Του Ίωνα Κουφοπαντελή
Τον περασμένο Μάιο, η ανακοινωθείσα πρόθεση των αμερικανικών αρχών να επιβάλλουν σημαντικό πρόστιμο στη Γαλλική τράπεζα BNP Paribas, επειδή παραβίασε το εμπάργκο κατά του Σουδάν, του Ιράν και άλλων χωρών που τελούν υπό αμερικανικό εμπάργκο, προκάλεσε άμεση ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και της Ε.Ε. και ρίγος στο Ευρωπαϊκό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα. Το πρόστιμο αυτό είναι το μεγαλύτερο που έχουν επιβάλλει ποτέ οι ΗΠΑ σε εταιρεία. Η τράπεζα ήταν αρχικά αντιμέτωπη με πρόστιμο που θα ξεπερνούσε εκείνο των 4 δισ. δολαρίων που επιβλήθηκε πέρυσι από το Αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης στον όμιλο πετρελαίων BP
. Επίσης είναι πολύ μεγαλύτερο από το πρόστιμο ύψους 1,9 δισ. δολαρίων (1,4 δισ. ευρώ) που κλήθηκε να πληρώσει πέρυσι η HSBC για την υπόθεση παραβίασης κυρώσεων και ξεπλύματος χρήματος (συμπεριλαμβανομένων κινήσεων του Μεξικανικού καρτέλ ναρκωτικών), χωρίς όμως να υποχρεωθεί η βρετανική τράπεζα να ομολογήσει την ενοχή της. Επιπλέον, η ανώτατη ρυθμιστική αρχή του τραπεζικού κλάδου για την πολιτεία της Νέας Υόρκης (DFS) ζήτησε από την ΒΝΡ να απομακρύνει από τα καθήκοντά του τον επιχειρησιακό διευθυντή της BNP Paribas κ. Georges Chodron de Courcel, ενώ είναι πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν και άλλα στελέχη τον ίδιο δρόμο, αποδεχόμενα των ποινικών τους ευθυνών.
Στο διάστημα που ακολούθησε, το πρόστιμο αποφασίστηκε τελικά και ανακοινώθηκε χθες ότι φθάνει το ύψος των 9 δισ. δολαρίων. Στην περίπτωση δε αυτή, σημαντικό ρόλο φέρεται να διαδραμάτισε και η αρχική άρνηση της κυβέρνησης του Francois Hollande να δεχθεί την προσφορά της General Electric για την εξαγορά του Γαλλικού Ομίλου Alstom, ο οποίος κατασκευάζει πυρηνικές εγκαταστάσεις, τουρμπίνες παραγωγής ενέργειας αλλά και τρένα υψηλής ταχύτητας, επικαλούμενη λόγους κρατικής ασφαλείας. Να σημειωθεί ότι η BNP Paribas είχε πέρυσι καθαρά κέρδη ύψους 4,83 δισ. ευρώ, ενώ το άνω πρόστιμο θα εξαφάνιζε τα καθαρά κέρδη της τράπεζας των τελευταίων δυο παρελθουσών ετών.
Ήταν πλέον εύλογες οι ανησυχίες ότι και άλλες Γαλλικές τράπεζες (Crédit Agricole, Société Générale) μπορεί να τεθούν στο στόχαστρο του κυρίου Lawsky δημιουργώντας ισχυρές αμφιβολίες για τα πραγματικά κίνητρα του Αμερικανικού Δικαστικού Συστήματος. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η αυστηρότητα τους εξαντλήθηκε απέναντι σε μία Γαλλική τράπεζα, τη στιγμή που οι κυρώσεις για τις αμερικανικές τράπεζες που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της κρίσης του 2008 υπήρξαν πολύ πιο ήπιες. Η Ευρωπαϊκή πλευρά αμφισβητεί πλέον ανοικτά την συνολική αξιοπιστία των αμερικανικών δικαστικών αρχών καθώς τα πρόστιμα τους είναι κατά μέσο όρο επτά φορές μεγαλύτερα για τις ξένες εταιρείες, από αυτά που επιβάλλονται στις εγχώριες εταιρίες. Οι δε ποινές δεν έχουν στόχο την δημιουργία ενός ασφαλέστερου παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος αλλά την προώθηση της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και των εθνικών στόχων. Σήμερα, μετά από ένα δίμηνο αντεγκλήσεων, δηλώσεων και πολιτικής ίντριγκας, οδεύουμε στην αποκλιμάκωση μέσα από μία σειρά συμβιβασμών, όπου η BNP θα πληρώσει ένα πρόστιμο ύψους περίπου 9 δισ. δολαρίων ενώ θα έχει παραδώσει στις Αμερικανικές αρχές σημαντικά αρχεία κινήσεων και συναλλαγών πελατών της, και αφού προηγουμένως αποδέχθηκε η Γαλλία, ότι η General Electric θα αποκτήσει το 80% της Alstom και το Γαλλικό Δημόσιο να διατηρήσει συμμετοχή, στρατηγικής σημασίας ύψους 20%, με ταυτόχρονη δημιουργία εγγυημένων 1.000 θέσεων εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση η πολιτική της χαλαρής νομισματικής πολιτικής που ακολουθούν οι ΗΠΑ, σημαίνει μόνιμη ρευστότητα στο σύστημα. Ιδιαίτερα το προηγούμενο έτος τόσο η Γαλλία, όσο και οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης - απήλαυσαν τα αποτελέσματα (κυρίως την μείωση των αποδόσεων κρατικών ομολόγων) από την αγοραστική φρενίτιδα των Αμερικανών επενδυτών, που κατά βάση οφείλεται σε αυτή την υπερβάλλουσα ρευστότητα τους. Σήμερα, με τον πιο απόλυτο τρόπο, υπενθυμίστηκε στην Ευρωπαϊκή κοινότητα ότι οι ΗΠΑ δεν ‘χαρίζουν’ και δεν ‘βοηθούν’ την κτυπημένη από την κρίση χρέους Ευρώπη αλλά διεκδικούν τα συμφέροντα τους, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα. Είναι ένα χρήσιμο μάθημα, που τουλάχιστον θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από το σύνολο της ΕΕ, κυρίως στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ για το διατλαντικό εμπόριο και τις επενδύσεις (Trans-Atlantic Trade and Investment Partnership – εν συντομία ΤΤΙΤ). Πρόκειται για ία πολύ σημαντική διαπραγμάτευση καθώς οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν ότι μια συνολική και αμοιβαία συμφωνία ανάμεσα της Ε.Ε. και των ΗΠΑ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα συνολικά ετήσια οφέλη, με αύξηση του ΑεγχΠ κατά 0.5% για την Ε.Ε. (86 δισ. επιπρόσθετου ετήσιου εισοδήματος) και αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,4% για τις ΗΠΑ (65 δισ. επιπρόσθετου ετήσιου εισοδήματος) για τα επόμενα 13 έτη. Ας σημειωθεί ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Λορεντ Φαμπιους στην διάρκεια της κρίσεως των τελευταίων εβδομάδων για το πρόστιμο της BNP Paribas απείλησε με βέτο την διαδικασία διαπραγμάτευσης για την Διαντλαντική Συμφωνία (ΤΤΙΤ).
* Ο κ. Κουφοπαντελής είναι Πρόεδρος του Ομίλου Eurocorp Investment Services S.A.
Πηγή:www.capital.gr
Τον περασμένο Μάιο, η ανακοινωθείσα πρόθεση των αμερικανικών αρχών να επιβάλλουν σημαντικό πρόστιμο στη Γαλλική τράπεζα BNP Paribas, επειδή παραβίασε το εμπάργκο κατά του Σουδάν, του Ιράν και άλλων χωρών που τελούν υπό αμερικανικό εμπάργκο, προκάλεσε άμεση ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και της Ε.Ε. και ρίγος στο Ευρωπαϊκό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα. Το πρόστιμο αυτό είναι το μεγαλύτερο που έχουν επιβάλλει ποτέ οι ΗΠΑ σε εταιρεία. Η τράπεζα ήταν αρχικά αντιμέτωπη με πρόστιμο που θα ξεπερνούσε εκείνο των 4 δισ. δολαρίων που επιβλήθηκε πέρυσι από το Αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης στον όμιλο πετρελαίων BP
. Επίσης είναι πολύ μεγαλύτερο από το πρόστιμο ύψους 1,9 δισ. δολαρίων (1,4 δισ. ευρώ) που κλήθηκε να πληρώσει πέρυσι η HSBC για την υπόθεση παραβίασης κυρώσεων και ξεπλύματος χρήματος (συμπεριλαμβανομένων κινήσεων του Μεξικανικού καρτέλ ναρκωτικών), χωρίς όμως να υποχρεωθεί η βρετανική τράπεζα να ομολογήσει την ενοχή της. Επιπλέον, η ανώτατη ρυθμιστική αρχή του τραπεζικού κλάδου για την πολιτεία της Νέας Υόρκης (DFS) ζήτησε από την ΒΝΡ να απομακρύνει από τα καθήκοντά του τον επιχειρησιακό διευθυντή της BNP Paribas κ. Georges Chodron de Courcel, ενώ είναι πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν και άλλα στελέχη τον ίδιο δρόμο, αποδεχόμενα των ποινικών τους ευθυνών.
Στο διάστημα που ακολούθησε, το πρόστιμο αποφασίστηκε τελικά και ανακοινώθηκε χθες ότι φθάνει το ύψος των 9 δισ. δολαρίων. Στην περίπτωση δε αυτή, σημαντικό ρόλο φέρεται να διαδραμάτισε και η αρχική άρνηση της κυβέρνησης του Francois Hollande να δεχθεί την προσφορά της General Electric για την εξαγορά του Γαλλικού Ομίλου Alstom, ο οποίος κατασκευάζει πυρηνικές εγκαταστάσεις, τουρμπίνες παραγωγής ενέργειας αλλά και τρένα υψηλής ταχύτητας, επικαλούμενη λόγους κρατικής ασφαλείας. Να σημειωθεί ότι η BNP Paribas είχε πέρυσι καθαρά κέρδη ύψους 4,83 δισ. ευρώ, ενώ το άνω πρόστιμο θα εξαφάνιζε τα καθαρά κέρδη της τράπεζας των τελευταίων δυο παρελθουσών ετών.
Ήταν πλέον εύλογες οι ανησυχίες ότι και άλλες Γαλλικές τράπεζες (Crédit Agricole, Société Générale) μπορεί να τεθούν στο στόχαστρο του κυρίου Lawsky δημιουργώντας ισχυρές αμφιβολίες για τα πραγματικά κίνητρα του Αμερικανικού Δικαστικού Συστήματος. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η αυστηρότητα τους εξαντλήθηκε απέναντι σε μία Γαλλική τράπεζα, τη στιγμή που οι κυρώσεις για τις αμερικανικές τράπεζες που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της κρίσης του 2008 υπήρξαν πολύ πιο ήπιες. Η Ευρωπαϊκή πλευρά αμφισβητεί πλέον ανοικτά την συνολική αξιοπιστία των αμερικανικών δικαστικών αρχών καθώς τα πρόστιμα τους είναι κατά μέσο όρο επτά φορές μεγαλύτερα για τις ξένες εταιρείες, από αυτά που επιβάλλονται στις εγχώριες εταιρίες. Οι δε ποινές δεν έχουν στόχο την δημιουργία ενός ασφαλέστερου παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος αλλά την προώθηση της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και των εθνικών στόχων. Σήμερα, μετά από ένα δίμηνο αντεγκλήσεων, δηλώσεων και πολιτικής ίντριγκας, οδεύουμε στην αποκλιμάκωση μέσα από μία σειρά συμβιβασμών, όπου η BNP θα πληρώσει ένα πρόστιμο ύψους περίπου 9 δισ. δολαρίων ενώ θα έχει παραδώσει στις Αμερικανικές αρχές σημαντικά αρχεία κινήσεων και συναλλαγών πελατών της, και αφού προηγουμένως αποδέχθηκε η Γαλλία, ότι η General Electric θα αποκτήσει το 80% της Alstom και το Γαλλικό Δημόσιο να διατηρήσει συμμετοχή, στρατηγικής σημασίας ύψους 20%, με ταυτόχρονη δημιουργία εγγυημένων 1.000 θέσεων εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση η πολιτική της χαλαρής νομισματικής πολιτικής που ακολουθούν οι ΗΠΑ, σημαίνει μόνιμη ρευστότητα στο σύστημα. Ιδιαίτερα το προηγούμενο έτος τόσο η Γαλλία, όσο και οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης - απήλαυσαν τα αποτελέσματα (κυρίως την μείωση των αποδόσεων κρατικών ομολόγων) από την αγοραστική φρενίτιδα των Αμερικανών επενδυτών, που κατά βάση οφείλεται σε αυτή την υπερβάλλουσα ρευστότητα τους. Σήμερα, με τον πιο απόλυτο τρόπο, υπενθυμίστηκε στην Ευρωπαϊκή κοινότητα ότι οι ΗΠΑ δεν ‘χαρίζουν’ και δεν ‘βοηθούν’ την κτυπημένη από την κρίση χρέους Ευρώπη αλλά διεκδικούν τα συμφέροντα τους, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα. Είναι ένα χρήσιμο μάθημα, που τουλάχιστον θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από το σύνολο της ΕΕ, κυρίως στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ για το διατλαντικό εμπόριο και τις επενδύσεις (Trans-Atlantic Trade and Investment Partnership – εν συντομία ΤΤΙΤ). Πρόκειται για ία πολύ σημαντική διαπραγμάτευση καθώς οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν ότι μια συνολική και αμοιβαία συμφωνία ανάμεσα της Ε.Ε. και των ΗΠΑ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα συνολικά ετήσια οφέλη, με αύξηση του ΑεγχΠ κατά 0.5% για την Ε.Ε. (86 δισ. επιπρόσθετου ετήσιου εισοδήματος) και αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,4% για τις ΗΠΑ (65 δισ. επιπρόσθετου ετήσιου εισοδήματος) για τα επόμενα 13 έτη. Ας σημειωθεί ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Λορεντ Φαμπιους στην διάρκεια της κρίσεως των τελευταίων εβδομάδων για το πρόστιμο της BNP Paribas απείλησε με βέτο την διαδικασία διαπραγμάτευσης για την Διαντλαντική Συμφωνία (ΤΤΙΤ).
* Ο κ. Κουφοπαντελής είναι Πρόεδρος του Ομίλου Eurocorp Investment Services S.A.