Γαβριήλ ΧαρίτοςΎστερα από τρία χρόνια ελληνοϊσραηλινής προσέγγισης, και ενώ ο
ενεργειακός άξονας Ισραήλ-Κύπρου ενισχύεται, θα ανέμενε κανείς ότι τα
αποτελέσματα της πρώτης συνεδρίασης του ελληνοϊσραηλινού Κοινού
Υπουργικού Συμβουλίου, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού
Αντώνη Σαμαρά στο Ισραήλ, θα ήταν σημαντικότερα από την υπογραφή δύο
συμφωνιών δευτερεύουσας σημασίας (τουρισμός και κινηματογραφικές
συμπαραγωγές), ενώ την ίδια στιγμή, για τα σοβαρά ζητήματα, μεταξύ των
οποίων η ενεργειακή συνεργασία των δύο χωρών, υπεγράφησαν τελικώς
λακωνικές κοινές διακηρύξεις.Ωστόσο, μια προσεκτικότερη θεώρηση των πρόσφατων περιφερειακών
εξελίξεων και του πλέγματος των σχέσεων των χωρών τής περιοχής, θα
μπορούσε να εξηγήσει γιατί τελικά η περίπτωση της συνεργασίας
Κύπρου-Ισραήλ διαφέρει σε πολλά από την επιδιωκόμενη αντίστοιχη σύμπραξη
Ελλάδας-Ισραήλ στον τομέα της ενέργειας.
ΤΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΙΣΡΑΗΛ-ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Η απόκλιση στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας από το επεισόδιο του Mavi Marmara πριν από μια τριετία συνεχίζεται, η εσωτερική κατάσταση στην Αίγυπτο παραμένει τεταμένη, ο αιματηρός εμφύλιος στην Συρία μαίνεται και η πρόσφατη ελαφρά μεταστροφή τής Τεχεράνης -υπό τον φόβο ενός δυτικού κτυπήματος σε συνάρτηση με φαινόμενα εσωτερικής αποσταθεροποίησης, κατά τα πρότυπα της Συρίας- δείχνει να εντυπωσιάζει τις ΗΠΑ. Από την άλλη, η Ρωσία παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην περιοχή, χωρίς όμως να έχει την δυνατότητα -ή τη βούληση- να αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να διεθνοποιήσουν πιο δραστικά την ποικιλοτρόπως εκπεφρασμένη στήριξή της στο καθεστώς Άσαντ.
Όλα αυτά τα δεδομένα –και ύστερα από απλή ανάγνωση του γεωπολιτικού χάρτη τής περιοχής κατά την πρόσφατη τριετία- έχουν καταστήσει το Ισραήλ περισσότερο ευάλωτο από στρατηγικής απόψεως.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Νετανιάχου δείχνει να μην εισακούεται όσο θα επιθυμούσε ούτε από τα διεθνή φόρα ούτε από την προστάτιδα Ουάσιγκτον όσον αφορά την ιρανική πυρηνική απειλή.
Η Άγκυρα δείχνει όλο και περισσότερο απρόθυμη να επανακάμψει από την επιλογή της να δυσχεράνει τις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις μετά το επεισόδιο του Mavi Marmara, μη αποδεχόμενη να εξεύρει συμβιβαστική λύση για την αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων, ενώ συγχρόνως τροφοδοτεί την τουρκική κοινή γνώμη με τα πρακτικά των καταθέσεων των αυτοπτών μαρτύρων τού αιματηρού εκείνου επεισοδίου στο πλαίσιο της δίκης που διεξάγεται στην Τουρκία με κατηγορουμένους ερήμην τους ισραηλινούς αξιωματικούς που είχαν τεθεί επικεφαλής τής στρατιωτικής επιχείρησης κατάληψης του τουρκικού πλοίου. Η χερσόνησος του Σινά, έχοντας μετατραπεί σε θέατρο επιχειρήσεων μεταξύ του αιγυπτιακού στρατού και ενόπλων ισλαμιστικών ομάδων, σε τίποτα δεν θυμίζει την καθησυχαστική κατάσταση που επικρατούσε στην μεθόριο Ισραήλ-Αιγύπτου πριν την κατάρρευση του καθεστώτος Μουμπάρακ.
Όλα αυτά τα δεδομένα δείχνουν να κυοφορούν μια εξαιρετικά ανησυχητική κατάσταση, την οποία αργά ή γρήγορα το Ισραήλ θα κληθεί να αντιμετωπίσει, πλην όμως όλα δείχνουν πως αυτή η στιγμή δεν ανάγεται στο αμέσως προσεχές διάστημα. Συγκεκριμένα, η πυροσβεστική παρέμβαση του ΟΗΕ όσον αφορά τον έλεγχο του υπάρχοντος χημικού οπλοστασίου εντός τής συριακής επικράτειας, αλλά και η διαφαινόμενη στρατιωτική «ακινητοποίηση» της Χεζμπολάχ στον Λίβανο – η οποία επιδεικνύει εσωστρέφεια, υπακούοντας αφ' ενός στις ιρανικές παραινέσεις και αφ' ετέρου επιθυμώντας να διασκεδάσει τις πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες της καταλογίζεται ενεργός δράση στον συριακό εμφύλιο - έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα το Ισραήλ να κερδίζει χρόνο.
Ο χρόνος, όμως, αποτελεί ένα μέγεθος πεπερασμένο και το μόνο που επιτυγχάνει είναι να μεταθέτει τα προβλήματα, χωρίς να τα επιλύει.
Είναι γεγονός ότι χωρίς το «μαξιλάρι ασφαλείας» τής Τουρκίας, οι αμυντικές ανάγκες τού Ισραήλ πολλαπλασιάζονται. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι τα ισραηλινά think tanks, ήδη από τις πρώτες ενδείξεις τής τουρκοϊσραηλινής ρήξης, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου προς την ισραηλινή κυβέρνηση, εκφράζοντας κατά τρόπο ξεκάθαρο ότι είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα ο άξονας Ισραήλ-Τουρκίας.
Η Τουρκία, όμως, ζητά ανταλλάγματα, καθιστώντας ξεκάθαρη την θέση της τόσο προς το Ισραήλ όσο και προς τις ΗΠΑ, ότι χωρίς την ενεργό και επικερδή παρουσία της στον νέο ενεργειακό χάρτη που διαμορφώνεται στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, η Άγκυρα θα συνεχίζει να αφήνει έκθετη την ισραηλινή άμυνα. Απόδειξη αποτελεί η εμμονή τής Τουρκίας να καλλιεργεί αρνητικό κλίμα κατά του Ισραήλ, ενώ είναι ηλίου φαεινότερον ότι σε περίπτωση διευθέτησης του ζητήματος των κυπριακών κοιτασμάτων φυσικού αερίου υπέρ της, η Τουρκία θα είχε ήδη αποδεχθεί τις οικονομικές αποζημιώσεις των θυμάτων τού Mavi Marmara που η ισραηλινή κυβέρνηση έχει ήδη εγκρίνει και αυτή η δυσάρεστη παρένθεση στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις θα είχε προ πολλού ξεχαστεί.
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Μέσα σε όλες αυτές τις ανησυχητικές περιφερειακές συγκυρίες, η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην όμορη περιοχή μεταξύ της ισραηλινής και της κυπριακής ΑΟΖ αποτελεί το μόνο καλό νέο για το Ισραήλ και την Κύπρο.
Το Ισραήλ από την πλευρά του φιλοδοξεί να επιλύσει το ζήτημα της ενεργειακής του επάρκειας, επιδιώκοντας να απεξαρτηθεί από το αιγυπτιακό φυσικό αέριο, παρακάμπτοντας το αραβικό εμπάργκο και απεμπολώντας τα παρεπόμενα προβλήματα που αναφύονται εξ αιτίας του. Ταυτόχρονα βρίσκει την ευκαιρία να εκμεταλλευθεί προς το συμφέρον του τις κυριαρχικές διαφορές στην θαλάσσια περιοχή που συνορεύει με τα χωρικά ύδατα του Λιβάνου, σε μια στιγμή που η επίσημη κυβέρνηση της Βυρηττού για ακόμα μια φορά αδυνατεί να αντιδράσει αποτελεσματικά, παρακολουθώντας αμήχανη τις εξελίξεις στην άλλοτε προστάτιδα Συρία.
Η Κυπριακή Δημοκρατία από την άλλη, έχοντας εισέλθει και αυτή σε περίοδο ύφεσης, με μια οικονομία υποβασταζόμενη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ορθώς εκτιμά ότι η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου αποτελεί μονόδρομο για την οικονομική της ανάκαμψη, προσπαθώντας παράλληλα να αξιοποιήσει την μοναδική αυτή ευκαιρία για να προσελκύσει την υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα για την επίλυση του Κυπριακού μέσω της ενεργειακής της σύμπραξης με το Ισραήλ. Παρά τα γοργά βήματα συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, το πιο πρόσφατο από τα οποία συντελέσθηκε με την υπογραφή συμφωνίας για την από κοινού κατασκευή τού τερματικού σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου στο Βασιλικό, το Ισραήλ - λόγω της άμεσης στρατηγικής του εξάρτησης από την Άγκυρα- δεν θα απέκλειε το ενδεχόμενο συμπερίληψης και της Τουρκίας ως ενδιάμεσο σταθμό μεταφοράς φυσικού αερίου από την ισραηλινή ΑΟΖ με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές.
Παρά το ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την δυσαρέσκεια της Λευκωσίας, η Τουρκία δεν ανταποκρίνεται στις ισραηλινές συμβιβαστικές κινήσεις, απαιτώντας τον αποκλεισμό τής Κυπριακής Δημοκρατίας από οιονδήποτε κοινό ενεργειακό σχεδιασμό, όσο δεν τίθεται στο τραπέζι η παρουσία της στο βόρειο τμήμα τού νησιού, στην οποία βασίζονται οι παρεπόμενες αξιώσεις της.
Η τουρκική αυτή επιμονή από την άλλη, δεν φαίνεται να πείθει την ισραηλινή πλευρά για τους εξής λόγους:
Πρώτον, ενώ η Τουρκία, προκειμένου να επιτύχει την διείσδυσή της στον νέο ενεργειακό χάρτη τής Ανατολικής Μεσογείου, προβάλλει εμμέσως πλην σαφώς τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος, σύμφωνα, όμως, με τους δικούς της όρους, προσπαθώντας στην ουσία να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα τής εισβολής το 1974 και της συνεχιζόμενης κατοχής. Από την άλλη, η πάγια στάση τής ισραηλινής περιφερειακής πολιτικής συνίσταται στο να μην αναμιχθεί στο δυσεπίλυτο κυπριακό πρόβλημα τηρώντας πολιτική ίσων αποστάσεων. Σε κάθε περίπτωση το Ισραήλ δεν θα είχε κανέναν λόγο να υιοθετήσει φιλοτουρκική στάση όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, για το οποίο από απόψεως διεθνούς δικαίου και αποφάσεων του ΟΗΕ η πλάστιγγα της νομιμότητας σαφώς τείνει υπέρ της ελληνοκυπριακής επιχειρηματολογίας. Κατά συνέπεια, το Ισραήλ, έχοντας ήδη εξασφαλίσει την πολιτική και επιχειρηματική ενθάρρυνση των ΗΠΑ, επέλεξε να προχωρήσει στην ενεργειακή του συμμαχία με την Λευκωσία, βασιζόμενο στους κανόνες τής διεθνούς νομιμότητας και συντασσόμενο με τη διεθνή κοινότητα που αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως την μοναδική νόμιμη κρατική οντότητα στο νησί.
Δεύτερον, η Άγκυρα, προκειμένου να επιτύχει την μη απομόνωσή της από το ενεργειακό γίγνεσθαι της περιοχής, προτείνει να μεταφερθεί το φυσικό αέριο με επίγειους αγωγούς εντός της επικράτειάς της. Παρ' όλ' αυτά, η κατά κοινή ομολογία «θέση-κλειδί» που κατέχει η Τουρκία, στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί παραδόξως και το μεγάλο της μειονέκτημα, καθότι η «λογική των αγωγών» προϋποθέτει πρωτίστως πολιτική και στρατιωτική σταθερότητα. Παρά το ότι η μεταφορά τού φυσικού αερίου με αγωγούς μέσω της τουρκικής επικράτειας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το ισραηλινό φυσικό αέριο με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές (αφού θα είχε μεταφερθεί υγροποιημένο σε τουρκικό λιμάνι τής Νοτιοανατολικής Μεσογείου), η Άγκυρα στην πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν απαλλαγμένο από δολιοφθορές εκ μέρους των Κούρδων ανταρτών στο μέλλον, όπως ακριβώς συνέβη πρόσφατα με τους αγωγούς φυσικού αερίου που μέχρι πρότινος μετέφεραν το αιγυπτιακό φυσικό αέριο στην ισραηλινή αγορά.
Δεδομένου, μάλιστα, ότι η κατάσταση στη Συρία παραμένει αμφίβολη, με πολλαπλά σενάρια επαναδραστηριοποίησης του κουρδικού αποσταθεροποιητικού παράγοντα, η Τουρκία δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί απόλυτα ασφαλής. Αντιθέτως, ο σταθμός υγροποίησης στο Βασιλικό και η κυπριακή θαλάσσια οδός συναποτελούν για το ισραηλινό φυσικό αέριο την πιο ενδεδειγμένη, ασφαλή και πρακτική λύση από απόψεως σταθερότητας και εμπορικής ευελιξίας. Άλλωστε, η Τουρκία –και παρά τις δημόσιες προειδοποιήσεις της- γνωρίζει ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει με διπλωματικά ή ακόμα και με στρατιωτικά μέσα να παρεμποδίσει την θαλάσσια μεταφορά φυσικού αερίου μέσω τής Κύπρου. Αν κάνει κάτι τέτοιο, η Τουρκία θα έχει να αντιμετωπίσει πολλαπλές επικρίσεις που θα προέρχονται όχι μόνο από πολιτικά αλλά κυρίως από επιχειρηματικά κέντρα αποφάσεων.
Οι μοναδικές πιθανότητες ομαλής διείσδυσης της Τουρκίας στο ενεργειακό σκηνικό που αρχίζει να διαμορφώνεται στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο είναι, είτε μέσω της εξεύρεσης λύσης στο κυπριακό πρόβλημα που θα σημαίνει και την ταυτόχρονη εξομάλυνση των σχέσεων της Άγκυρας με την Λευκωσία, είτε με μια απότομη μεταστροφή τού Ισραήλ, με αποτέλεσμα να ενδώσει στις τουρκικές απαιτήσεις, να δεχθεί ακόμα ένα ισχυρό πλήγμα γοήτρου και εμμέσως πλην σαφώς να παραδεχθεί εμπράκτως ότι ο ισραηλινοκυπριακός ενεργειακός άξονας και η οικονομική επένδυση που πραγματοποιήθηκε αποδεικνύεται εκ των υστέρων ατελής.
Η πρώτη πιθανότητα, αν και δεν θα έπρεπε να αποκλείεται μακροπρόθεσμα, σίγουρα δεν διαφαίνεται να πραγματοποιείται στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, η δεύτερη πιθανότητα και υπό τις παρούσες συγκυρίες και προϋποθέσεις, πρέπει να θεωρηθεί από απίθανη έως αδύνατη.
ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαμόρφωσης του νέου ενεργειακού χάρτη τής Νοτιοανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα καλείται να συγκεκριμενοποιήσει την θέση της. Έχοντας να αντιμετωπίσει περισσότερο από κάθε άλλη χώρα τής περιοχής τις συνέπειες της ευρωπαϊκής νομισματικής κρίσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το φυσικό αέριο και ο ενεργειακός της πλούτος είναι το μόνο αισιόδοξο νέο στοιχείο που διαφαίνεται στον ομιχλώδη οικονομικό της ορίζοντα. Το ενδιαφέρον τής Αθήνας επικεντρώνεται στο κυπριακό ζήτημα, αυτή την φορά με κύριο γνώμονα την ενεργειακή επάρκεια και την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας. Παράλληλα, και με δεδομένη την ήδη εμπεδωμένη συνεργασία Κύπρου-Ισραήλ, η Ελλάδα δηλώνει ότι επιθυμεί να συνεργαστεί με τον ισραηλινό παράγοντα, ο οποίος παραδοσιακά δεν αυτενεργεί εάν δεν έχει προηγουμένως εξασφαλίσει την έγκριση της Ουάσιγκτον.
Πράγματι, η απόκλιση μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας αποτέλεσε τον καταλύτη για την ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση, αλλά θα ήταν απλοϊκό να χαρακτηρισθεί αυτή η μεταστροφή ως συγκυριακή. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, Ελλάδα και Ισραήλ καλούνται από κοινού να διαχειριστούν μια γεωγραφική και γεωστρατηγική πραγματικότητα, η οποία υπό ομαλές συνθήκες και σωστούς χειρισμούς ενέχει όλο το θετικό υπόβαθρο να αποφέρει και στις δύο χώρες πολλαπλά κοινά οφέλη.
Παρ' όλ' αυτά όμως, είναι γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ακόμα διστακτική να ακολουθήσει το παράδειγμα της Λευκωσίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή κοινού ενεργειακού προγράμματος, ανάλογου με αυτό που εφαρμόζει η Κύπρος με το Ισραήλ, είναι ο καθορισμός τής ελληνικής ΑΟΖ, κίνηση την οποία η Αθήνα ακόμα δεν έχει πραγματοποιήσει. Η παρατεταμένη αυτή αποχή δεν είναι αδικαιολόγητη, και θα ήταν άδικο για την Ελλάδα να θεωρηθεί ότι οφείλεται απλά και μόνο στη δυσκαμψία τής εγχώριας γραφειοκρατίας.
Το γενικότερο δυσάρεστο οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα και οι αγκυλώσεις που έχει επιφέρει η ασφυκτική εξάρτησή της από το ΔΝΤ και την ΕΕ, φοβίζουν την Αθήνα να δεσμευθεί ως προς τον τρόπο αξιοποίησης της μίας και μοναδικής δυνατότητας εξόδου από την κρίση, η οποία δεν είναι άλλη από την αξιοποίηση του ενεργειακού της πλούτου.
Η Ελλάδα έχει επίγνωση ότι οι παρούσες συνθήκες δεν της επιτρέπουν να διαπραγματευθεί μια τέτοιου βεληνεκούς οικονομική συμφωνία με τον τρόπο που θα ήθελε, η οποία λόγω της φύσεώς της σχετίζεται άμεσα με τα εθνικά κυριαρχικά της συμφέροντα, την γεωστρατηγική της θέση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τον ρόλο της στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Παράλληλα, παρά την γενική αστάθεια που αντιμετωπίζουν οι αραβικές χώρες –και ως εκ τούτου τώρα η Αθήνα είναι σαφώς πιο ελεύθερη απ΄ ό, τι στο παρελθόν να χαράξει μια νέα στρατηγική στις σχέσεις της με τη Μέση Ανατολή εν γένει- δεν θα ήταν σώφρον να δημιουργηθούν συνθήκες μη αναστρέψιμες, οι οποίες θα απομάκρυναν την Ελλάδα υπέρμετρα και σε βάθος χρόνου από τις παραδοσιακά καλές ελληνοαραβικές σχέσεις.
Από την άλλη, το ζήτημα της ΑΟΖ έρχεται να προστεθεί στο γενικότερο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σημείων τριβής που σχετίζονται με τα θαλάσσια σύνορα της χώρας, την ύπαρξη γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και την υφαλοκρηπίδα. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται τους λόγους τής ελληνικής διστακτικότητας και φροντίζει να υπενθυμίζει στην Αθήνα τα χρόνια διμερή τους προβλήματα, απειλώντας ότι θα διαταραχθούν οι ήδη εύθραυστες σχέσεις τους, σε συνάρτηση πάντοτε με το κυπριακό πρόβλημα, το οποίο για την Ελλάδα ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί εθνικό θέμα.
Έτσι, ενώ όσον αφορά την Λευκωσία η περαιτέρω ανάπτυξη της συμμαχίας της με το Ισραήλ είναι πλέον μονόδρομος, η Αθήνα έχει πολύ περισσότερους παράγοντες να λάβει υπόψη προτού αποφασίσει να προσχωρήσει στον ήδη υπαρκτό ενεργειακό άξονα Ισραήλ-Κύπρου.
ΑΠΟΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΑΜΑΡΑ ΣΤΟ ΙΣΡΑΗΛ
Μετά την πολλά υποσχόμενη πρόσφατη επίσκεψη Σαμαρά στο Ισραήλ, η οποία ωστόσο δεν απέφερε τα θεαματικά αποτελέσματα που αναμένονταν, το ασφαλέστερο συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί συνίσταται στο ότι η ελληνική κυβέρνηση αναζητά διεθνείς εγγυήσεις προκειμένου να μπορέσει και η Ελλάδα με σίγουρες κινήσεις να προβεί στον καθορισμό τής εθνικής της ΑΟΖ στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Εκ του αποτελέσματος δίνεται η εντύπωση ότι, σε αντίθεση με ό, τι συνέβη στην περίπτωση της ενεργειακής συνεργασίας Κύπρου-Ισραήλ, τέτοιες εγγυήσεις προς την Ελλάδα ακόμα δεν έχουν παρασχεθεί, καθιστώντας την κυβέρνηση Σαμαρά εξαιρετικά ευάλωτη στην κριτική τής αντιπολίτευσης. Είναι, όμως, σαφές ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, καμία ελληνική κυβέρνηση και υφ' οιανδήποτε σύνθεση δεν θα μπορούσε να ρυθμίσει από μόνη της και προς το συμφέρον τής Ελλάδας τόσους ποικίλους και ετερογενείς περιφερειακούς παράγοντες που καθορίζουν αυτή τη στιγμή τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Έτσι, η Αθήνα βρίσκεται ακόμα εγκλωβισμένη, μη έχοντας άλλη επιλογή από το να τελεί σε στάση αναμονής, ελπίζοντας να της δοθεί έξωθεν το πράσινο φως προκειμένου προχωρήσει στον καθορισμό των ορίων τής εθνικής της ΑΟΖ. Σε διαφορετική περίπτωση και υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα έχει κατανοήσει ότι κάθε μονομερής κίνηση εκ μέρους της ως προς το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τα εθνικά της συμφέροντα.
Το Ισραήλ από την πλευρά του, δείχνει διατεθειμένο να αναμένει την ελληνική εκείνη κίνηση που θα του επιτρέψει να εξασφαλίσει την ανάπτυξη των επιδιώξεών του όσον αφορά την ενεργειακή του αυτάρκεια. Άλλωστε, υπό τις παρούσες πολωτικές συγκυρίες, η Ιερουσαλήμ έχει εμπεδώσει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολες έως αδύνατες οι πιθανότητες εξεύρεσης μια συμβιβαστικής φόρμουλας που θα συμπεριελάμβανε και την Τουρκία κατά το παρόν στάδιο διαμόρφωσης του νέου ενεργειακού χάρτη τής περιοχής.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
ΤΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΙΣΡΑΗΛ-ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Η απόκλιση στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας από το επεισόδιο του Mavi Marmara πριν από μια τριετία συνεχίζεται, η εσωτερική κατάσταση στην Αίγυπτο παραμένει τεταμένη, ο αιματηρός εμφύλιος στην Συρία μαίνεται και η πρόσφατη ελαφρά μεταστροφή τής Τεχεράνης -υπό τον φόβο ενός δυτικού κτυπήματος σε συνάρτηση με φαινόμενα εσωτερικής αποσταθεροποίησης, κατά τα πρότυπα της Συρίας- δείχνει να εντυπωσιάζει τις ΗΠΑ. Από την άλλη, η Ρωσία παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην περιοχή, χωρίς όμως να έχει την δυνατότητα -ή τη βούληση- να αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να διεθνοποιήσουν πιο δραστικά την ποικιλοτρόπως εκπεφρασμένη στήριξή της στο καθεστώς Άσαντ.
Όλα αυτά τα δεδομένα –και ύστερα από απλή ανάγνωση του γεωπολιτικού χάρτη τής περιοχής κατά την πρόσφατη τριετία- έχουν καταστήσει το Ισραήλ περισσότερο ευάλωτο από στρατηγικής απόψεως.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Νετανιάχου δείχνει να μην εισακούεται όσο θα επιθυμούσε ούτε από τα διεθνή φόρα ούτε από την προστάτιδα Ουάσιγκτον όσον αφορά την ιρανική πυρηνική απειλή.
Η Άγκυρα δείχνει όλο και περισσότερο απρόθυμη να επανακάμψει από την επιλογή της να δυσχεράνει τις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις μετά το επεισόδιο του Mavi Marmara, μη αποδεχόμενη να εξεύρει συμβιβαστική λύση για την αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων, ενώ συγχρόνως τροφοδοτεί την τουρκική κοινή γνώμη με τα πρακτικά των καταθέσεων των αυτοπτών μαρτύρων τού αιματηρού εκείνου επεισοδίου στο πλαίσιο της δίκης που διεξάγεται στην Τουρκία με κατηγορουμένους ερήμην τους ισραηλινούς αξιωματικούς που είχαν τεθεί επικεφαλής τής στρατιωτικής επιχείρησης κατάληψης του τουρκικού πλοίου. Η χερσόνησος του Σινά, έχοντας μετατραπεί σε θέατρο επιχειρήσεων μεταξύ του αιγυπτιακού στρατού και ενόπλων ισλαμιστικών ομάδων, σε τίποτα δεν θυμίζει την καθησυχαστική κατάσταση που επικρατούσε στην μεθόριο Ισραήλ-Αιγύπτου πριν την κατάρρευση του καθεστώτος Μουμπάρακ.
Όλα αυτά τα δεδομένα δείχνουν να κυοφορούν μια εξαιρετικά ανησυχητική κατάσταση, την οποία αργά ή γρήγορα το Ισραήλ θα κληθεί να αντιμετωπίσει, πλην όμως όλα δείχνουν πως αυτή η στιγμή δεν ανάγεται στο αμέσως προσεχές διάστημα. Συγκεκριμένα, η πυροσβεστική παρέμβαση του ΟΗΕ όσον αφορά τον έλεγχο του υπάρχοντος χημικού οπλοστασίου εντός τής συριακής επικράτειας, αλλά και η διαφαινόμενη στρατιωτική «ακινητοποίηση» της Χεζμπολάχ στον Λίβανο – η οποία επιδεικνύει εσωστρέφεια, υπακούοντας αφ' ενός στις ιρανικές παραινέσεις και αφ' ετέρου επιθυμώντας να διασκεδάσει τις πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες της καταλογίζεται ενεργός δράση στον συριακό εμφύλιο - έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα το Ισραήλ να κερδίζει χρόνο.
Ο χρόνος, όμως, αποτελεί ένα μέγεθος πεπερασμένο και το μόνο που επιτυγχάνει είναι να μεταθέτει τα προβλήματα, χωρίς να τα επιλύει.
Είναι γεγονός ότι χωρίς το «μαξιλάρι ασφαλείας» τής Τουρκίας, οι αμυντικές ανάγκες τού Ισραήλ πολλαπλασιάζονται. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι τα ισραηλινά think tanks, ήδη από τις πρώτες ενδείξεις τής τουρκοϊσραηλινής ρήξης, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου προς την ισραηλινή κυβέρνηση, εκφράζοντας κατά τρόπο ξεκάθαρο ότι είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα ο άξονας Ισραήλ-Τουρκίας.
Η Τουρκία, όμως, ζητά ανταλλάγματα, καθιστώντας ξεκάθαρη την θέση της τόσο προς το Ισραήλ όσο και προς τις ΗΠΑ, ότι χωρίς την ενεργό και επικερδή παρουσία της στον νέο ενεργειακό χάρτη που διαμορφώνεται στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, η Άγκυρα θα συνεχίζει να αφήνει έκθετη την ισραηλινή άμυνα. Απόδειξη αποτελεί η εμμονή τής Τουρκίας να καλλιεργεί αρνητικό κλίμα κατά του Ισραήλ, ενώ είναι ηλίου φαεινότερον ότι σε περίπτωση διευθέτησης του ζητήματος των κυπριακών κοιτασμάτων φυσικού αερίου υπέρ της, η Τουρκία θα είχε ήδη αποδεχθεί τις οικονομικές αποζημιώσεις των θυμάτων τού Mavi Marmara που η ισραηλινή κυβέρνηση έχει ήδη εγκρίνει και αυτή η δυσάρεστη παρένθεση στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις θα είχε προ πολλού ξεχαστεί.
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Μέσα σε όλες αυτές τις ανησυχητικές περιφερειακές συγκυρίες, η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην όμορη περιοχή μεταξύ της ισραηλινής και της κυπριακής ΑΟΖ αποτελεί το μόνο καλό νέο για το Ισραήλ και την Κύπρο.
Το Ισραήλ από την πλευρά του φιλοδοξεί να επιλύσει το ζήτημα της ενεργειακής του επάρκειας, επιδιώκοντας να απεξαρτηθεί από το αιγυπτιακό φυσικό αέριο, παρακάμπτοντας το αραβικό εμπάργκο και απεμπολώντας τα παρεπόμενα προβλήματα που αναφύονται εξ αιτίας του. Ταυτόχρονα βρίσκει την ευκαιρία να εκμεταλλευθεί προς το συμφέρον του τις κυριαρχικές διαφορές στην θαλάσσια περιοχή που συνορεύει με τα χωρικά ύδατα του Λιβάνου, σε μια στιγμή που η επίσημη κυβέρνηση της Βυρηττού για ακόμα μια φορά αδυνατεί να αντιδράσει αποτελεσματικά, παρακολουθώντας αμήχανη τις εξελίξεις στην άλλοτε προστάτιδα Συρία.
Η Κυπριακή Δημοκρατία από την άλλη, έχοντας εισέλθει και αυτή σε περίοδο ύφεσης, με μια οικονομία υποβασταζόμενη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ορθώς εκτιμά ότι η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου αποτελεί μονόδρομο για την οικονομική της ανάκαμψη, προσπαθώντας παράλληλα να αξιοποιήσει την μοναδική αυτή ευκαιρία για να προσελκύσει την υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα για την επίλυση του Κυπριακού μέσω της ενεργειακής της σύμπραξης με το Ισραήλ. Παρά τα γοργά βήματα συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, το πιο πρόσφατο από τα οποία συντελέσθηκε με την υπογραφή συμφωνίας για την από κοινού κατασκευή τού τερματικού σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου στο Βασιλικό, το Ισραήλ - λόγω της άμεσης στρατηγικής του εξάρτησης από την Άγκυρα- δεν θα απέκλειε το ενδεχόμενο συμπερίληψης και της Τουρκίας ως ενδιάμεσο σταθμό μεταφοράς φυσικού αερίου από την ισραηλινή ΑΟΖ με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές.
Παρά το ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την δυσαρέσκεια της Λευκωσίας, η Τουρκία δεν ανταποκρίνεται στις ισραηλινές συμβιβαστικές κινήσεις, απαιτώντας τον αποκλεισμό τής Κυπριακής Δημοκρατίας από οιονδήποτε κοινό ενεργειακό σχεδιασμό, όσο δεν τίθεται στο τραπέζι η παρουσία της στο βόρειο τμήμα τού νησιού, στην οποία βασίζονται οι παρεπόμενες αξιώσεις της.
Η τουρκική αυτή επιμονή από την άλλη, δεν φαίνεται να πείθει την ισραηλινή πλευρά για τους εξής λόγους:
Πρώτον, ενώ η Τουρκία, προκειμένου να επιτύχει την διείσδυσή της στον νέο ενεργειακό χάρτη τής Ανατολικής Μεσογείου, προβάλλει εμμέσως πλην σαφώς τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος, σύμφωνα, όμως, με τους δικούς της όρους, προσπαθώντας στην ουσία να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα τής εισβολής το 1974 και της συνεχιζόμενης κατοχής. Από την άλλη, η πάγια στάση τής ισραηλινής περιφερειακής πολιτικής συνίσταται στο να μην αναμιχθεί στο δυσεπίλυτο κυπριακό πρόβλημα τηρώντας πολιτική ίσων αποστάσεων. Σε κάθε περίπτωση το Ισραήλ δεν θα είχε κανέναν λόγο να υιοθετήσει φιλοτουρκική στάση όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, για το οποίο από απόψεως διεθνούς δικαίου και αποφάσεων του ΟΗΕ η πλάστιγγα της νομιμότητας σαφώς τείνει υπέρ της ελληνοκυπριακής επιχειρηματολογίας. Κατά συνέπεια, το Ισραήλ, έχοντας ήδη εξασφαλίσει την πολιτική και επιχειρηματική ενθάρρυνση των ΗΠΑ, επέλεξε να προχωρήσει στην ενεργειακή του συμμαχία με την Λευκωσία, βασιζόμενο στους κανόνες τής διεθνούς νομιμότητας και συντασσόμενο με τη διεθνή κοινότητα που αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως την μοναδική νόμιμη κρατική οντότητα στο νησί.
Δεύτερον, η Άγκυρα, προκειμένου να επιτύχει την μη απομόνωσή της από το ενεργειακό γίγνεσθαι της περιοχής, προτείνει να μεταφερθεί το φυσικό αέριο με επίγειους αγωγούς εντός της επικράτειάς της. Παρ' όλ' αυτά, η κατά κοινή ομολογία «θέση-κλειδί» που κατέχει η Τουρκία, στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί παραδόξως και το μεγάλο της μειονέκτημα, καθότι η «λογική των αγωγών» προϋποθέτει πρωτίστως πολιτική και στρατιωτική σταθερότητα. Παρά το ότι η μεταφορά τού φυσικού αερίου με αγωγούς μέσω της τουρκικής επικράτειας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το ισραηλινό φυσικό αέριο με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές (αφού θα είχε μεταφερθεί υγροποιημένο σε τουρκικό λιμάνι τής Νοτιοανατολικής Μεσογείου), η Άγκυρα στην πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν απαλλαγμένο από δολιοφθορές εκ μέρους των Κούρδων ανταρτών στο μέλλον, όπως ακριβώς συνέβη πρόσφατα με τους αγωγούς φυσικού αερίου που μέχρι πρότινος μετέφεραν το αιγυπτιακό φυσικό αέριο στην ισραηλινή αγορά.
Δεδομένου, μάλιστα, ότι η κατάσταση στη Συρία παραμένει αμφίβολη, με πολλαπλά σενάρια επαναδραστηριοποίησης του κουρδικού αποσταθεροποιητικού παράγοντα, η Τουρκία δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί απόλυτα ασφαλής. Αντιθέτως, ο σταθμός υγροποίησης στο Βασιλικό και η κυπριακή θαλάσσια οδός συναποτελούν για το ισραηλινό φυσικό αέριο την πιο ενδεδειγμένη, ασφαλή και πρακτική λύση από απόψεως σταθερότητας και εμπορικής ευελιξίας. Άλλωστε, η Τουρκία –και παρά τις δημόσιες προειδοποιήσεις της- γνωρίζει ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει με διπλωματικά ή ακόμα και με στρατιωτικά μέσα να παρεμποδίσει την θαλάσσια μεταφορά φυσικού αερίου μέσω τής Κύπρου. Αν κάνει κάτι τέτοιο, η Τουρκία θα έχει να αντιμετωπίσει πολλαπλές επικρίσεις που θα προέρχονται όχι μόνο από πολιτικά αλλά κυρίως από επιχειρηματικά κέντρα αποφάσεων.
Οι μοναδικές πιθανότητες ομαλής διείσδυσης της Τουρκίας στο ενεργειακό σκηνικό που αρχίζει να διαμορφώνεται στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο είναι, είτε μέσω της εξεύρεσης λύσης στο κυπριακό πρόβλημα που θα σημαίνει και την ταυτόχρονη εξομάλυνση των σχέσεων της Άγκυρας με την Λευκωσία, είτε με μια απότομη μεταστροφή τού Ισραήλ, με αποτέλεσμα να ενδώσει στις τουρκικές απαιτήσεις, να δεχθεί ακόμα ένα ισχυρό πλήγμα γοήτρου και εμμέσως πλην σαφώς να παραδεχθεί εμπράκτως ότι ο ισραηλινοκυπριακός ενεργειακός άξονας και η οικονομική επένδυση που πραγματοποιήθηκε αποδεικνύεται εκ των υστέρων ατελής.
Η πρώτη πιθανότητα, αν και δεν θα έπρεπε να αποκλείεται μακροπρόθεσμα, σίγουρα δεν διαφαίνεται να πραγματοποιείται στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, η δεύτερη πιθανότητα και υπό τις παρούσες συγκυρίες και προϋποθέσεις, πρέπει να θεωρηθεί από απίθανη έως αδύνατη.
ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαμόρφωσης του νέου ενεργειακού χάρτη τής Νοτιοανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα καλείται να συγκεκριμενοποιήσει την θέση της. Έχοντας να αντιμετωπίσει περισσότερο από κάθε άλλη χώρα τής περιοχής τις συνέπειες της ευρωπαϊκής νομισματικής κρίσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το φυσικό αέριο και ο ενεργειακός της πλούτος είναι το μόνο αισιόδοξο νέο στοιχείο που διαφαίνεται στον ομιχλώδη οικονομικό της ορίζοντα. Το ενδιαφέρον τής Αθήνας επικεντρώνεται στο κυπριακό ζήτημα, αυτή την φορά με κύριο γνώμονα την ενεργειακή επάρκεια και την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας. Παράλληλα, και με δεδομένη την ήδη εμπεδωμένη συνεργασία Κύπρου-Ισραήλ, η Ελλάδα δηλώνει ότι επιθυμεί να συνεργαστεί με τον ισραηλινό παράγοντα, ο οποίος παραδοσιακά δεν αυτενεργεί εάν δεν έχει προηγουμένως εξασφαλίσει την έγκριση της Ουάσιγκτον.
Πράγματι, η απόκλιση μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας αποτέλεσε τον καταλύτη για την ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση, αλλά θα ήταν απλοϊκό να χαρακτηρισθεί αυτή η μεταστροφή ως συγκυριακή. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, Ελλάδα και Ισραήλ καλούνται από κοινού να διαχειριστούν μια γεωγραφική και γεωστρατηγική πραγματικότητα, η οποία υπό ομαλές συνθήκες και σωστούς χειρισμούς ενέχει όλο το θετικό υπόβαθρο να αποφέρει και στις δύο χώρες πολλαπλά κοινά οφέλη.
Παρ' όλ' αυτά όμως, είναι γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ακόμα διστακτική να ακολουθήσει το παράδειγμα της Λευκωσίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή κοινού ενεργειακού προγράμματος, ανάλογου με αυτό που εφαρμόζει η Κύπρος με το Ισραήλ, είναι ο καθορισμός τής ελληνικής ΑΟΖ, κίνηση την οποία η Αθήνα ακόμα δεν έχει πραγματοποιήσει. Η παρατεταμένη αυτή αποχή δεν είναι αδικαιολόγητη, και θα ήταν άδικο για την Ελλάδα να θεωρηθεί ότι οφείλεται απλά και μόνο στη δυσκαμψία τής εγχώριας γραφειοκρατίας.
Το γενικότερο δυσάρεστο οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα και οι αγκυλώσεις που έχει επιφέρει η ασφυκτική εξάρτησή της από το ΔΝΤ και την ΕΕ, φοβίζουν την Αθήνα να δεσμευθεί ως προς τον τρόπο αξιοποίησης της μίας και μοναδικής δυνατότητας εξόδου από την κρίση, η οποία δεν είναι άλλη από την αξιοποίηση του ενεργειακού της πλούτου.
Η Ελλάδα έχει επίγνωση ότι οι παρούσες συνθήκες δεν της επιτρέπουν να διαπραγματευθεί μια τέτοιου βεληνεκούς οικονομική συμφωνία με τον τρόπο που θα ήθελε, η οποία λόγω της φύσεώς της σχετίζεται άμεσα με τα εθνικά κυριαρχικά της συμφέροντα, την γεωστρατηγική της θέση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τον ρόλο της στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Παράλληλα, παρά την γενική αστάθεια που αντιμετωπίζουν οι αραβικές χώρες –και ως εκ τούτου τώρα η Αθήνα είναι σαφώς πιο ελεύθερη απ΄ ό, τι στο παρελθόν να χαράξει μια νέα στρατηγική στις σχέσεις της με τη Μέση Ανατολή εν γένει- δεν θα ήταν σώφρον να δημιουργηθούν συνθήκες μη αναστρέψιμες, οι οποίες θα απομάκρυναν την Ελλάδα υπέρμετρα και σε βάθος χρόνου από τις παραδοσιακά καλές ελληνοαραβικές σχέσεις.
Από την άλλη, το ζήτημα της ΑΟΖ έρχεται να προστεθεί στο γενικότερο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σημείων τριβής που σχετίζονται με τα θαλάσσια σύνορα της χώρας, την ύπαρξη γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και την υφαλοκρηπίδα. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται τους λόγους τής ελληνικής διστακτικότητας και φροντίζει να υπενθυμίζει στην Αθήνα τα χρόνια διμερή τους προβλήματα, απειλώντας ότι θα διαταραχθούν οι ήδη εύθραυστες σχέσεις τους, σε συνάρτηση πάντοτε με το κυπριακό πρόβλημα, το οποίο για την Ελλάδα ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί εθνικό θέμα.
Έτσι, ενώ όσον αφορά την Λευκωσία η περαιτέρω ανάπτυξη της συμμαχίας της με το Ισραήλ είναι πλέον μονόδρομος, η Αθήνα έχει πολύ περισσότερους παράγοντες να λάβει υπόψη προτού αποφασίσει να προσχωρήσει στον ήδη υπαρκτό ενεργειακό άξονα Ισραήλ-Κύπρου.
ΑΠΟΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΑΜΑΡΑ ΣΤΟ ΙΣΡΑΗΛ
Μετά την πολλά υποσχόμενη πρόσφατη επίσκεψη Σαμαρά στο Ισραήλ, η οποία ωστόσο δεν απέφερε τα θεαματικά αποτελέσματα που αναμένονταν, το ασφαλέστερο συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί συνίσταται στο ότι η ελληνική κυβέρνηση αναζητά διεθνείς εγγυήσεις προκειμένου να μπορέσει και η Ελλάδα με σίγουρες κινήσεις να προβεί στον καθορισμό τής εθνικής της ΑΟΖ στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Εκ του αποτελέσματος δίνεται η εντύπωση ότι, σε αντίθεση με ό, τι συνέβη στην περίπτωση της ενεργειακής συνεργασίας Κύπρου-Ισραήλ, τέτοιες εγγυήσεις προς την Ελλάδα ακόμα δεν έχουν παρασχεθεί, καθιστώντας την κυβέρνηση Σαμαρά εξαιρετικά ευάλωτη στην κριτική τής αντιπολίτευσης. Είναι, όμως, σαφές ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, καμία ελληνική κυβέρνηση και υφ' οιανδήποτε σύνθεση δεν θα μπορούσε να ρυθμίσει από μόνη της και προς το συμφέρον τής Ελλάδας τόσους ποικίλους και ετερογενείς περιφερειακούς παράγοντες που καθορίζουν αυτή τη στιγμή τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Έτσι, η Αθήνα βρίσκεται ακόμα εγκλωβισμένη, μη έχοντας άλλη επιλογή από το να τελεί σε στάση αναμονής, ελπίζοντας να της δοθεί έξωθεν το πράσινο φως προκειμένου προχωρήσει στον καθορισμό των ορίων τής εθνικής της ΑΟΖ. Σε διαφορετική περίπτωση και υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα έχει κατανοήσει ότι κάθε μονομερής κίνηση εκ μέρους της ως προς το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τα εθνικά της συμφέροντα.
Το Ισραήλ από την πλευρά του, δείχνει διατεθειμένο να αναμένει την ελληνική εκείνη κίνηση που θα του επιτρέψει να εξασφαλίσει την ανάπτυξη των επιδιώξεών του όσον αφορά την ενεργειακή του αυτάρκεια. Άλλωστε, υπό τις παρούσες πολωτικές συγκυρίες, η Ιερουσαλήμ έχει εμπεδώσει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολες έως αδύνατες οι πιθανότητες εξεύρεσης μια συμβιβαστικής φόρμουλας που θα συμπεριελάμβανε και την Τουρκία κατά το παρόν στάδιο διαμόρφωσης του νέου ενεργειακού χάρτη τής περιοχής.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.