων ή συμπαθούντων μικρότερων κομμάτων, κομματιδίων ή κινημάτων. Δεν χρειάζεται να θυμίζουμε τις άγριες στιγμές του πολιτικού βίου της χώρας. Άλλο είναι το ζήτημα: ο απεγκλωβισμός της νέας γενιάς από τη φενάκη του ακροδεξιού λαϊκισμού, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με «κεραυνοβόλο δράση».
Πώς θα πάρει μια προδομένη από το κομματικό κατεστημένο νέα γενιά – η βασική δεξαμενή του φερόμενου ως «κόμματος-εγκληματικής οργάνωσης» σύμφωνα πάντοτε με την εισαγγελική αρχή – το μήνυμα ότι το κόμμα από το οποίο έλκεται σημαντικό κομμάτι της και σκέφτεται να το ψηφίσει στις επόμενες εκλογές δεν είναι η καλύτερη πολιτική επιλογή για το μέλλον της; Το εγχείρημα είναι δύσκολο.
Ας δούμε πρώτα πώς δεν θα πάρει η νέα γενιά ένα τέτοιο μήνυμα. Και ας το προσέξουν, κυρίως, οι δημοκρατικοί μας ταγοί αν επιθυμούν θετικό αποτέλεσμα.
Όχι μόνο δεν πρόκειται να πάρει αυτό το κομμάτι της νέας γενιάς ένα αρνητικό μήνυμα για τη Χρυσή Αυγή (τη σημερινή και οποιαδήποτε μελλοντική…), αλλά μπορεί να συμβεί το αντίθετο, όταν από όσα παρατηρεί καταλήξει στο συμπέρασμα – σωστό ή λανθασμένο, δεν έχει σημασία – ότι η καθυστερημένη προσήλωση της κυβέρνησης και των διωκτικών αρχών στη νομιμότητα είναι επιλεκτική και προσχηματική και ότι η κύρια αιτία για το shitstorm εναντίον της Χρυσής Αυγής είναι η λεηλασία των ψηφοφόρων της. Υπάρχει τέτοια οργή στην κοινωνία, και ειδικά στη νέα γενιά, εξ αιτίας των πολιτικών λιτότητας, που δεν είναι καθόλου πιθανό να αφεθεί κάποιος να «λεηλατηθεί» ως ψηφοφόρος από το κυβερνητικό στρατόπεδο, αφού πρώτα ορίσει τον εαυτό του ως παραπλανημένο ναζί και δηλώσει «μετάνοια» για να γίνει δεκτός στο «συνταγματικό τόξο». Το σημείο αυτό πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα.
Εκτός από θυμός, στη νέα γενιά υπάρχει επίσης «αντισυστημικό πείσμα».
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν βλέπει ότι ο φίλος του ή ο γνωστός του συλλαμβάνεται και διώκεται για οπλοκατοχή, επειδή βρέθηκε στο σπίτι του πτυσσόμενος σουγιάς και κοντάρι από σημαία. Αυτά θυμίζουν μέθοδο Αλ Καπόνε και Μακαρθισμό από την ανάποδη. Και είναι βέβαιο ότι σε περίοδο οξύτατης κρίσης με καυτές «λίστες Λαγκάρντ» απωθούν, αντί να πείθουν. Και κυρίως διχάζουν.
Δεν θα πάρει το μήνυμα, αν ακούει από τις τηλεοράσεις επί εικοσιτετραώρου βάσεως ότι αυτός και οι φίλοι του είναι ναζί ή φασίστες, ότι αυτό είναι πολύ κακό και ότι γι αυτό το λόγο, δυστυχώς, πρέπει να «τσακιστούν».
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν καταγγέλλεται ως «το αυγό του φιδιού», που είναι η χαρακτηριστική έκφραση της Αριστεράς για τους οπαδούς της Ακροδεξιάς.
Δεν θα πάρει το μήνυμα όταν διαπιστώνει ότι βρίσκεται εκτός της ζώνης των «ημετέρων», στους οποίους τα κυβερνητικά κόμματα μπορούν να πετάνε ακόμη κάποιο κόκαλο για κατευνασμό και εκλογική συνεργασία.
Δεν θα πάρει το μήνυμα όταν διαπιστώνει ότι η Δημοκρατία δεν ενδιαφέρεται στα σοβαρά να τιμωρήσει εκείνους που τη διέσυραν, είτε σπαταλώντας είτε σφετεριζόμενοι δημόσιους πόρους για ιδιοτελείς σκοπούς.
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν βλέπει ότι στη Δημοκρατία, στην οποία καλείται να προσχωρήσει ιδεολογικά, συνεχίζεται κανονικά η πελατειακή παράδοση και ότι ενώ εκατοντάδες χιλιάδες εξουθενώνονται, και κάποιοι αυτοκτονούν σπρωγμένοι στην απελπισία από την κρίση, οι ολίγοι πλουτίζουν κυνικά και κανονικά.
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν βλέπει στα πρόσωπα των μπροστάρηδων του νέου «αντιφασιστικού μετώπου» την υποκρισία και την ιδιοτέλεια, όταν εξηγεί το αντιφασιστικό μένος με την βουλιμία για περισσότερο πλούτο και μεγαλύτερη επιρροή.
Δεν θα πάρει το μήνυμα, όταν σκέφτεται ότι η Δημοκρατία την οποία του υπόσχεται το «συνταγματικό τόξο» – άλλος κλεψίτυπος νεολογισμός και τούτος από τις Άλπεις – σημαίνει πλήρη εξάρτηση της χώρας από τους δανειστές, ανεργία και δυστυχία νυν και αεί για τη γενιά του και χλιδή μόνο για τους εκλεκτούς των διαχειριστών της εξουσίας.
Δεν θα πάρει το μήνυμα της Δημοκρατίας, όταν οι εκπρόσωποί της του στέλνουν το εκβιαστικό μαντάτο «ή έρχεσαι στην κομματική στρούγκα ή θα γίνεις στόχος του κράτους».
Δεν γνωρίζω τι περιθώρια έχουν οι ταγοί μας να ασχοληθούν σοβαρά με μια νεολαία που παραπαίει ιδεολογικά εξ αιτίας των αμαρτιών ενός συγκεκριμένου πολιτικού μοντέλου που τώρα επιχειρεί να τις συσκοτίσει μέσω του δόγματος του «συλλογικού πάρτι» στο οποίο οι Έλληνες όλοι μαζί έπιναν και έτρωγαν. Αυτό που μπορώ να πω λόγω κάποιας ενασχόλησης με το θέμα είναι ότι δημοκρατική πολιτική διαπαιδαγώγηση με τη μέθοδο του τρόμου (που ελπίζεται ότι θα προκαλέσει η καταγγελία ως «φασισμού» της «συνοδοιπορίας» νέων ανθρώπων με κάθε «Χρυσή Αυγή») όχι μόνο δεν απεγκλωβίζει τη νέα γενιά από τη μέγγενη του ακροδεξιού λαϊκισμού, αλλά τη σπρώχνει πιο πολύ στην αγκάλη του.
Αν όντως ενδιαφερόμαστε να κερδίσουμε τη νέα γενιά, όχι ως κομματικό λάφυρο αλλά ως δημοκρατικούς πολίτες, θα χρειαστεί να ασχοληθούμε πολύ σοβαρά με τη διαπαιδαγώγησή της στο σχολείο και έξω από αυτό. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι το δύσκολο κομμάτι είναι η πολιτική διαπαιδαγώγηση έξω από το σχολείο, εκεί όπου ο παιδαγωγός δεν είναι ο εκπαιδευτικός, αλλά η ίδια η κοινωνία, η συμπεριφορά όλων μας.
Για να διδάξουν τα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» με επιτυχία τη Δημοκρατία στους νέους και να τους θωρακίσουν απέναντι στον ακροδεξιό λαϊκισμό, πρέπει τα ίδια να είναι έτοιμα να τη δεχθούν ως αρχή, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη. Διότι αυτή πείθει, και όχι οι ξύλινες διακηρύξεις.
Όσο δεν είναι έτοιμα ή για άλλους λόγους δεν μπορούν να το κάνουν, τα πυρά κατά της Ακροδεξιάς, της όποιας κοπής, θα είναι άσφαιρα και θα παραμείνουν στοιχεία ενός βλαπτικού και διχαστικού επικοινωνιακού υπερθεάματος χωρίς θετικό πολιτικό αποτέλεσμα. Αποδυναμώνοντας, τελικά, την ίδια τη Δημοκρατία – όση μας έχει απομείνει μετά το 2009. Υποθέτω ότι θέλουμε ακριβώς το αντίθετο.