Ο Αλέξης Τσίπρας είναι άθεος, αλλά είναι και με την
εκκλησία, θα κυνηγήσει τη φοροδιαφυγή, αλλά κλείνει το μάτι στους
φοροφυγάδες, εναντιώνεται στα προνόμια των βουλευτών, αλλά δεν καταργεί
κανένα, είναι αντίθετος με τους άδικους φόρους, αλλά τους
πολλαπλασιάζει. Είναι με το λαό που δεν θέλει το μνημόνιο, αλλά και με
αυτούς που θέλουν τις μεταρρυθμίσεις του μνημονίου. Είναι στην ομάδα
της ευρωαριστεράς, αλλά είναι και με τους σοσιαλδημοκράτες.Το φαινόμενο της διγλωσσίας στην ελληνική πολιτική ζωή δεν είναι
πρωτόγνωρο, ούτε νέο. Είναι παλιό. Η διγλωσσία του Αλέξη Τσίπρα όμως,
έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και τείνει να γίνει παροιμιώδης.
Το 2012, όταν οι λαϊκές αντιδράσεις ενάντια στις πολιτικές αποφάσεις
που λήφθηκαν τότε κορυφώνονταν και το ΠΑΣΟΚ αποδεκατιζόταν, η ηγεσία
του ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε μία πολύ φιλολαϊκή γλώσσα και συμπεριφορά,
προκειμένου να προσελκύσει τα απογοητευμένα πλήθη. To target group ήταν
κυρίως το λαϊκό και πατριωτικό ΠΑΣΟΚ που έμενε κομματικά άστεγο, για
αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας άρχισε να μιμείται την εκφορά του λόγου του Ανδρέα Παπανδρέου
και να λέει αυτά που πίστευε ότι θα έπιαναν στο κοινό αυτό. Την ίδια
στιγμή έκλεινε το μάτι στα κοινωνικά και επαγγελματικά στρώματα που
ένιωθαν εγκαταλελειμμένα από το ΠΑΣΟΚ και έψαχναν έναν «σωτήρα» για να
τους γλιτώσει από τον τυφώνα που είχε αρχίσει να πλήττει την ελληνική
κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτής της τακτικής υιοθέτησε ένα έντονα λαϊκιστικό προφίλ ,
τάζοντας στους πάντες τα πάντα. Χωρίς όραμα. Χωρίς σχέδιο. Χωρίς
στρατηγική.
Ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας, όπως ήταν λογικό, αρχικά τρόμαξε από την άνοδο ενός αριστερού, αντισυστημικού -έως τότε- κόμματος. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι του ελληνικού κεφαλαίου είχαν αποφασίσει να προσκολληθούν στους δανειστές, σπεύδοντας να βρουν επαφή με την τρόικα. Πϊστεψαν ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να αλλάξουν πολλά προς την πλευρά που επιθυμούσαν και οι ίδιοι, αλλά και να προωθήσουν την δική τους ατζέντα. Κάποιοι άλλοι έβλεπαν ότι θίγονται και ορισμένα επιχειρηματικά ελληνικά συμφέροντα με τα μέτρα που προωθούσε η τρόικα και έψαχναν απεγνωσμένα να δουν τι θα κάνουν.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να τους ικανοποιήσει όλους. Αρχικά ήταν ο Γιώργος Σταθάκης και ο Γιάννης Δραγασάκης
που ανέλαβαν να καθησυχάσουν τον επιχειρηματικό κόσμο. Αυτοί ήταν οι
συνομιλητές τους για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ και είναι γεγονός ότι
κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να τους καθησυχάσουν. Βιομήχανοι, εφοπλιστές
και τραπεζίτες, εξέφραζαν συχνά την ικανοποίηση τους από όσα τους
έλεγαν τα συγκεκριμένα στελέχη, κάποιες φορές και δημόσια.
Στη συνέχεια, όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, εκτίμησε ότι ο λαός θα την
ακολουθούσε έτσι κι αλλιώς, αφού δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική, αποφάσισε
να κάνει ένα βήμα παραπάνω στην προσέγγιση του επιχειρηματικού κόσμου.
Για να σταματήσουν να την φοβούνται. Για να πάψουν να βάζουν κάποιοι
εμπόδια και γιατί όχι; Ακόμα και για να συνεργαστούν. Το σήμα δόθηκε με
την παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στον ΣΕΒ, αλλά και με την κοινή εμφάνιση
του Αλέξη Τσίπρα με τον τότε πρόεδρο του ΣΕΒ, Δημήτρη Δασκαλόπουλο, ο οποίος δεν έκρυβε την συμπάθειά του.
Τι είχε συμβεί; Έγιναν αριστεροί οι επιχειρηματίες της χώρας; Φυσικά
και όχι. Αυτό που συνέβη ήταν ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τους είχε πείσει
ότι όσα λέει στο μπαλκόνι είναι για να κατευνάσει τα λαϊκά πάθη και να
καθησυχάζει το αριστερό τμήμα του κόμματος. Τους είχε διαβεβαιώσει
ότι δεν είναι καθόλου στις προθέσεις της οποιαδήποτε σύγκρουση με την
Ευρώπη, καθώς και ότι επιθυμεί και η ίδια τις μεταρρυθμίσεις. Ένα
μεγάλο τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου, που ήταν θυμωμένο με τον Αντώνη
Σαμαρά, άλλοι γιατί δεν μοίραζε καλά την πίτα που μίκραινε και άλλοι
γιατί δεν τον έβλεπαν αποφασιστικό με τις μεταρρυθμίσεις, αποφάσισαν να
ποντάρουν στον Αλέξη Τσίπρα.
Από τότε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε σταθερά δύο διαφορετικές
γλώσσες. Άλλα έλεγε στον λαό και στο κόμμα του και άλλα στους
επιχειρηματίες. Όταν κάποιες φορές σε εσωκομματικές διεργασίες
ορισμένοι από την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρονταν για τις
σχέσεις με τους επιχειρηματίες, η ηγεσία τους απαντούσε ότι πρόκειται
απλώς για "δημόσιες σχέσεις" και ότι τους λένε και μία φιλική κουβέντα
παραπάνω, ώστε να τους καθησυχάζουν για να μην αντιδράσουν.
Το πρώτο διάστημα της διακυβέρνησης τα πράγματα άρχισαν να
δυσκολεύουν. Όσο όμως η κυβέρνηση δεν αποφάσιζε που θα πάει, μπορούσε
να συνεχίζει να παίζει και στα δύο ταμπλό. Η υπογραφή του τρίτου
μνημονίου και η εκκαθάριση της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ ικανοποίησε
και έπεισε μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου ότι ο Τσίπρας ήταν
αυτός που ήθελαν και ότι σύντομα, όχι μόνο θα προχωρούσε στις
σαρωτικές μεταρρυθμίσεις που περίμεναν, αλλά θα πέρναγε και όλα εκείνα
τα μέτρα που δεν μπόρεσε να περάσει ο Αντώνης Σαμαράς.
Την ίδια στιγμή ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωνε το κόμμα του ότι το
τρίτο μνημόνιο ήταν απλώς ένας «τακτικός συμβιβασμός» και ότι κανένα
από τα αντιλαϊκά μέτρα που ψήφισε η κυβέρνηση του δεν πρόκειται να
εφαρμοστεί στην πράξη.
Περίπου τα ίδια έκανε και με τους Ευρωπαίους. Τους διαβεβαίωνε ότι δεν
ήθελε τη ρήξη, αλλά ήταν η αριστερή πτέρυγα που τον πίεζε και δεν
μπορούσε να εφαρμόσει όσα του ζητούσαν. Τους άφηνε να πιστεύουν ότι θα
συνεργαζόταν με το Ποτάμι, όπως ήθελαν, ενώ η πρώτη του επιλογή ήταν
πάντα ο Καμμένος. Τώρα που ψήφισε το τρίτο μνημόνιο και
«ξεφορτώθηκε» όσους δεν συναίνεσαν, οι Ευρωπαίοι περιμένουν να
εφαρμόσει όσα τους είπε. Όχι ακριβώς όλοι βέβαια, μια και ο Σόιμπλε
παραμένει δύσπιστος και είναι βέβαιος ότι θα δικαιωθεί.
Για δέκα μήνες ο Τσίπρας κατάφερε να πατάει σε δύο βάρκες, χωρίς να
πέσει στο νερό. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πολιτικής διακυβέρνησης
του όλο αυτό το διάστημα ήταν η αναβλητικότητα. Δεν κυβερνούσε. Δεν
έπαιρνε μέτρα. Δεν πήγαινε ούτε εμπρός, ούτε πίσω. Έτσι μπορείς να
κρατηθείς για λίγο χωρίς να πέσεις στο νερό. Αυτό συνήθως δεν κρατάει
για πολύ. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όμως πιστεύει ότι μπορεί να κρατήσει και
το μοντέλο είναι το ΠΑΣΟΚ. Αλλά εκείνες ήταν άλλες εποχές.