ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ
H συνάντηση του αρχηγού της αξιωματικής
αντιπολίτευσης Αλ. Τσίπρα με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γ.
Στουρνάρα στέλνει ωφέλιμο μήνυμα προς την κοινωνία, ανεξαρτήτως του
περιεχομένου της συζήτησης. Το μήνυμα είναι ότι οι πολιτειακοί
παράγοντες, εκλεγμένοι και διορισμένοι, συνομιλούν, ενημερώνονται
αμοιβαία, ανταλλάσσουν απόψεις και σχέδια, διαπιστώνουν διαφορές θέσεων
αλλά και δυνητικά σημεία σύνθεσης. Αλλωστε, καθήκον αμφοτέρων,
διακηρυγμένο τουλάχιστον, είναι η ανόρθωση της χώρας, χωρίς προσωπικά ή
φατριαστικά φίλτρα. Δεν καλούνται να ταυτιστούν πολιτικά ή ιδεολογικά,
αλλά είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή,
λειτουργικό για την κοινωνία και το δημοκρατικό κράτος.
Για να το δούμε και απέξω: Οι ξένοι βλέπουν την Ελλάδα ενιαία, σαν μια πολιτική συνέχεια, ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα, ανεξαρτήτως χρώματος της κυβέρνησης. Φυσικά δεν είναι ίδιες όλες οι κυβερνήσεις, διαφέρουν ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά στις σχέσεις και τις διαπραγματεύσεις με τον ξένο παράγοντα, κάθε κυβέρνηση εκπροσωπεί το κοινωνικό όλον, διαχειρίζεται εθνικά συμφέροντα σε ιστορική προοπτική, δεν εκπροσωπεί συμφέροντα προσώπων ή ομάδων – τουλάχιστον τυπικά. Αλλά στο σημείο που έχει φτάσει η χώρα, το τυπικό, πρέπει να είναι και ουσιαστικό, διαρκώς και συνεκτικά.
Ας το δούμε από μέσα: κοινή η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο ανόρθωσης, ολοκληρωμένο και συγκροτημένο. Υπάρχουν προσχέδια, φωτοβολίδες, μονότονη επίκληση ταριχευμένων εννοιών: ανταγωνιστικότητα, νέες τεχνολογίες, νέα επιχειρηματικότητα, start up. Στην προχθεσινή έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής περιγράφεται ωμά: «Δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο που τελειώνει το 2014. Οσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για ένα τέτοιο σχέδιο επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κ.λπ.) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα, αιτιολογήσεις. [...] Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί από την πλευρά τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ζήτημα του τέλους του μνημονίου. Με τον τρόπο που τίθεται το θέμα δίνεται η εντύπωση ότι από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιες δεσμεύσεις, προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσεως απαιτήσεων και τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε ώς τώρα ήταν λάθος».
Σχετικά με τα παραπάνω είναι όσα οξυδερκώς έγραψε την περασμένη Δευτέρα στους Fianancial Times ο αρθρογράφος Tony Barber: «Aυτό που έχει σημασία για την Ελλάδα δεν είναι εάν θα παραμείνει στην κυβέρνηση ο κ. Σαμαράς ή εάν θα τον αντικαταστήσει ο κ. Τσίπρας. Είναι το εάν η πενταετία κακουχιών και υποταγής στην τρόικα οδήγησε στον εκσυγχρονισμό της πολιτικής κουλτούρας και της στάσης του κόσμου προς το κράτος». Ο Τ. Barber φαίνεται ότι γνωρίζει σε βάθος τα ελληνικά πράγματα· κορυφώνει τον συλλογισμό του πικρόχολα: «Οι πελατειακές σχέσεις και ο εγωισμός των οικονομικά ισχυρών επιβίωσαν από όλα τα δεινά του 20ού αιώνα – δύο παγκόσμιους πολέμους, ξένη κατοχή, εμφύλιο πόλεμο και χούντα. Μην απορείτε εάν επιβιώσουν και από την τρόικα, αφού φύγουν οι τελευταίοι ξένοι ηγεμόνες της χώρας».
Η Ελλάδα θα επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί τα επόμενα χρόνια σε ευρωπαϊκό περιβάλλον στάσιμο ή και υφεσιακό. Η ανασυγκρότηση άρα θα είναι διπλά δύσκολη, εφόσον οι υφιστάμενοι δεσμοί με το ατελές ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα είναι πολλαπλοί και ζωτικοί. Πιθανολογείται βάσιμα ότι η πολιτική της άκαμπτης λιτότητας θα αλλάξει, προς το καλύτερο. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη από τώρα, για να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Γι’ αυτό επείγουν ο εθνικός σχεδιασμός και η ομαλή δημοκρατική συνέχεια.
Για να το δούμε και απέξω: Οι ξένοι βλέπουν την Ελλάδα ενιαία, σαν μια πολιτική συνέχεια, ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα, ανεξαρτήτως χρώματος της κυβέρνησης. Φυσικά δεν είναι ίδιες όλες οι κυβερνήσεις, διαφέρουν ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά στις σχέσεις και τις διαπραγματεύσεις με τον ξένο παράγοντα, κάθε κυβέρνηση εκπροσωπεί το κοινωνικό όλον, διαχειρίζεται εθνικά συμφέροντα σε ιστορική προοπτική, δεν εκπροσωπεί συμφέροντα προσώπων ή ομάδων – τουλάχιστον τυπικά. Αλλά στο σημείο που έχει φτάσει η χώρα, το τυπικό, πρέπει να είναι και ουσιαστικό, διαρκώς και συνεκτικά.
Ας το δούμε από μέσα: κοινή η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο ανόρθωσης, ολοκληρωμένο και συγκροτημένο. Υπάρχουν προσχέδια, φωτοβολίδες, μονότονη επίκληση ταριχευμένων εννοιών: ανταγωνιστικότητα, νέες τεχνολογίες, νέα επιχειρηματικότητα, start up. Στην προχθεσινή έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής περιγράφεται ωμά: «Δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο που τελειώνει το 2014. Οσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για ένα τέτοιο σχέδιο επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κ.λπ.) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα, αιτιολογήσεις. [...] Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί από την πλευρά τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ζήτημα του τέλους του μνημονίου. Με τον τρόπο που τίθεται το θέμα δίνεται η εντύπωση ότι από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιες δεσμεύσεις, προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσεως απαιτήσεων και τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε ώς τώρα ήταν λάθος».
Σχετικά με τα παραπάνω είναι όσα οξυδερκώς έγραψε την περασμένη Δευτέρα στους Fianancial Times ο αρθρογράφος Tony Barber: «Aυτό που έχει σημασία για την Ελλάδα δεν είναι εάν θα παραμείνει στην κυβέρνηση ο κ. Σαμαράς ή εάν θα τον αντικαταστήσει ο κ. Τσίπρας. Είναι το εάν η πενταετία κακουχιών και υποταγής στην τρόικα οδήγησε στον εκσυγχρονισμό της πολιτικής κουλτούρας και της στάσης του κόσμου προς το κράτος». Ο Τ. Barber φαίνεται ότι γνωρίζει σε βάθος τα ελληνικά πράγματα· κορυφώνει τον συλλογισμό του πικρόχολα: «Οι πελατειακές σχέσεις και ο εγωισμός των οικονομικά ισχυρών επιβίωσαν από όλα τα δεινά του 20ού αιώνα – δύο παγκόσμιους πολέμους, ξένη κατοχή, εμφύλιο πόλεμο και χούντα. Μην απορείτε εάν επιβιώσουν και από την τρόικα, αφού φύγουν οι τελευταίοι ξένοι ηγεμόνες της χώρας».
Η Ελλάδα θα επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί τα επόμενα χρόνια σε ευρωπαϊκό περιβάλλον στάσιμο ή και υφεσιακό. Η ανασυγκρότηση άρα θα είναι διπλά δύσκολη, εφόσον οι υφιστάμενοι δεσμοί με το ατελές ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα είναι πολλαπλοί και ζωτικοί. Πιθανολογείται βάσιμα ότι η πολιτική της άκαμπτης λιτότητας θα αλλάξει, προς το καλύτερο. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη από τώρα, για να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Γι’ αυτό επείγουν ο εθνικός σχεδιασμός και η ομαλή δημοκρατική συνέχεια.