Του Κώστα Ράπτη-Η απόφαση του ινδικού ομίλου Tata να εγκαταλείψει τις δραστηριότητές του
στη Βρετανία αποτέλεσε, καίτοι προβλέψιμη, το απόλυτο σοκ για την
κυβέρνηση Cameron.
Όχι μόνο γιατί απειλείται με θάνατο η βρετανική χαλυβουργία, αλλά και
γιατί περιπλέκεται, λίγους μήνες πριν από το δημοψήφισμα του Ιουνίου, η
συζήτηση περί Brexit.Η προοπτική άμεσης απώλειας 15.000 θέσεων εργασίας (που μπορούν να
ανέλθουν σε 40.000, αν συνυπολογιστεί η αλυσίδα προμηθευτών της Tata Steel)
είναι κάτι που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο κανέναν – εκτός ίσως από
τον Βρετανό υπουργό Επιχειρήσεων Sajid Javid, ο οποίος παραμονές της
κρίσιμης συνεδρίασης του ινδικού ομίλου προγραμμάτισε ολιγοήμερες
διακοπές, σε συνέχεια υπηρεσιακού ταξιδιού στην Αυστραλία, όπου μετέβη
συνοδευόμενος από την κόρη του...
Πλέον, η βρετανική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι αναλαμβάνει δράση στο πλαίσιο της αναζήτησης αγοραστή για την Tata Steel, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κατακερματισμού της εταιρείας, αλλά αποκλείοντας το ενδεχόμενο εθνικοποίησης, προς μεγάλη αντίδραση του ηγέτη του Εργατικών Jeremy Corbyn.
Γεγονός πάντως είναι ότι η Tata αναζητεί ματαίως αγοραστή εδώ και 18 μήνες, για τις 17 εγκαταστάσεις της στη Βρετανία που έχουν συγκεντρώσει χρέος ύψους 11 δισ. στερλινών: μόνο η κεντρική μονάδα του Port Talbot στη νότια Ουαλλία με τους περίπου 4.000 εργαζόμενους καταγράφει ζημίες της τάξης του ενός εκατομμυρίου στερλινών ημερησίως. Τα στοιχεία ενεργητικού της εταιρείας είναι ουσιαστικά απαξιωμένα, ενώ ο όποιος αγοραστής θα πρέπει να αναλάβει και υποχρεώσεις ύψους 2 δισ. στερλινών από το συνδεόμενο με την Tata ασφαλιστικό ταμείο.
Δεν είναι δύσκολο να υποδείξει κανείς τα αίτια αυτής της καταβύθισης, όταν η τιμή του χάλυβα μειώθηκε μόνο πέρσι κατά 50%. Η υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα της κινεζικής χαλυβουργίας προκαλεί διαρθρωτική στρέβλωση διεθνών διαστάσεων, καθώς το Πεκίνο με κάθε μέσο ενισχύει τον κλάδο την ώρα που η εγχώρια ζήτηση υποχωρεί. Η μετάβαση από το έως τώρα κυρίαρχο μοντέλο επενδύσεων-εξαγωγών δεν θέλει μόνο χρόνο για να λειτουργήσει, αλλά και προσκρούει κάθε τόσο σε πολιτικά εμπόδια: λ.χ. παρά την εξαγγελθείσα κατάργηση 400.000 εργασίας στην κινεζική χαλυβουργία εντός πενταετίας, οι κρατικές διασώσεις εταιρειών (όπως π.χ. τον Οκτώβριο, της Sinosteel με τα 16 δισ. δολάρια σε χρέη) συνεχίζονται.
Για τη Βρετανία, το πρόβλημα γίνεται ακόμη οξύτερο στο βαθμό που το ενεργειακό κόστος λειτουργίας μεγάλων μονάδων (που κατά την World Steel Association αντιπροσωπεύει το 20-40% του συνόλου) είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε. - διπλάσιο λ.χ. από της Γαλλίας.
Πολέμιοι και υπέρμαχοι του Brexit σπεύδουν να αντλήσουν επιχειρήματα. Για τους πρώτους η σωτηρία της βρετανικής χαλυβουργίας δεν είναι δυνατή δίχως μια αποτελεσματική πολιτική καταπολέμησης του κινεζικού ντάμπινγκ και μείωσης του ενεργειακού κόστους η οποία δεν είναι εφικτή δίχως "ανεξαρτησία” από τις Βρυξέλλες – το δε γεγονός ότι οποιοδήποτε σχέδιο κρατικής διάσωσης της Tata προσκρούει στην κοινοτική νομοθεσία περί ανταγωνισμού (η επίτροπος Margrethe Vestager έχει ήδη κινηθεί για τον λόγο αυτόν εναντίον της ArcelorMittal στο Βέλγιο και του Gruppo Ilva στην Ιταλία) απλώς οξύνει τα πνεύματα.
Για τους δεύτερους, η προοπτική επιβολής δασμών στον βρετανικό χάλυβα από την ευρωπαϊκή αγορά, που αποτελεί τον κύριο προορισμό του, θα αποτελούσε εφιάλτη.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, έχουν και οι δύο πλευρές άδικο. Διότι, όπως αποδεικνύεται, ο λόγος για τον οποίο η Ε.Ε. μένει ανοχύρωτη απέναντι στο κινεζικό ντάμπινγκ είναι... η κυβέρνηση Cameron.
Όπως σπεύδουν να αναφέρουν ευρωπαϊκές πηγές (στους Financial Times και αλλού) η Βρετανία έχει οργανώσει μια μειοψηφία κρατών, που περιλαμβάνει και την Ολλανδία και τη Σουηδία, η οποία μπλοκάρει, παρά τις διαθέσεις άλλων εταίρων, τα σχέδια για ενεργοποίηση των "αμυντικών μηχανισμών” της Ε.Ε., την ώρα που οι αμερικανικοί δασμοί στον κινεζικό χάλυβα ανέρχοναι στο 236%. Με το πρόσχημα της διατήρησης των τιμών σε χαμηλά επίπεδα για τους κλάδους-καταναλωτές, η Βρετανία έχει στην πραγματικότητα αναδειχθεί στον υπ' αριθμόν ένα "λομπίστα” του Πεκίνου εντός Ε.Ε., εν μέρει λόγω της κινεζικής συμετοχής στο σχέδιο κατασκευής πυρηνικού σταθμού στο Hinkley Point, κυρίως όμως λόγω της "αδυναμίας” του City του Λονδίνου στις συναλλαγές με γουάν.
Με άλλα λόγια, η χρηματοπιστωτικοποίηση της βρετανικής οικονομίας δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ολοένα και μεγαλύτερης αποβιομηχάνισης (το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έφθασε το τελευταίο τρίμηνο του 2015 το δυσθεώρητο 7%), ενώ το ερώτημα του προστατευτισμού ανακύπτει αναπόφευκτα αν όχι στο εθνικό τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πλέον, η βρετανική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι αναλαμβάνει δράση στο πλαίσιο της αναζήτησης αγοραστή για την Tata Steel, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κατακερματισμού της εταιρείας, αλλά αποκλείοντας το ενδεχόμενο εθνικοποίησης, προς μεγάλη αντίδραση του ηγέτη του Εργατικών Jeremy Corbyn.
Γεγονός πάντως είναι ότι η Tata αναζητεί ματαίως αγοραστή εδώ και 18 μήνες, για τις 17 εγκαταστάσεις της στη Βρετανία που έχουν συγκεντρώσει χρέος ύψους 11 δισ. στερλινών: μόνο η κεντρική μονάδα του Port Talbot στη νότια Ουαλλία με τους περίπου 4.000 εργαζόμενους καταγράφει ζημίες της τάξης του ενός εκατομμυρίου στερλινών ημερησίως. Τα στοιχεία ενεργητικού της εταιρείας είναι ουσιαστικά απαξιωμένα, ενώ ο όποιος αγοραστής θα πρέπει να αναλάβει και υποχρεώσεις ύψους 2 δισ. στερλινών από το συνδεόμενο με την Tata ασφαλιστικό ταμείο.
Δεν είναι δύσκολο να υποδείξει κανείς τα αίτια αυτής της καταβύθισης, όταν η τιμή του χάλυβα μειώθηκε μόνο πέρσι κατά 50%. Η υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα της κινεζικής χαλυβουργίας προκαλεί διαρθρωτική στρέβλωση διεθνών διαστάσεων, καθώς το Πεκίνο με κάθε μέσο ενισχύει τον κλάδο την ώρα που η εγχώρια ζήτηση υποχωρεί. Η μετάβαση από το έως τώρα κυρίαρχο μοντέλο επενδύσεων-εξαγωγών δεν θέλει μόνο χρόνο για να λειτουργήσει, αλλά και προσκρούει κάθε τόσο σε πολιτικά εμπόδια: λ.χ. παρά την εξαγγελθείσα κατάργηση 400.000 εργασίας στην κινεζική χαλυβουργία εντός πενταετίας, οι κρατικές διασώσεις εταιρειών (όπως π.χ. τον Οκτώβριο, της Sinosteel με τα 16 δισ. δολάρια σε χρέη) συνεχίζονται.
Για τη Βρετανία, το πρόβλημα γίνεται ακόμη οξύτερο στο βαθμό που το ενεργειακό κόστος λειτουργίας μεγάλων μονάδων (που κατά την World Steel Association αντιπροσωπεύει το 20-40% του συνόλου) είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε. - διπλάσιο λ.χ. από της Γαλλίας.
Πολέμιοι και υπέρμαχοι του Brexit σπεύδουν να αντλήσουν επιχειρήματα. Για τους πρώτους η σωτηρία της βρετανικής χαλυβουργίας δεν είναι δυνατή δίχως μια αποτελεσματική πολιτική καταπολέμησης του κινεζικού ντάμπινγκ και μείωσης του ενεργειακού κόστους η οποία δεν είναι εφικτή δίχως "ανεξαρτησία” από τις Βρυξέλλες – το δε γεγονός ότι οποιοδήποτε σχέδιο κρατικής διάσωσης της Tata προσκρούει στην κοινοτική νομοθεσία περί ανταγωνισμού (η επίτροπος Margrethe Vestager έχει ήδη κινηθεί για τον λόγο αυτόν εναντίον της ArcelorMittal στο Βέλγιο και του Gruppo Ilva στην Ιταλία) απλώς οξύνει τα πνεύματα.
Για τους δεύτερους, η προοπτική επιβολής δασμών στον βρετανικό χάλυβα από την ευρωπαϊκή αγορά, που αποτελεί τον κύριο προορισμό του, θα αποτελούσε εφιάλτη.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, έχουν και οι δύο πλευρές άδικο. Διότι, όπως αποδεικνύεται, ο λόγος για τον οποίο η Ε.Ε. μένει ανοχύρωτη απέναντι στο κινεζικό ντάμπινγκ είναι... η κυβέρνηση Cameron.
Όπως σπεύδουν να αναφέρουν ευρωπαϊκές πηγές (στους Financial Times και αλλού) η Βρετανία έχει οργανώσει μια μειοψηφία κρατών, που περιλαμβάνει και την Ολλανδία και τη Σουηδία, η οποία μπλοκάρει, παρά τις διαθέσεις άλλων εταίρων, τα σχέδια για ενεργοποίηση των "αμυντικών μηχανισμών” της Ε.Ε., την ώρα που οι αμερικανικοί δασμοί στον κινεζικό χάλυβα ανέρχοναι στο 236%. Με το πρόσχημα της διατήρησης των τιμών σε χαμηλά επίπεδα για τους κλάδους-καταναλωτές, η Βρετανία έχει στην πραγματικότητα αναδειχθεί στον υπ' αριθμόν ένα "λομπίστα” του Πεκίνου εντός Ε.Ε., εν μέρει λόγω της κινεζικής συμετοχής στο σχέδιο κατασκευής πυρηνικού σταθμού στο Hinkley Point, κυρίως όμως λόγω της "αδυναμίας” του City του Λονδίνου στις συναλλαγές με γουάν.
Με άλλα λόγια, η χρηματοπιστωτικοποίηση της βρετανικής οικονομίας δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ολοένα και μεγαλύτερης αποβιομηχάνισης (το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έφθασε το τελευταίο τρίμηνο του 2015 το δυσθεώρητο 7%), ενώ το ερώτημα του προστατευτισμού ανακύπτει αναπόφευκτα αν όχι στο εθνικό τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό επίπεδο.