28 Μαΐου 2013

Στο δημοσιονομικό γήπεδο το παιχνίδι ήταν χαμένο...

Του Σπύρου Λίτσα*
Γιατί επελέγη η δημοσιονομική διαχείριση της ελληνικής κρίσης και όχι η πολιτική υπέρβαση αυτής;

Δεν χωρά αμφιβολία ότι στο δημοσιονομικό γήπεδο το παιχνίδι ήταν χαμένο. Το ελληνικό αναπτυξιακό «μοντέλο» που στηριζόταν για πολλές δεκαετίες στην ανακύκλωση του πλούτου και στις κρατικοδίαιτες δομές αποτελούσε αποτυχημένο παράδειγμα που αργά ή γρήγορα θα κατέρρεε.Για να βρούμε τα αίτια της κατάρρευσης, οφείλουμε να μελετήσουμε διεξοδικά και δίχως παρωπίδες το πολιτικό μοντέλο που επικράτησε στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και τις κοινωνικές νόρμες που παρήχθησαν παράλληλα. Είναι ιστορικό ψεύδος να θεωρούμε ότι η δημοσιονομική εκτροπή είναι αποτέλεσμα των τελευταίων χρόνων, όταν εδώ και δεκαετίες οι δανειακές μας υποχρεώσεις καλύπτονταν με νέα δάνεια που και αυτά με τη σειρά τους περνούσαν μέσα από νέο δανεισμό, με αποτέλεσμα να υπερδιογκώνεται το εξωτερικό χρέος της χώρας και το ελληνικό πλεούμενο να συγκρούεται με τις ξέρες της οικονομικής αποτυχίας. Το παιχνίδι όμως χάθηκε οριστικά για την Ελλάδα, όταν από τις αρχές της δεκαετίας του 90 απέτυχε να παράξει ένα λειτουργικό, κοινωνικό και αναπτυξιακό μοντέλο μετάβασης στο νέο μεταψυχροπολεμικό πολιτικό και οικονομικοστρατηγικό πλαίσιο, με το κράτος να παραμένει όμηρος δεδομένων μετριοκρατικών αντιλήψεων και ενός πολιτειακού μοντέλου που απευχόταν τον διαχωρισμό των εξουσιών στον πυρήνα του και την ουσιαστική φιλελευθεροποίησή του.

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η όποια συζήτηση γύρω από το δημοσιονομικό τέλμα της ελληνικής πραγματικότητας όχι μόνο θα λειτουργούσε εναντίον μας αλλά και, δικαίως, θα εξόργιζε τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης. Πριν απαιτηθεί από την τρόικα η Ελλάδα να κατέλθει στο έρεβος της τριτοκοσμικής συνθήκης, προσφέρθηκαν στην ελληνική Πολιτεία δεκάδες δισ. ευρώ και δραχμές, που όμως δεν παρήγαγαν υποδομές, αλλά ανακυκλώθηκαν σε ενέργειες άστοχου καταναλωτισμού δίχως ουσιαστικό αντίκρισμα και αναπτυξιακές προοπτικές.

Το ερώτημα που θα κληθεί να απαντήσει ο ιστορικός του μέλλοντος είναι γιατί αντί της αυτοτιμωρητικής επιλογής να αναδείξουμε εμείς οι ίδιοι τα στρεβλά του ελληνικού κράτος, με έναν ηδονισμό σαδομαζοχιστικής υπερβατικότητας, δεν μεταφέραμε το παιχνίδι της διαχείρισης της κρίσης στο πολιτικό γήπεδο.

Στο φάσμα των επιχειρημάτων, δηλαδή, που η Ελλάδα δεν αποτελούσε το αποτυχημένο δημοσιονομικό παράδειγμα, αλλά την ευοίωνη πολιτική προοπτική μιας δύναμης σταθερότητας και αδιάβλητων δυτικών δημοκρατικών αρχών στην ανατολική Μεσόγειο και στη ΝΑ Ευρώπη. Και θα συνεχίζαμε να ζούμε με δανεικά, επικαλούμενοι μια ομιχλώδη αύρα πολιτικής προοπτικής;

Ασφαλώς και όχι. Θα μας δινόταν η ευκαιρία όμως να ακολουθήσουμε μια εξαιρετικά πειθαρχημένη προσπάθεια δημοσιονομικής ανασυγκρότησης μόνοι μας, δίχως να απολέσουμε τη σύνδεσή μας με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, όπως κάνει σήμερα η Ισπανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, διατηρώντας με τον τρόπο αυτόν το πλαίσιο των πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα από την προστασία του πυρήνα της εσωτερικής μας κυριαρχίας. Και πού θα βρίσκαμε δανεικά με το, όντως, εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο που μας δόθηκε από την τρόικα; Να θυμίσω απλώς ότι η προοπτική χρεοκοπίας της Ελλάδας το 2010 αποτελούσε σενάριο καταστροφής όλης της ευρωζώνης και μας έδινε τη δυνατότητα μέσω της θεωρίας της αλληλεξάρτησης για μια ισχυρή διαπραγμάτευση;

Βασική προϋπόθεση, βέβαια, είναι να γνωρίζεις τι είναι η θεωρία της αλληλεξάρτησης, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Κυνικό; Ασφαλώς. Λιγότερο επώδυνο όμως από τη συλλογική βίαιη φτωχοποίηση, το 1.500.000 ανέργων και των εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών που κατοικούν σήμερα στην Ελλάδα κάτω από το παγκόσμιο όριο της φτώχιας, δεν νομίζετε;Γιατί, λοιπόν, έγινε η επιλογή αυτή; Θεωρώ, μια και απεχθάνομαι τα σενάρια συνωμοσίας και τα σύνδρομα καταδίωξης, ότι ήταν το αποτέλεσμα της εμμονής στα μακροοικονομικά στοιχεία και απόρριψης των ενδογενών πολιτικών δεδομένων και των διεθνοπολιτικών συνθηκών που διαμορφώνουν την καθημερινότητα των κρατών και τη στάση των υπολοίπων προς αυτά.

* Ο Σπύρος Λίτσας είναι Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Πηγή: dimokratianews.gr