Αλέξανδρος ΤάρκαςΗ κομματική αντιπαράθεση και το ενδιαφέρον των πολιτών
επικεντρώνονται στις οικονομικές συνθήκες που θα επικρατούν μετά τη
δίμηνη παράταση του Μνημονίου, αλλά ελάχιστοι λαμβάνουν υπόψη το γεγονός
ότι η στάση του Βερολίνου θα συνδυαστεί με -εξίσου αυστηρές- πολιτικές
και διπλωματικές προϋποθέσεις. Χαρακτηριστικός προάγγελος είναι οι διφορούμενες διατυπώσεις στους
δύο από τους επτά σκληρούς όρους που ενέκρινε η γερμανική Βουλή, την
περασμένη εβδομάδα, για την προληπτική πιστωτική γραμμή προς την Ελλάδα.
Μεταξύ άλλων, θα αξιολογηθούν η απειλή για τη χρηματοπιστωτική
σταθερότητα της Ευρώπης (πρώτος όρος) και η διαρκής βελτίωση της
εξωτερικής θέσης της χώρας (έκτος όρος). Πρακτικά, η έννοια της
«απειλής» είναι δυνατόν, ειλικρινά ή κατ' επίφαση, να συνδεθεί σχεδόν με
τα πάντα, ενώ η «εξωτερική θέση», αν και προς το παρόν συσχετίζεται με
την αύξηση των εξαγωγών και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, μπορεί
να περιέχει ό,τι βάλει ο νους.
Οι επαφές των κυβερνήσεων Ελλάδας - Γερμανίας τους τελευταίους μήνες, με πλέον πρόσφατη την προ δεκαπενθημέρου επίσκεψη του αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλου στο Βερολίνο, δεν περιορίζονται στην οικονομία. Επεκτείνονται, χωρίς μεγάλη (ή και με μηδενική) ειδησεογραφική κάλυψη, στις σχέσεις Αθήνας - Αγκυρας, στην εξέλιξη του Κυπριακού, στον ενεργειακό πλούτο της ΝΑ Μεσογείου, στις ενταξιακές προοπτικές της Τουρκίας στην Ε.Ε., καθώς και στο μέλλον των δυτικών Βαλκανίων.
Ο γερμανικός παράγοντας «ήρθε, για να μείνει» και, προς το παρόν, δεν είναι εφικτές οι προβλέψεις ως προς την πιθανή ταύτιση, τη σύμπτωση ή την αντίθεση των θέσεών του με τις ΗΠΑ ή με μέλη της Ε.Ε. που έχουν παραδοσιακό ενδιαφέρον και παρεμβατικότητα στην ευρύτερη βαλκανική και μεσογειακή περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτό, η γερμανική διπλωματία φέρεται ότι αιφνιδιάστηκε από τη σύγκληση, στις αρχές Δεκεμβρίου, του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας - Τουρκίας. Σε αντίθεση με τον πλούτο πληροφοριών που λαμβάνει το Βερολίνο από Ελληνες «πρόθυμους» για τις οικονομικές εξελίξεις, μάλλον δεν συνέβη το ίδιο και για τις σχέσεις Αθήνας - Αγκυρας, αν και η καγκελάριος Μέρκελ είχε εκδηλώσει, από τον περασμένο Μάιο, προσωπικό ενδιαφέρον για την εξέλιξη του Κυπριακού, για το ενεργειακό παιχνίδι στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο και για τις επιπτώσεις στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Στην παρούσα φάση, το Βερολίνο διατηρεί τις γνωστές επιφυλάξεις του για την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., αλλά θα επιθυμούσε το άνοιγμα ορισμένων διαπραγματευτικών κεφαλαίων, ώστε να υπάρχουν γέφυρες επικοινωνίας με το ιδιότυπο καθεστώς Ερντογάν. Οι γερμανικές επιθυμίες είναι αντίθετες με τις απόψεις της Αθήνας και της Λευκωσίας, που υπογραμμίζουν ότι, όσο υπάρχουν απειλές (με κορυφαία την παρουσία του ερευνητικού σκάφους «Barbaros» στην κυπριακή ΑΟΖ), δεν μπορούν να προχωρήσουν οι ευρωτουρκικές διαπραγματεύσεις.
Παράλληλα, η Γερμανία, μαζί με το βρετανικό Φόρεϊν Οφις, εντείνει το ενδιαφέρον της για τα Βαλκάνια. Σε συνέχεια της γνωστής διάσκεψης του Αυγούστου στο Βερολίνο, προωθείται κοινή γερμανοβρετανική πρωτοβουλία, που θα φέρει πιο κοντά τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη με την Ε.Ε., προκαλώντας εύλογη ανησυχία ότι παρόμοια διαδικασία μπορεί να υιοθετηθεί και για την ΠΓΔΜ, για την οποία η κυρία Μέρκελ έχει υπογραμμίσει ότι επείγει η επίλυση των εκκρεμοτήτων με την Ελλάδα.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.