Του Γιώργου Παυλόπουλου Πριν από ένα χρόνο, η Κίνα εκθρόνισε τις ΗΠΑ και έγινε το κράτος με τις
μεγαλύτερες εμπορικές συναλλαγές παγκοσμίως -κάτι που, εκτός όλων των
άλλων, σημαίνει ότι συνεχίζει να γεμίζει τα ταμεία της με ξένο
συνάλλαγμα. Επίσης, τον περασμένο Οκτώβριο, το ρένμινμπι ξεπέρασε το
ευρώ και έγινε το δεύτερο σημαντικότερο ανταλλακτικό νόμισμα στις
διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, με μερίδιο 8,7% (πρώτο παραμένει μακράν
το δολάριο, με περίπου 80%). Παράλληλα, η κινεζική οικονομία είναι η
δεύτερη μεγαλύτερη σε όλο τον πλανήτη, έχοντας προ πολλού ξεπεράσει την
ιαπωνική και έχοντας ήδη βάλει στο στόχαστρό της την αμερικανική, με
προοπτική μάλιστα να της αφαιρέσει τα σκήπτρα μέσα στις επόμενες δύο
δεκαετίες.
Οι αριθμοί δεν επιτρέπουν σε κανέναν να αμφισβητήσει τη δυναμική άνοδο της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα, την οποία ολοένα περισσότεροι αναλυτές και ιστορικοί παρομοιάζουν με εκείνη της Γερμανίας στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι δεν θεωρείται ακόμη υπερδύναμη, ενώ σήμερα δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια ούτε από τους φίλους ούτε από τους εχθρούς της. Κι αυτό διότι η εμπειρία αποδεικνύει ότι μια υπερδύναμη στηρίζεται σε δύο πόδια: Το ένα αντιπροσωπεύει την οικονομία της και το Πεκίνο μπορεί δικαίως να ισχυριστεί ότι είναι υγιέστατο και ρωμαλέο. Το άλλο, όμως, έχει να κάνει με τη στρατιωτική ισχύ και τη γεωπολιτική επιρροή κι εδώ οι Κινέζοι έχουν σοβαρότατο πρόβλημα.
Αναμφίβολα, τα τελευταία χρόνια αυξάνονται εντυπωσιακά οι δαπάνες οι οποίες αφορούν στην ενίσχυση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, με αποτέλεσμα ήδη να ξεπερνούν τα 200 δισ. δολάρια ετησίως (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) και να υπολείπονται μόνο εκείνων των ΗΠΑ. Είναι γεγονός, επίσης, ότι η οικονομική δύναμη των Κινέζων, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση των παραδοσιακών καπιταλιστικών κέντρων, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στους πολιτικούς και τις επιχειρήσεις τους σε όλες τις περιοχές του κόσμου -Λατινική Αμερική και Αφρική, Ευρώπη και κεντρική Ασία- ενισχύοντας την επιρροή του Πεκίνου.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει μία κρίσιμη δοκιμασία την οποία οφείλει να περάσει η Κίνα εάν θέλει να βρεθεί σε θέση ανάλογη με εκείνη της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή ακόμη και της Γερμανίας: να αποδείξει ότι μπορεί να υποστηρίξει (αν όχι να προωθήσει) αποτελεσματικά τα οικονομικά της συμφέροντα με την (αποτρεπτική ή κατασταλτική) πυγμή των όπλων -ή, με άλλα λόγια, να αποδείξει ότι είναι σε θέση να στηρίζεται εξίσου καλά και στα δύο της πόδια.
Προφανώς δε, μιας και μιλάμε για παγκόσμιες υπερδυνάμεις, αυτό είναι ένα στοίχημα το οποίο δεν αφορά μόνο τους Κινέζους, αλλά αγγίζει άμεσα τόσο τους συμμάχους τους όσο και τους γείτονές τους και τους προστάτες τους. Πρακτικά, δηλαδή, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παγκοσμίων διαστάσεων πρόβλημα, η λύση του οποίου δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο κανέναν, σε όποια γωνιά του πλανήτη και αν βρίσκεται. Ειδικά καθώς ζούμε στην εποχή της πιο ολοκληρωμένης (και συνάμα ολοκληρωτικής) παγκοσμιοποίησης στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η αιτία της πρόσφατης έντασης ανάμεσα στο Πεκίνο, το Τόκιο και την Ουάσιγκτον δεν βρίσκεται στα... Ίμια της περιοχής, ούτε φυσικά στη ζώνη αεράμυνας που ανακήρυξε μονομερώς η Κίνα πριν από μερικές μέρες σε μια διαφιλονικούμενη θαλάσσια ζώνη. Εξάλλου, σε ανάλογες κινήσεις έχουν προχωρήσει οι Αμερικανοί, οι Ιάπωνες, οι Νοτιοκορεάτες και οι Ρώσοι, ενώ με αντικειμενικά κριτήρια, το νησιωτικό σύμπλεγμα Σενκάκου (όπως το λένε οι Ιάπωνες) ή Ντιαογιού (σύμφωνα με τους Κινέζους) θα έπρεπε δικαιωματικά να ανήκει στην Ταϊβάν, από την οποία έχει και τη μικρότερη απόσταση.
«Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πρόβλημα αποστάσεων. Το διακύβευμα αφορά τις ζώνες επιρροής και τις πρώτες ύλες, την ηγεμονία και τον εθνικισμό, τις κακές αναμνήσεις και καινούριες αξιώσεις -πρόκειται, ουσιαστικά για ένα δηλητηριώδες μείγμα διεθνούς πολιτικής», όπως εύστοχα γράφει στο τελευταίο του τεύχος το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel -αν και κανονικά, θα έπρεπε να υπενθυμίσει ότι εκτός από τα συγκεκριμένα ακατοίκητα νησιά, οι Κινέζοι θεωρούν ότι τους ανήκει και η Ταϊβάν!
«Εκρηκτικό μείγμα»
Η αλήθεια είναι ότι, με βάση την κοινή λογική, οι Κινέζοι είναι οι τελευταίοι που θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο. Όχι μόνο επειδή, παρά την πρόοδό τους, συνεχίζουν να υστερούν σε στρατιωτική ισχύ, αλλά και επειδή θα διακινδύνευαν την καταστροφή του οικονομικού τους «θαύματος». Ωστόσο, η κοινή λογική δεν επικρατεί πάντα, ούτε καν συνήθως, σε τέτοιες ιστορικές στιγμές...
Το φάντασμα του 1914...
«Θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε ζωντανή μια ανοιχτή παγκόσμια οικονομία, διαχειριζόμενοι ταυτόχρονα τις εντάσεις ανάμεσα σε μια ανερχόμενη απολυταρχία και τις δημοκρατίες οι οποίες βρίσκονται σε σχετική υποχώρηση;», αναρωτιόταν πρόσφατα ο αρθρογράφος των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, για να κάνει στη συνέχεια την αντιστοίχηση: «Αυτό ήταν το ερώτημα που ετίθετο από την εμφάνιση της αυτοκρατορικής Γερμανίας ως ηγέτιδας οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα. Το ίδιο ερώτημα τίθεται και σήμερα εξαιτίας της ανόδου της κομμουνιστικής Κίνας. Σήμερα, όπως και τότε, η καχυποψία ήταν έντονη και αυξανόταν διαρκώς. Σήμερα, όπως και τότε, οι ενέργειες της ανερχόμενης δύναμης προκαλούσαν κινδύνους συγκρούσεων. Πλέον, ξέρουμε πώς τέλειωσε αυτή η ιστορία το 1914. Πώς, όμως, θα έχει τελειώσει αυτή που ζούμε σήμερα μετά από ένα αιώνα;».
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινούνταν μια ανάλυση στην πρώτη σελίδα της γερμανικής εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung, αυτή την εβδομάδα, όπου σημειωνόταν χαρακτηριστικά: «Υφίσταται η απειλή να ξεφύγουν από τον έλεγχο οι εντάσεις που υπάρχουν στην ανατολική Ασία εξαιτίας κάποιων νησιών; Μπορεί να κλιμακωθεί μια τοπική αντιπαράθεση σε σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων και των υπερδυνάμεων; Οι παραπομπές στη δολοφονία του διαδόχου του Αυστριακού θρόνου το 1914 ίσως θα έπρεπε να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Το σίγουρο είναι ότι ο «Μεγάλος Πόλεμος'', όπως τον ονόμασαν Γάλλοι και Βρετανοί, εξελίχθηκε στο Μεγάλο Κακό του 20ού αιώνα για την Ευρώπη. Ένα Κακό που στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε παρά το 1989».
Ιδού τι έγραφε και ο ιστορικός Κρίστοφερ Κλαρκ, στο μπέστ σέλερ του με τίτλο «Ο Υπνοβάτης»: «Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τη θέση ενός συστήματος το οποίο χαρακτηριζόταν από την παγκόσμια, διπολική ισορροπία, ήρθε να πάρει ένα πολύ πιο περίπλοκο και απρόβλεπτο σύμπλεγμα, στο οποίο περιλαμβάνονται τόσο δυνάμεις που βρίσκονται σε υποχώρηση όσο και άλλες που είναι ανερχόμενες. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία συγκρίνεται με εκείνη που επικρατούσε στην Ευρώπη το 1914».Λέτε, αλήθεια, να πέφτουν έξω όλοι τους; Ή απλώς να ελπίσουμε ότι η ιστορία δεν θα επαναληφθεί, παρά μόνο ως... μπλόφα;
Οι λεπτές ισορροπίες του Μπαράκ Ομπάμα
ΗΠΑ: Παίκτης και διαιτητής...
Όταν τα δύο αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-52 πέταξαν στη διαφιλονικούμενη περιοχή στην οποία, μόλις πριν από λίγες ώρες, οι Κινέζοι είχαν ανακηρύξει τη δική τους ζώνη αεράμυνας, χωρίς να δώσουν καμία αναφορά στο Πεκίνο, στις τάξεις των άλλων συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή επικράτησε ευφορία. «Ο μεγάλος προστάτης» είναι εδώ σκέφτηκαν δικαίως Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες, οι οποίοι έσπευσαν αμέσως να στείλουν και τα δικά τους μαχητικά να κάνουν πτήσεις πάνω από το νησιωτικό σύμπλεγμα Σενκάκου/Ντιαογιού, στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.
Λίγο αργότερα, όμως, άρχισε να επικρατεί ανησυχία. Αιτία ήταν η προτροπή της Ουάσιγκτον προς τις πολιτικές αεροπορικές εταιρείες που πραγματοποιούν πτήσεις εκεί να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις των Κινέζων και να τους υποβάλλουν σχέδια πτήσης. Η ανησυχία αυτή ήταν ιδιαιτέρως έντονη στο Τόκιο, καθώς νωρίτερα η κυβέρνηση του Σίνζο Αμπε είχε δώσει εντολή στις ιαπωνικές εταιρείες να αγνοήσουν πλήρως τους Κινέζους. Ορισμένοι αναλυτές έφτασαν στο σημείο να κάνουν λόγο για πιθανό «ξεπούλημα» από τους Αμερικανούς μιας παραδοσιακής συμμάχου όπως η Ιαπωνία, με στόχο να τα έχουν καλά με την υπερδύναμη της επόμενης μέρας, δηλαδή την Κίνα -μάλιστα, παρέπεμψαν στις πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, όπου οι ΗΠΑ προχωρούν σε μια συμφωνία (και, πιθανόν, στρατηγική συνεργασία) με το Ιράν αγνοώντας τις ενστάσεις του Ισραήλ.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μπαράκ Ομπάμα και οι επιτελείς του οφείλουν να σκεφτούν πολύ σοβαρά τη στάση τους, αλλά και τις μεμονωμένες κινήσεις τους, σε αυτό το «μέτωπο». Για την ώρα, τηρούν λεπτές ισορροπίες -σχετικά σύντομα, όμως, δεν αποκλείεται να αναγκαστούν να πάρουν αποφάσεις οι οποίες θα αποδειχθούν καταλυτικές για το μέλλον.Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι εδώ και χρόνια οι Αμερικανοί έχουν προβλέψει ότι το οικονομικό και γεωπολιτικό κέντρο βάρους μεταφέρεται ταχύτατα προς Ανατολάς και έχουν ήδη προχωρήσει σε αναπροσαρμογή της πολιτικής τους, σε όλα τα επίπεδα. Χαρακτηριστική, από αυτή την άποψη, είναι η παρακάτω δήλωση που έχει κάνει ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσεϊ: «Πιθανότατα, ο αμερικανικός στρατός θα αναπτυχθεί απέναντι στην Κίνα με τρόπο ανάλογο του επιτυχημένου μοντέλου που εφαρμόστηκε απέναντι στη Σοβιετική Ένωση».
«Κυριαρχία» στον Ειρηνικό
Οι σχεδιασμοί τον επιβεβαιώνουν πλήρως: Μέχρι το 2020, το Πεντάγωνο έχει στόχο να μεταφέρει στον Ειρηνικό Ωκεανό το 60% της δύναμης κρούσης του πολεμικού ναυτικού, κάτι που μεταφράζεται σε έξι αεροπλανοφόρα και την πλειονότητα των αντιτορπιλικών, φρεγατών και υποβρυχίων που διαθέτει σήμερα. Παράλληλα, δημιουργούνται στην περιοχή νέες βάσεις ή εκσυγχρονίζονται οι ήδη υπάρχουσες -στην Αυστραλία, τη Σιγκαπούρη, τις Φιλιππίνες, ακόμη και στο... Βιετνάμ!Σε πολιτικό δε επίπεδο, η ολοένα πιο επιθετική στάση της κινεζικής ηγεσίας δίνει την ευκαιρία στους Αμερικανούς να δέσουν πιο σφιχτά στο «άρμα» τους αρκετές χώρες, οι οποίες τρέμουν την ενίσχυση και τον ρεβανσισμό του Πεκίνου, που φέρεται αποφασισμένο να διεκδικήσει όσα (νομίζει ότι) του ανήκουν. Ο Τζο Μπάιντεν, στην περιοδεία που πραγματοποίησε αυτή την εβδομάδα, είχε την ευκαιρία να ασκήσει πολιτική σε πρώτο πρόσωπο.
Οι αριθμοί δεν επιτρέπουν σε κανέναν να αμφισβητήσει τη δυναμική άνοδο της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα, την οποία ολοένα περισσότεροι αναλυτές και ιστορικοί παρομοιάζουν με εκείνη της Γερμανίας στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι δεν θεωρείται ακόμη υπερδύναμη, ενώ σήμερα δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια ούτε από τους φίλους ούτε από τους εχθρούς της. Κι αυτό διότι η εμπειρία αποδεικνύει ότι μια υπερδύναμη στηρίζεται σε δύο πόδια: Το ένα αντιπροσωπεύει την οικονομία της και το Πεκίνο μπορεί δικαίως να ισχυριστεί ότι είναι υγιέστατο και ρωμαλέο. Το άλλο, όμως, έχει να κάνει με τη στρατιωτική ισχύ και τη γεωπολιτική επιρροή κι εδώ οι Κινέζοι έχουν σοβαρότατο πρόβλημα.
Αναμφίβολα, τα τελευταία χρόνια αυξάνονται εντυπωσιακά οι δαπάνες οι οποίες αφορούν στην ενίσχυση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, με αποτέλεσμα ήδη να ξεπερνούν τα 200 δισ. δολάρια ετησίως (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) και να υπολείπονται μόνο εκείνων των ΗΠΑ. Είναι γεγονός, επίσης, ότι η οικονομική δύναμη των Κινέζων, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση των παραδοσιακών καπιταλιστικών κέντρων, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στους πολιτικούς και τις επιχειρήσεις τους σε όλες τις περιοχές του κόσμου -Λατινική Αμερική και Αφρική, Ευρώπη και κεντρική Ασία- ενισχύοντας την επιρροή του Πεκίνου.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει μία κρίσιμη δοκιμασία την οποία οφείλει να περάσει η Κίνα εάν θέλει να βρεθεί σε θέση ανάλογη με εκείνη της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή ακόμη και της Γερμανίας: να αποδείξει ότι μπορεί να υποστηρίξει (αν όχι να προωθήσει) αποτελεσματικά τα οικονομικά της συμφέροντα με την (αποτρεπτική ή κατασταλτική) πυγμή των όπλων -ή, με άλλα λόγια, να αποδείξει ότι είναι σε θέση να στηρίζεται εξίσου καλά και στα δύο της πόδια.
Προφανώς δε, μιας και μιλάμε για παγκόσμιες υπερδυνάμεις, αυτό είναι ένα στοίχημα το οποίο δεν αφορά μόνο τους Κινέζους, αλλά αγγίζει άμεσα τόσο τους συμμάχους τους όσο και τους γείτονές τους και τους προστάτες τους. Πρακτικά, δηλαδή, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παγκοσμίων διαστάσεων πρόβλημα, η λύση του οποίου δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο κανέναν, σε όποια γωνιά του πλανήτη και αν βρίσκεται. Ειδικά καθώς ζούμε στην εποχή της πιο ολοκληρωμένης (και συνάμα ολοκληρωτικής) παγκοσμιοποίησης στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η αιτία της πρόσφατης έντασης ανάμεσα στο Πεκίνο, το Τόκιο και την Ουάσιγκτον δεν βρίσκεται στα... Ίμια της περιοχής, ούτε φυσικά στη ζώνη αεράμυνας που ανακήρυξε μονομερώς η Κίνα πριν από μερικές μέρες σε μια διαφιλονικούμενη θαλάσσια ζώνη. Εξάλλου, σε ανάλογες κινήσεις έχουν προχωρήσει οι Αμερικανοί, οι Ιάπωνες, οι Νοτιοκορεάτες και οι Ρώσοι, ενώ με αντικειμενικά κριτήρια, το νησιωτικό σύμπλεγμα Σενκάκου (όπως το λένε οι Ιάπωνες) ή Ντιαογιού (σύμφωνα με τους Κινέζους) θα έπρεπε δικαιωματικά να ανήκει στην Ταϊβάν, από την οποία έχει και τη μικρότερη απόσταση.
«Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πρόβλημα αποστάσεων. Το διακύβευμα αφορά τις ζώνες επιρροής και τις πρώτες ύλες, την ηγεμονία και τον εθνικισμό, τις κακές αναμνήσεις και καινούριες αξιώσεις -πρόκειται, ουσιαστικά για ένα δηλητηριώδες μείγμα διεθνούς πολιτικής», όπως εύστοχα γράφει στο τελευταίο του τεύχος το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel -αν και κανονικά, θα έπρεπε να υπενθυμίσει ότι εκτός από τα συγκεκριμένα ακατοίκητα νησιά, οι Κινέζοι θεωρούν ότι τους ανήκει και η Ταϊβάν!
«Εκρηκτικό μείγμα»
Η αλήθεια είναι ότι, με βάση την κοινή λογική, οι Κινέζοι είναι οι τελευταίοι που θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο. Όχι μόνο επειδή, παρά την πρόοδό τους, συνεχίζουν να υστερούν σε στρατιωτική ισχύ, αλλά και επειδή θα διακινδύνευαν την καταστροφή του οικονομικού τους «θαύματος». Ωστόσο, η κοινή λογική δεν επικρατεί πάντα, ούτε καν συνήθως, σε τέτοιες ιστορικές στιγμές...
Το φάντασμα του 1914...
«Θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε ζωντανή μια ανοιχτή παγκόσμια οικονομία, διαχειριζόμενοι ταυτόχρονα τις εντάσεις ανάμεσα σε μια ανερχόμενη απολυταρχία και τις δημοκρατίες οι οποίες βρίσκονται σε σχετική υποχώρηση;», αναρωτιόταν πρόσφατα ο αρθρογράφος των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, για να κάνει στη συνέχεια την αντιστοίχηση: «Αυτό ήταν το ερώτημα που ετίθετο από την εμφάνιση της αυτοκρατορικής Γερμανίας ως ηγέτιδας οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα. Το ίδιο ερώτημα τίθεται και σήμερα εξαιτίας της ανόδου της κομμουνιστικής Κίνας. Σήμερα, όπως και τότε, η καχυποψία ήταν έντονη και αυξανόταν διαρκώς. Σήμερα, όπως και τότε, οι ενέργειες της ανερχόμενης δύναμης προκαλούσαν κινδύνους συγκρούσεων. Πλέον, ξέρουμε πώς τέλειωσε αυτή η ιστορία το 1914. Πώς, όμως, θα έχει τελειώσει αυτή που ζούμε σήμερα μετά από ένα αιώνα;».
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινούνταν μια ανάλυση στην πρώτη σελίδα της γερμανικής εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung, αυτή την εβδομάδα, όπου σημειωνόταν χαρακτηριστικά: «Υφίσταται η απειλή να ξεφύγουν από τον έλεγχο οι εντάσεις που υπάρχουν στην ανατολική Ασία εξαιτίας κάποιων νησιών; Μπορεί να κλιμακωθεί μια τοπική αντιπαράθεση σε σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων και των υπερδυνάμεων; Οι παραπομπές στη δολοφονία του διαδόχου του Αυστριακού θρόνου το 1914 ίσως θα έπρεπε να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Το σίγουρο είναι ότι ο «Μεγάλος Πόλεμος'', όπως τον ονόμασαν Γάλλοι και Βρετανοί, εξελίχθηκε στο Μεγάλο Κακό του 20ού αιώνα για την Ευρώπη. Ένα Κακό που στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε παρά το 1989».
Ιδού τι έγραφε και ο ιστορικός Κρίστοφερ Κλαρκ, στο μπέστ σέλερ του με τίτλο «Ο Υπνοβάτης»: «Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τη θέση ενός συστήματος το οποίο χαρακτηριζόταν από την παγκόσμια, διπολική ισορροπία, ήρθε να πάρει ένα πολύ πιο περίπλοκο και απρόβλεπτο σύμπλεγμα, στο οποίο περιλαμβάνονται τόσο δυνάμεις που βρίσκονται σε υποχώρηση όσο και άλλες που είναι ανερχόμενες. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία συγκρίνεται με εκείνη που επικρατούσε στην Ευρώπη το 1914».Λέτε, αλήθεια, να πέφτουν έξω όλοι τους; Ή απλώς να ελπίσουμε ότι η ιστορία δεν θα επαναληφθεί, παρά μόνο ως... μπλόφα;
Οι λεπτές ισορροπίες του Μπαράκ Ομπάμα
ΗΠΑ: Παίκτης και διαιτητής...
Όταν τα δύο αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-52 πέταξαν στη διαφιλονικούμενη περιοχή στην οποία, μόλις πριν από λίγες ώρες, οι Κινέζοι είχαν ανακηρύξει τη δική τους ζώνη αεράμυνας, χωρίς να δώσουν καμία αναφορά στο Πεκίνο, στις τάξεις των άλλων συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή επικράτησε ευφορία. «Ο μεγάλος προστάτης» είναι εδώ σκέφτηκαν δικαίως Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες, οι οποίοι έσπευσαν αμέσως να στείλουν και τα δικά τους μαχητικά να κάνουν πτήσεις πάνω από το νησιωτικό σύμπλεγμα Σενκάκου/Ντιαογιού, στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.
Λίγο αργότερα, όμως, άρχισε να επικρατεί ανησυχία. Αιτία ήταν η προτροπή της Ουάσιγκτον προς τις πολιτικές αεροπορικές εταιρείες που πραγματοποιούν πτήσεις εκεί να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις των Κινέζων και να τους υποβάλλουν σχέδια πτήσης. Η ανησυχία αυτή ήταν ιδιαιτέρως έντονη στο Τόκιο, καθώς νωρίτερα η κυβέρνηση του Σίνζο Αμπε είχε δώσει εντολή στις ιαπωνικές εταιρείες να αγνοήσουν πλήρως τους Κινέζους. Ορισμένοι αναλυτές έφτασαν στο σημείο να κάνουν λόγο για πιθανό «ξεπούλημα» από τους Αμερικανούς μιας παραδοσιακής συμμάχου όπως η Ιαπωνία, με στόχο να τα έχουν καλά με την υπερδύναμη της επόμενης μέρας, δηλαδή την Κίνα -μάλιστα, παρέπεμψαν στις πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, όπου οι ΗΠΑ προχωρούν σε μια συμφωνία (και, πιθανόν, στρατηγική συνεργασία) με το Ιράν αγνοώντας τις ενστάσεις του Ισραήλ.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μπαράκ Ομπάμα και οι επιτελείς του οφείλουν να σκεφτούν πολύ σοβαρά τη στάση τους, αλλά και τις μεμονωμένες κινήσεις τους, σε αυτό το «μέτωπο». Για την ώρα, τηρούν λεπτές ισορροπίες -σχετικά σύντομα, όμως, δεν αποκλείεται να αναγκαστούν να πάρουν αποφάσεις οι οποίες θα αποδειχθούν καταλυτικές για το μέλλον.Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι εδώ και χρόνια οι Αμερικανοί έχουν προβλέψει ότι το οικονομικό και γεωπολιτικό κέντρο βάρους μεταφέρεται ταχύτατα προς Ανατολάς και έχουν ήδη προχωρήσει σε αναπροσαρμογή της πολιτικής τους, σε όλα τα επίπεδα. Χαρακτηριστική, από αυτή την άποψη, είναι η παρακάτω δήλωση που έχει κάνει ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσεϊ: «Πιθανότατα, ο αμερικανικός στρατός θα αναπτυχθεί απέναντι στην Κίνα με τρόπο ανάλογο του επιτυχημένου μοντέλου που εφαρμόστηκε απέναντι στη Σοβιετική Ένωση».
«Κυριαρχία» στον Ειρηνικό
Οι σχεδιασμοί τον επιβεβαιώνουν πλήρως: Μέχρι το 2020, το Πεντάγωνο έχει στόχο να μεταφέρει στον Ειρηνικό Ωκεανό το 60% της δύναμης κρούσης του πολεμικού ναυτικού, κάτι που μεταφράζεται σε έξι αεροπλανοφόρα και την πλειονότητα των αντιτορπιλικών, φρεγατών και υποβρυχίων που διαθέτει σήμερα. Παράλληλα, δημιουργούνται στην περιοχή νέες βάσεις ή εκσυγχρονίζονται οι ήδη υπάρχουσες -στην Αυστραλία, τη Σιγκαπούρη, τις Φιλιππίνες, ακόμη και στο... Βιετνάμ!Σε πολιτικό δε επίπεδο, η ολοένα πιο επιθετική στάση της κινεζικής ηγεσίας δίνει την ευκαιρία στους Αμερικανούς να δέσουν πιο σφιχτά στο «άρμα» τους αρκετές χώρες, οι οποίες τρέμουν την ενίσχυση και τον ρεβανσισμό του Πεκίνου, που φέρεται αποφασισμένο να διεκδικήσει όσα (νομίζει ότι) του ανήκουν. Ο Τζο Μπάιντεν, στην περιοδεία που πραγματοποίησε αυτή την εβδομάδα, είχε την ευκαιρία να ασκήσει πολιτική σε πρώτο πρόσωπο.