Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Ας μην ξεχνούμε ότι δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα στην Ευρώπη, που για ένα μικρό διάστημα συμμάχησαν μεταξύ τους και για ένα μεγαλύτερο αλληλοεξοντώνονταν, ο ναζισμός και ο σταλινικός σοσιαλισμός, βρήκαν τρόπους να παρουσιάσουν τη φιλοσοφία και τη δράση τους ως «λογικές». Εκατομμύρια Ευρωπαίοι πίστεψαν τους προπαγανδιστές των. Η παιδαγωγική τους λειτούργησε – με τις γνωστές συνέπειες. Μπορεί αυτό να μας διδάξει κάτι;
Ας έρθουμε στα δικά μας και ας δούμε περιπτώσεις «λογικής» ερμηνείας της σημερινής, επώδυνης, για εκατομμύρια Έλληνες κατάστασης στη χώρα. Ο πολίτης που έχει ακόμη ανοιχτά τα αφτιά του στους πολλαπλούς «ερμηνευτές», πρέπει να έχει απαυδήσει από τις δεκάδες «λογικές» ερμηνείες αυτού που ζει η χώρα σήμερα: από τις χοντροκομμένες συνομωσιολογικού τύπου ερμηνείες με τους Γερμανούς και τους Εβραίους – αυτή τη φορά σε αγαστή συνεργασία – να έχουν βάλει στο στόχαστρό τους την Ελλάδα για να την αφανίσουν οικονομικά, μέχρι τις υπερβολικά πολύπλοκες, και για τον πολύ κόσμο ακαταλαβίστικες, ερμηνείες των «ειδικών».
Eνδιάμεσα, όλες οι υπόλοιπες «προσωπικές», «κομματικές», «θεολογικές» και «επιστημονικές» αλήθειες για το τι συμβαίνει, γιατί συμβαίνει και πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί ό,τι συμβαίνει. Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη περίοδο τόσο μεγάλης και τόσο εκτεταμένης σύγχυσης να συμβαδίζει με τόσο μεγάλη και τόσο ακραία φτώχεια μεταξύ των Ελλήνων. Και φυσικά, δεν είναι μόνον πολλοί Έλληνες φτωχοί στην Ευρώπη, για να μην πάμε σε όλον τον κόσμο. Είναι κι άλλοι.
Αμφιβάλλω αν υπάρχει αναγνώστης που να μην έχει ακούσει ποτέ κάποια συμπερασματική πρόταση που να ξεκινά με το «αυτό πληρώνουμε τώρα…», αφού έχει προηγηθεί μια άλλη που ονόμαζε το αίτιο ή τα αίτια της κρίσης. Τα αίτια, άπειρα. Ανάλογα με το τι ακούει και σκέφτεται, ο συνομιλητής μας επινοεί και ένα αίτιο της κρίσης, σαν να θέλει να την ξορκίσει: ξέρω τι σε προκάλεσε, και τώρα δεν θα μου ξεφύγεις…
Το προβαλλόμενο κάθε φορά αίτιο, βέβαια, δεν είναι αθώο. Συνδέεται με – και ορισμένες φορές φωτογραφίζει – κάποιους: πρόσωπα, δυνάμεις, συλλογικότητες. Οι οποίοι γίνονται μετά οι δηλωμένοι «εχθροί» μας. Πώς εξηγείται διαφορετικά η πολύ υψηλή συχνότητα χρήσης της μέχρι χθες περιθωριακής λέξης «λαμόγια» στην καθομιλουμένη; Το «λαμόγιο» είναι μέρος της ερμηνείας και μέρος του εξορκισμού. Έτσι, ενώ απατεώνες υπήρχαν πάντοτε και υπάρχουν ακόμη και στην κομμουνιστική…Κίνα, η Ελλάδα γέμισε την τελευταία τριετία από «λαμόγια»: αυτά προκάλεσαν την κρίση. Μένει τώρα να εμφανιστεί και η λέξη «λαμογιοφοβία»…
Η κρίση παράγει απελπισία και οργή, δεν υπάρχει αμφιβολία. Παράγει ακόμη και μίσος που στρέφεται ενάντια στις εικαζόμενες ή τις πραγματικές αιτίες, αλλά και στους διαχειριστές της. Όλα αυτά είναι αναπόφευκτα. Όταν, όμως, ξεπεράσουν ένα όριο, τότε η ένταση μέσα στην κοινωνία δημιουργεί καταστάσεις αδήλωτου, άτυπου εμφυλίου. Γι αυτό και ρήτορες – από τον πολιτικό, το δημοσιογραφικό, ακόμη και τον ακαδημαϊκό χώρο – που νομιμοποιούν έναν λόγο εμφυλιοπολεμικό (και δεν εννοώ μόνο ακραία πολιτικά κόμματα) με «προδότες», «δωσίλογους» και «γραικύλους», προκαλούν μεγαλύτερη βλάβη στην κοινωνική και εθνική συνοχή από ό,τι ίσως η ίδια η οικονομική κρίση.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ελληνική κοινωνία «ποτέ δεν πεθαίνει» και ότι μπορεί να αντέξει οποιαδήποτε ένταση σε οποιαδήποτε εποχή, σαν ένα είδος «συλλογικού σούπερμαν». Η κοινωνική συνοχή έχει και ιδεολογικά όρια, εκτός από τα οικονομικά. Χρειάζεται, λοιπόν, μέσα στη δυστυχία, ψυχραιμία. Οι επόμενες σκέψεις, ίσως, βοηθήσουν σ’ αυτό.
Για λόγους που εν μέρει γνωρίζουμε και εν μέρει αγνοούμε προς το παρόν, η χώρα δέχτηκε κάποια στιγμή τέτοιες εξωτερικές οικονομικές πιέσεις από πολύ ισχυρούς οικονομικούς οργανισμούς (οι οποίοι στο παγκόσμιο σύστημα που έχουμε διαθέτουν την ισχύ για την άσκηση ισχυρότατων εκβιασμών), που υποχρέωσε την κυβερνώσα ελίτ της εποχής να ζητήσει οικονομική στήριξη από παράγοντες που δεν προσφέρουν τέτοια στήριξη χωρίς ανταλλάγματα: οικονομικά και πολιτικά. Αν είχε άλλες επιλογές και ποιες η τότε ελίτ, είναι ένα ζήτημα, αλλά ζήτημα άλλης τάξεως. Τα γεγονότα είναι γεγονότα, και αυτά μετρούν. Όχι το τι θα γινόταν, αν…
Η χώρα είναι υπό ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομική και πολιτική εποπτεία και επιτροπεία, δεν έχει νόημα ούτε να το αμφισβητεί κανείς, ούτε να το ωραιοποιεί. Περιθώρια «δεξιάς» ή «αριστερής» πολιτικής σ’ αυτή τη συγκυρία δεν υφίστανται. Οι πολιτικές μπορεί να είναι μόνο ή ‘φιλικές’ ή ‘εχθρικές’ προς τις «αγορές». Με τις ανάλογες κάθε φορά συνέπειες. Δεν υπάρχει σ’ αυτή τη συγκυρία ενδιάμεσος χώρος, παρά μόνο ως ουτοπία, ως όραμα για το μέλλον.
Τόσο η σημερινή, όσο και η χθεσινή κυβερνώσα ελίτ δικαιολογούν την εξάρτηση αυτή μέσω του επιχειρήματος ότι οποιαδήποτε άλλη επιλογή – π.χ. άρνηση ένταξης σε ένα παρόμοιο καθεστώς «δάνεια έναντι ‘μεταρρυθμίσεων’» – θα οδηγούσε σε ακόμη χειρότερες και πιο επικίνδυνες καταστάσεις. Και μάλλον έχουν δίκιο, καθώς η επανάσταση εναντίον του παγκόσμιου τουρμποκαπιταλισμού δεν θα ξεκινήσει από την Ελλάδα. Είμαστε σπουδαίο έθνος, αλλά όχι ακόμη τόσο σπουδαίο…
Το γνωρίζουν και αυτοί που από κομματικό καθήκον είναι αναγκασμένοι να εξαπολύουν μύδρους για την «υποτακτικότητα» των κυβερνώντων. Γι αυτό και, ορθώς, δεν βιάζονται να αναλάβουν κυβερνητική ευθύνη.
Υποθέτω πως γνωρίζουμε όλοι ότι η δημιουργία σήμερα μιας πλειοψηφικής «αντιμνημονιακής» πολιτικής βούλησης σε μία μόνο χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, δεν πρόκειται να συγκινήσει ιδιαίτερα τα Διευθυντήρια του ευρωπαϊκού Βορρά. Το έχουν πει, άλλωστε, ξεκάθαρα: δεν θεωρούν απαραίτητη την Ελλάδα ούτε στην Ευρωζώνη, ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι προς το παρόν υπέρ της παραμονής, αλλά με τους δικούς τους όρους. Βεβαίως, πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι όροι αυτοί είναι τέτοιοι, που βοηθούν ακριβώς στο να αναπτυχθεί η ανεπιθύμητη, υποτίθεται, από την πλευρά τους πλειοψηφική «αντιμνημονιακή βούληση». Παράδοξο ή δολιότητα των Διευθυντηρίων; Μακάρι να γνωρίζαμε…
Έτσι το ερώτημα που έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό κάθε σκεπτόμενου πολίτη αυτής της χώρας από το 2009 και μετά είναι το εξής ένα: αν υποθέσουμε ότι συγκροτείται μέσω της συλλογικής μας βούλησης ένα κυβερνητικό «αντιμνημονιακό μέτωπο», με ή χωρίς συμμαχίες, θα μπορέσει η νέα κυβερνώσα ελίτ να ‘εκβιάσει’ μέσω δεινότερων διαπραγματευτών καλύτερους όρους «οικονομικής προστασίας» για τη χώρα; Για ανεξαρτησία, ούτε λόγος. Θέλει άλλες αντοχές και άλλες συνειδήσεις…
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι «εξαρτάται από το ποιοι άλλοι από τον ευρωπαϊκό Νότο θα αποφασίσουν επίσης να ‘εκβιάσουν’ καλύτερους όρους και από το αν η Ελλάδα μπορέσει να συντονιστεί μαζί τους». Ας αφήσουμε, όμως, αυτό το ενδεχόμενο να εμφανιστεί πρώτα στον ορίζοντα και μετά το συζητάμε. Μέχρι τότε, εγρήγορση και υπομονή, και προ πάντων όχι νέοι διχασμοί. Το τελευταίο που χρειάζεται ο τόπος είναι η διαίρεση σε «τίμιους» και «λαμόγια», σε «δωσίλογους» και «πατριώτες».