http://www.capital.gr/Content/ImagesDatabase/fb/470x246/crop/both/94/94cfc22cb8a541a4b119582380e5734d.JPGΤου Κώστα Ράπτη-raptis@kefalaio.gr
Την ώρα που η Αθήνα επιχειρεί να παρεμβληθεί μεταξύ των πιστωτών για την εξασφάλιση μιας συμφωνίας πολιτικά διαχειρίσιμης εντός συνόρων, το τοπίο ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού παραπέμπει σε όλο και μεγαλύτερη πολιτική αβεβαιότητα, η οποία δεν αναμένεται να κοπάσει για το επόμενο ενάμισι έτος – διάστημα κατά το οποίο προβλέπεται και η διεξαγωγή της συζήτησης για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Ήδη ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Μορίς Όμπσφλεντ προειδοποίησε με λόγια που δεν χωρούν παρερμηνεία, κατά την παρουσίαση των εαρινών εκτιμήσεων για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, ότι είναι "πολύ πραγματική" η πιθανότητα να επιλέξουν το Brexit οι Βρετανοί ψηφοφόροι στο δημοψήφισμα του ερχόμενου Ιουνίου – με επιπτώσεις που, κατά τον ίδιο, θα ισοδυναμούν με "global shock", καθώς η μακρά διαπραγμάτευση των όρων του "διαζυγίου", και της νέας σχέσης εφεξής, γηραιάς Αλβιώνας και ηπειρωτικής Ευρώπης θα καθηλώσει τις επενδύσεις και την επιχειρηματική εμπιστοσύνη.
Μπροστά σε μια τέτοιας κλίμακας αναμόρφωση της διεθνούς αρχιτεκτονικής, η επίλυση του ελληνικού ζητήματος παραπέμπει μάλλον στον καβαφικό στίχο "Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα;". Αν και ακριβώς η τακτοποίηση εκκρεμοτήτων πριν από το πιθανολογούμενο άνοιγμα άλλων, μεγαλύτερων "μετώπων" γίνεται περισσότερο επιτακτική – και η ελληνική δεν είναι η μόνη ή η σημαντικότερη.
Το "οικονομικό ΝΑΤΟ"
Η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων, λ.χ., είναι το μεγαλύτερο άλμα εναρμόνισης που έχει επιχειρήσει τις τελευταίες δεκαετίες ο δυτικός κόσμος, αποβλέποντας σε ένα "οικονομικό ΝΑΤΟ", όπως έχει αποκληθεί δημοσιογραφικά, που θα δώσει σε ΗΠΑ και Ε.Ε. τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να δίνουν τον ρυθμό της παγκόσμιας αγοράς, παρά την ανάδυση νέων, δυνάμει ανταγωνιστικών, παικτών ανά τον πλανήτη.
Όμως η διαπραγμάτευση κινδυνεύει να πέσει θύμα του πολιτικού ημερολογίου, καθώς, μετά την περιπέτεια του βρετανικού δημοψηφίσματος, όποια και αν είναι η έκβασή του, παραμονεύουν οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο και κατόπιν οι προεδρικές (Απρίλιο-Μάιο) και οι βουλευτικές εκλογές (Ιούνιο) της Γαλλίας, με "γκραν φινάλε" τις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές της Γερμανίας τον Σεπτέμβριο του 2017. Πρόκειται για ένα περιβάλλον που αντικειμενικά δεν ευνοεί την πρόοδο των διαπραγματεύσεων, αν μη τι άλλο διότι η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ θα χρειαστεί ένα διάστημα ιεράρχησης των προτεραιοτήτων της, ενώ οι Ευρωπαίοι συνομιλητές θα επιδιώκουν πάση θυσία να μείνουν εκτός του προσκηνίου θέματα που μπορούν να διεγείρουν πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις.
Από το Ανόβερο στη Νέα Υόρκη
Εξού και οι αμέσως επόμενες εβδομάδες ισοδυναμούν με αγώνα δρόμου στη διαπραγμάτευση της TTIP, διότι, όπως το έθεσε χαρακτηριστικά, μιλώντας στο "Politico", ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Γερμανία, Ραλφ Έμερσον, "αν τη θες πραγματικά, πρέπει να ολοκληρωθεί στη διάρκεια αυτής της αμερικανικής προεδρίας".
Η συνάντηση που θα έχουν στις 24 Απριλίου στην Έκθεση του Ανοβέρου ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο διαπραγματευτής διεθνούς εμπορίου των ΗΠΑ Μάικλ Φρόμαν και η αρμόδια επίτροπος της Ε.Ε. Σεσίλια Μάλμστρεμ εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Την επομένη,άλλωστε, θα συγκληθεί στη Νέα Υόρκη ο 13ος γύρος διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ.
Ήδη από την περασμένη εβδομάδα η Άνγκελα Μέρκελ "πάτησε γκάζι", συνυπογράφοντας με τους επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας κοινή δήλωση στην οποία εκφράζουν την προσδοκία "σημαντικής προόδου στις διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ εντός του 2016".
Δυσφορία εκατέρωθεν
Αλλά οι απλές διακηρύξεις δεν αρκούν. Η προεκλογική ενίσχυση του δεξιού και αριστερού λαϊκισμού, με την ανάδειξη ισχυρών διεκδικητών του προεδρικού χρίσματος, όπως του Ρεπουμπλικανού Ντόναλντ Τραμπ και του Δημοκρατικού Μπέρνι Σάντερς, δείχνει ότι οι αντιστάσεις στη λογική της παγκοσμιοποίησης είναι ισχυρές και στις ίδιες τις ΗΠΑ – έστω και αν τις περισσότερες επικρίσεις συγκεντρώνει η έτερη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, η ΤΡΡ, με τις χώρες του Ειρηνικού.
Στην Ευρώπη, πάλι, και μόνο η μυστικότητα με την οποία διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις έχει ξεσηκώσει έντονες αντιδράσεις, όπως και οι αμερικανικές υπαναχωρήσεις σε τομείς όπως οι δημόσιες προμήθειες – για να μη μιλήσει κανείς για τους περιορισμούς στη δημοκρατία που απειλεί να θέσει η επικράτηση των προτεραιοτήτων των επενδυτών επί των εθνικών νομοθεσιών, π.χ. με τη λειτουργία διαιτητικών μηχανισμών εκτός δικαστικού συστήματος.
Μάλιστα, κατεξοχήν εστία των σκεπτικιστών αποτελεί η Γερμανία, όπου μόνο το 27% των πολιτών υποστηρίζει την ΤΤΙΡ, σύμφωνα με το "Ευρωβαρόμετρο", έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 53%.
"Γιατί διαπραγματευόμαστε ακόμη;"
Αν η Άνγκελα Μέρκελ επιθυμεί να κρατήσει το θέμα χαμηλά, δεν ισχύει το ίδιο, λ.χ., με τη νεοσύστατη "Εναλλακτική για τη Γερμανία", ούτε, βέβαια, με τη Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, όπου το κλίμα είναι κατά παράδοση λιγότερο ευνοϊκό. Την περασμένη εβδομάδα 60 Γάλλοι βουλευτές δημοσίευσαν στην εφημερίδα "Le Monde" ανοιχτή επιστολή με την οποία επικρίνουν την αδιαφάνεια των διαπραγματεύσεων για την TTIP και διακηρύσσουν ότι δεν θα αφήσουν την Ε.Ε. να "φιμώσει το γαλλικό Κοινοβούλιο".
Αλλά και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου, Ματίας Φεκλ, κάλεσε τις ΗΠΑ να δεχτούν μια περισσότερο διαφανή διαπραγμάτευση και να υιοθετήσουν την ευρωπαϊκή πρόταση για ένα ειδικό δικαστήριο σε δύο βαθμούς που θα επιλύει τις διαφωνίες επενδυτών και κυβερνήσεων. Ειδάλλως, πρόσθεσε, "είναι ερώτημα γιατί ακόμη διαπραγματευόμαστε".
Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" της 16ης Απριλίου.