Γράφει ο Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή*
Οι Έλληνες Κύπριοι δέχθηκαν με αισθήματα πίκρας και οργής την είδηση
για την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδας. Τα αισθήματα αυτά
διαδέχθηκαν εκείνα της συγκίνησης και της Εθνικής περηφάνιας, όταν έγινε
γνωστή η απάντηση στο εκβιαστικό τελεσίγραφο του Μουσολίνι.
Η αντίδραση των Κυπρίων στο ιστορικό «ΟΧΙ» και στις πρώτες νίκες του Ελληνικού Στρατού εναντίον των Ιταλών, στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα και μέσα στην ίδια την Βόρειο Ήπειρο, πήρε τη μορφή εθνικού συναγερμού, με παρελάσεις, σημαιοστολισμούς, κωδωνοκρουσίες, δοξολογίες και κάθε είδους πατριωτικές εκδηλώσεις.
Σε εγκύκλιο της Εκκλησίας που κυκλοφόρησε αμέσως μετά την απρόκλητη επίθεση των Ιταλών κατά της Ελλάδας διαβάζουμε: «Η μήτηρ ημών πατρίς, η πεφιλημένη πανένδοξος Ελλάς υπέστη εκ μέρους Ιταλίας όλως απρόκλητον και αδικαιολόγητο επιδρομήν και απεδύθη ήδη εις δεινόν υπέρ των όλων ιερών αγώνα…. Το ευλογημένον Ελληνικό ημών Έθνος, οι απανταχού Έλληνες βαθείαν εδοκίμασαν αγανάκτησιν δια την μισεράν επίθεσιν του εχθρού…. Ημείς οι εν Κύπρω Έλληνες έχομεν καθήκον υπέρτατον απαραίτητον ίνα αδιαλείπτως ικετεύωμεν τον Θεόν της Ελλάδος υπέρ πλήρους ευοδώσεως του ιερού και μεγάλου αγώνος αυτών….».
Να τι μετέδιδε ο ανταποκριτής του «Reuters» από τη Λευκωσία: «Εις ολόκληρον την Κύπρο επικρατεί αφάνταστος ενθουσιασμός αφ’ ής στιγμής ελήφθη η είδηση ότι η ΕΛΛΑΔΑ απεφάσισε ν’ αμυνθεί διά των όπλων εις την ιταλική επίθεση … Εις το Ελληνικό προξενείο της Λευκωσίας κατά πυκνάς μάζας προσέρχονται ευσταλείς Έλληνες Κύπριοι ζητούντες να αποσταλούν εις την Ελλάδα όπως υπηρετήσουν εις τας τάξεις του ελληνικού στρατού».
Χιλιάδες εθελοντές στοιβάζονται στις προκυμαίες έτοιμοι να αναχωρήσουν για τον Πειραιά, με παρεμβάσεις, όμως, των βρετανών προς τον Μεταξά αποθαρρύνουν την κατάταξη τους στις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και παραπέμπονται στην κυπριακή μονάδα του βρετανικού στρατού … Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε η ανάλογη προπαγάνδα, καθώς οι Άγγλοι αξιωματούχοι υπεστήριξαν πως ο Αγώνας όλων των Συμμάχων είναι κοινός.
Γράφει στο πρόλογο του βιβλίου του «Η προσφορά της Κύπρου στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο», ο Νίκος Μπατσικανής: «Όπως και στους άλλους Αγώνες του Έθνους (Επανάσταση 1821, Ελληνοτουρκικός 1897, Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1922), οι Κύπριοι πολέμησαν κι έδωσαν το αίμα και τη ζωή τους για τη μητέρα Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο η φιλοπατρία και ο ηρωισμός, της ελληνικής ψυχής, η κινητήριος δύναμη που έστελνε χιλιάδες Κύπριους στα πολεμικά μέτωπα της Ελλάδος. Ήταν και το γεγονός ότι μόνο εκεί, στη φλόγα του πολέμου, μπορούσαν να βιώσουν, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τον επίμονο πόθο τους: να συμπορευτούν σε μια κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους Έλληνες, να πάψουν να είναι οι αποκομμένοι αδελφοί. Με δυο λόγια, να ενωθούν με τον εθνικό κορμό. Υπήρξε αυθόρμητη και μεγάλη προσέλευση εθελοντών για κατάταξη».
Ο Πέτρος Παπαπολυβίου στο βιβλίο του «Οι Κύπριοι εθελοντές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου: Τα Μητρώα, οι Κατάλογοι και ο Φόρος του Αίματος», αναφέρεται ονοματικά στους 16.624 Κύπριους στρατιώτες, που ενταθήκαν στο «Κυπριακό Σύνταγμα» και την «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» μέχρι και τον Αύγουστο του 1945 (με ονόματα, γεωγραφική καταγωγή και ημερομηνία κατάταξης). «Στεκόμαστε», γράφει, «στα ονόματα 374 Κυπρίων στρατιωτών που σκοτώθηκαν ή απεβίωσαν σε διάφορα μέτωπα του πολέμου και στον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό Κυπρίων αιχμαλώτων πολέμου: 2.059 άνδρες του “Κυπριακού Συντάγματος” (σχεδόν όλοι είχαν καταταχθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1940) καταγράφονται ως αιχμάλωτοι πολέμου ή ως “ελλείποντες” μετά το τέλος της συμμαχικής αποχώρησης από την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, και από την Κρήτη, τον επόμενο μήνα». Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν τις τεράστιες απώλειες που είχε το «Κυπριακό Σύνταγμα» στην Ελλάδα, ένα γεγονός που είχαν κάθε λόγο να αποκρύψουν οι βρετανικές και αποικιακές Αρχές.
Αλλά και οι Κύπριοι που ζούσαν στην Ελλάδα εκδήλωσαν τη διακαή τους επιθυμία να σταλούν στο πολεμικό μέτωπο, πριν ακόμη ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Από το Σεπτέμβριο του 1940, όταν οι απροκάλυπτες πια προκλήσεις της Ιταλίας έδειχναν το αναπόφευκτο του πολέμου, Κύπριοι φοιτητές παρουσιάσθηκαν στην Αγγλική Πρεσβεία της Αθήνας και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον στρατό. Το Νοέμβριο συστήθηκε στην Αθήνα ειδική κυπριακή επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο, ενώ το Δεκέμβριο ορκίσθηκαν οι 100 νέοι του Ιερού Λόχου των εν Αθήναις Κυπρίων. Ο ένας μετά τον άλλον, οι Κύπριοι φοιτητές έστελναν στην πατρίδα τους γράμματα με τα οποία ανακοίνωναν την απόφασή τους να πολεμήσουν. Σε κάποιο από αυτό διαβάζουμε:
«… Μπροστά στον μεγάλο αγώνα που κάνει τώρα ο Ελληνισμός νομίζω πως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να μένη αδρανής, αλλά είναι περισσότερον από καθήκον η ανάγκη να ενώσουν όλοι τις δυνάμεις τους, για να υπερασπίσουν την τιμήν και την ελευθερίαν της Ελλάδος μας. Έτσι και εγώ μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητάς και επιστήμονας κατετάχθημεν εθελονταί στον Ελληνικόν Στρατόν και τώρα γυμναζόμαστε, για να μπορέσωμεν μετά δύο μήνες και μεις να προσφέρουμε κάτι θετικόν στην αγαπημένην πατρίδα. Πατέρα, μ’ όλο που η απόφαση αυτή είναι λιγάκι σκληρή για σένα, που είσαι μακρυά, θέλω να δικαιώσης τας σκέψεις μου αυτάς με την ιδίαν την δικήν σου αγάπην στην Ελλάδα μας …».
Εκτός της εθελούσιας συμμετοχής στην πρώτη γραμμή του μετώπου, σημαντική υπήρξε ακόμη και η υλική βοήθεια προς την μαχόμενη Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι οι χρηματικές εισφορές της Κύπρου ξεπέρασαν το αστρονομικό για εκείνη την εποχή ποσό του ενός εκατομμυρίου λιρών. Όσοι δεν είχαν χρήματα έδιναν ζώα και προϊόντα. Οι γυναίκες πρόσφεραν τα δακτυλίδια και τα σκουλαρίκια τους. Στις εφημερίδες της εποχής καταγράφεται το εξής συγκλονιστικό περιστατικό: Στο χωριό Βουνί της επαρχίας Λεμεσού, μια γυναίκα ετοιμοθάνατη πριν ξεψυχήσει άνοιξε σε μια στιγμή τα μάτια της και είπε: «Να δώσετε τον ασημένιο μου σταυρό για τον αγώνα της Ελλάδας μας». Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Δ.Ν. Δημητρίου εισέφερε 3.000 λίρες για την αγορά ενός άλλου αεροπλάνου στο οποίο δόθηκε το όνομα «Λάρναξ Κύπρου». Προσφέρθηκαν ακόμα πολλά χρήματα και χρυσαφικά στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και για την φανέλα του στρατιώτη.
Ένας ψαράς απ΄ την Αμμόχωστο, που με κόπο πολύ ψάρεψε 13 οκάδες ψάρι, το πουλά και δίδει με δάκρυα στα μάτια τα χρήματα για την Ελλάδα. Ένας γέροντας απ΄ τη Λευκωσία προσφέρει μια λίρα και 13 σελίνια, λέγοντας «Ό,τι έχω εγώ και ο γιος μου. Πάρτε και τους αρραβώνες της γυναίκας μου κι εμένα. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να δώσουμε για την Ελλάδα μας, εκτός από τη διάπυρη ευχή να βγουν και πάλι νικηφόρα τα ελληνικά όπλα». Μια φτωχή γριούλα λύει το κομπόδεμα της, λέγοντας: «Πάρτε αυτό το δεκασέλινο για την ψυχή του γιού μου που σκοτώθηκε στον προηγούμενο πόλεμο. Λυπούμαι που δεν έχω άλλο γιο για να πολεμήσει κι αυτός για την Ελλάδα μας».
Ανθελληνική η στάση των Άγγλων: Ποια ήταν, όμως, η στάση των Άγγλων εκείνες τι δύσκολες ώρες για την παγκόσμια ειρήνη και ελευθερία, απέναντι στην Ελλάδα; Την ίδια ώρα που ο Sir Winston Leonard Spencer-Churchill, καταθέτει τον θαυμασμό τους για την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων, το Λονδίνο υποσκάπτει και ραδιουργεί κατά των ελληνικών συμφερόντων. Στις 13 Απριλίου 1941, ο Churchill απορρίπτει την πρόταση του πρωθυπουργού Κορυζή και του Βασιλιά Γεώργίου Β΄, για εγκατάσταση της ελληνικής κυβέρνησης στην Κύπρο, μετά τη διάσπαση της γραμμής Αλιάκμονα και την καταιγιστική κάθοδο των Γερμανών προς την Αθήνα. Αρνείται ακόμα την αποστολή στην Κύπρο 50.000 νεοσυλλέκτων από την Πελοπόννησο για τη συμπλήρωση της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης!
Η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, οι Άγιοι Σαράντα που ύστερα από τον ηρωισμό των Ελλήνων ελευθερώθηκαν, παραχωρήθηκαν ξανά στην ουδέτερη Αλβανία. Δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα που οι Άγγλοι, παρέμειναν απλοί θεατές λουφάζοντας στα μετόπισθεν, την ώρα που ο ελληνικός στρατός έδινε στα παιδία των μαχών τον υπέρ πάντων αγώνα!
Δεν είχε καλά, καλά τελειώσει ο πόλεμος, όταν στη Βρετανία ξέχασαν τους διθυραμβικούς ύμνους για την Ελλάδα. Τα παλιά παραδοσιακά στερεότυπα των βρετανών αναβιώνουν κωμικοτραγικά και οι Έλληνες δεν είναι πια οι μεγάλοι μαχητές της ελευθερίας, αλλά οι «Νότιοι», οι «υπερβολικά συναισθηματικοί», οι «αγνώμονες», οι «βίαιοι» και συχνά «αιμοβόροι» κυρίως στις εσωτερικές τους διαμάχες. Και έτσι ο εμφύλιος δεν άργησε να έρθει. Για να συντρίψει ό,τι απέμεινε όρθιο από τη λαίλαπα της γερμανικής κατοχής.
Ένας εμφύλιος που άρχισε πριν ακόμα τελειώσει η αντίσταση κατά των κατακτητών, αφού αποτελεί κοινό μυστικό ότι κατά τη διάρκεια της αντίστασης και κυρίως τις τελευταίες μέρες του πολέμου δεν διεξαγόταν ένας, αλλά δύο πόλεμοι. O ένας εναντίον του κατακτητή κι ο άλλος, ο υποχθόνιος «κρυφός πόλεμος» της «διαδοχής» του στη χώρα.
Πίσω από αυτή τη συνωμοσία, όπως πάντα οι πανταχού παρόντες Βρετανοί, με προφανή στόχο την υποδαύλιση των παθών και την ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας. Τα περί ενδεχόμενης κομουνιστικής επικράτησης αποτελούν φθηνή προπαγάνδα, αφού ακόμα και οι Σοβιετικοί δεν υποστήριξαν ποτέ τον αγώνα των Ελλήνων κουμουνιστών. Αντίθετα τον υπονόμευσαν και τον καταδίκασαν γνωρίζοντας από την αρχή ποιο θα είναι το τέλος του.
Το τέλος του πολέμου βρήκε την Κύπρο να διεκδικεί την απεξάρτησή της από τη Βρετανική Αυτοκρατορία και την Ένωση της με την Ελλάδα. Ωστόσο, οι Άγγλοι όχι μόνο δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους, αλλά αρνήθηκαν ακόμα και την αποστράτευση του Κυπριακού Συντάγματος, μετά το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων, αφού προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις αυτές στην καταστολή τοπικών εξεγέρσεων, στις αποικίες τους ανά τον κόσμο!
Οι Κύπριοι οι οποίοι ήξεραν τι θα πει κατακτητής, αφού είχαν βιώσει τη σκληρή αυτή δοκιμασία, αρνήθηκαν μια τέτοια συμμετοχή. Όταν θέλησαν να τους επιβιβάσουν σε πλοία, προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλες χώρες, οι Κύπριοι στρατιώτες ξεσηκώθηκαν. Οι Άγγλοι, για μια ακόμη φορά, απέδειξαν τι πάει να πει βρετανική κατοχή, πυροβολώντας εναντίον τους, εν ψυχρώ, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Τάκης Κυθρεώτης, ενώ τραυματίσθηκαν πέντε ακόμα στρατιώτες. Οι Κύπριοι πλήρωσαν το τίμημα αυτό ακριβά, αλλά στο τέλος τα κατάφεραν. Η αποστράτευσή τους καθυστέρησε ενάμιση χρόνο από το τέλος του Πολέμου, μα επιτεύχθηκε.
Η αντίδραση των Κυπρίων στο ιστορικό «ΟΧΙ» και στις πρώτες νίκες του Ελληνικού Στρατού εναντίον των Ιταλών, στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα και μέσα στην ίδια την Βόρειο Ήπειρο, πήρε τη μορφή εθνικού συναγερμού, με παρελάσεις, σημαιοστολισμούς, κωδωνοκρουσίες, δοξολογίες και κάθε είδους πατριωτικές εκδηλώσεις.
Σε εγκύκλιο της Εκκλησίας που κυκλοφόρησε αμέσως μετά την απρόκλητη επίθεση των Ιταλών κατά της Ελλάδας διαβάζουμε: «Η μήτηρ ημών πατρίς, η πεφιλημένη πανένδοξος Ελλάς υπέστη εκ μέρους Ιταλίας όλως απρόκλητον και αδικαιολόγητο επιδρομήν και απεδύθη ήδη εις δεινόν υπέρ των όλων ιερών αγώνα…. Το ευλογημένον Ελληνικό ημών Έθνος, οι απανταχού Έλληνες βαθείαν εδοκίμασαν αγανάκτησιν δια την μισεράν επίθεσιν του εχθρού…. Ημείς οι εν Κύπρω Έλληνες έχομεν καθήκον υπέρτατον απαραίτητον ίνα αδιαλείπτως ικετεύωμεν τον Θεόν της Ελλάδος υπέρ πλήρους ευοδώσεως του ιερού και μεγάλου αγώνος αυτών….».
Να τι μετέδιδε ο ανταποκριτής του «Reuters» από τη Λευκωσία: «Εις ολόκληρον την Κύπρο επικρατεί αφάνταστος ενθουσιασμός αφ’ ής στιγμής ελήφθη η είδηση ότι η ΕΛΛΑΔΑ απεφάσισε ν’ αμυνθεί διά των όπλων εις την ιταλική επίθεση … Εις το Ελληνικό προξενείο της Λευκωσίας κατά πυκνάς μάζας προσέρχονται ευσταλείς Έλληνες Κύπριοι ζητούντες να αποσταλούν εις την Ελλάδα όπως υπηρετήσουν εις τας τάξεις του ελληνικού στρατού».
Χιλιάδες εθελοντές στοιβάζονται στις προκυμαίες έτοιμοι να αναχωρήσουν για τον Πειραιά, με παρεμβάσεις, όμως, των βρετανών προς τον Μεταξά αποθαρρύνουν την κατάταξη τους στις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και παραπέμπονται στην κυπριακή μονάδα του βρετανικού στρατού … Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε η ανάλογη προπαγάνδα, καθώς οι Άγγλοι αξιωματούχοι υπεστήριξαν πως ο Αγώνας όλων των Συμμάχων είναι κοινός.
Γράφει στο πρόλογο του βιβλίου του «Η προσφορά της Κύπρου στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο», ο Νίκος Μπατσικανής: «Όπως και στους άλλους Αγώνες του Έθνους (Επανάσταση 1821, Ελληνοτουρκικός 1897, Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1922), οι Κύπριοι πολέμησαν κι έδωσαν το αίμα και τη ζωή τους για τη μητέρα Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο η φιλοπατρία και ο ηρωισμός, της ελληνικής ψυχής, η κινητήριος δύναμη που έστελνε χιλιάδες Κύπριους στα πολεμικά μέτωπα της Ελλάδος. Ήταν και το γεγονός ότι μόνο εκεί, στη φλόγα του πολέμου, μπορούσαν να βιώσουν, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τον επίμονο πόθο τους: να συμπορευτούν σε μια κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους Έλληνες, να πάψουν να είναι οι αποκομμένοι αδελφοί. Με δυο λόγια, να ενωθούν με τον εθνικό κορμό. Υπήρξε αυθόρμητη και μεγάλη προσέλευση εθελοντών για κατάταξη».
Ο Πέτρος Παπαπολυβίου στο βιβλίο του «Οι Κύπριοι εθελοντές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου: Τα Μητρώα, οι Κατάλογοι και ο Φόρος του Αίματος», αναφέρεται ονοματικά στους 16.624 Κύπριους στρατιώτες, που ενταθήκαν στο «Κυπριακό Σύνταγμα» και την «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» μέχρι και τον Αύγουστο του 1945 (με ονόματα, γεωγραφική καταγωγή και ημερομηνία κατάταξης). «Στεκόμαστε», γράφει, «στα ονόματα 374 Κυπρίων στρατιωτών που σκοτώθηκαν ή απεβίωσαν σε διάφορα μέτωπα του πολέμου και στον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό Κυπρίων αιχμαλώτων πολέμου: 2.059 άνδρες του “Κυπριακού Συντάγματος” (σχεδόν όλοι είχαν καταταχθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1940) καταγράφονται ως αιχμάλωτοι πολέμου ή ως “ελλείποντες” μετά το τέλος της συμμαχικής αποχώρησης από την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, και από την Κρήτη, τον επόμενο μήνα». Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν τις τεράστιες απώλειες που είχε το «Κυπριακό Σύνταγμα» στην Ελλάδα, ένα γεγονός που είχαν κάθε λόγο να αποκρύψουν οι βρετανικές και αποικιακές Αρχές.
Αλλά και οι Κύπριοι που ζούσαν στην Ελλάδα εκδήλωσαν τη διακαή τους επιθυμία να σταλούν στο πολεμικό μέτωπο, πριν ακόμη ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Από το Σεπτέμβριο του 1940, όταν οι απροκάλυπτες πια προκλήσεις της Ιταλίας έδειχναν το αναπόφευκτο του πολέμου, Κύπριοι φοιτητές παρουσιάσθηκαν στην Αγγλική Πρεσβεία της Αθήνας και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον στρατό. Το Νοέμβριο συστήθηκε στην Αθήνα ειδική κυπριακή επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο, ενώ το Δεκέμβριο ορκίσθηκαν οι 100 νέοι του Ιερού Λόχου των εν Αθήναις Κυπρίων. Ο ένας μετά τον άλλον, οι Κύπριοι φοιτητές έστελναν στην πατρίδα τους γράμματα με τα οποία ανακοίνωναν την απόφασή τους να πολεμήσουν. Σε κάποιο από αυτό διαβάζουμε:
«… Μπροστά στον μεγάλο αγώνα που κάνει τώρα ο Ελληνισμός νομίζω πως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να μένη αδρανής, αλλά είναι περισσότερον από καθήκον η ανάγκη να ενώσουν όλοι τις δυνάμεις τους, για να υπερασπίσουν την τιμήν και την ελευθερίαν της Ελλάδος μας. Έτσι και εγώ μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητάς και επιστήμονας κατετάχθημεν εθελονταί στον Ελληνικόν Στρατόν και τώρα γυμναζόμαστε, για να μπορέσωμεν μετά δύο μήνες και μεις να προσφέρουμε κάτι θετικόν στην αγαπημένην πατρίδα. Πατέρα, μ’ όλο που η απόφαση αυτή είναι λιγάκι σκληρή για σένα, που είσαι μακρυά, θέλω να δικαιώσης τας σκέψεις μου αυτάς με την ιδίαν την δικήν σου αγάπην στην Ελλάδα μας …».
Εκτός της εθελούσιας συμμετοχής στην πρώτη γραμμή του μετώπου, σημαντική υπήρξε ακόμη και η υλική βοήθεια προς την μαχόμενη Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι οι χρηματικές εισφορές της Κύπρου ξεπέρασαν το αστρονομικό για εκείνη την εποχή ποσό του ενός εκατομμυρίου λιρών. Όσοι δεν είχαν χρήματα έδιναν ζώα και προϊόντα. Οι γυναίκες πρόσφεραν τα δακτυλίδια και τα σκουλαρίκια τους. Στις εφημερίδες της εποχής καταγράφεται το εξής συγκλονιστικό περιστατικό: Στο χωριό Βουνί της επαρχίας Λεμεσού, μια γυναίκα ετοιμοθάνατη πριν ξεψυχήσει άνοιξε σε μια στιγμή τα μάτια της και είπε: «Να δώσετε τον ασημένιο μου σταυρό για τον αγώνα της Ελλάδας μας». Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Δ.Ν. Δημητρίου εισέφερε 3.000 λίρες για την αγορά ενός άλλου αεροπλάνου στο οποίο δόθηκε το όνομα «Λάρναξ Κύπρου». Προσφέρθηκαν ακόμα πολλά χρήματα και χρυσαφικά στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και για την φανέλα του στρατιώτη.
Ένας ψαράς απ΄ την Αμμόχωστο, που με κόπο πολύ ψάρεψε 13 οκάδες ψάρι, το πουλά και δίδει με δάκρυα στα μάτια τα χρήματα για την Ελλάδα. Ένας γέροντας απ΄ τη Λευκωσία προσφέρει μια λίρα και 13 σελίνια, λέγοντας «Ό,τι έχω εγώ και ο γιος μου. Πάρτε και τους αρραβώνες της γυναίκας μου κι εμένα. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να δώσουμε για την Ελλάδα μας, εκτός από τη διάπυρη ευχή να βγουν και πάλι νικηφόρα τα ελληνικά όπλα». Μια φτωχή γριούλα λύει το κομπόδεμα της, λέγοντας: «Πάρτε αυτό το δεκασέλινο για την ψυχή του γιού μου που σκοτώθηκε στον προηγούμενο πόλεμο. Λυπούμαι που δεν έχω άλλο γιο για να πολεμήσει κι αυτός για την Ελλάδα μας».
Ανθελληνική η στάση των Άγγλων: Ποια ήταν, όμως, η στάση των Άγγλων εκείνες τι δύσκολες ώρες για την παγκόσμια ειρήνη και ελευθερία, απέναντι στην Ελλάδα; Την ίδια ώρα που ο Sir Winston Leonard Spencer-Churchill, καταθέτει τον θαυμασμό τους για την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων, το Λονδίνο υποσκάπτει και ραδιουργεί κατά των ελληνικών συμφερόντων. Στις 13 Απριλίου 1941, ο Churchill απορρίπτει την πρόταση του πρωθυπουργού Κορυζή και του Βασιλιά Γεώργίου Β΄, για εγκατάσταση της ελληνικής κυβέρνησης στην Κύπρο, μετά τη διάσπαση της γραμμής Αλιάκμονα και την καταιγιστική κάθοδο των Γερμανών προς την Αθήνα. Αρνείται ακόμα την αποστολή στην Κύπρο 50.000 νεοσυλλέκτων από την Πελοπόννησο για τη συμπλήρωση της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης!
Η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, οι Άγιοι Σαράντα που ύστερα από τον ηρωισμό των Ελλήνων ελευθερώθηκαν, παραχωρήθηκαν ξανά στην ουδέτερη Αλβανία. Δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα που οι Άγγλοι, παρέμειναν απλοί θεατές λουφάζοντας στα μετόπισθεν, την ώρα που ο ελληνικός στρατός έδινε στα παιδία των μαχών τον υπέρ πάντων αγώνα!
Δεν είχε καλά, καλά τελειώσει ο πόλεμος, όταν στη Βρετανία ξέχασαν τους διθυραμβικούς ύμνους για την Ελλάδα. Τα παλιά παραδοσιακά στερεότυπα των βρετανών αναβιώνουν κωμικοτραγικά και οι Έλληνες δεν είναι πια οι μεγάλοι μαχητές της ελευθερίας, αλλά οι «Νότιοι», οι «υπερβολικά συναισθηματικοί», οι «αγνώμονες», οι «βίαιοι» και συχνά «αιμοβόροι» κυρίως στις εσωτερικές τους διαμάχες. Και έτσι ο εμφύλιος δεν άργησε να έρθει. Για να συντρίψει ό,τι απέμεινε όρθιο από τη λαίλαπα της γερμανικής κατοχής.
Ένας εμφύλιος που άρχισε πριν ακόμα τελειώσει η αντίσταση κατά των κατακτητών, αφού αποτελεί κοινό μυστικό ότι κατά τη διάρκεια της αντίστασης και κυρίως τις τελευταίες μέρες του πολέμου δεν διεξαγόταν ένας, αλλά δύο πόλεμοι. O ένας εναντίον του κατακτητή κι ο άλλος, ο υποχθόνιος «κρυφός πόλεμος» της «διαδοχής» του στη χώρα.
Πίσω από αυτή τη συνωμοσία, όπως πάντα οι πανταχού παρόντες Βρετανοί, με προφανή στόχο την υποδαύλιση των παθών και την ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας. Τα περί ενδεχόμενης κομουνιστικής επικράτησης αποτελούν φθηνή προπαγάνδα, αφού ακόμα και οι Σοβιετικοί δεν υποστήριξαν ποτέ τον αγώνα των Ελλήνων κουμουνιστών. Αντίθετα τον υπονόμευσαν και τον καταδίκασαν γνωρίζοντας από την αρχή ποιο θα είναι το τέλος του.
Το τέλος του πολέμου βρήκε την Κύπρο να διεκδικεί την απεξάρτησή της από τη Βρετανική Αυτοκρατορία και την Ένωση της με την Ελλάδα. Ωστόσο, οι Άγγλοι όχι μόνο δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους, αλλά αρνήθηκαν ακόμα και την αποστράτευση του Κυπριακού Συντάγματος, μετά το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων, αφού προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις αυτές στην καταστολή τοπικών εξεγέρσεων, στις αποικίες τους ανά τον κόσμο!
Οι Κύπριοι οι οποίοι ήξεραν τι θα πει κατακτητής, αφού είχαν βιώσει τη σκληρή αυτή δοκιμασία, αρνήθηκαν μια τέτοια συμμετοχή. Όταν θέλησαν να τους επιβιβάσουν σε πλοία, προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλες χώρες, οι Κύπριοι στρατιώτες ξεσηκώθηκαν. Οι Άγγλοι, για μια ακόμη φορά, απέδειξαν τι πάει να πει βρετανική κατοχή, πυροβολώντας εναντίον τους, εν ψυχρώ, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Τάκης Κυθρεώτης, ενώ τραυματίσθηκαν πέντε ακόμα στρατιώτες. Οι Κύπριοι πλήρωσαν το τίμημα αυτό ακριβά, αλλά στο τέλος τα κατάφεραν. Η αποστράτευσή τους καθυστέρησε ενάμιση χρόνο από το τέλος του Πολέμου, μα επιτεύχθηκε.