Αθανασόπουλος Αλ. ΆγγελοςΟι συνέπειες της
κρίσης έχουν κατανεμηθεί άνισα στην Ελλάδα και έχουν πλήξει με δριμύτητα
τους νέους ανθρώπους, εκτιμά μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» η Σουζάνα
Φογκτ, επικεφαλής του γραφείου του Ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ (KAS)
στην Αθήνα. Η κυρία Φογκτ πιστεύει ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι
απαραίτητες και οι Ελληνες, ειδικά οι νεότεροι άνθρωποι, θέλουν να
απολαύσουν το «μέρισμα των μεταρρυθμίσεων». Την εντυπωσιάζει η
πολιτικοποίηση των περισσοτέρων τομέων της ελληνικής κοινωνίας, ενώ
επισημαίνει ότι το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή» δεν πρέπει να ιδωθεί ως
περιθωριακό, διότι τότε θα μπορούσε να κινδυνεύσει η ελληνική
δημοκρατία. Προσθέτει, τέλος, ότι δραματικές αλλαγές δεν πρέπει να
αναμένονται στη γερμανική πολιτική, ανεξαρτήτως αποτελέσματος στις
εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Γιατί το KAS αποφάσισε να επαναλειτουργήσει στην Ελλάδα;
Γιατί το KAS αποφάσισε να επαναλειτουργήσει στην Ελλάδα;
«Τα διεθνή πρότζεκτ του KAS στην Ευρώπη χρηματοδοτούνται πλήρως από
το υπουργείο Εξωτερικών. Οταν κλείσαμε το γραφείο μας το 1993, οι
χρηματοδοτικές προτεραιότητες του υπουργείου είχαν μετατοπιστεί στα νέα
κράτη-μέλη της ΕΕ. Οταν μας δόθηκε η ευκαιρία να ανοίξουμε ξανά το
γραφείο το 2012, αδράξαμε αμέσως την ευκαιρία. Το KAS θεωρεί αυτή ως
μακροπρόθεσμη δέσμευση, που σχετίζεται με την επίγνωση της σημασίας των
διμερών επαφών και του διαλόγου μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ».
Ποιοι τομείς σάς ενδιαφέρουν περισσότερο;
«Εστιάζουμε στον διάλογο - πολιτικό και κοινωνικό αλλά και σε
επίπεδο κοινωνίας των πολιτών. Εχουμε επαφές με διαφορετικούς
ενδιαφερομένους: λήπτες αποφάσεων, ανθρώπους με πολλαπλασιαστική ισχύ,
ενεργούς επιχειρηματίες και κυρίως νέους ανθρώπους. Κατά το πρώτο έτος
λειτουργίας έχουμε υπάρξει πολύ ενεργοί στις ανταλλαγές δημοσιογράφων
μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας, στην υποστήριξη ενός φιλικού για τις
επιχειρήσεις συστήματος στη χώρα, καθώς και σε σχέδια για την ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση και την οικονομική ανάπτυξη. Ο σκοπός είναι πάντα να
προσφέρουμε σε ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές και υπόβαθρο την
ευκαιρία για άμεση ανταλλαγή ιδεών και επιχειρημάτων».
Ποια είναι η άποψή σας για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα; Σας ανησυχεί η πιθανότητα κοινωνικής έντασης;
«Η Ελλάδα περνά μια δύσκολη και γεμάτη προκλήσεις διαδικασία.
Θαυμάζω τον τρόπο που ο ελληνικός πληθυσμός αντιμετωπίζει την κατάσταση.
Αναφέρομαι ειδικότερα σε όσους επηρεάζονται με δριμύτητα, νέους
ανθρώπους, φτωχούς ανθρώπους, που ούτε ευθύνονται για την κρίση, ούτε
φέρουν την παραμικρή ευθύνη να υφίστανται τις συνέπειές της. Η κρίση
στην Ελλάδα περιλαμβάνει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο κοινωνικής
ανισότητας όσον αφορά τις συνέπειές της - μεταξύ νέων και ηλικιωμένων,
φτωχών και πλουσίων, εργαζομένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί - και μάλιστα επειγόντως μέσω ενός
λειτουργικού φορολογικού συστήματος».
Τι λέτε στους γερμανούς συνομιλητές σας για τον τρόπο που μπορούν να βοηθήσουν την Ελλάδα να πάει μπροστά;
«Το πιο επείγον ζήτημα - πέρα από την εφαρμογή διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα μετά την πρόοδο
που έχει πραγματοποιηθεί στη δημοσιονομική προσαρμογή - είναι να
επιστρέψει η ρευστότητα στο οικονομικό σύστημα. Αυτό θα είναι κυρίως
προς όφελος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που είναι κρίσιμες για την
ελληνική οικονομία, ενώ πολλές εξ αυτών είναι πολύ ανταγωνιστικές και
προσανατολισμένες στις εξαγωγές. Για τον σκοπό αυτόν η δημιουργία μιας
επενδυτικής τράπεζας, με την υποστήριξη της Γερμανίας, είναι σημαντική».
Ποιες διαφορές και ομοιότητες βλέπετε στη γερμανική και στην ελληνική πολιτική;
«Κατά την άποψή μου, δεν μπορούν να συγκριθούν οι εσωτερικές
πολιτικές σκηνές στις δύο χώρες. Η Ελλάδα και η Γερμανία έχουν απολύτως
διαφορετικό υπόβαθρο και ιστορία. Οι εσωτερικές δυναμικές, οι παραδόσεις
καθώς και τα ιστορικά βάρη είναι τόσο διακριτά. Αυτό που χαρακτηρίζει
το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι η πολιτικοποίηση πολλών τομέων, καθώς
και της κοινωνίας. Αυτό ξεπερνά την πολιτική και εισέρχεται επίσης στην
οικονομία, στην κοινωνία των πολιτών, στις επιχειρήσεις, σε μη
κυβερνητικές οργανώσεις».
Αισθάνεστε ότι το πολιτικό προσωπικό μπορεί να ανταποκριθεί στην αναγκαιότητα της προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων;
«Οσο δύσκολη είναι η διαδικασία στην οποία επιβάλλεται η Ελλάδα
σήμερα, άλλο τόσο δύσκολη είναι η πρόκληση για όσους πρέπει να
εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις. Η πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση είναι
υψηλή - όχι μόνο απ' έξω αλλά και μέσα στη χώρα. Ο λαός αναμένει το
μέρισμά του από τις μεταρρυθμίσεις που, ειδικά για όσους έχουν υποφέρει
πολλά στον ιδιωτικό τομέα, είναι η ανάγκη εφαρμογής των διαρθρωτικών
αλλαγών. Η τρέχουσα κυβέρνηση είχε δεσμευθεί σε αυτό το έργο, το οποίο
κάνει τη διαφορά σε σχέση με προηγούμενα χρόνια. Επιπροσθέτως, οι
ευρωπαίοι εταίροι παρέχουν, πέραν των πιστώσεων, τεχνική υποστήριξη, στο
πλαίσιο της Task Force. Η τεχνογνωσία της εκτιμάται ιδιαίτερα από
πολλούς Ελληνες που εργάζονται με τους εμπειρογνώμονές της. Αυτή η
έκφραση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης δεν επισημαίνεται συχνά».
Πώς βλέπετε την άνοδο της Χρυσής Αυγής; Πιστεύετε ότι
πρόκειται για απλή αντίδραση ή για κάτι βαθύτερο; Θα έπρεπε να
αντιμετωπιστεί με νομικά μέτρα ή με πολιτικές πρωτοβουλίες;
«Πρέπει να δοθεί προσοχή στη Χρυσή Αυγή - η περιθωριοποίηση θα ήταν
λάθος. Πιστεύω ότι πίσω από αυτή την άνοδο υπάρχει μεγάλη πολιτική
απογοήτευση. Αλλά ίσως να υπάρχει και κάτι σοβαρότερο που πρέπει να
εξεταστεί. Και τούτο, καθώς η Χρυσή Αυγή προσεγγίζει κυρίως νέους
ανθρώπους. Νομικά μέτρα εναντίον του ακροδεξιού εξτρεμισμού πρέπει να
είναι πολύ καλά σχεδιασμένα, ώστε να μη γίνουν μπούμερανγκ κατά της
πραγματικής τους πρόθεσης. Και στη Γερμανία οι συζητήσεις για την
αντιμετώπιση του εξτρεμιστικού κόμματος NPD βρίσκονται στην κορυφή της
ατζέντας. Πολιτικές πρωτοβουλίες και η εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών
θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα όσα κάνει η Χρυσή Αυγή κατά της
ελληνικής δημοκρατίας. Προσπαθούμε να βοηθήσουμε στην ανταλλαγή
τεχνογνωσίας για την αντιμετώπιση του ακροδεξιού εξτρεμισμού. Εχουμε
εμπειρία, θετική πιστεύω μέσω της κοινωνίας των πολιτών, στο ζήτημα αυτό
και γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι να τεθούν νομικοί περιορισμοί.
Αναφέρομαι στην ανάγκη πολιτικής εκπαίδευσης. Οφείλουμε να παράσχουμε,
ιδιαίτερα στους νέους, τη γνώση, τόσο ιστορική όσο και σύγχρονη, για τις
άμεσες συνέπειες που τέτοιου είδους φαινόμενα μπορούν να έχουν για τη
δημοκρατία και για τις ευθύνες που οι ίδιοι έχουν».
Οι γερμανικές εκλογές
«Το αποτέλεσμα δεν θα φέρει αλλαγή πολιτικής»
Τον Σεπτέμβριο διεξάγονται κρίσιμες εκλογές στη Γερμανία. Πιστεύετε ότι θα υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στη γερμανική πολιτική;
«Το αποτέλεσμα δεν θα φέρει αλλαγή πολιτικής»
Τον Σεπτέμβριο διεξάγονται κρίσιμες εκλογές στη Γερμανία. Πιστεύετε ότι θα υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στη γερμανική πολιτική;
«Δεν αναμένονται ουσιαστικές αλλαγές μετά τις 22 Σεπτεμβρίου. Και
αυτό δεν έχει παρά ελάχιστα να κάνει με τα διαφορετικά πιθανά
αποτελέσματα. Αυτό ισχύει και στο μάλλον απίθανο σενάριο μιας
κυβερνητικής αλλαγής. Οπως οι Χριστιανοδημοκράτες / Χριστιανοκοινωνιστές
(CDU/CSU), οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP), οι Σοσιαλδημοκράτες και οι
Πράσινοι, δηλαδή τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση, υποστήριξαν
με μεγάλες πλειοψηφίες όλες τις συμφωνίες για τα προγράμματα διάσωσης
της Ελλάδος στη Μπούντεσταγκ, με τον ίδιο τρόπο όλοι τους υποστηρίζουν
τις συμφωνίες μεταξύ Ελλάδος και διεθνών εταίρων. Ο πληθυσμός στη
Γερμανία ενθαρρύνει εξίσου αυτόν τον δρόμο, καθώς υποστηρίζει το ευρώ με
μεγάλη πλειοψηφία και επίσης την παραμονή της Ελλάδος στην ευρωζώνη. Οι
Γερμανοί στην πλειονότητά τους είναι πεπεισμένοι για την ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση και για τον σημαντικό ρόλο της Ελλάδος σε αυτήν».
Πολλοί επιμένουν ότι το Βερολίνο επιχειρεί να δημιουργήσει μια «νέα Ευρώπη» με βάση τις επιθυμίες του. Πώς το σχολιάζετε;
«Πρόκειται για λάθος κατανόηση. Στην πραγματικότητα έχει ελάχιστα
να κάνει με τις γερμανικές επιθυμίες. Η υπερχρέωση και η έλλειψη
ανταγωνιστικότητας έφεραν την ευρωζώνη στο χείλος της κατάρρευσης. Η
μεγάλη οικονομική υποστήριξη από τους ευρωπαίους εταίρους - χρήματα
φορολογουμένων και απλών ανθρώπων που υποστήριξαν αυτή την προσέγγιση,
μια σαφής έκφραση πραγματικής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, πιστεύω - βοήθησαν
στην αποφυγή της κατάρρευσης. Σήμερα, όλοι είμαστε μαζί ενώπιον της
ανάγκης να βρούμε τον δρόμο προς την ανάκτηση της ευρωπαϊκής
ανταγωνιστικότητας. Η Ελλάδα θα έπρεπε να αναπτύξει τη δική της
στρατηγική για οικονομική ανάκαμψη εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Μόνο
μέσω μιας τέτοιας προσέγγισης μπορεί να βρεθεί κοινή οδός εξόδου από τη
σημερινή κατάσταση. Η Ευρώπη θα τα καταφέρει».