Μιαα μελέτη των σχέσεων Δύσης και Ρωσίας τα
τελευταία χρόνια θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ορισμένα κέντρα λήψης
αποφάσεων στη Δύση θεωρούν ότι η Ρωσία παραμένει γεωπολιτικός αντίπαλος
και ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν κάνει ό,τι μπορεί για να δικαιώσει αυτήν την
άποψη. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ υλοποιήθηκε μια προσπάθεια απεξάρτησης
του συνόλου σχεδόν των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών από την επιρροή της
Μόσχας και μετατροπής τους σε δυτικού τύπου Δημοκρατίες, με στόχο την
εδραίωση της αμερικανικής επιρροής στην Ευρασία. Στην περίοδο εκείνη, η
Μόσχα υποχρεώθηκε -κατά τη ρήση του Θουκυδίδη- να αποδεχθεί ό,τι της
επέβαλλε η αδυναμία της. Τα τελευταία χρόνια, ο Πούτιν και οι «σιλοβίκι»
του, εκμεταλλευόμενοι την ενεργειακή ισχύ της Ρωσίας και τη σταδιακή
μετατόπιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς την Ασία, καθώς και την
αποδυνάμωση της Ευρώπης, ακολούθησαν μια πολιτική επανάκτησης της
ρωσικής επιρροής στο «εγγύς εσωτερικό» (όπου υπάρχουν και σημαντικές
ρωσικές μειονότητες σε διάφορες χώρες).
Τις ενεργειακές κρίσεις με την Ουκρανία (2006, 2009), τις κυβερνοεπιθέσεις στην Εσθονία (2007) και τον πόλεμο με τη Γεωργία (2008), αλλά και τη διπλωματική διελκυστίνδα γύρω από τη Συρία (με τη Μόσχα να κερδίζει τον πρώτο γύρο) ακολούθησε η εξελισσόμενη κρίση για το μέλλον της Ουκρανίας. Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει ερασιτεχνικούς χειρισμούς, λανθασμένες εκτιμήσεις -ιδιαίτερα όσον αφορά την ασυμμετρία συμφερόντων- και υπερβολικές αντιδράσεις και από τις δύο πλευρές, αλλά το ζητούμενο είναι η εύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης που θα αποτρέψει την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης και ένα φαύλο κύκλο δράσεων/αντιδράσεων που θα έχουν κόστος για όλους τους εμπλεκομένους.
Γραμμή βάσης στη διαπραγμάτευση θα πρέπει να αποτελέσει η συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου για κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις του «δημοκρατικού τόξου» (με απομάκρυνση ακραίων στοιχείων), η πλήρης κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της ασφάλειας των μειονοτήτων, ενώ ζητήματα προς συζήτηση θα πρέπει να αποτελέσουν η πολιτική ουδετερότητα (φινλανδοποίηση, όπως προτείνει ο Κίσινγκερ) της Ουκρανίας, η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης (με όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο ρόλο του ΔΝΤ), καθώς και η δυνατότητα οικονομικής συνεργασίας με κάθε ενδιαφερόμενο. Η απόσχιση της Κριμαίας θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο για την ίδια την πολυεθνοτική Ρωσία, που έχει κάθε συμφέρον να αποφύγει αυτή την ολισθηρή πορεία που ξεκίνησε από τη Δύση στο Κόσοβο και συνεχίστηκε από τη Μόσχα στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία.
Τέλος, αν δεν επιθυμούμε τη μετατροπή της πρόβλεψης για νέα «ψυχροπολεμική αντιπαράθεση» σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, η Ευρώπη πρέπει να «επανεκκινήσει» τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Υπάρχουν προφανείς διαφορές και αποκλίνοντα συμφέροντα σε μια σειρά ζητημάτων, αλλά η έμφαση θα πρέπει να είναι στα κοινά συμφέροντα και τη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για την οικοδόμηση της επιδιωκόμενης στρατηγικής εταιρικής σχέσης (με τα ανθρώπινα δικαιώματα να αποτελούν σημαντικό αλλά όχι υποχρεωτικά κεντρικό στοιχείο). Μια τέτοια σχέση θα πρέπει, ασφαλώς, να περιλαμβάνει ξεκάθαρες και ρεαλιστικές κόκκινες γραμμές.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Τις ενεργειακές κρίσεις με την Ουκρανία (2006, 2009), τις κυβερνοεπιθέσεις στην Εσθονία (2007) και τον πόλεμο με τη Γεωργία (2008), αλλά και τη διπλωματική διελκυστίνδα γύρω από τη Συρία (με τη Μόσχα να κερδίζει τον πρώτο γύρο) ακολούθησε η εξελισσόμενη κρίση για το μέλλον της Ουκρανίας. Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει ερασιτεχνικούς χειρισμούς, λανθασμένες εκτιμήσεις -ιδιαίτερα όσον αφορά την ασυμμετρία συμφερόντων- και υπερβολικές αντιδράσεις και από τις δύο πλευρές, αλλά το ζητούμενο είναι η εύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης που θα αποτρέψει την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης και ένα φαύλο κύκλο δράσεων/αντιδράσεων που θα έχουν κόστος για όλους τους εμπλεκομένους.
Γραμμή βάσης στη διαπραγμάτευση θα πρέπει να αποτελέσει η συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου για κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις του «δημοκρατικού τόξου» (με απομάκρυνση ακραίων στοιχείων), η πλήρης κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της ασφάλειας των μειονοτήτων, ενώ ζητήματα προς συζήτηση θα πρέπει να αποτελέσουν η πολιτική ουδετερότητα (φινλανδοποίηση, όπως προτείνει ο Κίσινγκερ) της Ουκρανίας, η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης (με όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο ρόλο του ΔΝΤ), καθώς και η δυνατότητα οικονομικής συνεργασίας με κάθε ενδιαφερόμενο. Η απόσχιση της Κριμαίας θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο για την ίδια την πολυεθνοτική Ρωσία, που έχει κάθε συμφέρον να αποφύγει αυτή την ολισθηρή πορεία που ξεκίνησε από τη Δύση στο Κόσοβο και συνεχίστηκε από τη Μόσχα στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία.
Τέλος, αν δεν επιθυμούμε τη μετατροπή της πρόβλεψης για νέα «ψυχροπολεμική αντιπαράθεση» σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, η Ευρώπη πρέπει να «επανεκκινήσει» τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Υπάρχουν προφανείς διαφορές και αποκλίνοντα συμφέροντα σε μια σειρά ζητημάτων, αλλά η έμφαση θα πρέπει να είναι στα κοινά συμφέροντα και τη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για την οικοδόμηση της επιδιωκόμενης στρατηγικής εταιρικής σχέσης (με τα ανθρώπινα δικαιώματα να αποτελούν σημαντικό αλλά όχι υποχρεωτικά κεντρικό στοιχείο). Μια τέτοια σχέση θα πρέπει, ασφαλώς, να περιλαμβάνει ξεκάθαρες και ρεαλιστικές κόκκινες γραμμές.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.