Άννυ Ποδηματά Είναι σημαντικό ότι η ΕΛΣΤΑΤ και η EUROSTAT επιβεβαίωσαν
χθες το δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 0,7%, διαψεύδοντας τη
δυσμενή πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.Τα στοιχεία δίνουν ένα ισχυρό επιχείρημα στην κυβέρνηση για
να αποκρούσει τις πιέσεις για λήψη επιπρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων,
όχι όμως για να θριαμβολογεί ότι «δικαιώθηκε» ούτε για να συνεχίζει την
πολεμική εναντίον του Ταμείου.Το δημοσιονομικό πλεόνασμα δεν σημαίνει ότι η προσπάθεια της
χώρας ολοκληρώθηκε ούτε ότι έχουν εκλείψει οι κίνδυνοι για το μέλλον.
Να μην ξεχνάμε –και κυρίως να μην ξεχνά η κυβέρνηση-ότι πρωτογενές
πλεόνασμα είχαμε και στο τελευταίο τρίμηνο του 2014 αλλά το χάσαμε, όπως
χάσαμε και την, αναιμική έστω, ανάκαμψη της οικονομίας.
Να μην ξεχνάμε-και κυρίως να μην ξεχνά η κυβέρνηση-ότι τα λάθη στο σχεδιασμό του πρώτου προγράμματος, κυρίως σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις για την επίπτωση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, δεν αποτελούν ούτε τη μοναδική ούτε τη βασική αιτία για να εξηγηθεί η αποτυχία της χώρας να ολοκληρώσει τα προγράμματα προσαρμογής και να βγει από την κρίση.
Υπήρξαν και υπάρχουν πολλά ακόμα λάθη που η νυν αλλά και οι προηγούμενες κυβερνήσεις προτιμούν να υποτιμούν ή και να αποσιωπούν επειδή δεν είναι εύκολο να μετατεθούν στις πλάτες «άλλων».
Πολλά από αυτά παρουσιάστηκαν χθες τεκμηριωμένα και κωδικοποιημένα στην εξαιρετική εκδήλωση που διοργάνωσε το ΙΟΒΕ με θέμα «Οι κρίσεις των Άλλων: Η Ελλάδα και η περιφέρεια της ευρωζώνης».
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ορισμένα από αυτά γιατί μόνο εάν τα αναγνωρίσουμε και τα αντιμετωπίσουμε θα σταματήσουμε να ανακυκλωνόμαστε διαρκώς στα μνημόνια και τη διεθνή εποπτεία. Ο καλώς νοούμενος πατριωτισμός είναι αυτός και όχι οι εύκολες λεκτικές καταγγελίες του ΔΝΤ, του Σόϊμπλε και άλλων τινών, για να καλύπτουμε τη δική μας ανικανότητα και ολιγωρία.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
-πρώτος και βασικότερος παράγοντας που εξηγεί γιατί όλες οι άλλες χώρες ολοκλήρωσαν τα προγράμματα και βγήκαν από τα μνημόνια, ενώ εμείς διανύουμε αισίως το 3ο, είναι η άρνηση αναγνώρισης του προβλήματος και των αιτιών που το δημιούργησαν. Στην Ελλάδα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το πολιτικό σύστημα θεώρησε ότι την κρίση μας την επέβαλαν οι «έξω» με τα μνημόνια και όχι ότι την είχαμε μόνοι μας δημιουργήσει. Με άλλα λόγια, μπήκαμε κατευθείαν στη λογική της καταγγελίας του «φαρμάκου» παρακάμπτοντας πλήρως το γιατί αρρωστήσαμε. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλά από τα αίτια της ασθένειας/χρεοκοπίας τα κουβαλάμε ακόμα μαζί μας και, ανεξαρτήτως πρωτογενούς πλεονάσματος, μπορεί να μας οδηγήσουν ανά πάσα στιγμή σε υποτροπή!
Δεύτερος παράγοντας, συνδεόμενος με τον πρώτο, η διαχρονική απουσία ελάχιστης εθνικής συνεννόησης για την αντιμετώπιση της κρίσης. Σε καμία άλλη από τις υπόλοιπες 4 χώρες που εφήρμοσαν πρόγραμμα δεν έγιναν τόσες φορές εκλογές και δεν υπήρξε τόσο βαθιά πόλωση και κάθετη αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης γύρω από το πρόγραμμα προσαρμογής και την εφαρμογή του.
Τρίτος παράγοντας, η άρνηση ιδιοποίησης από τις κυβερνήσεις του συνόλου σχεδόν των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων που υπήρχαν στα προγράμματα προσαρμογής. Ακόμα και αλλαγές με προφανές θετικό κοινωνικό πρόσημο, όπως π.χ. μέτρα πάταξης της φοροδιαφυγής, βελτίωσης της απόδοσης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, προαγωγής της διαφάνειας, του ανοίγματος των αγορών και του υγιούς ανταγωνισμού, της δημιουργίας ενός αξιόπιστου συστήματος κοινωνικής προστασίας κ.ά, δεν υιοθετήθηκαν ούτε επικοινωνήθηκαν θετικά από οποιαδήποτε κυβέρνηση, με την εξαίρεση κάποιων πρώτων μέτρων της πρώτης κυβέρνησης Γ. Α.Παπανδρέου.
Τέταρτος –και εξαιρετικά σημαντικός-παράγοντας η εξαιρετικά χαμηλή παγκόσμια κατάταξη της Ελλάδας στα θέματα ποιότητας των θεσμών, ήτοι της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, της ποιότητας του ρυθμιστικού/κανονιστικού πλαισίου, του κράτους δικαίου, του ελέγχου της διαφθοράς.
Πέμπτος παράγοντας, το γεγονός ότι η Ελλάδα μπήκε σε πρόγραμμα έχοντας τη χαμηλότερη απ όλες τις άλλες χώρες αφετηρία και στο δημοσιονομικό και στο μακροοικονομικό αλλά και στον χρηματοπιστωτικό τομέα (κυρίως λόγω μεγάλης έκθεσης των τραπεζών στα κρατικά ομόλογα).
Έκτον, η εξαιρετικά χαμηλή, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, κατάταξη της Ελλάδας στους δείκτες που αφορούν στο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός αλλά ενδεικτικός. Δίνει μια αίσθηση γιατί οι άλλες χώρες τα κατάφεραν ενώ εμείς είναι αμφίβολο εάν θα τα καταφέρουμε χωρίς να χρειαστούμε και 4ο πρόγραμμα όταν τελειώσει το 3ο. Κι επειδή 4ο πρόγραμμα δεν θα υπάρξει, ενώ επικρέμονται μπροστά μας και οι κίνδυνοι του βρετανικού δημοψηφίσματος, ας κοιτάξουμε ν’ αλλάξουμε ρότα πριν να είναι πολύ αργά...
*H Άννυ Ποδηματά είναι δημοσιογράφος, πρώην ευρωβουλευτής και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΚ.
Να μην ξεχνάμε-και κυρίως να μην ξεχνά η κυβέρνηση-ότι τα λάθη στο σχεδιασμό του πρώτου προγράμματος, κυρίως σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις για την επίπτωση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, δεν αποτελούν ούτε τη μοναδική ούτε τη βασική αιτία για να εξηγηθεί η αποτυχία της χώρας να ολοκληρώσει τα προγράμματα προσαρμογής και να βγει από την κρίση.
Υπήρξαν και υπάρχουν πολλά ακόμα λάθη που η νυν αλλά και οι προηγούμενες κυβερνήσεις προτιμούν να υποτιμούν ή και να αποσιωπούν επειδή δεν είναι εύκολο να μετατεθούν στις πλάτες «άλλων».
Πολλά από αυτά παρουσιάστηκαν χθες τεκμηριωμένα και κωδικοποιημένα στην εξαιρετική εκδήλωση που διοργάνωσε το ΙΟΒΕ με θέμα «Οι κρίσεις των Άλλων: Η Ελλάδα και η περιφέρεια της ευρωζώνης».
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ορισμένα από αυτά γιατί μόνο εάν τα αναγνωρίσουμε και τα αντιμετωπίσουμε θα σταματήσουμε να ανακυκλωνόμαστε διαρκώς στα μνημόνια και τη διεθνή εποπτεία. Ο καλώς νοούμενος πατριωτισμός είναι αυτός και όχι οι εύκολες λεκτικές καταγγελίες του ΔΝΤ, του Σόϊμπλε και άλλων τινών, για να καλύπτουμε τη δική μας ανικανότητα και ολιγωρία.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
-πρώτος και βασικότερος παράγοντας που εξηγεί γιατί όλες οι άλλες χώρες ολοκλήρωσαν τα προγράμματα και βγήκαν από τα μνημόνια, ενώ εμείς διανύουμε αισίως το 3ο, είναι η άρνηση αναγνώρισης του προβλήματος και των αιτιών που το δημιούργησαν. Στην Ελλάδα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το πολιτικό σύστημα θεώρησε ότι την κρίση μας την επέβαλαν οι «έξω» με τα μνημόνια και όχι ότι την είχαμε μόνοι μας δημιουργήσει. Με άλλα λόγια, μπήκαμε κατευθείαν στη λογική της καταγγελίας του «φαρμάκου» παρακάμπτοντας πλήρως το γιατί αρρωστήσαμε. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλά από τα αίτια της ασθένειας/χρεοκοπίας τα κουβαλάμε ακόμα μαζί μας και, ανεξαρτήτως πρωτογενούς πλεονάσματος, μπορεί να μας οδηγήσουν ανά πάσα στιγμή σε υποτροπή!
Δεύτερος παράγοντας, συνδεόμενος με τον πρώτο, η διαχρονική απουσία ελάχιστης εθνικής συνεννόησης για την αντιμετώπιση της κρίσης. Σε καμία άλλη από τις υπόλοιπες 4 χώρες που εφήρμοσαν πρόγραμμα δεν έγιναν τόσες φορές εκλογές και δεν υπήρξε τόσο βαθιά πόλωση και κάθετη αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης γύρω από το πρόγραμμα προσαρμογής και την εφαρμογή του.
Τρίτος παράγοντας, η άρνηση ιδιοποίησης από τις κυβερνήσεις του συνόλου σχεδόν των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων που υπήρχαν στα προγράμματα προσαρμογής. Ακόμα και αλλαγές με προφανές θετικό κοινωνικό πρόσημο, όπως π.χ. μέτρα πάταξης της φοροδιαφυγής, βελτίωσης της απόδοσης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, προαγωγής της διαφάνειας, του ανοίγματος των αγορών και του υγιούς ανταγωνισμού, της δημιουργίας ενός αξιόπιστου συστήματος κοινωνικής προστασίας κ.ά, δεν υιοθετήθηκαν ούτε επικοινωνήθηκαν θετικά από οποιαδήποτε κυβέρνηση, με την εξαίρεση κάποιων πρώτων μέτρων της πρώτης κυβέρνησης Γ. Α.Παπανδρέου.
Τέταρτος –και εξαιρετικά σημαντικός-παράγοντας η εξαιρετικά χαμηλή παγκόσμια κατάταξη της Ελλάδας στα θέματα ποιότητας των θεσμών, ήτοι της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, της ποιότητας του ρυθμιστικού/κανονιστικού πλαισίου, του κράτους δικαίου, του ελέγχου της διαφθοράς.
Πέμπτος παράγοντας, το γεγονός ότι η Ελλάδα μπήκε σε πρόγραμμα έχοντας τη χαμηλότερη απ όλες τις άλλες χώρες αφετηρία και στο δημοσιονομικό και στο μακροοικονομικό αλλά και στον χρηματοπιστωτικό τομέα (κυρίως λόγω μεγάλης έκθεσης των τραπεζών στα κρατικά ομόλογα).
Έκτον, η εξαιρετικά χαμηλή, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, κατάταξη της Ελλάδας στους δείκτες που αφορούν στο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός αλλά ενδεικτικός. Δίνει μια αίσθηση γιατί οι άλλες χώρες τα κατάφεραν ενώ εμείς είναι αμφίβολο εάν θα τα καταφέρουμε χωρίς να χρειαστούμε και 4ο πρόγραμμα όταν τελειώσει το 3ο. Κι επειδή 4ο πρόγραμμα δεν θα υπάρξει, ενώ επικρέμονται μπροστά μας και οι κίνδυνοι του βρετανικού δημοψηφίσματος, ας κοιτάξουμε ν’ αλλάξουμε ρότα πριν να είναι πολύ αργά...
*H Άννυ Ποδηματά είναι δημοσιογράφος, πρώην ευρωβουλευτής και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΚ.