Της Δέσποινας – Γεωργίας Κωνσταντινάκου*
Μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης το ζήτημα των πολεμικών οφειλών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) προς την Ελλάδα έχει επανέλθει στο προσκήνιο, απασχολώντας έντονα τον δημόσιο διάλογο. Τι έχει λάβει όμως η Ελλάδα στο πλαίσιο των επανορθώσεων; Η Γερμανία κατέβαλε 25 εκατ. δολάρια ως επανορθώσεις, σε είδος και όχι σε χρήμα, με σκοπό την ανασυγκρότηση της χώρας, και 115 εκατ. μάρκα με διμερή σύμβαση του 1960, για την αποζημίωση των Ελλήνων πληγέντων από τον εθνικοσοσιαλισμό.
Τα 115 εκατ. διανεμήθηκαν σε σχεδόν 97.000 δικαιούχους, μεταξύ των οποίων και τα θύματα των μεγάλων σφαγών ανά την ελληνική επικράτεια, εξαιτίας όμως των κακών υπολογισμών των ελληνικών αρμόδιων αρχών οι δικαιούχοι κατέληξαν να λάβουν μόλις το 59% της αποζημίωσης που τους είχε επιδικαστεί. Κάποια λίγα χρήματα έλαβαν επίσης και ελάχιστοι Ελληνες ιδιοκτήτες των οποίων οι περιουσίες κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν από τις Αρχές της Κατοχής. Αντίθετα, το κατοχικό δάνειο που κατέβαλε αναγκαστικά η Ελλάδα στη Γερμανία και την Ιταλία παραμένει μέχρι σήμερα ανεξόφλητο.
Στις δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου, η ελληνική πλευρά προσπάθησε, πάντα εξαιρετικά επιφυλακτικά, να θέσει εκ νέου το ζήτημα όχι μόνο για την αποπληρωμή του δανείου αλλά και για την περαιτέρω αποζημίωση των θυμάτων. Η ΟΔΓ απέρριπτε όμως κάθε προσπάθεια, προβάλλοντας την προστατευτική λειτουργία του άρθρου 5 του Συμφώνου του Λονδίνου του 1953, που καθόριζε πως το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων μετετίθετο μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία, ένα σύμφωνο που και η ελληνική κυβέρνηση συνυπέγραψε ελαφρά τη καρδία χωρίς να λάβει υπόψη τους μακροπρόθεσμους περιορισμούς που επέβαλλε στην καταβολή των αποζημιώσεων.
Ακόμα όμως και μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, η ΟΔΓ αρνήθηκε να μπει σε συζητήσεις, χρησιμοποιώντας διάφορα επιχειρήματα, όπως η παραγραφή των οφειλών μετά από σχεδόν 70 χρόνια από τη λήξη του πολέμου ή το γεγονός πως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχε ήδη προσφέρει σημαντική οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα. Δεν έλειψαν ακόμα και οι ισχυρισμοί πως οι Ελληνες πολιτικοί είχαν παραιτηθεί από περαιτέρω διεκδικήσεις, χωρίς όμως αυτό να ισχύει. Οι Γερμανοί ιθύνοντες δεν έχαναν ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν πως οποιαδήποτε ανακίνηση του ζητήματος από την ελληνική πλευρά θα μπορούσε να έχει εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στις διμερείς σχέσεις. Ο νυν πρωθυπουργός Α. Σαμαράς είχε άλλωστε βιώσει από πρώτο χέρι την κάθετη άρνηση της ΟΔΓ όταν, ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έθεσε το θέμα στον Γερμανό ομόλογό του Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1991, για να λάβει την απάντηση πως για τη γερμανική πλευρά οι συγκεκριμένες αξιώσεις δεν υφίσταντο ούτε καν ως ζήτημα που θα μπορούσε να τεθεί σε διαβούλευση μεταξύ των δύο πλευρών.
Η αποτυχία βέβαια των προσπαθειών δεν θα πρέπει να αποδίδεται μόνο στην άρνηση της γερμανικής πλευράς, αλλά κυρίως στην ουσιαστική απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων, διαχρονικά, να θέσουν σοβαρά το ζήτημα φοβούμενες τις συνέπειες. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα οι ελληνικές αξιώσεις να έχουν περιέλθει σε τέλμα. Ταυτόχρονα, η Γερμανία έχει θωρακιστεί με δικαστικές αποφάσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, τα οποία, αναγνωρίζοντας την αρχή της ετεροδικίας, καθιστούν πλέον την ικανοποίηση των διεκδικήσεων των Ελλήνων θυμάτων εξαιρετικά δύσκολη. Η άποψη άλλωστε πως οι ελληνικές αξιώσεις δεν υφίστανται, αφού η ΟΔΓ έχει εδώ και χρόνια πληρώσει για τα πολεμικά αμαρτήματά της, επικρατεί στο ευρύτερο φάσμα της γερμανικής κοινής γνώμης και τις αποδέχονται ακόμα και οι πιο προοδευτικές δυνάμεις, αν λάβουμε υπόψη τις πρόσφατες δηλώσεις του επικεφαλής του αριστερού κόμματος Die Linke, Μπερντ Ρίξινγκερ, πως το ζήτημα έχει κλείσει και νόημα έχει να «κοιτάζουμε μαζί στο μέλλον και όχι στο παρελθόν».
Ο μεγαλύτερος φόβος βέβαια της γερμανικής πλευράς είναι πως μια ενδεχόμενη ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων θα έθετε προηγούμενο που θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Δεν είναι τυχαίο πως οι Γερμανοί ιθύνοντες απέρριψαν ακόμα και τις προτάσεις ελληνικών κύκλων αντί για την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης να σκεφτούν τη λύση της δημιουργίας ενός ταμείου που θα προωθούσε την ελληνογερμανική φιλία με υποτροφίες σε Ελληνες σπουδαστές και άλλες δράσεις πολιτιστικού περιεχομένου. Παρά όμως τα νομικά, πολιτικά, οικονομικά και λοιπά εμπόδια που θέτει κατά καιρούς η γερμανική πλευρά, το κατοχικό δάνειο αποτελεί διεκδίκηση που όχι μόνο παραμένει ανοιχτή, αλλά έχει και πολύ σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς το δάνειο αυτό αποτελεί συμβατική και όχι επανορθωτική υποχρέωση της Γερμανίας, την οποία αναγνώριζαν μέχρι και οι ίδιοι οι εθνικοσοσιαλιστές, ενώ εκλείπει και ο φόβος της ΟΔΓ για τη δημιουργία προηγούμενου, καθώς το κατοχικό δάνειο αποτελεί μοναδική περίπτωση. Η ελληνική πλευρά έχει εξαιρετικά βάσιμα επιχειρήματα που δεν θα μπορούσαν παρά να λειτουργήσουν υπέρ της σε μια διαπραγμάτευση. Αυτό που λείπει είναι η βούληση.
* Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας
Μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης το ζήτημα των πολεμικών οφειλών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) προς την Ελλάδα έχει επανέλθει στο προσκήνιο, απασχολώντας έντονα τον δημόσιο διάλογο. Τι έχει λάβει όμως η Ελλάδα στο πλαίσιο των επανορθώσεων; Η Γερμανία κατέβαλε 25 εκατ. δολάρια ως επανορθώσεις, σε είδος και όχι σε χρήμα, με σκοπό την ανασυγκρότηση της χώρας, και 115 εκατ. μάρκα με διμερή σύμβαση του 1960, για την αποζημίωση των Ελλήνων πληγέντων από τον εθνικοσοσιαλισμό.
Τα 115 εκατ. διανεμήθηκαν σε σχεδόν 97.000 δικαιούχους, μεταξύ των οποίων και τα θύματα των μεγάλων σφαγών ανά την ελληνική επικράτεια, εξαιτίας όμως των κακών υπολογισμών των ελληνικών αρμόδιων αρχών οι δικαιούχοι κατέληξαν να λάβουν μόλις το 59% της αποζημίωσης που τους είχε επιδικαστεί. Κάποια λίγα χρήματα έλαβαν επίσης και ελάχιστοι Ελληνες ιδιοκτήτες των οποίων οι περιουσίες κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν από τις Αρχές της Κατοχής. Αντίθετα, το κατοχικό δάνειο που κατέβαλε αναγκαστικά η Ελλάδα στη Γερμανία και την Ιταλία παραμένει μέχρι σήμερα ανεξόφλητο.
Στις δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου, η ελληνική πλευρά προσπάθησε, πάντα εξαιρετικά επιφυλακτικά, να θέσει εκ νέου το ζήτημα όχι μόνο για την αποπληρωμή του δανείου αλλά και για την περαιτέρω αποζημίωση των θυμάτων. Η ΟΔΓ απέρριπτε όμως κάθε προσπάθεια, προβάλλοντας την προστατευτική λειτουργία του άρθρου 5 του Συμφώνου του Λονδίνου του 1953, που καθόριζε πως το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων μετετίθετο μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία, ένα σύμφωνο που και η ελληνική κυβέρνηση συνυπέγραψε ελαφρά τη καρδία χωρίς να λάβει υπόψη τους μακροπρόθεσμους περιορισμούς που επέβαλλε στην καταβολή των αποζημιώσεων.
Ακόμα όμως και μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, η ΟΔΓ αρνήθηκε να μπει σε συζητήσεις, χρησιμοποιώντας διάφορα επιχειρήματα, όπως η παραγραφή των οφειλών μετά από σχεδόν 70 χρόνια από τη λήξη του πολέμου ή το γεγονός πως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχε ήδη προσφέρει σημαντική οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα. Δεν έλειψαν ακόμα και οι ισχυρισμοί πως οι Ελληνες πολιτικοί είχαν παραιτηθεί από περαιτέρω διεκδικήσεις, χωρίς όμως αυτό να ισχύει. Οι Γερμανοί ιθύνοντες δεν έχαναν ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν πως οποιαδήποτε ανακίνηση του ζητήματος από την ελληνική πλευρά θα μπορούσε να έχει εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στις διμερείς σχέσεις. Ο νυν πρωθυπουργός Α. Σαμαράς είχε άλλωστε βιώσει από πρώτο χέρι την κάθετη άρνηση της ΟΔΓ όταν, ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έθεσε το θέμα στον Γερμανό ομόλογό του Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1991, για να λάβει την απάντηση πως για τη γερμανική πλευρά οι συγκεκριμένες αξιώσεις δεν υφίσταντο ούτε καν ως ζήτημα που θα μπορούσε να τεθεί σε διαβούλευση μεταξύ των δύο πλευρών.
Η αποτυχία βέβαια των προσπαθειών δεν θα πρέπει να αποδίδεται μόνο στην άρνηση της γερμανικής πλευράς, αλλά κυρίως στην ουσιαστική απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων, διαχρονικά, να θέσουν σοβαρά το ζήτημα φοβούμενες τις συνέπειες. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα οι ελληνικές αξιώσεις να έχουν περιέλθει σε τέλμα. Ταυτόχρονα, η Γερμανία έχει θωρακιστεί με δικαστικές αποφάσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, τα οποία, αναγνωρίζοντας την αρχή της ετεροδικίας, καθιστούν πλέον την ικανοποίηση των διεκδικήσεων των Ελλήνων θυμάτων εξαιρετικά δύσκολη. Η άποψη άλλωστε πως οι ελληνικές αξιώσεις δεν υφίστανται, αφού η ΟΔΓ έχει εδώ και χρόνια πληρώσει για τα πολεμικά αμαρτήματά της, επικρατεί στο ευρύτερο φάσμα της γερμανικής κοινής γνώμης και τις αποδέχονται ακόμα και οι πιο προοδευτικές δυνάμεις, αν λάβουμε υπόψη τις πρόσφατες δηλώσεις του επικεφαλής του αριστερού κόμματος Die Linke, Μπερντ Ρίξινγκερ, πως το ζήτημα έχει κλείσει και νόημα έχει να «κοιτάζουμε μαζί στο μέλλον και όχι στο παρελθόν».
Ο μεγαλύτερος φόβος βέβαια της γερμανικής πλευράς είναι πως μια ενδεχόμενη ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων θα έθετε προηγούμενο που θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Δεν είναι τυχαίο πως οι Γερμανοί ιθύνοντες απέρριψαν ακόμα και τις προτάσεις ελληνικών κύκλων αντί για την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης να σκεφτούν τη λύση της δημιουργίας ενός ταμείου που θα προωθούσε την ελληνογερμανική φιλία με υποτροφίες σε Ελληνες σπουδαστές και άλλες δράσεις πολιτιστικού περιεχομένου. Παρά όμως τα νομικά, πολιτικά, οικονομικά και λοιπά εμπόδια που θέτει κατά καιρούς η γερμανική πλευρά, το κατοχικό δάνειο αποτελεί διεκδίκηση που όχι μόνο παραμένει ανοιχτή, αλλά έχει και πολύ σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς το δάνειο αυτό αποτελεί συμβατική και όχι επανορθωτική υποχρέωση της Γερμανίας, την οποία αναγνώριζαν μέχρι και οι ίδιοι οι εθνικοσοσιαλιστές, ενώ εκλείπει και ο φόβος της ΟΔΓ για τη δημιουργία προηγούμενου, καθώς το κατοχικό δάνειο αποτελεί μοναδική περίπτωση. Η ελληνική πλευρά έχει εξαιρετικά βάσιμα επιχειρήματα που δεν θα μπορούσαν παρά να λειτουργήσουν υπέρ της σε μια διαπραγμάτευση. Αυτό που λείπει είναι η βούληση.
* Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας