Ας κάνουμε μια άσκηση επί χάρτου ξεκινώντας από μια πολύ σύντομη επισκόπηση των τελευταίων 100 ετών στην Ελλάδα:Το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) βρήκε την Ελλάδα με
διπλάσια έκταση αλλά εξουθενωμένη οικονομικά και κοινωνικά. Όταν ξέσπασε
ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος η χώρα είχε ήδη μπει στο σκοτεινό τούνελ του
εθνικού διχασμού μεταξύ βενιζελικών και μοναρχικών, με άμεση επίπτωση τη
τη μικρασιατική καταστροφή και το πολιτικό χάος που ακολούθησε
(1922-1928) και το οποίο κορυφώθηκε με τη δικτατορία του Μεταξά
(1936-1941). Τον σύντομο ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940) διαδέχθηκε η
κτηνώδης ναζιστική κατοχή (1941-1944) και ο μετέπειτα καταστροφικός
εμφύλιος πόλεμος (1944-1949)
. Ακολούθησαν σχεδόν δύο δεκαετίες κατά τις οποίες η Ελλάδα έγλειφε τις πληγές της, μάζευε τα κομμάτια της και αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς. Η χούντα των συνταγματαρχών (1967-1974) διέλυσε το όνειρο (που ούτως ή άλλως ήταν όνειρο για τους μισούς Έλληνες, καθώς οι άλλοι μισοί ήταν στην καραντίνα λόγω πολιτικών φρονημάτων) και είχε τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) και την κατοχή του ενός τρίτου της έκτασής της μέχρι σήμερα. Η μεταπολίτευση αποκατέστησε τη δημοκρατική τάξη και η Ελλάδα έκανε άλματα με αποτέλεσμα όλοι να μιλούν για ελληνικό θαύμα. Η ένταξη στην ΕΟΚ (1981) συνέπεσε με την εκλογή της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα (τότε έτσι έβλεπαν το ΠΑΣΟΚ) και τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Τα επόμενα τριάντα χρόνια, η Ελλάδα σημείωνε συνεχώς νίκες τόσο σε οικονομικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο (Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004). Μέχρι που όλα, μα όλα γκρεμίστηκαν το 2009 όταν οι Έλληνες ξύπνησαν ένα πρωί και έμαθαν ότι ζούσαν σε ένα ψέμα… Η οικονομική κρίση διέλυσε το όνειρο της μεταπολίτευσης και έβαλε τη χώρα σε ένα νέο κεφάλαιο της ιστορίας της, ίσως το πιο περιπετειώδες.
Μέσα σε 265 λέξεις, μπορεί κανείς να μετρήσει δέκα μεγάλες ήττες, δέκα μεγάλα πλήγματα, δέκα μεγάλες καταστροφές που υπέστη η χώρα μας τα τελευταία εκατό χρόνια. Ανάλογα με το από ποια οπτική γωνία διαβάζει κανείς την ιστορία, μπορεί να διακρίνει ότι παραπάνω από τις μισές αυτές “ήττες” δεν ήταν αναπόφευκτες, δεν έπεσαν στο κεφάλι μας από εξωγενείς παράγοντες. Η ευθύνη γι αυτές ήταν κυρίως δική μας. Αυτή είναι η πρώτη παρατήρηση.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι οι Έλληνες δεν είναι ο μόνος λαός που έχει υποφέρει. Σε πολλούς άλλους ευρωπαϊκούς λαούς η Ιστορία των τελευταίων εκατό ετών δεν ήταν περισσότερο γενναιόδωρη: Η Ισπανία πέρασε από έναν καταστροφικό εμφύλιο και μια 50χρονη δικτατορία, η Πορτογαλία γνώρισε κι αυτή μισό αιώνα δικτατορίας, η Γερμανία βγήκε ηττημένη από δύο παγκόσμιους πολέμους και κόπηκε στα δύο, η Ιταλία πέρασε από τον φασισμό στην κατάρρευση, η Γαλλία και πολλές άλλες χώρες της κεντροευρώπης γνώρισαν ναζιστική κατοχή, το ανατολικό μπλοκ γνώρισε μισό αιώνα κομμουνιστικής δικτατορίας, η Ρωσία μέτρησε εκατομμύρια θύματα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε την εμπειρία του Στάλιν. Όλοι, λίγο ή πολύ, υπέστησαν “ήττες” που ήταν κυρίως δικές τους ήττες. Και όλοι υπέφεραν, όλοι επέζησαν και όλοι συνέχισαν. Έτσι γράφτηκε η ευρωπαϊκή Ιστορία.
Η τρίτη παρατήρηση είναι ότι, όπως συνέβη παντού, έτσι και στην Ελλάδα, μετά από κάθε εθνική καταστροφή ή περιπέτεια, κάποιο ή κάποια πρόσωπα έκαναν τη διαφορά. Κάποιοι κλήθηκαν από την Ιστορία να πρωταγωνιστήσουν και να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά την επόμενη μέρα της ανασυγκρότησης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθε πάλι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μετά τον εμφύλιο ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά την επταετία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και στη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτά τα πρόσωπα δεν ήταν νέα και άφθαρτα. Ήταν γνωστοί και ενεργοί πολιτικοί της γενιάς τους, συγκέντρωναν πάνω τους την αγάπη ή την οργή των συμπολιτών τους, είχαν το μερίδιο της ευθύνης τους για την καταστροφή. Κι όμως, αυτοί εκλήθησαν να βάλουν τάξη μετά το χάος.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, ας κάνουμε τώρα μια προβολή στο μέλλον για να δούμε τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Την Ελλάδα μετά την καταστροφή της οικονομικής κρίσης. Η απονομή ευθυνών δεν μας αφορά σε αυτό το σημείο. Είναι μεν χρήσιμη και δίκαιη υπόθεση αλλά θέλει σωστό timing για να έχει και διδακτική σημασία.
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι: Αν επικρατήσει το χειρότερο σενάριο και η Ελλάδα οδηγηθεί στην απόλυτη καταστροφή, ποιος ή ποιοι από τους σημερινούς πολιτικούς ηγέτες είναι αυτοί που η χώρα θα μπορούσε να εμπιστευτεί την τύχη της για την επόμενη ημέρα; Το ερώτημα είναι δύσκολο και η απάντησή του πάντα επισφαλής. Αλλά για σκεφτείτε…
Με την εξαίρεση των επαναστάσεων, κανένας λαός στην Ευρώπη δεν επέλεξε κάποιον αδοκίμαστο για να βάλει το χέρι του στη φωτιά. Η κατεστραμμένη Ελλάδα μετά την κρίση σε ποιους θα στραφεί; Μήπως δεν θα υπάρχουν τότε τα ιδεολογικά στρατόπεδα που πάντα υπήρχαν; Θα υπάρχουν φυσικά. Το δίπολο “μνημόνιο-αντιμνημόνιο” θα ξεφουσκώσει κάποια στιγμή και οι πολίτες θα βρεθούν πάλι στη θέση να επιλέξουν ανάμεσα στη κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά.
Πολύ φοβούμαι ότι και σε αυτή την περίπτωση οι Έλληνες θα κάνουν ένα ακόμα λάθος επιλέγοντας πάλι έναν εκ των δύο τραγικών υπευθύνων της σημερινής κατάστασης, λόγω επωνύμου. Γι αυτό, όσο κι αν ακούγεται σήμερα γελοίο, τόσο ο Κώστας Καραμανλής, όσο και ο Γιώργος Παπανδρέου ετοιμάζονται από τώρα για την επόμενη μέρα. Γιατί οι δύο αυτοί άνδρες γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι λαοί που δεν μαθαίνουν έχουν τελικά τους ηγέτες που τους αξίζουν.
O Ανδρέας Παπαδάκης είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής
. Ακολούθησαν σχεδόν δύο δεκαετίες κατά τις οποίες η Ελλάδα έγλειφε τις πληγές της, μάζευε τα κομμάτια της και αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς. Η χούντα των συνταγματαρχών (1967-1974) διέλυσε το όνειρο (που ούτως ή άλλως ήταν όνειρο για τους μισούς Έλληνες, καθώς οι άλλοι μισοί ήταν στην καραντίνα λόγω πολιτικών φρονημάτων) και είχε τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) και την κατοχή του ενός τρίτου της έκτασής της μέχρι σήμερα. Η μεταπολίτευση αποκατέστησε τη δημοκρατική τάξη και η Ελλάδα έκανε άλματα με αποτέλεσμα όλοι να μιλούν για ελληνικό θαύμα. Η ένταξη στην ΕΟΚ (1981) συνέπεσε με την εκλογή της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα (τότε έτσι έβλεπαν το ΠΑΣΟΚ) και τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Τα επόμενα τριάντα χρόνια, η Ελλάδα σημείωνε συνεχώς νίκες τόσο σε οικονομικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο (Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004). Μέχρι που όλα, μα όλα γκρεμίστηκαν το 2009 όταν οι Έλληνες ξύπνησαν ένα πρωί και έμαθαν ότι ζούσαν σε ένα ψέμα… Η οικονομική κρίση διέλυσε το όνειρο της μεταπολίτευσης και έβαλε τη χώρα σε ένα νέο κεφάλαιο της ιστορίας της, ίσως το πιο περιπετειώδες.
Μέσα σε 265 λέξεις, μπορεί κανείς να μετρήσει δέκα μεγάλες ήττες, δέκα μεγάλα πλήγματα, δέκα μεγάλες καταστροφές που υπέστη η χώρα μας τα τελευταία εκατό χρόνια. Ανάλογα με το από ποια οπτική γωνία διαβάζει κανείς την ιστορία, μπορεί να διακρίνει ότι παραπάνω από τις μισές αυτές “ήττες” δεν ήταν αναπόφευκτες, δεν έπεσαν στο κεφάλι μας από εξωγενείς παράγοντες. Η ευθύνη γι αυτές ήταν κυρίως δική μας. Αυτή είναι η πρώτη παρατήρηση.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι οι Έλληνες δεν είναι ο μόνος λαός που έχει υποφέρει. Σε πολλούς άλλους ευρωπαϊκούς λαούς η Ιστορία των τελευταίων εκατό ετών δεν ήταν περισσότερο γενναιόδωρη: Η Ισπανία πέρασε από έναν καταστροφικό εμφύλιο και μια 50χρονη δικτατορία, η Πορτογαλία γνώρισε κι αυτή μισό αιώνα δικτατορίας, η Γερμανία βγήκε ηττημένη από δύο παγκόσμιους πολέμους και κόπηκε στα δύο, η Ιταλία πέρασε από τον φασισμό στην κατάρρευση, η Γαλλία και πολλές άλλες χώρες της κεντροευρώπης γνώρισαν ναζιστική κατοχή, το ανατολικό μπλοκ γνώρισε μισό αιώνα κομμουνιστικής δικτατορίας, η Ρωσία μέτρησε εκατομμύρια θύματα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε την εμπειρία του Στάλιν. Όλοι, λίγο ή πολύ, υπέστησαν “ήττες” που ήταν κυρίως δικές τους ήττες. Και όλοι υπέφεραν, όλοι επέζησαν και όλοι συνέχισαν. Έτσι γράφτηκε η ευρωπαϊκή Ιστορία.
Η τρίτη παρατήρηση είναι ότι, όπως συνέβη παντού, έτσι και στην Ελλάδα, μετά από κάθε εθνική καταστροφή ή περιπέτεια, κάποιο ή κάποια πρόσωπα έκαναν τη διαφορά. Κάποιοι κλήθηκαν από την Ιστορία να πρωταγωνιστήσουν και να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά την επόμενη μέρα της ανασυγκρότησης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθε πάλι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μετά τον εμφύλιο ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά την επταετία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και στη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτά τα πρόσωπα δεν ήταν νέα και άφθαρτα. Ήταν γνωστοί και ενεργοί πολιτικοί της γενιάς τους, συγκέντρωναν πάνω τους την αγάπη ή την οργή των συμπολιτών τους, είχαν το μερίδιο της ευθύνης τους για την καταστροφή. Κι όμως, αυτοί εκλήθησαν να βάλουν τάξη μετά το χάος.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, ας κάνουμε τώρα μια προβολή στο μέλλον για να δούμε τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Την Ελλάδα μετά την καταστροφή της οικονομικής κρίσης. Η απονομή ευθυνών δεν μας αφορά σε αυτό το σημείο. Είναι μεν χρήσιμη και δίκαιη υπόθεση αλλά θέλει σωστό timing για να έχει και διδακτική σημασία.
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι: Αν επικρατήσει το χειρότερο σενάριο και η Ελλάδα οδηγηθεί στην απόλυτη καταστροφή, ποιος ή ποιοι από τους σημερινούς πολιτικούς ηγέτες είναι αυτοί που η χώρα θα μπορούσε να εμπιστευτεί την τύχη της για την επόμενη ημέρα; Το ερώτημα είναι δύσκολο και η απάντησή του πάντα επισφαλής. Αλλά για σκεφτείτε…
Με την εξαίρεση των επαναστάσεων, κανένας λαός στην Ευρώπη δεν επέλεξε κάποιον αδοκίμαστο για να βάλει το χέρι του στη φωτιά. Η κατεστραμμένη Ελλάδα μετά την κρίση σε ποιους θα στραφεί; Μήπως δεν θα υπάρχουν τότε τα ιδεολογικά στρατόπεδα που πάντα υπήρχαν; Θα υπάρχουν φυσικά. Το δίπολο “μνημόνιο-αντιμνημόνιο” θα ξεφουσκώσει κάποια στιγμή και οι πολίτες θα βρεθούν πάλι στη θέση να επιλέξουν ανάμεσα στη κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά.
Πολύ φοβούμαι ότι και σε αυτή την περίπτωση οι Έλληνες θα κάνουν ένα ακόμα λάθος επιλέγοντας πάλι έναν εκ των δύο τραγικών υπευθύνων της σημερινής κατάστασης, λόγω επωνύμου. Γι αυτό, όσο κι αν ακούγεται σήμερα γελοίο, τόσο ο Κώστας Καραμανλής, όσο και ο Γιώργος Παπανδρέου ετοιμάζονται από τώρα για την επόμενη μέρα. Γιατί οι δύο αυτοί άνδρες γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι λαοί που δεν μαθαίνουν έχουν τελικά τους ηγέτες που τους αξίζουν.
O Ανδρέας Παπαδάκης είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής