Ιδεολογικές και γεωπολιτικές διαστάσεις της ενδοϊσλαμικής αντιπαράθεσης στην Τουρκία
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας Andy Ar που έγινε τέσσερις μέρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, το 64.4% των συμμετεχόντων θεωρεί ότι πίσω από τα γεγονότα βρίσκεται η κοινότητα Γκιουλέν. Η συντριπτική πλειοψηφία θεωρεί επίσης ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να προχωρήσουν στην έκδοση του γνωστού ιεροκήρυκα. Στη δημοσκόπηση της εταιρείας ORC που έγινε μεταξύ 22 και 24 Ιουλίου 2016, το 96% των συμμετεχόντων πιστεύει πως η πραξικοπηματική απόπειρα έγινε από την κοινότητα Γκιουλέν, ενώ το ίδιο ποσοστό στηρίζει την πολιτική εκκαθαρίσεων των ακολούθων του Γκιουλέν.
Η συγκεκριμένη τάση σε σχέση με τον ύποπτο ρόλο της ισλαμικής κοινότητας Γκιουλέν, έστω και με διαφοροποιήσεις, αντικατοπτρίζεται εύκολα και στις θέσεις που προβάλλουν τα τέσσερα κοινοβουλευτικά κόμματα της χώρας. Τουλάχιστον για τη σημερινή συγκυρία, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ένα από τα ελάχιστα στοιχεία που δημιουργούν συναίνεση στην Τουρκία είναι η συγκεκριμένη κοινότητα και ο διαχρονικός της ρόλος. Η κοινωνική πλειοψηφία που εκφράζεται στο θέμα αυτό, διαπερνά από όλες τις κρατικές δομές συμπεριλαμβανομένου του στρατού και διαχέεται με τρόπο που επηρεάζει πλέον τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης της Τουρκίας τόσο σε τοπικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Ο βαθμός «κοινωνικής ομοφωνίας» για το ρόλο της κοινότητας Γκιουλέν δημιουργεί πραγματικά ερωτηματικά στο κατά πόσο η Τουρκία θα είναι σε θέση πλέον να οπισθοχωρήσει στις διαβουλεύσεις με τις ΗΠΑ για το θέμα της έκδοσης του Φετουλλάχ Γκιουλέν.
Δυτικές «δυσκολίες»: Ο Γκιουλέν δεν κάνει τέτοια πράγματα (;)
Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα, στο παρόν στάδιο, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με κάποια δυτικά κέντρα εξουσίας και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Είτε λόγω σκοπιμοτήτων, είτε λόγω μειωμένης εξοικείωσης με τις πρωτογενής τουρκικές πηγές, οι αναζητήσεις πολιτικών, οικονομικών και ακαδημαϊκών κύκλων στη Δύση περιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούν την κοινότητα Γκιουλέν. Μερικές από αυτές τις προσπάθειες, είτε υποτιμούν, είτε παραβλέπουν γενικά τη δομή και τον τρόπο δραστηριότητας της. Η γενική θεώρηση πολλών κειμένων για το θέμα της εμπλοκής της εν λόγω κοινότητας στο πραξικόπημα προωθεί την άποψη ότι περίπου «ο Γκιουλέν δεν κάνει τέτοια πράγματα». Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα του τελευταίου διαστήματος είναι το κείμενο του Γκράχαμ Φούλερ – πρώην επικεφαλής της CIA στη Μέση Ανατολή – που δημοσιεύθηκε στις 22 Ιουλίου στη Huffington Post, με το οποίο ο Γκιουλέν παρουσιάζεται περίπου ως το πιο «ενθαρρυντικό πρόσωπο» του Ισλάμ σήμερα.
Μετά τον καταιγισμό των καταθέσεων συλληφθέντων αξιωματικών στις οποίες ομολογούν τη διασύνδεση τους με την κοινότητα Γκιουλέν, η προαναφερθείσα εύκολη ανάγνωση έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί. Έστω και αν παραμένουν ακόμα ερωτηματικά σε σχέση με το πραγματικό μέγεθος της κοινότητας Γκιουλέν εντός των κρατικών δομών, έστω και αν ακόμα δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο με ποιες άλλες δυνάμεις συνεργάστηκε, εντούτοις η συμμετοχή της στο πραξικόπημα έχει απαντηθεί. Ανεξαρτήτως λοιπόν των σκοπιμοτήτων που θέλει να εξυπηρετήσει είτε ο Έρντογαν, είτε κύκλοι εξουσίας στη Δύση, η «χαρτογράφηση» της κοινότητας Γκιουλέν, μπορεί σε κάποιο βαθμό να φωτίσει τόσο τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς στην Τουρκία, όσο και την γεωπολιτική πτυχή της πραξικοπηματικής απόπειρας της 15ης Ιουλίου 2016.
Ένα παγκόσμιο κίνημα ισλαμικής διαφοροποίησης
Η βασική γνώση των παραδοσιακών ισλαμικών κινημάτων που εμφανίστηκαν από το 19ο αιώνα και μετά, οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα για την ύπαρξη ενός ισχυρού αντιδυτικού λόγου. Βεβαίως, πολλοί ήταν οι παράγοντες γέννησης αυτών των κινημάτων. Σε αυτούς όμως συμπεριλαμβάνεται και η αντίδραση ενός μέρους των κοινωνιών του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου ενάντια στη δυτική αποικιοκρατία. Ένας βασικός πυλώνας της καταγγελίας των ισλαμιστών παρουσιάζει τη Δύση ως τον μοναδικό υπαίτιο της οικονομικής υπανάπτυξης και της πολιτισμικής περιθωριοποίησης. Τα ισλαμικά κινήματα διακρίνονται από τη γενική επίκληση της αλληλεγγύης μεταξύ των Μουσουλμάνων, της ανάγκης για πολιτική και οικονομική συνεργασία που να οδηγεί στην απεξάρτηση από το δυτικό κεφάλαιο. Τα πιο πάνω σε πολιτικό πρόγραμμα συνήθως εκφράζονται με την έννοια του πανισλαμισμού, δηλαδή της ενότητας της θρησκευτικής κοινότητας (ούμμα). Σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα, η κοινότητα Γκιουλέν περνά μερικές φορές στο άλλο άκρο. Αντιμετωπίζει τα προβλήματα του μουσουλμανικού κόσμου περίπου ως «τοπικά». Θεωρεί ότι η επίλυσή τους μπορεί να επέλθει μέσα από την ενεργοποίηση «δυτικών εργαλείων» προσαρμοσμένων στον ισλαμικό κόσμο. Γενικά η παρουσία της Δύσης ως άξονα οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης δεν απορρίπτεται. Αντίθετα, πολλές φορές ενθαρρύνεται από την κοινότητα Γκιουλέν.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι όντως η κοινότητα Γκιουλέν μπορεί να ακουστεί καλύτερα στο δυτικό κόσμο. Πρόκειται άλλωστε για μια οργάνωση παγκόσμιων διαστάσεων. Σχολεία, ακαδημαϊκά και ερευνητικά ινστιτούτα, πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψεις, φιλανθρωπικές οργανώσεις, σύνδεσμοι, όμιλοι ΜΜΕ, εκδοτικοί οίκοι και τεράστια εμπορικά και βιομηχανικά συμπλέγματα, ανήκουν στο διεθνές δίκτυο της κοινότητας. Επομένως γίνεται κατανοητό ότι δεν πρόκειται για μια «απλή θρησκευτική ομάδα». Η δραστηριοποίηση της διευρύνεται από τις ΗΠΑ και χώρες της Ευρώπης, μέχρι την Κεντρική Ασία, την ευρύτερη Μέση Ανατολή και περιοχές της Αφρικής. Το δημόσιο πρόσωπο της κοινότητας Γκιουλέν προάγει μεταξύ άλλων το διαθρησκευτικό διάλογο, τη φιλανθρωπική δράση, αφιερώνει εκατομμύρια δολάρια στις δημόσιες σχέσεις, δημιουργεί ισχυρούς κύκλους λόμπι και αποσκοπεί στην ενίσχυση παράλληλων δικτύων εξάρτησης. Στο τεράστιο ιδιωτικό εκπαιδευτικό δίκτυο του Γκιουλέν, γλώσσα διδασκαλίας είναι η αγγλική. Μαθήματα για τις επιστήμες και την τεχνολογία συμπληρώνουν τη διδακτέα ύλη, η οποία δε θυμίζει τίποτα από ιεροδιδασκαλεία και μαθήματα κορανίου. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Γκιουλέν, κυρίως στις υπανάπτυκτες χώρες, είναι τα «σχολεία της ελίτ». Ένας απόφοιτος αυτών των ιδρυμάτων ξέρει υποχρεωτικά ξένες γλώσσες, έχει ήδη αποκτήσει πρόσβαση σε μεγάλα επιχειρηματικά δίκτυα, ενώ είναι φορέας μιας αρκετά υψηλού επιπέδου μόρφωσης. Με αυτό τον τρόπο, η κοινότητα Γκιουλέν πετυχαίνει τη δημιουργία μιας αλυσίδας ακολούθων ή φίλων, οι οποίοι βρίσκονται σε σημαντικές θέσεις στη γραφειοκρατία ή και την πολιτική τάξη διαφόρων κρατών.
Μέσα από το συγκεκριμένο «θρησκευτικό» προφίλ, προωθεί εκείνη την έκδοση του Ισλάμ που επιθυμεί να βλέπει η Δύση. Υπογραμμίζει τη μετριοπάθεια, την ειρήνευση μεταξύ θρησκείας και αγοράς, με τρόπο που να δημιουργεί τεράστιες αποστάσεις από το «άλλο Ισλάμ-φόβητρο» των δυτικών κοινωνιών. Με λίγα λόγια, η κοινότητα Γκιουλέν παρουσιάζεται ως το πιο κοντινό μοντέλο σε αυτό που κάποιοι στη Δύση ονομάζουν «μετριοπαθές Ισλάμ». Αλλά πέραν τούτου, λόγω ακριβώς της παγκόσμιας διάστασης της, η κοινότητα σήμερα θεωρείται από πολλούς ως ισχυρός παράγοντας διεθνών σχέσεων. Δεν είναι καθόλου τυχαία άλλωστε η ευκολία με την οποία ο Γκιουλέν μπορεί να κοινοποιήσει τόσο άμεσα τις απόψεις του σε δομές εξουσίας των ΗΠΑ. Ούτε και τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι η κατοικία του στις ΗΠΑ λειτουργεί ως ένα είδος «αρχηγείου» των διεθνών δραστηριοτήτων της κοινότητας.
Η σιωπηλή διείσδυση στο τουρκικό κράτος…
Η πολιτιστική, οικονομική και φιλανθρωπική δραστηριότητα της κοινότητας Γκιουλέν, βεβαίως δεν είναι η μοναδική πτυχή της ύπαρξης της. Αυτή η εν πολλής δημόσια έκθεση της κοινότητας ανατροφοδοτείται από μια άλλη «υπόγεια» δράση, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είτε είναι άγνωστη, είτε υποτιμάται. Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ισλαμικών ταγμάτων στην Τουρκία και αλλού, είναι η σχετικά «κλειστή» τους δομή. Οι συγκεκριμένες θρησκευτικές οργανώσεις πάντοτε χαρακτηρίζονταν από δραστηριότητες που ήταν μακριά από τη δημόσια σφαίρα. Η ημιπαράνομη και υπόγεια δράση τους εξέφραζε κυρίως την ανάγκη προστασίας από την καταδίωξη του κοσμικού κεμαλικού κράτους. Ήταν μια ρεαλιστική επιλογή επιβίωσης. Όμως η υπόγεια, παρασκηνιακή δράση της κοινότητας Γκιουλέν σχετίζεται και με το στόχο για διείσδυση στο κράτος και τον έλεγχο συγκεκριμένων δομών εξουσίας. Ο στόχος για «διαμόρφωση» και «εγκατάσταση» ακολούθων της κοινότητας στο τουρκικό κράτος, μαρτυρείται κυρίως από τα κείμενα των θρησκευτικών κηρυγμάτων του Γκιουλέν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και το δεύτερο σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο αυτής της κοινότητας με άλλες παρόμοιες στην Τουρκία. Η κοινότητα Γκιουλέν ήταν από την αρχή μια κυρίως πολιτική οργάνωση με θρησκευτικό προσωπείο, χρήσιμο για τη δημιουργία νέων πεδίων οικονομικής και άλλης επιρροής. Υπό αυτή την έννοια δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με άλλα ισλαμικά κινήματα της περιοχής.
Η αστυνομία, το υπουργείο εσωτερικών, το υπουργείο δημοσιονομικών, το υπουργείο παιδείας, ο στρατός και τα ΜΜΕ, βρέθηκαν κατά διαστήματα στις προτεραιότητες του Γκιουλέν για αύξηση της επιρροής του. Ο τρόπος διείσδυσης ακολούθων του σε αυτούς τους θεσμούς δεν ήταν πάντα νόμιμος. Αποκαλύψεις διάφορων ερευνών που έγιναν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αλλά ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990, αποδεικνύουν ότι συνιστώσες της κοινότητας είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κλοπή γραπτών εξετάσεων για υποψήφιους δημόσιους υπάλληλους και στρατιωτικούς. Οι εξετάσεις αυτές παραχωρούνταν σε συγκεκριμένους μαθητές των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της κοινότητας και έτσι διασφαλιζόταν η επιτυχία τους. Σήμερα από μαρτυρίες στρατιωτικών αποκαλύπτεται ότι η διείσδυση της κοινότητας με αυτό τον τρόπο εντός του στρατού, έφτασε σε σημείο που η συντριπτική πλειοψηφία (περίπου 65%) των αποφοίτων στρατιωτικών σχολών τη διετία 1994-1995 είναι ακόλουθοι της κοινότητας Γκιουλέν.
Ένα είδος «ελεγχόμενης» θρησκείας;
Η παρουσία της κοινότητας Γκιουλέν στο τουρκικό κράτος δεν είναι βεβαίως αποκομμένη από το ευρύτερο ιστορικό παρελθόν τόσο του ίδιου του Φετουλλάχ Γκιουλέν, όσο και της εξέλιξης του πολιτικού συστήματος της χώρας. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, ο τότε απλός ιεροκήρυκας Γκιουλέν αποφασίζει να διαχωρίσει τη θέση του από το τάγμα των Νουρτζού και να δημιουργήσει μια αυτόνομη θρησκευτική ομάδα στη Σμύρνη. Λίγο μετά το πραξικόπημα του 1971, ο Γκιουλέν υποστηριζόταν μόνο από μια μικρή ομάδα μαθητών του και κάποιων επιχειρηματιών της περιοχής. Ωστόσο η προηγούμενη του εμπειρία από τη συμμετοχή του στο Σύνδεσμο Αντικομμουνιστικού Αγώνα, του πρόσφερε κάποιες προσβάσεις στους πολιτικούς παράγοντες της δεξιάς. Εκείνα τα πρώτα χρόνια ίσως να ήταν και τα μοναδικά στην ύπαρξη μιας χαλαρής επαφής μεταξύ του Γκιουλέν και του ισλαμικού Κινήματος Εθνικής Άποψης του Νετζμετίν Έρμπακαν. Ο ιδρυτής των ιστορικών κομμάτων του Ισλάμ στην Τουρκία ήθελε να αξιοποιήσει τη διάσπαση στο τάγμα των Νουρτζού και αρχικά επιδίωξε διάλογο με τον Γκιουλέν. Όμως η ειρηνική συμβίωση της κοινότητας Γκιουλέν με την οργανωμένη κομματική έκφραση του Ισλάμ υπό τον Έρμπακαν και των πιο νεαρών Έρντογαν, Γκιούλ ήταν τελικά πολύ σύντομης διάρκειας.
Λίγα χρόνια μετά, ο Γκιουλέν υποστήριξε σθεναρά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980. Θεώρησε ότι η χούντα Εβρέν θα αποτελούσε το οριστικό πλήγμα κατά του λεγόμενου κομμουνιστικού κινδύνου. Η κοινότητα Γκιουλέν, ίσως η μοναδική που δεν καταγράφηκε στις μαύρες λίστες της καταστολής των πραξικοπηματιών, κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να ενισχυθεί. Με την μερική αποκατάσταση της δημοκρατίας από το 1983, η κοινότητα άρχισε σταδιακά να μετασχηματίζεται σε βασικό βραχίωνα υλοποίησης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Η κυβέρνηση του Κόμματος Μητέρας Πατρίδας υπό τον Οζάλ έκανε νέα ανοίγματα προς την Κεντρική Ασία και ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, η κοινότητα Γκιουλέν ήταν παρούσα στην περιοχή με διάφορες οικονομικές και εκπαιδευτικές δομές. Ωστόσο η εποχή της συνεχόμενης ενδυνάμωσης του Γκιουλέν σηματοδοτήθηκε με την άνοδο του Έρμπακαν. Μετά τις δημοτικές εκλογές του 1994 και το σοκ που προκάλεσε στο κεμαλικό κατεστημένο η «ισλαμική αφύπνιση» του Κόμματος Ευημερίας, ο Γκιουλέν και το δίκτυο του αποτέλεσαν το «μετριοπαθές αντίβαρο» στους «φανατικούς» όπως γινόταν αντιληπτός τότε για παράδειγμα ο νεαρός Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης Έρντογαν. Τα κεντρικά ΜΜΕ της Τουρκίας, των ΗΠΑ και άλλων δυτικών κρατών άνοιξαν τις πόρτες τους στον «κοσμικό ιεροκήρυκα». Η κεμαλική γραφειοκρατία έκλεισε τα μάτια στη διείσδυση των ακολούθων του Γκιουλέν, αφού η δική τους δραστηριοποίηση υποτίθεται ότι θα γινόταν το φάρμακο ενάντια στη θρησκευτική οπισθοδρόμηση και τον αντιδυτικισμό που εξέπεμπε τότε το Κόμμα Ευημερίας. Εκείνη ήταν και η περίοδος νέων ενδοϊσλαμικών ανταγωνισμών μεταξύ της σχολής σκέψης του Έρμπακαν και του Γκιουλέν. Όπως μαρτυρεί ο δημοσιογράφος-ερευνητής Ρουσιέν Τσιακίρ, τότε ήταν πολύ δύσκολο να εκφραστεί κάποιος επικριτικά για τον Γκιουλέν μέσα από τις στήλες φιλοκεμαλικών εφημερίδων.
Η συγκυριακή συνεργασία και η «αιματηρή» εχθρότητα…
Τελικά, η επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ Έρντογαν και Γκιουλέν σημειώθηκε με ουσιαστικό τρόπο μετά το 2007. Τότε το ΑΚΡ θεώρησε ότι ο κίνδυνος από το στρατιωτικό κατεστημένο ήταν ζωντανός και αξιοποίησε την παρουσία της κοινότητας στις δομές της δικαιοσύνης και της αστυνομίας για την περιθωριοποίηση ύποπτων αξιωματικών. Αυτή ήταν και η περίοδος της μεγαλύτερης ίσως ισχυροποίησης της κοινότητας μέσα στο κράτος, με την ενθάρρυνση του ίδιου του ΑΚΡ. Έτσι, η αποκάλυψη πραξικοπηματικών σχεδίων και οργανώσεων την περίοδο 2008-2009, έγινε σε ένα πλαίσιο συνεργασίας των δύο κυρίαρχων ισλαμικών μετώπων. Όμως η τελική τους επικράτηση μοιραία θα σήμανε και την έναρξη ενός ακραίου ανταγωνισμού για το ποιος τελικά θα ελέγξει πλήρως το τουρκικό κράτος. Η νύχτα της 15ης Ιουλίου 2016 ήταν το κορυφαίο σημείο της αντιπαράθεσης και η μετάβαση της σε επίπεδα βίας. Εκείνο το βράδυ σηματοδοτεί έτσι, όχι μόνο την οριστική ρήξη μέσα στο ισλαμικό κίνημα της Τουρκίας, αλλά ταυτόχρονα την έναρξη νέων αναζητήσεων στο συγκεκριμένο χώρο. Το οργανωμένο Ισλάμ στην Τουρκία μπαίνει για τα καλά σε μια άλλη πορεία.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 7 Αυγούστου 2016