Του Κώστα Ράπτη Η 1η Μαρτίου 2003, οπότε η Τουρκική Εθνοσυνέλευση
αρνήθηκε την παροχή διευκολύνσεων στις αμερικανικές δυνάμεις για την
επικείμενη τότε εισβολή στο Ιράκ, υπήρξε η πραγματική γενέθλια πράξη της
διακυβέρνησης της Τουρκίας από το ισλαμιστικών καταβολών Κόμμα
Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Η 2α Οκτωβρίου 2014, σημαδεύει την εμφάνιση
στο διεθνές προσκήνιο της “Νέας Τουρκίας” που επαγγέλλεται ο Tayyip
Erdoğan μετά από μία δεκαετία αλλεπάλληλων πολιτικών νικών που
ολοκλήρωσαν την μεταμόρφωση της φυσιογνωμίας και του περιφερειακού ρόλου
της Τουρκίας.Η φιλοδοξία να μη θεωρείται η Τουρκία “δεδομένη” παραμένει η ίδια. Η
αμφιθυμία στις σχέσεις με τις ΗΠΑ επίσης. Όμως η μέθοδος είναι απολύτως
αντίστροφη: όχι η επιφυλακτική αυτοεξαίρεση από τις πολεμικές
περιπέτειες στην περιοχή, αλλά η πρόθυμη εμπλοκή σε αυτές.
Το τουρκικό κοινοβούλιο καλείται να υπερψηφίσει την εξουσιοδότηση για
διεύρυνση των δυνατοτήτων ανάληψης στρατιωτικής δράσης στη Συρία και το
Ιράκ – με μοναδικό ερώτημα το αν θα υπάρξουν τυχόν διαρροές από τη
συμπολίτευση. Από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης το μεν Κόμμα
Εθνικιστικής Δράσης αναμένεται να υπερψηφίσει την πρόταση, ενώ το Λαϊκό
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών θα
την καταψηφίσουν.
Ήδη την Τετάρτη, με την καθιερωμένη ομιλία του για την έναρξη του κοινοβουλευτικού έτους, ο Τούρκος πρόεδρος Tayyip Erdoğan εκφώνησε ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης ομιλία-ποταμό, τονίζοντας ότι η χώρα του “δεν έχει την πολυτέλεια να επιδεικνύει αναποφασιστικότητα σε περιφερειακά ζητήματα”. Η “Νέα Τουρκία” είναι πλέον, μεταξύ άλλων, και μια χώρα με οιονεί προεδρικό πολίτευμα, μολονότι δεν έχει μεσολαβήσει συνταγματική αναθεώρηση.
Μετά από αρκετές εβδομάδες κατά τις οποίες η Άγκυρα ακολούθησε παρελκυστική τακτική, επικαλούμενη την εκκρεμότητα των 49 Τούρκων πολιτών που βρίσκονταν όμηροι στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους, σήμανε η ώρα της ανοιχτής συστράτευσης με τον διεθνή συνασπισμό που έχουν συγκροτήσει οι ΗΠΑ εναντίον των τζιχαντιστών. Μιας συστράτευσης, όμως, την οποία ο Erdoğan επιθυμεί με τους δικούς του όρους.
“Η Τουρκία είναι έτοιμη να συνεργασθεί με τους πάντες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Όμως, θα πρέπει να γίνει από όλους αντιληπτό ότι η Τουρκία δεν είναι δεκτική σε προσωρινές λύσεις, ούτε θα επιτρέψει σε κανέναν να την εκμεταλλευθεί” διαμήνυσε ο Erdogan. Το νόημα των λόγων του δεν είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί.
Ο Τούρκος πρόεδρος περιέγραψε έναν τριμέτωπο αγώνα εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και “κάθε άλλης τρομοκρατικής οργάνωσης” (υπαινισσόμενος τους Κούρδους αυτονομιστές ένθεν κακείθεν των τουρκο-συριακών συνόρων), χωρίς παράλληλα να υποσταλεί ο στόχος της απομάκρυνσης του Σύρου προέδρου Βashar al-Assad από την εξουσία. Ειδεμή, πρόσθεσε, “τόνοι από βόμβες δεν θα καταφέρουν παρά να καθυστερήσουν την απειλή, όπως συνέβη στο Ιράκ, που βιώνει μία εισβολή ανά δεκαετία”.
Είναι γνωστό ότι η τουρκική στρατιωτική ηγεσία έχει ήδη εκπονήσει επιχειρησιακά σχέδια για τη δημιουργία “ασφαλούς ζώνης” εντός της συριακής επικράτειας καθώς και ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. Η ανάγκη αποκατάστασης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που, όπως φρόντισε να θυμίσει ο Erdoğan, έχουν συρρεύσει στην Τουρκία, αποτελεί για αυτό προφανή δικαιολογία. Μικρότερη δημοσιότητα, όμως, συγκεντρώνει το παιχνίδι που παίζεται στον τάφο του ιδρυτή της οθωμανικής δυναστείας Σουλεϊμάν Σαχ, τουρκικό θύλακα εντός της Συρίας, όπου 50-60 Τούρκοι στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό μπορούν να βρεθούν ανά πάσα στιγμή στο έλεος των τζιχαντιστών χωρίς παραδόξως η Άγκυρα να διατάσσει είτε την απομάκρυνσή τους είτε την αποστολή ενισχύσεων.
Θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό, βέβαια, αντί η Τουρκία να στρέφει το βλέμμα της από την άλλη μεριά των συνόρων να κλείσει οριστικά τις οδούς ανεφοδιασμού και στρατολόγησης που διατηρούν οι τζιχαντιστές στο έδαφός της. Όμως, το κύριο μέλημά της δεν είναι παρά η οριστική αποτροπή της δημιουργίας στη βόρεια Συρία μιας δεύτερης (μετά από αυτήν στο βόρειο Ιράκ) de facto ανεξάρτητης κουρδικής οντότητας και μάλιστα ευθυγραμμισμένης σε αυτή την περίπτωση με το ΡΚΚ.
Άλλωστε και τους διεθνούς συνασπισμού οι επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, αντί να φθείρουν πραγματικά τους τζιχαντιστές, τους ώθησαν προς Βορράν, όπου από κοινού με άλλες οργανώσεις της περιώνυμης “μετριοπαθούς” ισλαμιστικής αντιπολίτευσης πολιορκούν την κουρδική πόλη Kobane. Σε μια προσπάθεια μάλιστα να διαταραχθεί το επικερδές λαθρεμπόριο πετρελαίου που διεξάγουν οι τζιχαντιστές (με μη κατονομαζόμενους αγοραστές), οι αεροπορικές επιδρομές των Αμερικανών και των συμμάχων τους πλήττουν τα διυλιστήρια της βορειοανατολικής Συρίας, στερώντας από τη Δαμασκό οποιαδήποτε ευκαιρία να ανακτήσει τον έλεγχο των υποδομών της. Η μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους αναπότρεπτα “έρπει” προς μιαν επέμβαση για την ανατροπή του Assad – όπως αυτή που απετράπη την τελευταία στιγμή πέρσι μετά από παρεμβολή της ρωσικής διπλωματίας.
Υποθέτει κανείς ότι αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο εντατικών διαβουλεύσεων του Erdoğan κατά την παρουσία του στην Νέα Υόρκη, με την ευκαιρία της Γ.Σ. του ΟΗΕ, όπου συναντήθηκε με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Joe Biden και είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Barack Obama. Η μοναδική χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ στην περιοχή είναι αναντικατάστατη σε ό,τι αφορά τις χερσαίες δυνάμεις, χωρίς τις οποίες οι επιχειρήσεις του διεθνούς συνασπισμού δεν είναι δυνατόν πραγματικά να επιτύχουν. Αναπάντητο, ωστόσο, παραμένει το ερώτημα εάν οι Αμερικανοί, και πολύ περισσότερο οι σύμμαχοί τους στις αραβικές μοναρχίες, έχουν συμφιλιωθεί με την ιδέα της ανάδειξης της Τουρκίας σε πάτρωνα των σουνιτικών πληθυσμών της περιοχής, ο οποίος θα ελέγξει το πολιτικό τους μέλλον στο νέο τοπίο της κατάλυσης των συνόρων που χαράχθηκαν στη Μέση Ανατολή μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πηγή:www.capital.gr