Η πρόσφατη χρηματιστηριακή
κατάρρευση θα μπορούσε να θεωρηθεί απλό «ατύχημα» σε εξαιρετικά αντίξοο
διεθνές περιβάλλον. Η ελληνική πτώση δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός, αλλά
αποτέλεσε μέρος της υποχώρησης σε όλα τα διεθνή χρηματιστήρια.
Τα αίτια της γενικής πτώσης αποδόθηκαν διεθνώς στις σκοτεινές
προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, ιδίως της ευρωπαϊκής, που σύρει
όλες τις άλλες προς τα κάτω. Το ευρωπαϊκό αδιέξοδο αρκεί για να
τροφοδοτεί αρνητικές προβλέψεις ακόμη και στις πιο απόμακρες περιοχές
του πλανήτη, όπως Κίνα και Βραζιλία.
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι Ευρωπαίοι αναλυτές που αποδίδουν τη διεθνή κρίση στη μεταδοτικότητα της ελληνικής «πληγής». Ακόμη μια φορά, η Ελλάδα θεωρήθηκε ότι αυτή πυροδοτεί την ευρωπαϊκή κρίση και κατ' επέκτασιν την παγκόσμια. Ακόμη μια φορά, όπως το 2012, επανεμφανίσθηκαν σενάρια αποβολής της από το ευρωπαϊκό σύστημα. Ωστόσο, πριν αλέκτορα φωνήσαι, ομοβροντίες δηλώσεων Ευρωπαίων ιθυνόντων διαβεβαίωναν ότι δεν πρόκειται κατ' ουδέναν τρόπο και με οποιοδήποτε τίμημα χρειασθεί να αφήσουν την Ελλάδα είτε να καταρρεύσει είτε να αποβληθεί από το ευρωσύστημα. Εν τούτοις, η ουσία του ελληνικού προβλήματος παραμένει, η μη-βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία ούτε θεραπεύεται ούτε σταθεροποιείται. Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, ενώ η ελληνική κατάσταση αντιμετωπίζεται υπό συνθήκες ευρωπαϊκού συναγερμού, οι πραγματικές αιτίες της συσσωρευόμενης αστάθειας στη χώρα μας δεν αντιμετωπίζονται ουσιαστικά, αλλά αγνοούνται, αποβαίνοντας έτσι περισσότερο δηλητηριώδεις, ώστε το εκάστοτε κόστος της ελληνικής «διάσωσης» να υπερβαίνει κάθε προηγούμενο. Ο ασθενής δεν εγκαταλείπεται, «διασώζεται», όμως η ασθένεια διαιωνίζεται, δεν παύει να τον διαβρώνει και να τον αποδυναμώνει.
Ακόμη και εάν η ελληνική ασθένεια δεν πυροδότησε την πρόσφατη διεθνή χρηματιστηριακή πτώση, δεν είναι λίγοι αναλυτές που θεωρούν ότι η χώρα μας επλήγη βαθύτερα από άλλες, ως ο «αδύναμος κρίκος» της διεθνούς αλυσίδας. Πρώτη η χώρα μας εισπράττει τις συνέπειες από κάθε υπερβολική και σπασμωδική αντίδραση των διεθνών αγορών. Εξ ορισμού το ελληνικό χρέος θεωρείται διεθνώς, και με τη σφραγίδα του ΔΝΤ, ως «μη-βιώσιμο». Η αμείλικτη πραγματικότητα είναι ότι ουδεμίας χώρας το χρέος είναι εξυπηρετήσιμο, ενόσω το κόστος δανεισμού της υπερβαίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας. Εάν σήμερα το ελληνικό κόστος δανεισμού βρίσκεται στο 2,2%, ενώ η ανάπτυξη σε μηδενικά επίπεδα, αυτό αρκεί για να προεξοφλείται η μη-εξυπηρετησιμότητα του χρέους. Εάν η χώρα εγκαταλείψει το «Μνημόνιο» με φιλοδοξία να αντλεί χρήμα από τις αγορές, όπως ατυχώς καυχήθηκε η ελληνική κυβέρνηση, αυτό σημαίνει ότι το κόστος δανεισμού της εκτινάσσεται από 2,2% σε 8% και 10%, με συνέπεια το χρέος να αποβαίνει 4-5 φορές περισσότερο μη-εξυπηρετήσιμο από ό,τι σήμερα. Γιατί λοιπόν οι αγορές να μην ανησυχήσουν με τη διακηρυγμένη πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης; Ο μόνος τρόπος που θα τις έκανε να ηρεμήσουν θα ήταν εάν ο ρυθμός ανάπτυξης ανερχόταν σε υψηλότερες προβλέψεις και από την άλλη πλευρά η εξυπηρέτηση του χρέους μειωνόταν, ώστε να απορροφά λιγότερο από ό,τι σήμερα. Το πάθημα της κυβέρνησης καλύφθηκε, αλλά μόνον εκ των υστέρων, από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός έκανε μεταβολή και αναγνώρισε την ανάγκη περαιτέρω ευρωπαϊκής στήριξης, μετά την έξοδο από το Μνημόνιο, με εξασφάλιση «προληπτικής πιστωτικής γραμμής» έναντι των πιέσεων των χρηματαγορών. Ωστόσο, αυτό όφειλε να το γνωρίζει εκ των προτέρων και να το θέτει ως προϋπόθεση για κάθε διακήρυξη απεμπλοκής από το Μνημόνιο, αντί με ασυγχώρητη επιπολαιότητα να κομπάζει για τη δήθεν «ισχυρή οικονομία» της, η οποία παραμένει στα όρια της επιβίωσης.
Από την άλλη πλευρά, ακόμη μια φορά η Ευρώπη εμφανίζεται να καλύπτει ελληνικές αδυναμίες, για τις οποίες όμως η ίδια ευθύνεται περισσότερο από ό,τι η χώρα μας, αφού συνεχίζει να προτάσσει τη λιτότητα και αφαίμαξη ρευστότητος, με υποθετικό και δογματικό πρόσχημα τη «διαρθρωτική εξυγίανση». Ακόμη περισσότερο, εάν σήμερα η χώρα μας «διασώζεται» ακόμη μια φορά με διαβεβαιώσεις και δεσμεύσεις Ευρωπαίων ιθυνόντων, αυτό δεν οφείλεται καθόλου στη δήθεν εύρυθμη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν αλληλεγγύη μεταξύ χωρών-μελών. Αντίθετα, η σημερινή «αλληλεγγύη» με τη χώρα μας συνιστά υπέρβαση των ευρωπαϊκών Συνθηκών, οι οποίες απαγορεύουν ρητώς κάθε είδους παρόμοια αλληλεγγύη, υπό το θλιβερό, γερμανικής έμπνευσης, επιχείρημα ότι κάθε αλληλεγγύη με «νοσούσα» χώρα θα έχει αρνητικές συνέπειες, αφού θα την ενεθάρρυνε στις «σπάταλες και αμαρτωλές» έξεις της. Οταν σήμερα ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ενεργοποιεί πρόσθετο πρόγραμμα διάσωσης για τη χώρα μας, αυτό δεν επιβεβαιώνει καθόλου το θρίαμβο των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά αντίθετα τη βαθιά αποτυχία τους, αφού ο ίδιος αναγνωρίζει ότι οι αποφάσεις του έχουν καθαρά «εξωσυμβατικό» χαρακτήρα, καλώντας ταυτόχρονα τις κυβερνήσεις να υπερβούν τις ιδρυτικές Συνθήκες. Ενόσω η Ελλάδα «διασώζεται» με «εξωσυμβατικό» τρόπο, τόσο περισσότερο αποδεικνύεται ο απρόσφορος και νοσηρός χαρακτήρας των ευρωπαϊκών Συνθηκών, που επιβάλλουν ως «θεραπευτική αγωγή» τη μονόπλευρη λιτότητα χωρίς αλληλεγγύη μεταξύ χωρών-μελών, τη μαζική ανεργία και κοινωνική αποσάρθρωση, με υποθετική αιτιολογία την εξυγίανση και αναμόρφωσή τους. Εάν η πρόσφατη κρίση πυροδοτήθηκε με αφορμή την ελληνική αφροσύνη, απώτερη αιτία της παραμένει η νοσογόνος ευρωπαϊκή συνταγή.
kvergo@gmail.com
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι Ευρωπαίοι αναλυτές που αποδίδουν τη διεθνή κρίση στη μεταδοτικότητα της ελληνικής «πληγής». Ακόμη μια φορά, η Ελλάδα θεωρήθηκε ότι αυτή πυροδοτεί την ευρωπαϊκή κρίση και κατ' επέκτασιν την παγκόσμια. Ακόμη μια φορά, όπως το 2012, επανεμφανίσθηκαν σενάρια αποβολής της από το ευρωπαϊκό σύστημα. Ωστόσο, πριν αλέκτορα φωνήσαι, ομοβροντίες δηλώσεων Ευρωπαίων ιθυνόντων διαβεβαίωναν ότι δεν πρόκειται κατ' ουδέναν τρόπο και με οποιοδήποτε τίμημα χρειασθεί να αφήσουν την Ελλάδα είτε να καταρρεύσει είτε να αποβληθεί από το ευρωσύστημα. Εν τούτοις, η ουσία του ελληνικού προβλήματος παραμένει, η μη-βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία ούτε θεραπεύεται ούτε σταθεροποιείται. Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, ενώ η ελληνική κατάσταση αντιμετωπίζεται υπό συνθήκες ευρωπαϊκού συναγερμού, οι πραγματικές αιτίες της συσσωρευόμενης αστάθειας στη χώρα μας δεν αντιμετωπίζονται ουσιαστικά, αλλά αγνοούνται, αποβαίνοντας έτσι περισσότερο δηλητηριώδεις, ώστε το εκάστοτε κόστος της ελληνικής «διάσωσης» να υπερβαίνει κάθε προηγούμενο. Ο ασθενής δεν εγκαταλείπεται, «διασώζεται», όμως η ασθένεια διαιωνίζεται, δεν παύει να τον διαβρώνει και να τον αποδυναμώνει.
Ακόμη και εάν η ελληνική ασθένεια δεν πυροδότησε την πρόσφατη διεθνή χρηματιστηριακή πτώση, δεν είναι λίγοι αναλυτές που θεωρούν ότι η χώρα μας επλήγη βαθύτερα από άλλες, ως ο «αδύναμος κρίκος» της διεθνούς αλυσίδας. Πρώτη η χώρα μας εισπράττει τις συνέπειες από κάθε υπερβολική και σπασμωδική αντίδραση των διεθνών αγορών. Εξ ορισμού το ελληνικό χρέος θεωρείται διεθνώς, και με τη σφραγίδα του ΔΝΤ, ως «μη-βιώσιμο». Η αμείλικτη πραγματικότητα είναι ότι ουδεμίας χώρας το χρέος είναι εξυπηρετήσιμο, ενόσω το κόστος δανεισμού της υπερβαίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας. Εάν σήμερα το ελληνικό κόστος δανεισμού βρίσκεται στο 2,2%, ενώ η ανάπτυξη σε μηδενικά επίπεδα, αυτό αρκεί για να προεξοφλείται η μη-εξυπηρετησιμότητα του χρέους. Εάν η χώρα εγκαταλείψει το «Μνημόνιο» με φιλοδοξία να αντλεί χρήμα από τις αγορές, όπως ατυχώς καυχήθηκε η ελληνική κυβέρνηση, αυτό σημαίνει ότι το κόστος δανεισμού της εκτινάσσεται από 2,2% σε 8% και 10%, με συνέπεια το χρέος να αποβαίνει 4-5 φορές περισσότερο μη-εξυπηρετήσιμο από ό,τι σήμερα. Γιατί λοιπόν οι αγορές να μην ανησυχήσουν με τη διακηρυγμένη πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης; Ο μόνος τρόπος που θα τις έκανε να ηρεμήσουν θα ήταν εάν ο ρυθμός ανάπτυξης ανερχόταν σε υψηλότερες προβλέψεις και από την άλλη πλευρά η εξυπηρέτηση του χρέους μειωνόταν, ώστε να απορροφά λιγότερο από ό,τι σήμερα. Το πάθημα της κυβέρνησης καλύφθηκε, αλλά μόνον εκ των υστέρων, από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός έκανε μεταβολή και αναγνώρισε την ανάγκη περαιτέρω ευρωπαϊκής στήριξης, μετά την έξοδο από το Μνημόνιο, με εξασφάλιση «προληπτικής πιστωτικής γραμμής» έναντι των πιέσεων των χρηματαγορών. Ωστόσο, αυτό όφειλε να το γνωρίζει εκ των προτέρων και να το θέτει ως προϋπόθεση για κάθε διακήρυξη απεμπλοκής από το Μνημόνιο, αντί με ασυγχώρητη επιπολαιότητα να κομπάζει για τη δήθεν «ισχυρή οικονομία» της, η οποία παραμένει στα όρια της επιβίωσης.
Από την άλλη πλευρά, ακόμη μια φορά η Ευρώπη εμφανίζεται να καλύπτει ελληνικές αδυναμίες, για τις οποίες όμως η ίδια ευθύνεται περισσότερο από ό,τι η χώρα μας, αφού συνεχίζει να προτάσσει τη λιτότητα και αφαίμαξη ρευστότητος, με υποθετικό και δογματικό πρόσχημα τη «διαρθρωτική εξυγίανση». Ακόμη περισσότερο, εάν σήμερα η χώρα μας «διασώζεται» ακόμη μια φορά με διαβεβαιώσεις και δεσμεύσεις Ευρωπαίων ιθυνόντων, αυτό δεν οφείλεται καθόλου στη δήθεν εύρυθμη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν αλληλεγγύη μεταξύ χωρών-μελών. Αντίθετα, η σημερινή «αλληλεγγύη» με τη χώρα μας συνιστά υπέρβαση των ευρωπαϊκών Συνθηκών, οι οποίες απαγορεύουν ρητώς κάθε είδους παρόμοια αλληλεγγύη, υπό το θλιβερό, γερμανικής έμπνευσης, επιχείρημα ότι κάθε αλληλεγγύη με «νοσούσα» χώρα θα έχει αρνητικές συνέπειες, αφού θα την ενεθάρρυνε στις «σπάταλες και αμαρτωλές» έξεις της. Οταν σήμερα ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ενεργοποιεί πρόσθετο πρόγραμμα διάσωσης για τη χώρα μας, αυτό δεν επιβεβαιώνει καθόλου το θρίαμβο των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά αντίθετα τη βαθιά αποτυχία τους, αφού ο ίδιος αναγνωρίζει ότι οι αποφάσεις του έχουν καθαρά «εξωσυμβατικό» χαρακτήρα, καλώντας ταυτόχρονα τις κυβερνήσεις να υπερβούν τις ιδρυτικές Συνθήκες. Ενόσω η Ελλάδα «διασώζεται» με «εξωσυμβατικό» τρόπο, τόσο περισσότερο αποδεικνύεται ο απρόσφορος και νοσηρός χαρακτήρας των ευρωπαϊκών Συνθηκών, που επιβάλλουν ως «θεραπευτική αγωγή» τη μονόπλευρη λιτότητα χωρίς αλληλεγγύη μεταξύ χωρών-μελών, τη μαζική ανεργία και κοινωνική αποσάρθρωση, με υποθετική αιτιολογία την εξυγίανση και αναμόρφωσή τους. Εάν η πρόσφατη κρίση πυροδοτήθηκε με αφορμή την ελληνική αφροσύνη, απώτερη αιτία της παραμένει η νοσογόνος ευρωπαϊκή συνταγή.
kvergo@gmail.com