Είναι πασίγνωστο ότι ο
αντιαμερικανισμός σφράγισε την ιρανική επανάσταση που ανέτρεψε τον σάχη,
ιδιαίτερα ύστερα από την κατάληψη της πρεσβείας των ΗΠΑ τον Νοέμβριο
του 1979 και τη δραματική κρίση των ομήρων, που κράτησε μέχρι τον
Ιανουάριο του 1981. Εξίσου ισχυρή ήταν, όμως, και η αντισοβιετική αιχμή
του νέου καθεστώτος, που έθεσε εκτός νόμου το ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα
Τουντέχ, κατηγορώντας τον γραμματέα του, Νουρεντίν Κιανουρί, και άλλα
ηγετικά στελέχη ως πράκτορες της Μόσχας. Αδιάλλακτα εχθρική απέναντι
στις «δύο υπερδυνάμεις», η Ισλαμική Δημοκρατία δεν επέτρεψε, στα 37
χρόνια της ύπαρξής της, σε καμία ξένη δύναμη να χρησιμοποιήσει εθνικό
έδαφος για στρατιωτικούς σκοπούς.
Σε αυτό το φόντο, η εξέλιξη της περασμένης Τρίτης αποκτά διαστάσεις πραγματικού ορόσημου: για πρώτη φορά η Ρωσία χρησιμοποίησε αεροπορική βάση στο Δυτικό Ιράν για να εξαπολύσει επιδρομές εναντίον τζιχαντιστών στη γειτονική Συρία μέσω βομβαρδιστικών μεγάλου βεληνεκούς Tupolev-22M3 και μαχητικών αεροσκαφών Sukhoi-34. Βεβαίως, οι Ρώσοι διέθεταν ήδη βάση στο Χμεϊμίμ της Συρίας, η οποία όμως, λόγω θέσης και υποδομών, δεν μπορούσε να φιλοξενήσει τα εν λόγω μεγάλα βομβαρδιστικά. Η χρησιμοποίηση της ιρανικής βάσης του Χαμαντάν τροποποίησε τα δεδομένα του συριακού εμφυλίου πολέμου, σε μια στιγμή όπου η «μητέρα όλων των μαχών» για το Χαλέπι, το μεγάλο αστικό κέντρο στον συριακό Βορρά, βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο.
Ακόμη σοβαρότερες είναι οι πολιτικές συνέπειες αυτής της θεαματικής εξέλιξης. Ο γραμματέας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Ιράν, Αλί Σαχμανί, έκανε λόγο για «στρατηγική συμμαχία με τη Ρωσία στον κοινό αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Η εξέλιξη θορύβησε την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία κατά τα φαινόμενα αιφνιδιάστηκε – κάτι που, αν αληθεύει, θα συνιστά μείζονα αποτυχία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκανε λόγο για παραβίαση της απόφασης του ΟΗΕ που απαγορεύει την πώληση οπλικών συστημάτων στην Τεχεράνη – μια σπασμωδική αντίδραση που δεν πείθει, καθώς η Ρωσία δεν πούλησε οπλικά συστήματα στο Ιράν.
Η σύσφιγξη των στρατιωτικών δεσμών Ρωσίας - Ιράν εγείρει ανησυχίες και στο Ισραήλ. Η συνήθως καλά ενημερωμένη ιστοσελίδα DEBKAfile, που ειδικεύεται σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, υποστηρίζει ότι οι Ρώσοι μεταφέρουν στο Ιράν υψηλής τεχνολογίας αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 και S-300 και ότι η ισραηλινή κυβέρνηση έχει ζητήσει εγγυήσεις από τη Μόσχα ότι αυτά τα προωθημένα οπλικά συστήματα δεν θα πέσουν σε ιρανικά χέρια. Το ίδιο ρεπορτάζ αναφέρει ότι οι Ρώσοι κατασκεύασαν δική τους στρατιωτική βάση στο Νότζι, 50 χιλιόμετρα από το Χαμαντάν – κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από καμία άλλη πλευρά.
Θόρυβος στην Τεχεράνη
Η σχετική φιλολογία προκάλεσε θόρυβο στην Τεχεράνη. Την Τετάρτη, ο Ιρανός βουλευτής Χεσματολάχ Φαλαχατπισέχ ζήτησε εξηγήσεις από την κυβέρνησή του, τονίζοντας ότι το ιρανικό Σύνταγμα απαγορεύει ρητά την παραχώρηση βάσεων σε οποιαδήποτε ξένη δύναμη. Απαντώντας, ο πρόεδρος της Βουλής Αλί Λαριτζανί, ένας από τους ισχυρότερους Ιρανούς πολιτικούς, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει ζήτημα παραχώρησης βάσης στη Ρωσία, σπεύδοντας όμως να υπερασπιστεί τη στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών.
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της ρωσικής πολιτικής και στρατιωτικής διείσδυσης στην περιοχή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Μέχρι πρόσφατα, η Ρωσία διέθετε μόνο μία μικρή ναυτική βάση στην Ταρτούς της Συρίας –τη μοναδική έξω από τα εδάφη της– και ισχυροί κύκλοι της Δύσης πίστευαν ότι η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ θα σημάνει και την οριστική έξωση της Ρωσίας από τη Μεσόγειο. Σήμερα η Ρωσία διαθέτει, πλην της βάσης της Ταρτούς, και μόνιμη αεροπορική βάση στο Χμεϊμίμ, διεξάγει εδώ και 11 μήνες επιχειρήσεις που έχουν σταθεροποιήσει τον Ασαντ και ισχυροποιεί τη στρατιωτική συμμαχία της με το Ιράν.
Επιπλέον, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, μετά την πρόσφατη συνάντηση Πούτιν - Ερντογάν στην Αγία Πετρούπολη, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί και από τους Ρώσους η τουρκική βάση του Ιντσιρλίκ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Με δυο λόγια, η Ρωσία ήρθε για να μείνει στην περιοχή κι αυτό είναι κάτι που οφείλουν να αποδεχθούν όλοι οι περιφερειακοί και διεθνείς «παίκτες».
Η συνεννόηση Ρωσίας - Τουρκίας
Παρά την αναμφίβολη πολιτική σημασία της, η ενίσχυση της ρωσικής παρουσίας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ανατρέψει ριζικά τα στρατιωτικά δεδομένα στη Συρία.
Τις τελευταίες ημέρες ενισχύθηκε η διάχυτη εντύπωση ότι κανένα από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα –ούτε ο κυβερνητικός στρατός του Ασαντ που υποστηρίζεται από τη Ρωσία και το Ιράν ούτε οι κατά κύριο λόγο ισλαμιστές αντάρτες, που ενισχύονται από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία– μπορούν να κερδίσουν τη στρατηγικής σημασίας μάχη για τον έλεγχο του Χαλεπίου, της διχοτομημένης, μαρτυρικής πόλης, όπου ο φόρος αίματος ανεβαίνει κάθε μέρα με εφιαλτικούς ρυθμούς.
Τούτων δοθέντων, η ανάγκη πολιτικής επίλυσης του συριακού προβλήματος επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα στην ημερήσια διάταξη. Και σ’ αυτό το πεδίο, μια ενδεχόμενη συνεννόηση μεταξύ Μόσχας και Αγκυρας θα μπορούσε να αποβεί καταλυτική.
Μετά τη συνάντηση συμφιλίωσης Πούτιν - Ερντογάν στην Αγία Πετρούπολη, η Αγκυρα άφησε για πρώτη φορά να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να αποδεχθεί την παραμονή του Ασαντ στην εξουσία για μια ορισμένη μεταβατική περίοδο.
Απομένει να αποδειχθεί ότι η ρωσοτουρκική συμφιλίωση έχει όντως σταθερές βάσεις και δεν αποτελούσε απλό «πυροτέχνημα» του Ερντογάν την επαύριο του αποτυχημένου πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, που προκάλεσε έντονους κραδασμούς στις σχέσεις της χώρας του με τις ΗΠΑ.
Σε αυτό το φόντο, η εξέλιξη της περασμένης Τρίτης αποκτά διαστάσεις πραγματικού ορόσημου: για πρώτη φορά η Ρωσία χρησιμοποίησε αεροπορική βάση στο Δυτικό Ιράν για να εξαπολύσει επιδρομές εναντίον τζιχαντιστών στη γειτονική Συρία μέσω βομβαρδιστικών μεγάλου βεληνεκούς Tupolev-22M3 και μαχητικών αεροσκαφών Sukhoi-34. Βεβαίως, οι Ρώσοι διέθεταν ήδη βάση στο Χμεϊμίμ της Συρίας, η οποία όμως, λόγω θέσης και υποδομών, δεν μπορούσε να φιλοξενήσει τα εν λόγω μεγάλα βομβαρδιστικά. Η χρησιμοποίηση της ιρανικής βάσης του Χαμαντάν τροποποίησε τα δεδομένα του συριακού εμφυλίου πολέμου, σε μια στιγμή όπου η «μητέρα όλων των μαχών» για το Χαλέπι, το μεγάλο αστικό κέντρο στον συριακό Βορρά, βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο.
Ακόμη σοβαρότερες είναι οι πολιτικές συνέπειες αυτής της θεαματικής εξέλιξης. Ο γραμματέας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Ιράν, Αλί Σαχμανί, έκανε λόγο για «στρατηγική συμμαχία με τη Ρωσία στον κοινό αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Η εξέλιξη θορύβησε την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία κατά τα φαινόμενα αιφνιδιάστηκε – κάτι που, αν αληθεύει, θα συνιστά μείζονα αποτυχία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκανε λόγο για παραβίαση της απόφασης του ΟΗΕ που απαγορεύει την πώληση οπλικών συστημάτων στην Τεχεράνη – μια σπασμωδική αντίδραση που δεν πείθει, καθώς η Ρωσία δεν πούλησε οπλικά συστήματα στο Ιράν.
Η σύσφιγξη των στρατιωτικών δεσμών Ρωσίας - Ιράν εγείρει ανησυχίες και στο Ισραήλ. Η συνήθως καλά ενημερωμένη ιστοσελίδα DEBKAfile, που ειδικεύεται σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, υποστηρίζει ότι οι Ρώσοι μεταφέρουν στο Ιράν υψηλής τεχνολογίας αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 και S-300 και ότι η ισραηλινή κυβέρνηση έχει ζητήσει εγγυήσεις από τη Μόσχα ότι αυτά τα προωθημένα οπλικά συστήματα δεν θα πέσουν σε ιρανικά χέρια. Το ίδιο ρεπορτάζ αναφέρει ότι οι Ρώσοι κατασκεύασαν δική τους στρατιωτική βάση στο Νότζι, 50 χιλιόμετρα από το Χαμαντάν – κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από καμία άλλη πλευρά.
Θόρυβος στην Τεχεράνη
Η σχετική φιλολογία προκάλεσε θόρυβο στην Τεχεράνη. Την Τετάρτη, ο Ιρανός βουλευτής Χεσματολάχ Φαλαχατπισέχ ζήτησε εξηγήσεις από την κυβέρνησή του, τονίζοντας ότι το ιρανικό Σύνταγμα απαγορεύει ρητά την παραχώρηση βάσεων σε οποιαδήποτε ξένη δύναμη. Απαντώντας, ο πρόεδρος της Βουλής Αλί Λαριτζανί, ένας από τους ισχυρότερους Ιρανούς πολιτικούς, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει ζήτημα παραχώρησης βάσης στη Ρωσία, σπεύδοντας όμως να υπερασπιστεί τη στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών.
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της ρωσικής πολιτικής και στρατιωτικής διείσδυσης στην περιοχή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Μέχρι πρόσφατα, η Ρωσία διέθετε μόνο μία μικρή ναυτική βάση στην Ταρτούς της Συρίας –τη μοναδική έξω από τα εδάφη της– και ισχυροί κύκλοι της Δύσης πίστευαν ότι η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ θα σημάνει και την οριστική έξωση της Ρωσίας από τη Μεσόγειο. Σήμερα η Ρωσία διαθέτει, πλην της βάσης της Ταρτούς, και μόνιμη αεροπορική βάση στο Χμεϊμίμ, διεξάγει εδώ και 11 μήνες επιχειρήσεις που έχουν σταθεροποιήσει τον Ασαντ και ισχυροποιεί τη στρατιωτική συμμαχία της με το Ιράν.
Επιπλέον, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, μετά την πρόσφατη συνάντηση Πούτιν - Ερντογάν στην Αγία Πετρούπολη, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί και από τους Ρώσους η τουρκική βάση του Ιντσιρλίκ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Με δυο λόγια, η Ρωσία ήρθε για να μείνει στην περιοχή κι αυτό είναι κάτι που οφείλουν να αποδεχθούν όλοι οι περιφερειακοί και διεθνείς «παίκτες».
Η συνεννόηση Ρωσίας - Τουρκίας
Παρά την αναμφίβολη πολιτική σημασία της, η ενίσχυση της ρωσικής παρουσίας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ανατρέψει ριζικά τα στρατιωτικά δεδομένα στη Συρία.
Τις τελευταίες ημέρες ενισχύθηκε η διάχυτη εντύπωση ότι κανένα από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα –ούτε ο κυβερνητικός στρατός του Ασαντ που υποστηρίζεται από τη Ρωσία και το Ιράν ούτε οι κατά κύριο λόγο ισλαμιστές αντάρτες, που ενισχύονται από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία– μπορούν να κερδίσουν τη στρατηγικής σημασίας μάχη για τον έλεγχο του Χαλεπίου, της διχοτομημένης, μαρτυρικής πόλης, όπου ο φόρος αίματος ανεβαίνει κάθε μέρα με εφιαλτικούς ρυθμούς.
Τούτων δοθέντων, η ανάγκη πολιτικής επίλυσης του συριακού προβλήματος επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα στην ημερήσια διάταξη. Και σ’ αυτό το πεδίο, μια ενδεχόμενη συνεννόηση μεταξύ Μόσχας και Αγκυρας θα μπορούσε να αποβεί καταλυτική.
Μετά τη συνάντηση συμφιλίωσης Πούτιν - Ερντογάν στην Αγία Πετρούπολη, η Αγκυρα άφησε για πρώτη φορά να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να αποδεχθεί την παραμονή του Ασαντ στην εξουσία για μια ορισμένη μεταβατική περίοδο.
Απομένει να αποδειχθεί ότι η ρωσοτουρκική συμφιλίωση έχει όντως σταθερές βάσεις και δεν αποτελούσε απλό «πυροτέχνημα» του Ερντογάν την επαύριο του αποτυχημένου πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, που προκάλεσε έντονους κραδασμούς στις σχέσεις της χώρας του με τις ΗΠΑ.