«Από το ένα αυτί μπαίνουν κι
από το άλλο βγαίνουν», δήλωσε πριν από λίγες μέρες με χαρακτηριστικό
θράσος ο «σουλτάνος» Ερντογάν για τις –καθυστερημένες κατά έναν αιώνα–
διεθνείς καταδίκες της αρμενικής γενοκτονίας. Η Αγκυρα μάλιστα συνεχίζει
να απειλεί με εμπορικά και διπλωματικά αντίμετρα όποια ξένη κυβέρνηση
τολμά να αναγνωρίσει την αλήθεια για το πρώτο οργανωμένο ολοκαύτωμα της
Ιστορίας, ενώ δεν δίστασε πριν από μερικά χρόνια να καθίσει στο σκαμνί
ακόμη και τον διασημότερο συγγραφέα της, τον Ορχάν Παμούκ, όταν αυτός
διανοήθηκε να σπάσει με μια συνέντευξη το τρομερό ταμπού. Πόση
υποκρισία, αλήθεια, από ένα κράτος που θέλει να λέγεται σύγχρονο και
«κοσμικό», ενώ φλερτάρει καθημερινά με τον Μεσαίωνα!
Ομως η υποκρισία και η άρνηση της ιστορικής πραγματικότητας δεν αφορούν μόνο τους Τούρκους απογόνους των φυσικών αυτουργών της γενοκτονίας: εξίσου «θαμμένη» στα αρχεία και τα κατάστιχα είναι και η βαριά ευθύνη των «πολιτισμένων» μεγάλων δυνάμεων της εποχής, και ιδιαίτερα των τότε συμμάχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των Γερμανών, για την προλείανση και την απρόσκοπτη εφαρμογή της συστηματικής εξολόθρευσης ενός ολόκληρου έθνους, μέσα σε διάστημα λίγων μόνο μηνών.
Αν και ιστορικές ευθύνες για το κακό φέρουν τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Βρετανοί, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η ιδεολογία του σκληρού τουρκικού μιλιταριστικού εθνικισμού και της ρατσιστικής μισαλλοδοξίας σε βάρος των μειονοτήτων, που τελικά οδήγησε στη σφαγή των Αρμενίων, των Ποντίων και των υπόλοιπων Ελλήνων της Μικρασίας στο πλαίσιο της πρώτης οργανωμένης εθνοκάθαρσης, «γεννήθηκε» στις γερμανικές στρατιωτικές σχολές, όπου σπούδασαν πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο οι περισσότεροι κορυφαίοι Νεότουρκοι αξιωματικοί. Για τον Ενβέρ και τον Ταλάατ πασά, τους δύο βασικούς υπευθύνους της θηριωδίας, η εξολόθρευση των χριστιανικών πληθυσμών ήταν μια ψυχρή επιλογή-προαπαιτούμενο για την επιβίωση του νέου τουρκικού έθνους-κράτους, με το οποίο αντικατέστησαν το βαθιά παρηκμασμένο πολυεθνικό οθωμανικό «ιμπέριουμ». Και ο πόλεμος δεν ήταν παρά το πρόσχημα.
Μελετώντας τα διπλωματικά αρχεία του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών της περιόδου 1915-1918, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το Βερολίνο όχι μόνο γνώριζε ακριβώς τα όσα τρομερά συνέβαιναν στον αρμενικό πληθυσμό εντός της αυτοκρατορίας, μετά την απόφαση του Ταλάατ πασά για την ομαδική «μετεγκατάστασή» τους, αλλά και «έπνιγε» αποφασιστικά κάθε προσπάθεια να παρεμποδιστεί η γενοκτονία. Οι Γερμανοί, που σήμερα σκίζουν τα ρούχα τους μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους για τις «βαρβαρότητες» των Τούρκων, ήταν οι μόνοι που είχαν τη δύναμη το 1915 να σταματήσουν τη σφαγή: διέθεταν άλλωστε άριστη πληροφόρηση από τις (ανατριχιαστικές) μαρτυρίες εκατοντάδων Ευρωπαίων αυτοπτών, αλλά και από τους κατά τόπους προξένους και στρατιωτικούς «συμβούλους» τους, που έβλεπαν με τα μάτια τους τις πορείες του θανάτου, τις ομαδικές εκτελέσεις και τα πάσης φύσεως μαρτύρια των Αρμενίων.
Ομως οι ιθύνοντες επέλεξαν, σε ανώτατο επίπεδο μάλιστα, να μην το πράξουν, για λόγους «στρατιωτικής αναγκαιότητας»: το μόνο που τους ενδιέφερε, όπως προκύπτει από την επίσημη αλληλογραφία του πρέσβη τους στην Κωνσταντινούπολη, Βαγκενχάιμ, με τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο, ήταν να «κουκουλωθεί» κατά το δυνατόν το μακελειό ή έστω να παρουσιαστεί ως προπαγάνδα της Αντάντ, προκειμένου να μην επηρεαστεί η πολεμική προσπάθεια ενάντια στους Αγγλους και τους Ρώσους...
Οπως και πολλοί Τούρκοι αξιωματούχοι και απλοί πολίτες, που έφριτταν με τις θηριωδίες των συμπατριωτών τους και προσπαθούσαν κρυφά να σώσουν όσους Αρμένηδες μπορούσαν, έτσι και οι Γερμανοί στρατιωτικοί και πολίτες που βρέθηκαν εκεί το 1915 έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να κινητοποιήσουν τη γερμανική κυβέρνηση ενάντια στη γενοκτονία. Νοσοκόμες, ιεραπόστολοι, μηχανικοί, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι και αξιωματικοί, από την Τραπεζούντα ώς τον Ευφράτη, ένωσαν ξανά και ξανά τις φωνές τους σε συγκλονιστικά γράμματα και υπομνήματα –καθένα τους και μια μικρή ταινία τρόμου– για να «ξυπνήσουν» τον ανύπαρκτο, όπως αποδείχτηκε, ανθρωπισμό των ανωτέρων τους. Μάταια όμως: η ρήση του Ερντογάν, «από το ένα αυτί μπαίνουν κι από το άλλο βγαίνουν», ισχύει σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις εποχές, όταν διακυβεύονται «στρατηγικά συμφέροντα».
Πρόσωπο-κλειδί από γερμανικής πλευράς, εκτός από τον πρέσβη Βαγκενχάιμ, ήταν και το «δεξί χέρι» του στην Πόλη, ο στρατιωτικός ακόλουθος βαρόνος Κονσταντίν φον Νόιρατ, που έκανε τα πάντα για να δικαιολογήσει τις τερατώδεις πράξεις των Τούρκων συμμάχων. Αλλο «λουλούδι» αυτός: 25 χρόνια αργότερα, όντας πλέον κορυφαίο στέλεχος του ναζιστικού καθεστώτος και «δεξί χέρι» του Χάιντριχ, του αρχιτέκτονα του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, αξιοποίησε την... τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει στην Τουρκία για να στήσει τα πρώτα εκτελεστικά «τάγματα θανάτου» («Αϊνζατσγκρούπε») στην Ανατολική Ευρώπη και την Ουκρανία, στα πρότυπα της αντίστοιχης παρακρατικής «ειδικής οργάνωσης» των Νεότουρκων.
Μόνο μετά το 1916, όταν η σφαγή είχε πια ολοκληρωθεί και η παγκόσμια κοινή γνώμη βοούσε ήδη για τη θηριωδία, ενημερωμένη κυρίως από τα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου, άρχισαν οι Γερμανοί να διαμαρτύρονται, διακριτικά είναι η αλήθεια, για την «κακομεταχείριση» των χριστιανικών πληθυσμών, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα το επίσημο διάβημα του υποστράτηγου Οτο Λίμαν φον Σάντερς προς τον Ταλάατ πασά, όπου απειλούσε πως θα παραιτηθεί από τη διοίκηση του τουρκικού στρατού. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν συνέβη ποτέ: απλά ο Φον Σάντερς –ο στρατηγός που ανέδειξε τον νεαρό Κεμάλ σε μέραρχο και ήρωα της Καλλίπολης– αξιοποίησε την επιστολή για να αποφύγει μεταπολεμικά την καταδίκη όταν, αιχμάλωτος πια των Βρετανών, κατηγορήθηκε για τις ευθύνες του στο αρμενικό ολοκαύτωμα, κάνοντας με επιτυχία τον ανήξερο -κι ας γνώριζε τα πάντα...
Φυσικά οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές δεν επέμειναν ιδιαίτερα: σύντομα τον άφησαν ελεύθερο, όπως και τους Νεότουρκους «πασάδες» που είχαν σιδηροδέσμιους στη Μάλτα. Η προγραμματισμένη δίκη για εγκλήματα πολέμου δεν έγινε ποτέ. Ετσι χάθηκε, το 1919, η τελευταία ευκαιρία να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη οι υπεύθυνοι της πρώτης οργανωμένης γενοκτονίας. Και ο Λίμαν φον Σάντερς, ο μόνος ίσως άνθρωπος που –όντας στην ουσία αρχιστράτηγος του οθωμανικού στρατού το 1915-18– είχε τη δύναμη να σταματήσει το κακό ενώ συνέβαινε, πέθανε ήσυχα ήσυχα στο κρεβάτι του το 1929...
Ομως η υποκρισία και η άρνηση της ιστορικής πραγματικότητας δεν αφορούν μόνο τους Τούρκους απογόνους των φυσικών αυτουργών της γενοκτονίας: εξίσου «θαμμένη» στα αρχεία και τα κατάστιχα είναι και η βαριά ευθύνη των «πολιτισμένων» μεγάλων δυνάμεων της εποχής, και ιδιαίτερα των τότε συμμάχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των Γερμανών, για την προλείανση και την απρόσκοπτη εφαρμογή της συστηματικής εξολόθρευσης ενός ολόκληρου έθνους, μέσα σε διάστημα λίγων μόνο μηνών.
Αν και ιστορικές ευθύνες για το κακό φέρουν τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Βρετανοί, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η ιδεολογία του σκληρού τουρκικού μιλιταριστικού εθνικισμού και της ρατσιστικής μισαλλοδοξίας σε βάρος των μειονοτήτων, που τελικά οδήγησε στη σφαγή των Αρμενίων, των Ποντίων και των υπόλοιπων Ελλήνων της Μικρασίας στο πλαίσιο της πρώτης οργανωμένης εθνοκάθαρσης, «γεννήθηκε» στις γερμανικές στρατιωτικές σχολές, όπου σπούδασαν πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο οι περισσότεροι κορυφαίοι Νεότουρκοι αξιωματικοί. Για τον Ενβέρ και τον Ταλάατ πασά, τους δύο βασικούς υπευθύνους της θηριωδίας, η εξολόθρευση των χριστιανικών πληθυσμών ήταν μια ψυχρή επιλογή-προαπαιτούμενο για την επιβίωση του νέου τουρκικού έθνους-κράτους, με το οποίο αντικατέστησαν το βαθιά παρηκμασμένο πολυεθνικό οθωμανικό «ιμπέριουμ». Και ο πόλεμος δεν ήταν παρά το πρόσχημα.
Μελετώντας τα διπλωματικά αρχεία του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών της περιόδου 1915-1918, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το Βερολίνο όχι μόνο γνώριζε ακριβώς τα όσα τρομερά συνέβαιναν στον αρμενικό πληθυσμό εντός της αυτοκρατορίας, μετά την απόφαση του Ταλάατ πασά για την ομαδική «μετεγκατάστασή» τους, αλλά και «έπνιγε» αποφασιστικά κάθε προσπάθεια να παρεμποδιστεί η γενοκτονία. Οι Γερμανοί, που σήμερα σκίζουν τα ρούχα τους μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους για τις «βαρβαρότητες» των Τούρκων, ήταν οι μόνοι που είχαν τη δύναμη το 1915 να σταματήσουν τη σφαγή: διέθεταν άλλωστε άριστη πληροφόρηση από τις (ανατριχιαστικές) μαρτυρίες εκατοντάδων Ευρωπαίων αυτοπτών, αλλά και από τους κατά τόπους προξένους και στρατιωτικούς «συμβούλους» τους, που έβλεπαν με τα μάτια τους τις πορείες του θανάτου, τις ομαδικές εκτελέσεις και τα πάσης φύσεως μαρτύρια των Αρμενίων.
Ομως οι ιθύνοντες επέλεξαν, σε ανώτατο επίπεδο μάλιστα, να μην το πράξουν, για λόγους «στρατιωτικής αναγκαιότητας»: το μόνο που τους ενδιέφερε, όπως προκύπτει από την επίσημη αλληλογραφία του πρέσβη τους στην Κωνσταντινούπολη, Βαγκενχάιμ, με τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο, ήταν να «κουκουλωθεί» κατά το δυνατόν το μακελειό ή έστω να παρουσιαστεί ως προπαγάνδα της Αντάντ, προκειμένου να μην επηρεαστεί η πολεμική προσπάθεια ενάντια στους Αγγλους και τους Ρώσους...
Οπως και πολλοί Τούρκοι αξιωματούχοι και απλοί πολίτες, που έφριτταν με τις θηριωδίες των συμπατριωτών τους και προσπαθούσαν κρυφά να σώσουν όσους Αρμένηδες μπορούσαν, έτσι και οι Γερμανοί στρατιωτικοί και πολίτες που βρέθηκαν εκεί το 1915 έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να κινητοποιήσουν τη γερμανική κυβέρνηση ενάντια στη γενοκτονία. Νοσοκόμες, ιεραπόστολοι, μηχανικοί, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι και αξιωματικοί, από την Τραπεζούντα ώς τον Ευφράτη, ένωσαν ξανά και ξανά τις φωνές τους σε συγκλονιστικά γράμματα και υπομνήματα –καθένα τους και μια μικρή ταινία τρόμου– για να «ξυπνήσουν» τον ανύπαρκτο, όπως αποδείχτηκε, ανθρωπισμό των ανωτέρων τους. Μάταια όμως: η ρήση του Ερντογάν, «από το ένα αυτί μπαίνουν κι από το άλλο βγαίνουν», ισχύει σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις εποχές, όταν διακυβεύονται «στρατηγικά συμφέροντα».
Πρόσωπο-κλειδί από γερμανικής πλευράς, εκτός από τον πρέσβη Βαγκενχάιμ, ήταν και το «δεξί χέρι» του στην Πόλη, ο στρατιωτικός ακόλουθος βαρόνος Κονσταντίν φον Νόιρατ, που έκανε τα πάντα για να δικαιολογήσει τις τερατώδεις πράξεις των Τούρκων συμμάχων. Αλλο «λουλούδι» αυτός: 25 χρόνια αργότερα, όντας πλέον κορυφαίο στέλεχος του ναζιστικού καθεστώτος και «δεξί χέρι» του Χάιντριχ, του αρχιτέκτονα του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, αξιοποίησε την... τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει στην Τουρκία για να στήσει τα πρώτα εκτελεστικά «τάγματα θανάτου» («Αϊνζατσγκρούπε») στην Ανατολική Ευρώπη και την Ουκρανία, στα πρότυπα της αντίστοιχης παρακρατικής «ειδικής οργάνωσης» των Νεότουρκων.
Μόνο μετά το 1916, όταν η σφαγή είχε πια ολοκληρωθεί και η παγκόσμια κοινή γνώμη βοούσε ήδη για τη θηριωδία, ενημερωμένη κυρίως από τα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου, άρχισαν οι Γερμανοί να διαμαρτύρονται, διακριτικά είναι η αλήθεια, για την «κακομεταχείριση» των χριστιανικών πληθυσμών, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα το επίσημο διάβημα του υποστράτηγου Οτο Λίμαν φον Σάντερς προς τον Ταλάατ πασά, όπου απειλούσε πως θα παραιτηθεί από τη διοίκηση του τουρκικού στρατού. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν συνέβη ποτέ: απλά ο Φον Σάντερς –ο στρατηγός που ανέδειξε τον νεαρό Κεμάλ σε μέραρχο και ήρωα της Καλλίπολης– αξιοποίησε την επιστολή για να αποφύγει μεταπολεμικά την καταδίκη όταν, αιχμάλωτος πια των Βρετανών, κατηγορήθηκε για τις ευθύνες του στο αρμενικό ολοκαύτωμα, κάνοντας με επιτυχία τον ανήξερο -κι ας γνώριζε τα πάντα...
Φυσικά οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές δεν επέμειναν ιδιαίτερα: σύντομα τον άφησαν ελεύθερο, όπως και τους Νεότουρκους «πασάδες» που είχαν σιδηροδέσμιους στη Μάλτα. Η προγραμματισμένη δίκη για εγκλήματα πολέμου δεν έγινε ποτέ. Ετσι χάθηκε, το 1919, η τελευταία ευκαιρία να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη οι υπεύθυνοι της πρώτης οργανωμένης γενοκτονίας. Και ο Λίμαν φον Σάντερς, ο μόνος ίσως άνθρωπος που –όντας στην ουσία αρχιστράτηγος του οθωμανικού στρατού το 1915-18– είχε τη δύναμη να σταματήσει το κακό ενώ συνέβαινε, πέθανε ήσυχα ήσυχα στο κρεβάτι του το 1929...