Πρωτοδιάβασα τους
«Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση, μαζί με πολλούς άλλους, στην
εφημερίδα «Αθηναϊκή» το 1974, σε συνέχειες. Περίμενα το επόμενο φύλλο με
μια αγωνία σαν αυτήν που είχα όταν σε παιδική ηλικία παρακολουθούσα στη
«Διάπλαση των Παίδων» τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα - ανάμεσά τους τον
«Μόμπι Ντικ», τη λευκή φάλαινα που σκότωνε για να εκδικηθεί τον άδικο
θάνατο του είδους της, με την παρουσία της κάθε φορά να θυμίζει σκηνές
Αποκάλυψης σε αυτόν τον υδάτινο κόσμο των χωρίς πάτο ωκεανών.Η διαφορά ωστόσο εδώ ήταν ότι οι «Ανθρωποφύλακες» όχι μόνον δεν ήταν
μυθιστόρημα, αλλά πως τα όσα κατέγραφαν, αδιανόητα για όποιον εφησυχάζει
στην επιφάνεια, ή μάλλον στη βιτρίνα της ζωής, ήταν η πιο αδυσώπητη
πραγματικότητα γραμμένη ανεξίτηλα στο κορμί ενός ανθρώπου.
Αυτά που διάβαζα είχαν κάτι από τον κόσμο του βυθού της ψυχής των ανθρώπων που τολμούν να καταδυθούν στον βυθό, κάτι από την αλμύρα των δακρύων που άνθρωποι προκαλούν σε άλλους ανθρώπους, κάτι από τον τρόμο και το δέος του ακατανόητου της Αποκάλυψης. Αλλά το πιο αδιανόητο στοιχείο τους ήταν πως δεν κατέγραφαν τίποτε άλλο από το γυμνό, διασπαραγμένο κορμί του πραγματικού.
Στο βιβλίο αυτό συναντώνται αδιάκοπα μαρτυρία και μαρτύριο. Πρόκειται για τη συστηματική καταγραφή ενός ψυχικού και σωματικού μαρτυρίου που έχει υποστεί ο αφηγητής, νέος αντιστασιακός που έχει πέσει στα χέρια των βασανιστών της χούντας. Καταγραφή όμως κάθε στιγμή υποταγμένη σε μια ψυχρή, σε πρώτη ανάγνωση, ματιά, αυτήν του ανατόμου που μελετά εκ του σύνεγγυς το σώμα του, που παρατηρεί τα τελούμενα σαν τα τετελεσμένα, μπαίνοντας και βγαίνοντας στο εφιαλτικό έργο που έχει τον ίδιο κεντρικό πρόσωπο.
Η αφήγηση του Κοροβέση έχει μια διπλή αρετή: Εκδηλώνεται πρώτον με ένα βαθύ κυτταρικό χιούμορ, όχι αυτό με το οποίο επουλώνουμε εκ των υστέρων τις πληγές μας, ακόμα και τις πιο βαθιές, αλλά το άλλο, που επιμένει αμετανόητα την ίδια την ώρα του πιο αβάσταχτου πόνου και δεν είναι παρά το προσωπείο του πιο σοβαρού και σπαρακτικού.
Και, δεύτερον, καταφέρνει, όσο πολύ λίγοι άλλοι, να γίνει αυτό που ο Μπαχτίν αποκαλεί πολυφωνική. Ο κάθε ανακριτής/βασανιστής αποκτά τη δική του φωνή και το δικό του -ανθρώπινο, ακόμα και όταν είναι τερατώδες- ήθος και το ίδιο ισχύει και για τους συγκρατουμένους. Στις δύο αυτές αρετές βασίστηκε, πιστεύω, η σημαντική παράσταση που τόλμησε τη δραματοποίηση των
«Ανθρωποφυλάκων» στο θέατρο «Βαφείο».
Την εποχή που δημοσιευόταν το κείμενο του Κοροβέση, ένα από τα λίγα κορυφαία του 20ού αιώνα στο είδος του, επισκιάστηκε στη μεταχουντική αγορά από το αλήστου μνήμης κατασκεύασμα «Οι σκυλάνθρωποι της ΕΣΑ», φανερώνοντας ένα βασικό τρωτό της Μεταπολίτευσης που σήμερα λοιδορούν ακριβώς εκείνοι που την εκμεταλλεύτηκαν προς ίδιον όφελος: τη δυσκολία της διάκρισης ανάμεσα στο ουσιώδες και το χυδαίο.Η τωρινή παράσταση αποτελεί μια ευτυχή και απελευθερωτική επιστροφή και ανάδυση της μνήμης, μια υπενθύμιση ότι ο συκοφαντημένος τόπος μας έχει καταφέρει να είναι δημιουργός τέτοιων έργων.
Αυτά που διάβαζα είχαν κάτι από τον κόσμο του βυθού της ψυχής των ανθρώπων που τολμούν να καταδυθούν στον βυθό, κάτι από την αλμύρα των δακρύων που άνθρωποι προκαλούν σε άλλους ανθρώπους, κάτι από τον τρόμο και το δέος του ακατανόητου της Αποκάλυψης. Αλλά το πιο αδιανόητο στοιχείο τους ήταν πως δεν κατέγραφαν τίποτε άλλο από το γυμνό, διασπαραγμένο κορμί του πραγματικού.
Στο βιβλίο αυτό συναντώνται αδιάκοπα μαρτυρία και μαρτύριο. Πρόκειται για τη συστηματική καταγραφή ενός ψυχικού και σωματικού μαρτυρίου που έχει υποστεί ο αφηγητής, νέος αντιστασιακός που έχει πέσει στα χέρια των βασανιστών της χούντας. Καταγραφή όμως κάθε στιγμή υποταγμένη σε μια ψυχρή, σε πρώτη ανάγνωση, ματιά, αυτήν του ανατόμου που μελετά εκ του σύνεγγυς το σώμα του, που παρατηρεί τα τελούμενα σαν τα τετελεσμένα, μπαίνοντας και βγαίνοντας στο εφιαλτικό έργο που έχει τον ίδιο κεντρικό πρόσωπο.
Η αφήγηση του Κοροβέση έχει μια διπλή αρετή: Εκδηλώνεται πρώτον με ένα βαθύ κυτταρικό χιούμορ, όχι αυτό με το οποίο επουλώνουμε εκ των υστέρων τις πληγές μας, ακόμα και τις πιο βαθιές, αλλά το άλλο, που επιμένει αμετανόητα την ίδια την ώρα του πιο αβάσταχτου πόνου και δεν είναι παρά το προσωπείο του πιο σοβαρού και σπαρακτικού.
Και, δεύτερον, καταφέρνει, όσο πολύ λίγοι άλλοι, να γίνει αυτό που ο Μπαχτίν αποκαλεί πολυφωνική. Ο κάθε ανακριτής/βασανιστής αποκτά τη δική του φωνή και το δικό του -ανθρώπινο, ακόμα και όταν είναι τερατώδες- ήθος και το ίδιο ισχύει και για τους συγκρατουμένους. Στις δύο αυτές αρετές βασίστηκε, πιστεύω, η σημαντική παράσταση που τόλμησε τη δραματοποίηση των
«Ανθρωποφυλάκων» στο θέατρο «Βαφείο».
Την εποχή που δημοσιευόταν το κείμενο του Κοροβέση, ένα από τα λίγα κορυφαία του 20ού αιώνα στο είδος του, επισκιάστηκε στη μεταχουντική αγορά από το αλήστου μνήμης κατασκεύασμα «Οι σκυλάνθρωποι της ΕΣΑ», φανερώνοντας ένα βασικό τρωτό της Μεταπολίτευσης που σήμερα λοιδορούν ακριβώς εκείνοι που την εκμεταλλεύτηκαν προς ίδιον όφελος: τη δυσκολία της διάκρισης ανάμεσα στο ουσιώδες και το χυδαίο.Η τωρινή παράσταση αποτελεί μια ευτυχή και απελευθερωτική επιστροφή και ανάδυση της μνήμης, μια υπενθύμιση ότι ο συκοφαντημένος τόπος μας έχει καταφέρει να είναι δημιουργός τέτοιων έργων.