28 Μαΐου 2013

Γεωπολιτική πραγματικότητα και ιδεολογικά προτάγματα

Αξελός Λουκάς Σκέψεις και διλήμματα για τη χάραξη πολιτικής πάνω στα εθνικά και διεθνή ζητήματα
του Λουκά Αξελού- (Πρώτο Μέρος)
Ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό,
το σημείο όμως αφετηρίας είναι
«εθνικό» και από αυτό το σημείο αφετηρίας
πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε.
Αντόνιο Γκράμσι
Η ανάγκη ύπαρξης αφετηριακού πλαισίου αναφοράς. Η έναρξη προσυνεδριακού διαλόγου και δη για το Ιδρυτικό Συνέδριο ενός πληθωρικά πολυτασικού σχήματος όπως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, γεννά εξ αντικειμένου πλήθος ζητημάτων που υπό μία έννοια «μηδενίζουν το κοντέρ» των δεδομένων, οδηγώντας τον διάλογο σε μιαν «αναγκαστική αφετηριακότητα», στον βαθμό που η κάθε πλευρά προσπαθεί να στοιχειοθετήσει συνεκτικά την όποια οπτική της.

Ως εδώ, θα έλεγε κανείς ότι αυτό είναι μια «λογική διαδικασία», στον βαθμό όμως που η όποια οπτική ακολουθεί ορισμένους σταθερούς α priori κανόνες που ισχύουν όχι επιλεκτικά αλλά contra omnes (έτσι, λ.χ., μια εισβολή και κατοχή είναι παντού εισβολή και κατοχή, ένας παράνομος εποικισμός ως αποτέλεσμά της είναι σε κάθε περίπτωση διαχρονικό έγκλημα κ.ο.κ.).

Έχοντας πολλαπλά προβληματιστεί επί του προκειμένου με καλούς φίλους και συντρόφους και συμμετέχοντας στις συζητήσεις που άνοιξαν στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για τη διαμόρφωση κοινών θέσεων, αρκετά στοιχεία των οποίων υιοθετώ και ενσωματώνω και στο παρόν κείμενο, θα περιορίσω το σκεπτικό μου σε ένα πεδίο ιδιαίτερης βαρύτητας: τη θέση και τη σχέση της Ελλάδας με τον ιστορικό της περίγυρο, την Κύπρο, την Τουρκία και τα Βαλκάνια, συγκεκριμένα.

Χρήσιμο όμως κρίνω, προηγουμένως, να θέσω τα τέσσερα, κατά την γνώμη μου, αφετηριακά στοιχεία που «οφείλουν» να είναι οι «κολόνες» στην χάραξη της όποιας στρατηγικής μας.

To πρώτο στοιχείο είναι η ιστορική πραγματικότητα ότι η Ελλάδα/οι Έλληνες, αποτελεί/λούν αφετηριακό συστατικό του ευρωπαϊκού πολιτισμού και κατ' επέκτασιν της Δύσης. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή θα ήταν μονοσήμαντη χωρίς την επισήμανση ότι η όλη αυτή σχέση είναι αδύνατο να ερμηνευθεί σωστά χωρίς την κατανόηση ότι υφίσταται σε οργανικό συσχετισμό και συνύπαρξη προς την Ανατολή, ότι Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται στην καρδιά του αξονικού χώρου Ευρώπης-Ασίας και Αφρικής. Αυτό αποτελεί το βαθύτερο στοιχείο που τροφοδοτεί αλλά και στηρίζει μια λογική πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.

Το δεύτερο που θα πρέπει, επίσης, να κατανοηθεί, απομακρύνοντάς μας από τις ποικίλες (εκ δεξιών και εξ ευωνύμων) μεταπρατικές επιρροές είναι ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα παραδοσιακά συμπλέγματα εξάρτησης από τη μια ή την άλλη δύναμη. Ότι πρέπει να μάθουμε να συμβιούμε με τα πολλά άλυτα κάθε φορά προβλήματα, από τα οποία το σταθερό είναι ο προβληματικός γείτονάς μας η Τουρκία και τα μεταβλητά (πλην «σταθερά» στην μεσοπρόθεσμη ιστορική περίοδο) οι πραγματικές «άλυτες» καταστάσεις, όπως η αναμφισβήτητη αμερικανική υπεροχή, η διαχρονικά παρούσα βρετανική, η ανερχόμενη γερμανική και η καραδοκούσα ρωσική.

Το τρίτο σχετίζεται με την οπτική μας για τον ρόλο μας ως ανεξάρτητου κράτους. Η ακεραιότητα του εθνικού μας χώρου και η ανεξαρτησία της πατρίδας μας οφείλουν να είναι τα αφετηριακά, σταθερά και μη διαπραγματεύσιμα σημεία της εξωτερικής μας πολιτικής κι ο ενωτικός δεσμός όλου του ελληνικού λαού και των ενόπλων του δυνάμεων. Αναπτύσσουμε μιαν ανεξάρτητη, πολυδιάστατη και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, που εδράζεται στην εθνική ανεξαρτησία και προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Η οργάνωση της εθνικής άμυνας έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην υπεράσπιση των λαϊκών κατακτήσεων και της ελεύθερα εκφρασμένης λαϊκής βούλησης. Η εκπλήρωσή τους προϋποθέτει ολοκληρωμένη στρατηγική αντίληψη, λαϊκή συμμετοχή, συγκατάθεση και έλεγχο από τους πολίτες, δημοκρατική διακυβέρνηση, ομαλή λειτουργία των θεσμών, οικονομία στραμμένη στην εξυπηρέτηση της πλειοψηφίας και αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, εντεταλμένες στον αποτρεπτικό-αμυντικό τους ρόλο και την υπεράσπιση του Συντάγματος.

Τέλος, ένα τέταρτο, σημαντικό στοιχείο, γιατί μας αφορά άμεσα ως Αριστερά, είναι ότι δεδομένης της πολυπλοκότητας και του «άλυτου» πολλών ζητημάτων, δεδομένης της εθελοδουλίας του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας, οι δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς, έχουν σε πολλαπλάσιο βαθμό, ως αντιτιθέμενες στα κρατούντα, να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά και ως εκ τούτου πρέπει να καταβάλουν τεράστιες προσπάθειες για να τα διαχειριστούν με επάρκεια. Κι αυτό γιατί από την μια μεριά, πρέπει να παλέψουν να κρατήσουν ακέραιο το ταυτοτικό τους στοιχείο ως ριζοσπαστικής, ηθικής και αναμορφωτικής δύναμης που δεν υποχωρεί στο κεντρικό αίτημα «του να γίνουν οι άμεσοι παραγωγοί κύριοι των όρων της ζωή τους» και από την άλλη, με βάση τη συντριπτική σε βάρος τους πραγματικότητα, θα πρέπει να περάσουν τις Συμπληγάδες χωρίς να μετασχηματισθούν στο αντίθετό τους. Και εδώ ακριβώς βρίσκονται τα βαθιά νερά, τα πραγματικά διλήμματα και οι μεγάλες αποφάσεις. Γιατί το ότι δεν απεμπολούμε και δεν εκχωρούμε την ιστορία μας σε κανέναν (και έτσι οφείλουμε να κάνουμε), δεν σημαίνει ότι περνάμε λάθρα και ασυζητητί μια σειρά από αβλεψίες, ολοφάνερα λάθη, εθνικές και ταξικές ολιγωρίες, που καθιστούν προβληματική τη σχέση μας με τις υποτελείς τάξεις, γεγονός που αποτυπώνεται στην εμφανή αδυναμία ανάδειξής μας σε ηγεμονική δύναμη που δομικά αμφισβητεί την εξουσία του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας.
 
Ο ιστορικός χώρος της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και η σημερινή θέση μας σ' αυτόν. Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, θα σταθώ στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, προσπαθώντας να στοιχειοθετήσω ένα καταρχήν περίγραμμα των ζητημάτων που ανακύπτουν σε καθεμία ξεχωριστά.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι Έλληνες, εντασσόμενοι οργανικά και στον ιστορικό χώρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, συνδέονται με ιστορία αιώνων με τους λαούς της. Η διιστορική παρουσία των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή, αποτυπούμενη έως σήμερα με την ύπαρξη δεκάδων ελληνικών κοινοτήτων σε όλες τις χώρες, αποτελεί γέφυρα φιλίας και συνεννόησης με τους λαούς των Βαλκανίων, της Μ. Ασίας, της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα, όπως άλλωστε και η Κύπρος επηρεάζεται άμεσα από τα δρώμενα στην περιοχή, τα οποία δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί, καθώς είναι γεωπολιτικά εμπλεκόμενη χώρα.

Ο ρόλος λοιπόν της Ελλάδας ως εμπλεκόμενης χώρας οφείλει να είναι συνετά ενεργός. Η Ελλάδα, ευρισκόμενη σε ιδιότυπη οικονομικοπολιτική ομηρία, είναι αρκετά αποδυναμωμένη. Επειδή δεν έχει την δυνατότητα να αποτρέψει τις εξελίξεις αλλά και επειδή, από την άλλη, οφείλει να έχει λόγο σ' αυτές, πρέπει να αντιμετωπίσει το όλον ζήτημα στη βάση μιας αυστηρής πολιτικής αρχών, χωρίς να παρασύρεται σε ενέργειες που θα τη φέρουν σε σύγκρουση με ό,τι θετικό κατέκτησε στη διάρκεια εκατονταετιών με όλους τους λαούς της περιοχής. Σε αυτό το πλαίσιο, κεντρική θέση έχει η Κύπρος.

Η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου είναι στενά συναρτημένη με την ελληνική συνολικά, αφού η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού είναι Έλληνες. Ο αγώνας του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση, για τον τερματισμό της βρετανικής αποικιοκρατίας είναι ζυμωμένος με την ιστορία και συνείδηση του ελληνικού προοδευτικού κινήματος. Στον σωβινισμό, την πατριδοκαπηλία και τις διαχρονικές λιποταξίες του ελληνικού κατεστημένου, το ελληνικό αριστερό κίνημα, με όλες του τις αντιφάσεις, τα λάθη και τις ολιγωρίες, αντέταξε αγώνες για την υπεράσπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών 1930-1960, έδωσε νεκρούς διαδηλωτές αλλά και τον καλύτερο εαυτό του, όπως γενναία τον αποτύπωσε στον Αποχαιρετισμό του προς τον Γρηγόρη Αυξεντίου ο Γιάννης Ρίτσος.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που έγκαιρα και ορθώς η Αριστερά κριτίκαρε, οδήγησαν στον γνωστό συμβιβασμό που όχι μόνο διατήρησε ισχυρά στοιχεία από το προηγούμενο αποικιακό καθεστώς (εγγυήτριες Δυνάμεις, αγγλικές βάσεις κλπ.), αλλά αναγόρευσε, με βάση το βρετανικό δόγμα του «διαίρει και βασίλευε», την τουρκικοκυπριακή μειονότητα σε καθοριστικό παράγοντα της πολιτικής ζωής του τόπου.

Αυτό είναι το αφετηριακό σημείο δυναμιτισμού της εύρυθμης λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αποτέλεσε τη θρυαλλίδα ανάμεσα στα δυο σύνοικα στοιχεία και οδήγησε στις πρώτες τριβές για να ακολουθήσουν έντεχνα πυροδοτούμενες, διαρκείς επιμέρους συγκρούσεις και προφανείς βαρβαρότητες, στις οποίες πλειοδότησαν οι σωβινιστές και των δύο πλευρών.


Το δεύτερο μέρος του άρθρου, που αναφέρεται στην Κύπρο και την πολιτική έναντι της Τουρκίας, της Αλβανίας και της ΠΓΔΜ θα δημοσιευθεί στο φύλλο της Τρίτης.

1 Αν κάποιοι αμφισβητούν ότι Ελλάδα, Τουρκία, ΗΠΑ, Γερμανία κλπ. είναι εθνικά κράτη, κράτη με εθνικά σύνορα, τότε –προφανώς– ο άξονας συζήτησης αλλάζει: εάν δεν υφίστανται εθνικά κράτη, έθνη κλπ., όντως δεν υπάρχουν εθνικά ζητήματα-προβλήματα, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ανάγκη άσκησης εθνικής πολιτικής.


To 1974 η Τουρκία, με αφορμή το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου, εισέβαλε βίαια και κατέλαβε το 37% της Κύπρου, το οποίο έκτοτε όχι απλώς κατέχει, αλλά διαρκώς εποικίζει και ισλαμοποιεί σε βάρος των ίδιων των Τουρκοκυπρίων. Το Κυπριακό, επομένως, δεν είναι απλώς μια διαφορά δύο κοινοτήτων. Υφίσταται εξαιτίας των ανοικτών εξωτερικών επεμβάσεων της Τουρκίας εναντίον ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ, που έχουν ήδη επιβάλει τον ακρωτηριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Βορρά και απειλούν ευθέως την κυριαρχία της στα ελεύθερα εδάφη.

Απέναντι στη δεινή πραγματικότητα της ανάπηρης κυπριακής κυριαρχίας, ο κυπριακός λαός αντέταξε τη σταθερή του βούληση να μείνει στον τόπο του, ανατρέποντας τα συντριπτικά δεδομένα της εισβολής, ξαναστήνοντας στα πόδια της μια οικονομία κατεστραμμένη και πιεσμένη από το πελώριο βάρος 200.000 προσφύγων, ενώ με την πανηγυρική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν με 76% απέτρεψε τη σχεδιαζόμενη κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι αναμφίβολες αυτές επιτυχίες δεν κατάφεραν όμως να ανατρέψουν τα σκληρά δεδομένα της κατοχής, ένα οδυνηρό έλλειμμα ισχύος και ισορροπίας, μόνιμη πηγή γεωπολιτικής εξάρτησης από ξένα κέντρα, γεγονός που αποτυπώθηκε, παρά τους έγκαιρα ευέλικτους χειρισμούς, και στο ζήτημα της εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου.

Η βασική αυτή αδυναμία, πλαισιωμένη από λάθη, ανεπάρκειες και εξαρτήσεις της κυπριακής κυβέρνησης, συνεπικουρούμενη από την αποστασιοποίηση της ελληνικής («Η Κύπρος αποφασίζει»), βρήκαν εκ νέου ανέτοιμη την Κύπρο -παρά το γενναίο Όχι της Βουλής της- στην επίθεση της βορειοευρωπαϊκής ολιγαρχίας που κατάφερε καίρια πλήγματα στην κυπριακή οικονομία χάριν των δικών της συμφερόντων. Είναι σαφές ότι το νέο πρόβλημα προέκυψε γιατί η Κύπρος αναβαθμίστηκε λόγω της ανακάλυψης των υδρογονανθράκων.

***
Η εξέλιξη της κρίσης στην οικονομία της Κύπρου, αλλά και η βαθιά και μακρόχρονη ύφεση που προοιωνίζεται, επιβεβαιώνουν δραματικά την κοινή μοίρα Κύπρου και Ελλάδας. Ο λαός αντιμετωπίζει κοινούς αντιπάλους, εντός και εκτός Ε.Ε., ενώ συνθλίβεται από την ανεπάρκεια των πολιτικών του ηγεσιών και τις ολέθριες συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πρακτικών που εφάρμοσαν.

Ο σφετερισμός των υδρογονανθράκων της κυπριακής υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ αποτελούν στόχο τόσο Ευρωπαίων εταίρων της Κύπρου όσο και των Τούρκων εισβολέων.

Ως εκ τούτου, η ανατροπή των κατοχικών δεδομένων, σε συνδυασμό με την αποτροπή της εν εξελίξει προσπάθειας κατάλυσης της οικονομικής ανεξαρτησίας του νησιού, αποτελούν μείζονα προτάγματα για όλες τις δημοκρατικές, ιδιαίτερα τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις.

Εξίσου καίριος για την Ελλάδα είναι ο παράγων Τουρκία και ο ρόλος της στα πολιτικά δρώμενα. Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας έχουν περάσει πολλές καμπές. Πάντως, μεταπολεμικά η Ελλάδα, δεδομένης της πραγματικής της θέσεως ισχύος, είναι σταθερά προσηλωμένη στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και επιδιώκει την ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία και την ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας. Το ελληνικό αριστερό κίνημα έχει ιστορικά εκφράσει την αλληλεγγύη του στον αγώνα του τουρκικού λαού για δημοκρατική αλλαγή και κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.

Κύριο εμπόδιο στην ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας συνιστά η εντεινόμενη αναθεωρητική στάση της Τουρκίας στα μείζονα ζητήματα του Αιγαίου και της Θράκης, οι διεκδικήσεις που συστηματικά προβάλλει από το 1973 εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας και οι απειλές πολεμικών επεισοδίων που διατυπώνει, λόγω και έργω, κατά της Ελλάδας. Η παρατεινόμενη στρατιωτική κατοχή τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί το άλλο μείζον εμπόδιο, καθώς η ρητορική των καλών προθέσεων διαψεύδεται από την ακολουθούμενη πρακτική.

***
Ο εσωτερικός αγώνας στην Τουρκία ανάμεσα σε κεμαλιστές και ισλαμιστές διεξάγεται ενώ εξελίσσεται η διαπάλη για την αυτοδιάθεση των Κούρδων. Οι εσωτερικές εντάσεις που συνεπάγονται, σε συνδυασμό με τον υπερεξοπλισμό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, δημιουργούν προϋποθέσεις αναζωπύρωσης εστιών περιφερειακών συγκρούσεων και ανάφλεξης νέων.

Η σταθερή προσήλωση της Ελλάδας στην ειρηνική επίλυση των διαφορών με την Τουρκία δεν συνεπάγεται παραίτηση από τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Τουναντίον, οφείλει να εξασφαλίσει τους όρους ώστε σταθερά να τα ασκεί όποτε κρίνει (λ.χ. τα κυριαρχικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο). Η άσκησή τους δεν αποτελεί απλή επιβεβαίωση της κυριαρχίας, αλλά επιβάλλεται από τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας και συνιστά μείζονα παράμετρο της ανασυγκρότησής της. Δεν υπάρχει αξιόπιστη κατοχύρωση των διαρκώς εντονότερα αμφισβητούμενων από την Τουρκία ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, εκτός από την άσκησή τους. Η μέχρι τώρα ασκηθείσα πολιτική (άνευ όρων κατευνασμός των τουρκικών απαιτήσεων, άκριτη υποστήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην E.E. στη βάση της τουρκικής «ιδιαιτερότητας»), πέραν του ότι απεδείχθη ανεπαρκής και αντιπαραγωγική, δεν προσφέρει υπηρεσία στην ειρήνη ούτε στα ελληνικά συμφέροντα. Γι' αυτό, η αμυντική και διπλωματική θωράκιση της Ελλάδας, ανεξάρτητα από τα έντονα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, θα αναχαιτίσει την τουρκική επιθετικότητα, θέτοντας τις βάσεις για μια ισότιμη, σταθερή ειρηνική σχέση μεταξύ των δύο χωρών.

***
Στην ίδια κλίμακα ιεράρχησης βρίσκεται και ο χώρος των Βαλκανίων. Αιώνες κοινής μοίρας έχουν φέρει σε άμεση επαφή -κοντά, αλλά και σε αντιπαράθεση- τους βαλκανικούς λαούς. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα τη Βαλκανική συντάραξαν οξύτατες συγκρούσεις, προϊόν της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της ανόδου των εθνικών κινημάτων.

Η περίοδος ειρήνης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο απεδείχθη σύντομη. Η ανατροπή του υπάρχοντος status το 1989 και ο αγώνας δρόμου για την κάλυψη του κενού από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πυροδότησε τις χειμαζόμενες «Μεγάλες Ιδέες», μετατρέποντας την πάλαι ποτέ ενιαία Γιουγκοσλαβία σε σφαγείο.

Σε αυτή τη νεοδιαμορφούμενη κατάσταση, η Ελλάδα κατ' ουσίαν παρέμεινε αμέτοχη, παρακολουθώντας με αγωνία τις εξελίξεις, ασκώντας μια πολιτική προσηλωμένη στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και της ειρηνικής συνύπαρξης, αποτελώντας τον κατεξοχήν σταθεροποιητικό παράγοντα στην περιοχή.

***
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρωζώνη, και ειδικότερα η ακραία ανταγωνιστική αντιμετώπιση των χωρών του Νότου από τη βορειοευρωπαϊκή συμμαχία με επικεφαλής τη Γερμανία, έθεσαν σε δοκιμασία τις αντιλήψεις περί ισότιμης συμμετοχής στο «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι μας».

Από τα ποικίλα και διαφορετικού επιπέδου ζητήματα στον χώρο των Βαλκανίων, δεσπόζουσα θέση για την Ελλάδα και τους Έλληνες κατέχουν τα αφορώντα στις σχέσεις με την Αλβανία και την ΠΓΔΜ.
Σε ό,τι αφορά την επιδιωκόμενη ένταξη της Αλβανίας και της ΠΓΔΜ στην E.E., η Ελλάδα οφείλει να την εξαρτήσει -πέρα από την απαραίτητη εμπέδωση του κοινοτικού κεκτημένου σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατικής λειτουργίας- και από την επίλυση διμερών θεμάτων που άπτονται ανελαστικών ελληνικών συμφερόντων. Η επιμονή της Ελλάδας, εν προκειμένω, αποτελεί αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη της προστασίας των συμφερόντων της αυτών.
 
Αλβανία: Πρέπει να διασφαλιστεί η παραίτηση του αλβανικού κράτους από κάθε διακρατική διεκδίκηση περιουσιών των συνεργατών του Άξονα, Τσάμηδων, και τη συνακόλουθη αναμόχλευση μειονοτικού ζητήματος στη Θεσπρωτία. Ταυτόχρονα, πρέπει να διασφαλιστεί έμπρακτα το δικαίωμα των μελών της ελληνικής μειονότητας να εκφράζουν ελεύθερα και δίχως συνέπειες την ελληνική τους εθνική ταυτότητα. Να έχουν δικαίωμα σε πρωτοβάθμια και μέση εκπαίδευση στην ελληνική γλώσσα σε όλες τις περιοχές που ζουν, και όχι μόνο στις αυθαίρετα προσδιορισμένες από το καθεστώς Χότζα «μειονοτικές» περιοχές.

ΠΓΔΜ: Πρέπει να διασφαλιστεί στην πράξη η καλή γειτονία της προς την Ελλάδα. Αυτό προϋποθέτει την εγκατάλειψη της αλυτρωτικής ιδεολογίας του γειτονικού κράτους, που ιδίως μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα καλλιεργεί στους πολίτες τη διεκδίκηση δήθεν κατακτημένων από τους Έλληνες πατρίδων. Το ζήτημα της ονομασίας εντάσσεται στον πυρήνα της αλυτρωτικής κρατικής της συγκρότησης. Η επιλογή σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, για όλες τις χρήσεις, αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη της γείτονος σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς που μετέχει η Ελλάδα και λειτουργούν βάσει της αρχής της ομοφωνίας. Ωστόσο, το ζητούμενο δεν είναι ένας προσχηματικός ονοματολογικός συμβιβασμός, αλλά η άρση των στοιχείων παραγωγής και αναπαραγωγής της αλυτρωτικής ιδεολογίας και προπαγάνδας, ώστε να κατοχυρωθεί ουσιαστικά η αναγκαιότητα για την αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας των δύο χωρών και του απαραβίαστου των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων.

Η διπλωματική διελκυστίνδα με Αλβανία και ΠΓΔΜ οφείλει να παραμένει αποκλειστικά σε κρατικό επίπεδο, δίχως επιπτώσεις στην καθημερινότητα, την ελευθεροκοινωνία και τα δικαιώματα των απλών πολιτών. Σε ριζική και ανυποχώρητη αντίθεση με τη μισαλλοδοξία, τον εθνικισμό και τον ρατσισμό που καλλιεργεί η Δεξιά, ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ δεν αντιμετωπίζει τους πολίτες της Αλβανίας και της ΠΓΔΜ σαν ομήρους της διπλωματικής αντιπαράθεσης, αλλά ως αποδέκτες αισθημάτων αλληλεγγύης και ειλικρινούς φιλίας του ελληνικού λαού. Γι' αυτό θα κάνει ό,τι μπορεί για να άρει κάθε εμπόδιο που ορθώνεται στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, με προϋπόθεση πάντα την αμοιβαιότητα.

ΥΓ.: Τα παραπάνω προσπαθούν να θέσουν ένα περίγραμμα που περικλείει καταρχήν βασικές πτυχές των κρίσιμων αυτών ζητημάτων. Η ολοκλήρωση και εμβάθυνσή τους αποτελεί μιαν άλλη παράμετρο, η οποία προαπαιτεί την υπέρβαση των εσκαμμένων και την απόδοση από το κόμμα της μαχόμενης Αριστεράς, στα ζητήματα αυτά, της θέσης που οφείλουν να έχουν στην πολιτική του ατζέντα.