Τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής
Τουρκίας-ΕΕ της 18ης Μαρτίου ήταν σε κάποιο βαθμό αναμενόμενα, παρόλο
που οι μεταβλητές της διαπραγμάτευσης ήταν πολλές (βλ. άρθρο της 17ης Μαρτίου).
Τώρα είναι η ώρα της αποτίμησης των συμπερασμάτων της Συνόδου και της
κοινής δήλωσης. Μπορούν να ειπωθούν πολλά για κάθε σημείο της συμφωνίας (βλ. επίσης σχετικές ερωτο-απαντήσεις)
τόσο από νομικής όσο και πολιτικής άποψης – για να μην αναφέρω τις
(αν)ηθικές διαστάσεις. Ως συνήθως, κάποιοι έσπευσαν να επικροτήσουν τη
συμφωνία και κάποιοι να τη δαιμονοποιήσουν. Η συμφωνία μπορεί να είναι
ένα πρώτο βήμα για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης και ίσως
φαίνεται θετική από κυπριακής ή ελληνικής πλευράς. Το περιεχόμενο της
συμφωνίας όμως επιδέχεται τουλάχιστον ακόμα μιας ερμηνείας.Εδώ δεν έχω σκοπό να εμβαθύνω στα
συμφωνηθέντα. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η “μεγάλη εικόνα”
η οποία, κατά την άποψή μου, συνοψίζεται εν συντομία στις εξής
εκτιμήσεις/παρατηρήσεις:
- Πρώτα, παρόλα τα διακυβεύματα για το ζήτημα του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών, Κύπριοι και Έλληνες πρέπει να αντιληφθούν και να θυμούνται ότι η Σύνοδος δεν είχε ως στόχο ούτε την επίλυση του Κυπριακού ούτε την εξομάλυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σχέση υπάρχει, βεβαίως. Όμως θα πρέπει κανείς να δει τί κατάφερε η Σύνοδος στο βασικό θέμα της ατζέντας που ήταν η διαχείριση του προσφυγικού και της ανθρωπιστικής κρίσης. Η μείωση της σημασίας της Συνόδου π.χ. στο Κυπριακό καταδεικνύει έναν λυπηρό κυνισμό.
- Στο δια ταύτα, η συμφωνία φαίνεται να αυτοαναιρείται σε κάποια σημεία. Για παράδειγμα, το σημείο υπ’ αριθμό 1 του ανακοινωθέντος αναφέρει πως η επιστροφή όλων των παράτυπων μεταναστών στην Τουρκία θα γίνεται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Από μόνη της, αυτή η αναφορά αντίκειται στο Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις συλλογικές απελάσεις. Εξ άλλου η Σύμβαση για τους Πρόσφυγες του 1951 ορίζει πως τα συμμετέχοντα στη σύμβαση κράτη δεν επιτρέπεται να διώχνουν αιτητές ασύλου χωρίς να εξετάζουν κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Έγινε προσπάθεια ουτως ώστε αυτή η παρατυπία να καλυφθεί με αναφορά στην αρχή της μη επαναπροώθησης – δλδ. της μη επαναπροώθησης ανθρώπων σε μη ασφαλείς χώρες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η Τουρκία θεωρείται “ασφαλής χώρα”. Πέραν του ότι δεν ορίζεται ξεκάθαρα τι προνοείται για αυτούς που παρεμποδίζονται/συλλαμβάνονται πριν φτάσουν στα ελληνικά νησιά, έχουν εκφραστεί σοβαρές ανησυχίες από διάφορους φορείς, μεταξύ των οποίων και η Διεθνής Αμνηστία, για το κατά πόσο η Τουρκία αποτελεί ή οχι “ασφαλή χώρα” επιστροφής προσφύγων για ένα αριθμό από λόγους. Μεταξύ αυτών είναι το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει την εν λόγω Σύμβαση του 1951 ενώ οι χειρισμοί της στο θέμα των προσφύγων δεν ανταποκρίνονται πλήρως στους κανόνες της ΕΕ. Συνεπώς, η συμφωνία έχει τουλάχιστον νομικές αδυναμίες στο κεντρικό ζήτημα που καλείται να επιλύσει. Και αυτό είναι μόνο ένα από τα παραδείγματα που μπορεί κάποιος να βρεί στο κείμενο.
- Συναφώς, είναι καλό να σκεφτούμε την ηθική πλευρά των πραγμάτων. Το γεγονός δηλαδή ότι η ΕΕ, μια υποτιθέμενη παγκόσμια “αξιακή” δύναμη που παράγει, αναπαράγει και προωθεί (εξάγει ως αυθεντία) ζητήματα που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ειρήνη και τη δημοκρατία, έθεσε τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στο τραπέζι και τους παζάρεψε σαν πασμίνα σε τουρκική αγορά για να ικανοποιήσει τις φοβίες που καλλιέργησε ο ίδιος ο λαϊκισμός και οι αποτυχημένες οικονομικές πολιτικές της τα τελευταία χρόνια. Ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα ο υπερδοξασμένος ανθρωπιστικός και αξιακός χαρακτήρας της ΕΕ έχει χρεοκοπήσει, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως ακόμα και 20 εκτ. Σύριοι να μεταναστεύσουν στην ΕΕ θα αποτελούν μόνο περίπου το 4% του πληθυσμού (508 εκτ) της. Δεδομένου ότι οι αριθμοί είναι πολύ μικρότεροι, με μια σοβαρή στρατηγική (που ουδέποτε επεδίωξαν οι Ευρωπαίοι) το προσφυγικό και η ανθρωπιστική κρίση θα ήταν ένα πολύ διαχειρίσιμο ζήτημα – σε συνάρτηση βεβαίως και με την άμεση αντιμετώπιση της ρίζας του προβλήματος που βρίσκεται στη Μέση Ανατολή.
- Η ηθική χρεωκοπία της ΕΕ, εκφράζεται και στο συγκεκριμένο θέμα των τουρκο-ευρωπαϊκών σχέσεων. Με τον ίδιο τρόπο που η Σύνοδος δεν αφορούσε το Κυπριακό ή τα Ελληνοτουρκικά, δεν αφορούσε ούτε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ. Κατα την οποία, εν τω μεταξύ, η Τουρκία καλείται να εκπληρώσει υποχρεώσεις σε σχέση με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και το Κοινοτικό Κεκτημένο. Αντ’ αυτού, η Τουρκία, επανειλημμένα, καταφέρνει να σημειώνει “πρόοδο” σε αυτή την πορεία χρησιμοποιώντας πολιτικούς μοχλούς πίεσης για να ξεπερνά τα όποια νομικά εμπόδια. Μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να μην ήρε το βέτο της στα 5 διαπραγματευτικά κεφάλαια (και αυτό πρέπει, αν μη τι άλλο, να πιστωθεί στον πρόεδρο Αναστασιάδη), ωστόσο αποφασίστηκε το άνοιγμα του κεφαλαίου 33. Οχι διότι ήταν η κατάλληλη ώρα να ανοίξει, οχι διότι η Τουρκία εκπλήρωσε κάποιες υποχρεώσεις, αλλά διότι η Τουρκία εκβίασε την ΕΕ. Επιπλεόν, είναι ξεκάθαρο πλέον ότι τα 5 κεφάλαια που ζητούσε η Τουρκία να ανοιχτούν στην αρχή ήταν απλά μια διαπραγματευτική τακτική, όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο άρθρο. Αυτό αποκαλύπτει διαστάσεις της τουρκικής διπλωματίας αλλά και τους πραγματικούς στόχους της Τουρκίας.
- Εκτός από το κεφάλαιο 33, η Τουρκία κατάφερε να πάρει την υπο προϋποθέσεις απελευθέρωση των θεωρήσεων για τους Τούρκους πολίτες στην ΕΕ και την πιθανή εκταμίευση ακόμα 3 δις ευρώ περί το 2018 (πάλι υπό προϋποθέσεις). Επιπρόσθετα, έλαβε τις διαβεβαιώσεις της ΕΕ “για νέα ενεργοποίηση της ενταξιακής διαδικασίας“. Βαζοντας το “χαρτί” των προσφύγων κατά μέρος, η Τουρκία τα κατάφερε όλα αυτά, ουσιαστικά, χωρίς να κάνει τίποτα.
- Αυτό το τελευταίο σημείο συνεπάγεται επίσης ότι η Άγκυρα, με τη συναίνεση της ΕΕ, συνέδεσε ξεκάθαρα την ενταξιακή της πορεία με το προσφυγικό. Σήμερα είναι το προσφυγικό, αύριο θα είναι κάτι άλλο. Σημασία έχει πως δημιουργήθηκε ένα προηγούμενο το οποίο επιτρέπει στην Τουρκία να εκβιάζει και να χειραγωγεί την ΕΕ για να αναβαθμίζει ετεροβαρώς τις διμερείς τους σχέσεις. Να λαμβάνει δηλαδή περισσότερα, δίνοντας τα ελάχιστα ή και τίποτα. Από την πλευρά της, η ΕΕ παρουσιάζεται αδύναμη να πιέσει την Τουρκία για ότιδήποτε, είτε αυτό είναι οι υποχρεώσεις της στην Κύπρο, είτε το Διεθνές Δίκαιο και οι δημοκρατικές αρχές. Αυτή η πραγματικότητα ισχύει και θα ξαναπροκύψει ασχέτως του γεγονότος ότι τόσο στο ζήτημα των ενταξιακών κεφαλαίων όσο και της απελευθέρωσης των θεωρήσεων η ΕΕ μπορεί να αντιστρέψει τα συμφωνηθέντα εαν η Τουρκία δεν ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Γενικότερα, επιβεβαιώνεται η άποψη που
έχει εκφράστει από διάφορους τα τελευταία χρόνια, μεταξύ αυτών και ο
γράφων, ότι η Τουρκία δεν έχει ενδιαφέρον για πλήρη ένταξη στην ΕΕ. Αν
ενδιαφερόταν θα διατηρούσε διαφορετική στάση σε ό,τι αφορά τις
υποχρεώσεις της ούτως ώστε να προχωρήσει πιο αποφασιστικά. Αντιθέτως,
κινείται επιλεκτικά και ευκαιρικά επιχειρώντας να κερδίσει όσα
περισσότερα μπορεί χωρίς υποχωρήσεις, να πολιτικοποιήσει τις νομικές
διαστάσεις της ενταξιακής της πορείας και, εν τέλει, να σπρώξει προς μια
Ειδική Προνομιακή Σχέση με την ΕΕ – η οποία ήδη λαμβάνει σάρκα και οστά
μέσα από την τελευταία συμφωνία. Αυτή η Ειδική Σχέση, που βολεύει και
πολλά από τα κράτη-μέλη, θα χαρακτηρίζεται κυρίως από την εξυπηρέτηση
εκατέρωθεν συμφερόντων επιτρέποντας στην Τουρκία να μεγιστοποιήσει τα
λαμβανόμενα από την ΕΕ οφέλη. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για το Κυπριακό,
αυτά είναι κακά νέα. Κακά, αλλά παλιά νέα.