Η ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην εξωτερική πολιτική δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το αξίωμα ότι «τα πάντα είναι οικονομία». Ολα τα σημαντικά γεωπολιτικά ζητήματα που εξελίσσονται τον τελευταίο καιρό άπτονται της οικονομίας και επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, την ελληνική κοινωνία. Από τον τεράστιο κίνδυνο που ελλοχεύει λόγω της δράσης του «Ισλαμικού Κράτους» στη γειτονιά μας μέχρι το τι κάνουμε με τη Ρωσία και την Ουκρανία. Ταυτόχρονα, η αξιοποίηση των όποιων πηγών ενέργειας υπάρχουν στην ελληνική ή και την κυπριακή επικράτεια δεν είναι φυσικά μόνο θέμα διπλωματίας, αλλά και οικονομίας.
Ο κίνδυνος του ISIS αλλάζει την εξίσωση του μεταναστευτικού. Οχι μόνο πρέπει να συνεχίσουμε να βρισκόμαστε σε εγρήγορση για την είσοδο παράνομων μεταναστών στη χώρα, αξιοποιώντας και τη συμφωνία που τέθηκε χθες σε εφαρμογή για την επανεισδοχή μεταναστών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Τουρκίας, η οποία παραμένει μια από τις μεγαλύτερες πύλες εισόδου μεταναστών και προσφύγων στην Ευρώπη.
Αλλά, καθώς σχεδιάζουμε την επιχειρησιακή διαχείριση του συγκεκριμένου προβλήματος, οφείλουμε ως χώρα να λάβουμε πλέον υπόψη ότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με καταπονημένους ανθρώπους, πολίτες χωρών του Τρίτου Κόσμου που αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, ούτε μόνο για τις περιπτώσεις που ζητούν πολιτικό άσυλο. Πρέπει να αποτρέψουμε και την είσοδο, παράνομη αλλά ενίοτε και νόμιμη, ισλαμιστών εξτρεμιστών που θέλουν να πλήξουν τις δυτικές χώρες οι οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συστρατεύονται στην αντιμετώπιση του ISIS. Είναι ένα νέο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής που επηρεάζει την κοινωνική γαλήνη και την οικονομική ομαλότητα της χώρας.
Ενα άλλο μείζον ζήτημα, με αφετηρία το διπλωματικό πεδίο αλλά με σαφείς οικονομικές προεκτάσεις, είναι η σύγκρουση της Δύσης με τη Μόσχα, η οποία εγκυμονεί ένα ευρύ φάσμα κινδύνων για την Ελλάδα. Οι κίνδυνοι αυτοί ξεκινούν από τον περιορισμό των εξαγωγών λόγω του εμπάργκο στη διοχέτευση ελληνικών προϊόντων προς τη ρωσική αγορά και φθάνουν στη διακοπή της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ελλάδα.
Οσο για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων αερίου ή πετρελαίου, η οικονομική διάσταση είναι φυσικά αυτονόητη. Αλλά χρειάζονται λεπτοί διπλωματικοί χειρισμοί και η δημιουργία λειτουργικών συμμαχιών ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη και να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι που είναι υπαρκτοί στη δύσκολη γειτονιά στην οποία βρισκόμαστε. Εδώ οι όποιες κινήσεις της Αθήνας δεν περιορίζονται στην ελληνική επικράτεια. Εκ των πραγμάτων αφορούν και την κυπριακή.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η εξωτερική πολιτική πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο. Στην αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουμε να υπάρξουν εξελίξεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε σπασμωδικά και άρα με περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Για να αποφευχθεί αυτό, χρειάζεται η αναγκαία προεργασία, όχι μόνο στο επίπεδο των πολιτικών ηγεσιών και των αρμόδιων υπηρεσιών, αλλά και της κοινωνίας.
Παρά τις εσωτερικές συγκρούσεις σε ό,τι αφορά την οικονομία και αυτή την επώδυνη ελληνική εμπειρία της διαίρεσης σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς», στην εξωτερική πολιτική μπορεί και πρέπει να υπάρξει έγκαιρα συνεννόηση και χάραξη εθνικής στρατηγικής για τη διαχείριση των πολλών σημαντικών θεμάτων που έχουμε μπροστά μας.