10 Φεβρουαρίου 2014

Το επιθυμητό και το εφικτό

http://content-mcdn.ethnos.gr/filesystem/images/20140210/engine/assets_LARGE_t_420_54308455_type12713.jpg
Του Τάσου Παππά Ο ηγέτης της γαλλικής Αριστεράς Ζαν-Λικ Μελανσόν υποδεχόμενος τον Αλέξη Τσίπρα στο Παρίσι τού είπε: «Αν κερδίσεις τις εκλογές στην Ελλάδα, θα μάθουμε όλοι ελληνικά». Υπερβολή; Σίγουρα. Ο συνήθης προεκλογικός ενθουσιασμός της Αριστεράς; Ενδεχομένως. Ωστόσο, περιέχει και μια μεγάλη αλήθεια. Χωρίς τη στήριξη ενός κινήματος αλληλεγγύης στην Ευρώπη, μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα θα αντιμετωπίσει σοβαρά εμπόδια, εφόσον βεβαίως επιχειρήσει να προωθήσει το πρόγραμμά της.Ηδη, πολλοί, και εδώ και στο εξωτερικό, έχουν αρχίσει να συμφιλιώνονται με την ιδέα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να τερματίσει πρώτος στις εθνικές εκλογές. Το ερώτημα που θέτουν (μιλάμε για τους καλοπροαίρετους και όχι για κείνους που εύχονται και δουλεύουν για την αποτυχία του εγχειρήματος) είναι αν μπορούν, με τους υπάρχοντες συσχετισμούς δυνάμεων, να υλοποιηθούν ένα σχέδιο τολμηρών αλλαγών στο εσωτερικό και μια στρατηγική ρήξεων με τους δανειστές.


Το πολιτικό περιβάλλον είναι κατάφωρα εχθρικό. Σχεδόν σ’ όλες τις χώρες κυριαρχούν είτε αμιγώς συντηρητικές κυβερνήσεις είτε συνασπισμοί Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών είτε Σοσιαλιστές που κυβερνούν από τα δεξιά ή με τη Δεξιά. Η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται (λιτότητα, αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, αναδιανομή του πλούτου υπέρ των πλουσίων), παρά τις μεγάλες καταστροφές που έχει προκαλέσει, πλασάρεται από τις ελίτ ως η μόνη λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Την ίδια στιγμή, πουθενά στην Ευρώπη δεν έχει διαμορφωθεί ένα συμπαγές και με διάρκεια κίνημα, ικανό να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση, προτείνοντας ταυτοχρόνως ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης και οργάνωσης της κοινωνίας.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, υποστηρίζουν ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα κληθεί να διαχειριστεί τις τύχες μιας μικρομεσαίας ευρωπαϊκής χώρας να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που έχει καλλιεργήσει στους πολίτες και να αποκρούσει τις επιθέσεις και τους εκβιασμούς που θα δεχτεί από ισχυρούς αντιπάλους. Η πρόβλεψή τους; Μελαγχολική: Είτε θα συντριβεί αν επιλέξει τη μετωπική σύγκρουση είτε θα ενσωματωθεί αν κάνει εκπτώσεις. Μ’ αυτές τις δύο εκδοχές (κινδύνους) αναμετριέται σ’ όλη την ιστορία της εκείνη η Αριστερά που θέλει να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες μέσω της κοινοβουλευτικής οδού. Η άλλη Αριστερά, που πιστεύει ότι ο μόνος δρόμος είναι ο επαναστατικός, δεν έχει τέτοιου τύπου αγωνίες ούτε μπαίνει στον πειρασμό να απαντήσει σε διλήμματα αυτού του χαρακτήρα. Μπορεί να περιμένει μέχρι να ετοιμαστεί καταλλήλως η ίδια και να ωριμάσουν οι κοινωνικές συνθήκες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τις αποφάσεις των συνεδρίων του και τις διακηρύξεις της ηγεσίας του, δεν ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Δηλώνει ότι θέλει και μπορεί να κυβερνήσει και υποστηρίζει πως διαθέτει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση μ’ έναν συνδυασμό πολιτικών που θα περιλαμβάνουν και τη διαπραγμάτευση, όπου αυτή είναι απαραίτητη, και τη σύγκρουση, όπου κρίνεται ότι είναι επιβεβλημένη. Συνταγές για το ποια είναι η σωστή δοσολογία δεν υπάρχουν, παρά μόνο στα εγχειρίδια και στα μυαλά όσων φαντασιώνονται ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια και κατασκευάζουν στο εργαστήριο λεπτομερείς οδικούς χάρτες, με ηρωικές διαδρομές, παρακάμπτοντας με επαναστατικό βολονταρισμό τα διόδια που βάζει η ζωή.

Το πώς θα πορευτεί μια κυβέρνηση που έχει στόχο να ανατρέψει την υπάρχουσα κατάσταση εξαρτάται από πολλά πράγματα: τη συγκυρία, τις αντιδράσεις των αντιπάλων, τη διαθεσιμότητα του λαϊκού παράγοντα, τον προγραμματικό εξοπλισμό της, την οργανωτική προετοιμασία της, την αποφασιστικότητά της, την ευχέρειά της να δίνει πειστικές απαντήσεις στα προβλήματα που θα προκύπτουν, τα κινήματα συμπαράστασης εδώ και στην Ευρώπη, το τυχαίο που μπορεί να την ευνοήσει ή να τη δυσκολέψει.

Το τι είναι ριζοσπαστικό στις μέρες μας είναι ένα κρίσιμο θέμα. Στη θεωρία μπορούμε να συμφωνήσουμε. Στην πράξη όμως; Για παράδειγμα: Ακούγονται, και είναι, ριζοσπαστικές οι προτάσεις για άμεση κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων, για διαγραφή του κρατικού χρέους, για εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών κλάδων της οικονομίας, που θα στηριχθούν από ένα νέο μεγάλο κύμα ευνοϊκής ρευστότητας (Παν. Λαφαζάνης «Εποχή» 2-2-2014). Από την άλλη, μοιάζει, και είναι, ρεφορμιστικό το να διεκδικείς δημόσια εκπαίδευση, κοινωνικές παροχές, μηχανισμούς αναδιανεμητικής φορολογίας, προστασία της εργασίας. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο μαρξιστής Αλμπέρτο Τοσκάνο, «στην ιδιόμορφη κατάσταση που βρισκόμαστε αυτό που πριν από μερικά χρόνια θα φαινόταν σαν ρεφορμισμός σε μια ριζοσπαστική Αριστερά, τώρα μοιάζει σαν ένα απίστευτα ουτοπικό αίτημα» («Εφ.Συν.» 3-2-2014).

Ποιο από τα δύο σχέδια στην παρούσα φάση μπορεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων, που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την ευδοκίμησή του; Με τα ανθρώπινα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, λέει ο Τσόμσκι. Ας έχουμε πάντως κατά νου ότι στο παρελθόν η πραγματικότητα αποδείχτηκε περισσότερο δύστροπη απ’ ό,τι τη φαντάζονταν οι υποψήφιοι αναμορφωτές της. Εξεπλάγησαν δυσάρεστα όσοι έκαναν το λάθος να μπερδέψουν το επιθυμητό με το εφικτό.

t.pappas@efsyn.gr