Η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο προσπαθειών της Άγκυρας για επανακαθορισμό μέρους της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Αυτές οι προσπάθειες σφραγίστηκαν αρχικά με τις εξελίξεις σε σχέση με το Ισραήλ και τη Ρωσία. Το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν κατακόρυφα και οι πληροφορίες περί αλλαγής της τουρκικής ρότας σε σχέση με τη Συρία, αλλά και την Αίγυπτο. Η βασική αιτία των προσπαθειών για αλλαγές λίγο πριν το πραξικόπημα, ήταν φυσικά η αναγκαιότητα της Τουρκίας να αποκτήσει εκ νέου κάποιο πεδίο κινήσεων και «αναπνοής» μετά την ολοκληρωτική απομόνωση που προκάλεσε η επιθετική της πολιτική στη Συρία. Επιπλέον ήταν και μια έκφραση της προσπάθειας για αναζωογόνηση κάποιων διεθνών οικονομικών και ενεργειακών συμφωνιών που θα λειτουργούσαν ως «μαξιλαράκι άμυνας» απέναντι στην ευρύτερη οικονομική αστάθεια. Το πραξικόπημα λοιπόν δοκιμάστηκε σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία για τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας και η πιθανότητα επικράτησης του, μάλλον θα οδηγούσε σε μια οριστική ανατροπή πολλών δεδομένων της εξωτερικής πολιτικής. Είναι λοιπόν κατανοητό, ότι η στάση που τήρησαν έναντι της απόπειρας πραξικοπήματος σημαντικά κράτη, θα επηρεάζει το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και τους χειρισμούς της Τουρκίας σε κάποια ανοιχτά θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος. Αυτά τα «υπόλοιπα» που άφησαν πίσω τους οι τοποθετήσεις ισχυρών χωρών τόσο τη νύχτα της 15ης Ιουλίου, όσο και μετά, είναι ικανά να επηρεάζουν σε κάποιο βαθμό τις πιέσεις που θα ασκεί και τα ανταλλάγματα που θα ζητά η Άγκυρα στη σκακιέρα της πολύπλοκης περιφερειακής τάξης πραγμάτων.
Οι αντιφάσεις των αντιδράσεων από Δύση και Ασία…
Ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2013 με την αποκάλυψη σκανδάλων διαφθοράς Υπουργών της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ο Έρτογαν υπογραμμίζει φορτικά ότι «πίσω από την τρομοκρατική οργάνωση Φετουλλάχ Γκιουλέν υπάρχει μια ανώτερη δύναμη». Η ξεκάθαρη παραπομπή στην εμπλοκή ξένων κρατών στα εσωτερικά της Τουρκίας διαμέσου της κοινότητας Γκιουλέν, αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια από τις κεντρικές πλατφόρμες συγκρότησης του πολιτικού λόγου του Έρντογαν. Έστω και αν ο ίδιος δεν αναφέρει συγκεκριμένο όνομα, η «ανώτερη δύναμη» στην οποία παραπέμπει είναι οι ΗΠΑ. Αμέσως μετά την αποτυχία της πραξικοπηματικής απόπειρας της 15ης Ιουλίου, ο επικριτικός λόγος Έρντογαν συμπληρώνεται από καθημερινά πολυσέλιδα αφιερώματα στις τουρκικές εφημερίδες και ερευνητικά ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με την ιστορία και το ρόλο της κοινότητας Γκιουλέν. Δημιουργείται μια συγκεκριμένη κοινή γνώμη «ανέτοιμη» να δεχτεί ερωτηματικά σε σχέση με το ποιος κρύβεται πίσω από το πραξικόπημα.
Φυσικά για την καλλιέργεια αυτής της καθολικής αντίληψης στην κοινωνία της Τουρκίας δεν ευθύνεται μόνο ο Γκιουλέν και ο τρόπος με τον οποίο προωθεί το ρόλο του ο Έρντογαν. Οι αντιδράσεις από το εξωτερικό επίσης συμβάλλουν στην «αδιαλλαξία» της κοινής γνώμης. Πολύ περισσότερο όμως συμβάλλουν στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου και αντιπαραθετικού γεωπολιτικού πλαισίου. Από τη μια βρίσκεται γενικά η Δύση και αυτοί που την εκπροσωπούν πληρέστερα, δηλαδή οι ΗΠΑ, η Ε.Ε και το ΝΑΤΟ. Από την άλλη βρίσκεται κυρίως η Ρωσία και το Ιράν. Η πρώτη ομάδα κρατών/παραγόντων χαρακτηρίζεται από την «χλιαρή» αντίδραση που έδειξε τις κρίσιμες ώρες της νύχτας της 15ης Ιουλίου 2016. Για παράδειγμα η ανακοίνωση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών τις ώρες που εξελισσόταν το πραξικόπημα, περιορίστηκε στην ανάδειξη της προσδοκίας των ΗΠΑ «για σταθερότητα, ειρήνη και συνέχεια στην Τουρκία». Την ίδια στιγμή ειδησεογραφικά πρακτορεία όπως το Reuters μετέδιδαν την είδηση ότι πληροφορίες από Αμερικανούς αξιωματούχους σημείωναν ότι «δεν είναι ξεκάθαρο ποιος θα επικρατήσει τελικά». Στο ίδιο περίπου πλαίσιο κινήθηκε και η Ε.Ε, ηγεσίες της οποίας τοποθετήθηκαν εναντίον του πραξικοπήματος τις επόμενες μέρες και αφότου ξεκαθάρισε το δίλημμα του ποιος θα επικρατήσει. Με λίγα λόγια, η συγκεκριμένη ομάδα κρατών/παραγόντων έστελνε το μήνυμα ότι θα μπορούσε να αποδεχτεί ακόμα και μια διακυβέρνηση χούντας. Προοπτική που μάλλον στον Έρντογαν ξυπνούσε τους εφιάλτες της κατάληξης Μόρσι στην Αίγυπτο το 2013.
Η δεύτερη ομάδα κρατών/παραγόντων, χαρακτηρίστηκε από μια εντελώς διαφορετική στάση ακόμα και στις πρώτες στιγμές των ένοπλων συγκρούσεων εντός Τουρκίας. Το ρωσικό υπουργείο εξωτερικό είχε συνεχής ενημερωτικές επαφές με την Άγκυρα και καταδίκασε άμεσα την πραξικοπηματική ενέργεια, πριν αυτή καταλήξει σε αποτυχία. Την άμεση αντίδραση της Μόσχας, ακολούθησε το Ιράν. Πρώτος ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Ιράν, Αί Σιεμανί, υπογράμμισε σε ανακοίνωση του ότι «εμείς υποστηρίζουμε τη νόμιμη κυβέρνηση της Τουρκίας. Αυτή την ώρα γίνεται ένα πραξικόπημα και είτε γίνεται στο εσωτερικό, είτε με ξένη υποστήριξη, είμαστε εναντίον του. Μέχρι τις 4 τα ξημερώματα, προστέθηκε και η ανακοίνωση από το ιρανικό υπουργείο εξωτερικών στην οποία σημειωνόταν ότι τα πραξικοπήματα «δεν έχουν θέση στην περιοχή μας» και ότι «αυτό που γίνεται στην Τουρκία είναι καταδικασμένο σε αποτυχία εξαιτίας της ισχυρής υπεράσπισης της δημοκρατίας και της εκλεγμένης κυβέρνησης από τον τουρκικό λαό».
Η μεγαλύτερη αντίφαση που εμπεριέχεται στο προαναφερθέν πλαίσιο των διαφορετικών αντιδράσεων του διεθνούς παράγοντα, δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο σε περιφερειακό επίπεδο. Γιατί μια τέτοια ερμηνεία συγκρούεται με το γεγονός ότι στα ζητήματα της περιφέρειας οι πλέον αντιθετικές προσεγγίσεις καταγράφονταν μεταξύ Τουρκίας-Ρωσίας-Ιράν, ιδιαίτερα με επίκεντρο το μέλλον της Συρίας και γενικότερα της Μέσης Ανατολής. Συνεπώς οι τοποθετήσεις ευρύτερα της Δύσης απέναντι στον Έρντογαν, το μέλλον του και την ίδια την πραξικοπηματική απόπειρα, μάλλον θα πρέπει να γίνουν κατανοητές σε ένα περιβάλλον γενικότερων γεωπολιτικών μετατοπίσεων των τελευταίων χρόνων. Δηλαδή αντιπαραθέσεων και διαφωνιών που εντάσσονται στην πραγματικότητα ενός «μεταδυτικού» κόσμου.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο των τάσεων αυτονόμησης της Τουρκίας
Η περίοδος αμέσως μετά την πραξικοπηματική απόπειρα βρήκε την Τουρκία εντελώς απόμακρη και απομονωμένη από τη Δύση. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της πολιτικής του καριέρας, αλλά προπαντός της φυσικής του επιβίωσης, ο Έρντογαν ένιωσε περισσότερο από όλους την «απόρριψη» ισχυρών δυτικών κέντρων εξουσίας. Αυτή η εξέλιξη από μόνη της δημιουργεί προϋποθέσεις περαιτέρω ενδυνάμωσης της τάσης αυτονόμησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ανεξαρτήτως του βαθμού επιτυχίας μιας τέτοιας προσπάθειας και ανεξαρτήτως του πραγματικού περιεχομένου της αυτονόμησης από τη Δύση που φαντάζεται το ΑΚΡ και ο Έρντογαν, το μεταπραξικοπηματικό περιβάλλον στο παρόν στάδιο είναι ευνοϊκό για την προσπάθεια ενεργοποίησης πολλαπλών επιλογών της Άγκυρας. Για παράδειγμα, η πρόσφατη επίσκεψη Έρντογαν στην Αγία Πετρούπολη και η συνάντηση με τον Πούτιν λίγες εβδομάδες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και με δεδομένο το διεθνές περιβάλλον που προαναφέρθηκε, είναι σημαντική από πολλές απόψεις. Πέραν των πραγματικών οικονομικών και ενεργειακών πτυχών της συγκεκριμένης επίσκεψης, σε επίπεδο πολιτικών υπονοούμενων η Άγκυρα ήθελε να επιβεβαιώσει ότι σε δύσκολες στιγμές διαθέτει τάσεις «ανεξαρτητοποίησης» από τη Δύση. Έστω και αν συνειδητοποιεί ότι η πλήρης αποκοπή σχέσεων από το τρίγωνο ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε δεν είναι ούτε εφικτή, ούτε και επιθυμητή στο παρόν στάδιο, εντούτοις η Άγκυρα θα συνεχίσει να στέλλει φορτικά το μήνυμα των πολλαπλών γεωπολιτικών επιλογών.
Η συγκεκριμένη προσπάθεια της εξουσίας Έρντογαν βασίζεται μεταξύ άλλων τόσο στα αντικειμενικά δεδομένα των παγκόσμιων μετατοπίσεων ισχύος, όσο και σε μια προϋπάρχουσα ιδεολογική σύγκλιση εντός Τουρκίας. Τα ιδεολογικά ρεύματα στη χώρα που συγκλίνουν σε ότι αφορά στην προσπάθεια αυτονόμησης της Τουρκίας, βρίσκονται στον ευρύτερο χώρο του ισλαμισμού και του ατατουρκισμού/εθνικισμού. Στις δύο αυτές μεγάλες πτέρυγες της τουρκικής δεξιάς, ιστορικά έχουν καλλιεργηθεί και αναλόγως κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών ωριμάζουν έννοιες όπως «η ισχυρή Τουρκία», μια χώρα που «μπορεί να λέει όχι στη Δύση», δηλαδή ενός κράτους που είναι ικανό να διευρύνει το στρατηγικό πεδίο επιρροής του χωρίς απαραίτητα να υπηρετεί αποκλειστικά δυτικά συμφέροντα. Η συγκεκριμένη ιδεολογική σύγκλιση αγκαλιάζει και τον τρόπο αντιμετώπισης του ΡΚΚ, όχι απαραίτητα του Κουρδικού προβλήματος ως τέτοιου.
Η έντονη αντιδυτική και κυρίως αντιαμερικανική κριτική που αναπτύσσεται στην Τουρκία αυτό το διάστημα, μπορεί να μην φτάσει σε επίπεδα ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου και περιεκτικού ευρασιατικού δόγματος που να απορρίπτει εντελώς τους δυτικούς θεσμούς. Όμως είναι γεγονός ότι η ύπαρξη κοινωνικών στρωμάτων και πολιτικής ελίτ που τοποθετούν την Τουρκία ως εκπρόσωπο ενός «άλλου κόσμου» εν πολλής ανταγωνιστικού προς τη Δύση, είναι μια βάση που ενισχύει συγκυριακά τις τάσεις αυτονόμησης της Άγκυρας, τουλάχιστον για θέματα της «δικής της» περιοχής.
Μετά την πραξικοπηματική απόπειρα η προαναφερθείσα ιδεολογική σύγκλιση μεταξύ ισλαμικού-ατατουρκισμού/εθνικισμού, εκφράζεται σε πρακτικό επίπεδο κυρίως από το ΑΚΡ, το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, ένα μέρος του στρατού, αλλά και από μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα εντός του Ρεπουμλικανικού Λαϊκού Κόμματος. Τα πιο ξεκάθαρα σημεία συνεργασίας τους στο παρόν στάδιο είναι ο ρόλος της κοινότητας Γκιουλέν, η σχέση των ΗΠΑ με το πραξικόπημα και η σκληρή αντιμετώπιση του ΡΚΚ. Φυσικά το ερώτημα που σχετίζεται με τις αντοχές μιας τέτοιας συνεργασίας παραμένει ανοιχτό στις επιρροές των επόμενων εξελίξεων τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στην περιφέρεια της.
Μερικά συμπεράσματα
Είναι γεγονός ότι το επίπεδο των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση δέχεται κάποιες μεταβολές. Παλαιότερα η ξεκάθαρη ενσωμάτωση της Τουρκίας με τη Δύση σε θεσμικό επίπεδο συνοδευόταν και από ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης. Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά από εξελίξεις όπως η φθορά των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε, αλλά και οι έντονες διαφωνίες για το βαθμό επιθετικότητας στην υπόθεση μετασχηματισμού της Μέσης Ανατολής, αμφισβήτησαν σε κάποιο βαθμό τόσο της θεσμική ενσωμάτωση της Τουρκία, αλλά πολύ περισσότερο την εμπιστοσύνη. Το τελευταίο στοιχείο είναι αυτό που φαίνεται να ενισχύεται κατακόρυφα μετά το βράδυ της 15ης Ιουλίου 2016.
Οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας μέσα στο περιβάλλον του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και της προσπάθειας πλήρους περιθωριοποίησης κάθε αντιπολιτευτικής φωνής, είναι στοιχεία που δείχνουν την αρνητική κατεύθυνση της μειωμένης πλέον επιρροής της Ε.Ε εντός της χώρας. Η Ε.Ε ως ένας πολιτικο-οικονομικός οργανισμός ήταν μέχρι και πριν μια δεκαετία μια από τις καθοριστικότερες δυναμικές μερικής δημοκρατικής ομαλοποίησης στην Τουρκία. Πλέον αυτή η διάσταση της Ε.Ε φαίνεται να ανατρέπεται. Στο ίδιο πλαίσιο, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ θα περάσουν από μια μεγάλη διαδικασία επανεξέτασης με επίκεντρο την υπόθεση έκδοσης του Φετουλλάχ Γκιουλέν, αλλά και με επιπλέον κρίσιμα παζαρέματα σε θέματα όπως η κουρδική αυτονόμηση στη Συρία και η γενική θέση της Τουρκίας αναφορικά με την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους. Είναι γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα η Άγκυρα μείωσε αισθητά την κριτική της αναφορικά με την πορεία θεσμικής οικοδόμησης της κουρδικής Ροζιάβα, όμως το μέλλον της υπόθεσης του Κουρδικού σε περιφερειακό επίπεδο θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα αντιφατικά μηνύματα των ΗΠΑ σε σχέση με την έκδοση Γκιουλέν. Το σημείο αυτό είναι και το συγκεκριμένο στο οποίο ο Έρντογαν δε δείχνει καθόλου πρόθυμος σε υποχωρήσεις. Άλλωστε η προοπτική έκδοσης του Γκιουλέν είναι οργανικό κομμάτι της μελλοντικής πολιτικής ύπαρξης ολόκληρου του ισλαμικού κινήματος που συσπειρώνεται αυτή τη στιγμή γύρω από το ΑΚΡ.
Όπως έχουν διαμορφωθεί οι ισορροπίες σε αυτή τη συγκυρία, η πιο συνεπής έκφραση της θεσμικής ενσωμάτωσης της Τουρκίας στη Δύση είναι η νατοϊκή της ιδιότητα. Το ΝΑΤΟ αναδεικνύεται ως ο σημαντικότερος παράγοντας-δίοδος μέσα από τον οποίο η Άγκυρα θα επιβεβαιώνει το επόμενο χρονικό διάστημα τη «δυτική λειτουργία» της πολιτικής της σε διεθνές επίπεδο. Την ίδια στιγμή η ιεράρχηση των απειλών που κάνει το ίδιο το ΝΑΤΟ (χαρακτηριστικό παράδειγμα η διακήρυξη της πρόσφατης συνόδου στη Βαρσοβία), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μπορεί να υπάρχουν αναζητήσεις εξισορρόπησης του ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή, όμως στο παρόν στάδιο κανένας από τη συμμαχία δεν επιθυμεί βαθύτερη ρήξη με την Άγκυρα. Συνεπώς τουλάχιστον το επόμενο εξάμηνο, η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση θα κινείται πάνω στις προαναφερθείσες λεπτές ισορροπίες.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 21 Αυγούστου 2016