Μέχρι πρώτινος, το κεφαλαίο 22 εθεωρείτο ως δεδομένο. Ότι, δηλαδή, θα άνοιγε.
Εσυνδέετο δε, με την επανέναρξη των ενταξιακών διαδικασιών της Τουρκίας με την Ε.Ε. Επί θέματος αρχών, αλλά και συμφερόντων, η γερμανική δεξιά λέει όχι σε αντίθεση με τους Σοσιαλιστές της Ευρώπης και τον κ. Ολάντ, οι οποίοι υιοθετούν την πολιτική του κατευνασμού με την ψευδαίσθηση ότι εάν ανοίξουν στην παρούσα φάση τουρκικά κεφάλαια, τότε θα διατηρηθεί η Τουρκία στις ράγες του ευρωπαϊκού τρένου. Πρόκειται για καθαρή ψευδαίσθηση, διότι το άνοιγμα κεφαλαίων, ειδικώς στην παρούσα φάση, θα εκληφθεί από τον Ερντογάν ως νίκη όχι μόνο έναντι της δημοκρατικής Ευρώπης και των δικών του αυταρχικών και δικτατορικών μέτρων, αλλά και ως νίκη του τουρκικού καθεστώτος έναντι των διαδηλωτών. Οι οποίοι δεν διαμαρτύρονται μόνο για οικολογικά ζητήματα, αλλά και για την κατοχύρωση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και αναφέρονται αυτά, όχι για επικαιρικές σκοπιμότητες, αλλά και για να θιγεί ο επιδερμικός τρόπος με τον οποίο το κομματικό και πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται τα ζητήματα της Τουρκίας σε σχέση με την Ε.Ε., αλλά και κάτι άλλο: Συγχέει τα πάντα. Τη στάση της Γερμανίας έναντι της Κύπρου στην οικονομία, με τη στάση της Γερμανίας στις ευρωτουρκικές σχέσεις που είναι συναφείς με το Κυπριακό.Τις βάζει στο ίδιο τσουβάλι και τα κάνει, κατά την κυπριακή διάλεκτο, «αχταρμά»! Χωρίς, βεβαίως, το κυπριακό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο να αναλαμβάνει τις δικές του ευθύνες.
Αντί στην παρούσα φάση να κρυβόμαστε πίσω από το όχι της Γερμανίας επί του κεφαλαίου 22, εκείνο που θα έπρεπε με σαφήνεια να λεχθεί ως θεμελιακή πολιτική θέση είναι το εξής: Όταν για λόγους αρχής η Γερμανία και η Ολλανδία μπλοκάρουν το κεφάλαιο 22, για τους ίδιους λόγους αρχής και για ισχυρότερους από αυτούς που αφορούν τις διαδηλώσεις στην Τουρκία, δεν θα έπρεπε να παγώσει η τουρκική ενταξιακή διαδικασία μέχρις ότου ο τουρκικός στρατός αποχωρήσει από την Κύπρο, επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους και αποκατασταθεί η παραβιασθείσα από την Τουρκία έννομη τάξη, που σημαίνει μεταξύ άλλων τον τερματισμό της κατοχής και την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία με βάση το Πρωτόκολλο 10 εντάχθηκε ολόκληρη στην Ε.Ε.;
Πώς, όμως, να ζητήσουμε από τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς, καθώς και από άλλους εταίρους, κάτι τέτοιο, όταν η πολιτική του Εθνικού Συμβουλίου και της Κυβέρνησης είναι διαφορετική; Και είναι διαφορετική διότι, αντί να συζητά τη διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στη ζωή, διαπραγματεύεται τη μετατροπή της από ενιαίο σε σύνθετο ομοσπονδιακό κράτος δυο συνιστώντων κρατών ή κατά άλλους -όπως τα «λαμπρά μυαλά»- των έξι περιφερειών στη λογική ενός σύγχρονου αλαλούμ στην πρακτική των «πόλεων κρατών», με την ανακατανομή των εξουσιών της μίας και ενιαίας κυριαρχίας μεταξύ των δυο, τριών, τεσσάρων ή έξι περιφερειών ή κρατιδίων!
Κατά τα άλλα, για τα προβλήματα στο Κυπριακό, όπως και στην οικονομία, ευθύνονται αποκλειστικά οι ξένοι, Ευρωπαίοι και άλλοι, και όχι τα κατά καιρούς «λαμπρά μυαλά», που είναι όμηροι είτε εσωτερικών μικροκομματικών σκοπιμοτήτων είτε ιδεοληψιών, με αποτέλεσμα αντί στρατηγικής με πολιτικές και εναλλακτικούς τρόπους δράσης, να έχουμε επί μακρόν έναν «πολιτικό αχταρμά». Χωρίς να βγαίνουμε από μέσα.