«Για μια ακόμη φορά μας ανακηρύσσουν ‘προδότες της πατρίδας’ γιατί
υπερασπιζόμαστε την αυτοδιοίκηση. Όμως εμείς αναφερόμαστε σε ένα μοντέλο
που ακριβώς θα εμποδίσει το διαμελισμό της Τουρκίας… Στο μοντέλο που
υπερασπιζόμαστε δεν υπάρχει χώρος για οδοφράγματα. Εμείς λέμε ότι θα
πρέπει να προσέξουμε την αιτία που προκαλεί το στήσιμο των
οδοφραγμάτων». Αυτά μεταξύ άλλων σημείωσε ο Σελαχαττίν Ντεμιρτάς,
συμπρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) στο 2ο
Συνέδριο που ολοκληρώθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2016.
Προσπαθούσε να απαντήσει στην κριτική που δέχεται το κόμμα του αναφορικά με τις σχέσεις που διατηρεί με το ΡΚΚ, αλλά και για το βίαιο τρόπο με τον οποίο το τελευταίο χρονικό διάστημα αναπτύχθηκε η ανακήρυξη τοπικής αυτοδιοίκησης πόλεων στη νοτιοανατολική Τουρκία. Όντως η συγκυρία μέσα στην οποία επανήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση για το θέμα της «δημοκρατικής αυτονομίας», αλλά πολύ περισσότερο η βίαιη απάντηση του κράτους στις κουρδικές περιοχές, δεν βοήθησαν στο να γίνει κατανοητή η θέση του κουρδικού πολιτικού κινήματος από ευρύτερα στρώματα στην Τουρκία.
Από το Ντιγιάρμπακιρ στα βόρεια εδάφη της Συρίας…
Αν όμως είναι αλήθεια ότι στις σημερινές συνθήκες δεν γίνεται εύκολα κατανοητή και αποδεχτή η θέση του HDP για «δημοκρατική αυτονομία», άλλο τόσο αλήθεια είναι και το ότι η θέση αυτή δεν είναι καθόλου νέα. Εκφράζεται με πολλές διαφορετικές έννοιες, όπως «δημοκρατική αυτονομία», «τοπική αυτοδιοίκηση», «ριζοσπαστική δημοκρατία». Εκφράζεται επίσης σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους χαρακτηριστικές της εξέλιξης και των αλλαγών στην ίδια την πρωταγωνιστική οργάνωση του κουρδικού κινήματος, δηλαδή το ΡΚΚ. Χαρακτηριστικά ο ιστορικός Μουράτ Ίσσι αποκαλύπτει συζητήσεις που γίνονταν ακόμα και από τη δεκαετία του 1920 για τις προοπτικές και τους τρόπους κατοχύρωσης διοικητικής και πολιτικής αυτονομίας των Κούρδων. Έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το HDP επαναβεβαίωσε τη θέση αυτή στο πρόσφατο συνέδριο του, ακόμα και στις δοσμένες αντίξοες συνθήκες. Άλλωστε ένας από τους βασικούς στόχους της ίδρυσης του εν λόγω κόμματος πριν δυο χρόνια, ήταν και η συμβολή του στη διεύρυνση της συζήτησης για το μοντέλο της «δημοκρατικής αυτονομίας» και την ενίσχυση των προοπτικών εφαρμογής του σε ολόκληρη την Τουρκία ως βασική παράμετρος του εκδημοκρατισμού της χώρας.
Η «δημοκρατική αυτονομία» λοιπόν παραπέμπει ευθέως σε μια μορφή διακυβέρνησης, σε ένα εντελώς νέο τύπο διοίκησης, στον οποίο σύμφωνα με τους υπερασπιστές του, καμιά εθνική, εθνοτική ή θρησκευτική ομάδα πληθυσμού δε θα μπορεί να κυριαρχεί σε καμιά άλλη ομάδα πληθυσμού. Η πρώτη συγκροτημένη έκφραση υλοποίησης αυτής της θέσης στις μέρες μας, εμφανίζεται στα βόρεια εδάφη της Συρίας. Η περιοχή της Ροζιάβα που βρίσκεται υπό τη διοίκηση του κουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) – σύμφωνα με πολλούς του «συριακού ΡΚΚ» – αποτελεί μια μορφή θεσμικής οικοδόμησης της δημοκρατικής αυτονομίας, έτσι όπως ο ιστορικός ηγέτης του κουρδικού πολιτικού κινήματος, Αμπτουλλάχ Οτζιαλάν, επεξεργάστηκε την τελευταία εικοσαετία. Πρόκειται λοιπόν για μια θέση, η οποία φαίνεται να καθορίζει τις εξελίξεις σε ένα μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής και που θα βρίσκεται στο προσκήνιο για αρκετό χρονικό διάστημα.
Οι νέες αναζητήσεις του ΡΚΚ και το θεωρητικό τους υπόβαθρο
Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 μετά τις βαθιές αλλαγές που προκάλεσε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το ΡΚΚ υπό την καθοδήγηση του Οτζιαλάν, εισήλθε σε μια διαδικασία αναθεώρησης τόσο των οργανωτικών του δομών, όσο και του ιδεολογικού του προγράμματος. Σήμερα η γενική αναφορά στο ΡΚΚ παραπέμπει κυρίως σε μια μεγάλη δομή συμπλέγματος κομμάτων και οργανώσεων που συμπεριλαμβάνει το ίδιο το ΡΚΚ ως κόμμα, αλλά συμπληρώνεται από μια σειρά αδελφών κομμάτων και ένοπλων-αντάρτικων ομάδων σε Τουρκία, Συρία, Ιράκ και Ιράν. Στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, οι αλλαγές του ΡΚΚ χαρακτηρίστηκαν κυρίως από την κατάργηση της θέσης περί δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν. Η εγκατάλειψη της ιδέας ίδρυσης ενός κουρδικού κράτους, ονομάστηκε από τον Οτζιαλάν ως μια ολοκληρωμένη «αλλαγή παραδείγματος». Η νέα θέση που υιοθετήθηκε ήταν το μοντέλο της δημοκρατικής αυτονομίας, το οποίο ξεπερνούσε τα όρια ενός εθνικού κράτους και την ίδια στιγμή επιδίωκε να απευθυνθεί στη χειραφέτηση όλων των λαών της Μέσης Ανατολής. Αυτή η νέα προσέγγιση δεν αφορούσε λοιπόν μόνο στη σχέση της Τουρκίας με τους Κούρδους, αλλά συνολικότερα τη σχέση των υφιστάμενων κρατικών δομών με τις κοινωνίες της περιοχής.
Ήδη το 2005, οι αλλαγές αυτές κορυφώθηκαν με τη δημιουργία του Συνδέσμου Κοινοτήτων του Κουρδιστάν (KCK), ο οποίος συσπειρώνει μια τεράστια σειρά από λαϊκά συμβούλια σε επίπεδο χωριών, πόλεων και περιφερειών. Το KCK μέσα σε λίγα χρόνια δραστηριοποίησης του, δημιούργησε σταδιακά μια εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης μακριά από τις γνωστές κρατικές δομές. Είναι ουσιαστικά ένα κίνημα «αυτονομίας» που δημιουργεί μορφές δημοκρατίας, οι οποίες από τη μια δε βασίζονται στα υφιστάμενα κράτη και από την άλλη, δεν τα θεωρούν εμπόδια. Οι βάσεις αυτής της στρατηγικής βρίσκονται στις θεωρητικές επεξεργασίες του Οτζιαλάν, ο οποίος τα τελευταία χρόνια προχώρησε στην έκδοση σημαντικών κειμένων προς αυτή την κατεύθυνση.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισης του, ο Οτζιαλάν επικεντρώθηκε μεταξύ άλλων στην κριτική του σύγχρονου εθνικού κράτους. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποτυχία του κουρδικού κινήματος να διασφαλίσει τις προοπτικές πλήρους κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των Κούρδων, εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό και από τον εγκλωβισμό στην ιδέα δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου κράτους. Στο πλαίσιο αυτής της κριτικής προχώρησε στη θεωρητικοποίηση της ανάγκης αναγέννησης ενός «δημοκρατικού έθνους» που θα ήταν η λύση των προβλημάτων όχι μόνο των Κούρδων, αλλά και συνολικά των λαών της περιοχής. Όπως ο ίδιος αναφέρει: «Μια καθοριστική ιδιαιτερότητα της λύσης του δημοκρατικού έθνους, είναι η αναζήτηση της εκτός του κράτους. Η εκτός του κράτους αναζήτηση δε σημαίνει ούτε την ίδρυση ενός νέου κράτους στη θέση του παλιού, αλλά ούτε και την ενσωμάτωση αυτών των αναζητήσεων ως προέκταση του υφιστάμενου κράτους… Οι πόλεμοι που έγιναν με στόχο την ίδρυση κράτους και της εξουσίας του, τελικά υπηρέτησαν μόνο τα συμφέροντα των ελίτ και του κεφαλαίου». Υπό το φώς των πιο πάνω, ο Οτζιαλάν θεώρησε ότι η επιλογή ενός «δημοκρατικού έθνους» αντί ενός «κουρδικού κράτους», μπορεί να οδηγήσει στην ισότιμη συμμετοχή όλων των ταυτοτήτων σε μια γεωγραφία, είτε αυτές είναι πολιτιστικές, είτε κοινωνικές.
Η απόρριψη της επιλογής ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, βασίστηκε εν πολλής στη νομοτελειακή επικράτηση της κουρδικής ταυτότητας έναντι όλων των άλλων και συνεπώς σε μια άλλη διαδικασία αναπαραγωγής των προβλημάτων που ήδη αντιμετωπίζει η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. O Ζουμπεϊρ Αϊντάρ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Συμβουλίου Κοινοτήτων του Κουρδιστάν υπογράμμισε: «Από όπου και να περάσουν σύνορα στη Δυτική Ασία, σίγουρα θα καταπατηθούν τα δικαιώματα κάποιων. Υπό αυτή την έννοια δε θα πρέπει να υπάρχουν σύνορα μεταξύ των Τούρκων, Κούρδων, Αρμένιων, Αράβων, Ασύριων και Εβραίων σε αυτή την περιοχή».
Όπως γίνεται αντιληπτό, η δημοκρατική αυτονομία είναι μια μορφή διακυβέρνησης που ξεπερνά τα όρια του σημερινού κράτους και της αγοράς του. Στην περίπτωση των αναζητήσεων του ΡΚΚ, παραπέμπει στη δημιουργία «πεδίων χωρίς κράτος», αντί ένα άλλο κουρδικό κράτος. Το συγκεκριμένο μοντέλο προκαλεί παράλληλα περισσότερες συζητήσεις σε σχέση με τη δημοκρατία και τις μορφές πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης μιας κοινωνίας. Με την εφαρμογή του αναδεικνύει το μετασχηματισμό διαφορετικών πεδίων της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του νομικού συστήματος, της οικονομίας, της υγείας, της παιδείας και της αυτοάμυνας. Η συγκεκριμένη οικοδόμηση της δημοκρατικής αυτονομίας εμφανίζει μια ιδιαίτερη μορφή «κουρδικής κομμούνας» της γειτονιάς, του χωριού, της πόλης ή ακόμα και της περιφέρειας. Διατηρεί την ίδια στιγμή όλα τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του χώρου στον οποίο εμφανίζεται. Συνεπώς η συγκεκριμένη θέση του Οτζιαλάν στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή, γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς με το περιεχόμενο των σημερινών συμβατικών όρων της πολιτικής και κοινωνικής επιστήμης. Το πρόβλημα αυτό εδράζεται κυρίως στο ότι η δημοκρατική αυτονομία συχνά γίνεται αντικείμενο νομικής αποκωδικοποίησης και αποκόπτεται από το ευρύτερο νόημα της δημιουργίας «κοινών χώρων».
Όπως εξηγούν διάφορα στελέχη του κουρδικού κινήματος, η δημοκρατική αυτονομία που υπερασπίζονται δεν έχει καμιά σχέση με το κράτος και ούτε προσανατολίζεται προς την κατάκτηση της εξουσίας του. Αντίθετα, το επίκεντρο του προσανατολισμού είναι η αυτοδιαχείριση των χώρων τους, έξω από τα πλαίσια και τους θεσμούς του τουρκικού κράτους. Η θέση αυτή λοιπόν, είναι από μόνη της μια πρόσκληση για νέες αναζητήσεις μορφών διακυβέρνησης και οργάνωσης εκτός των υφιστάμενων κρατικών. Στο επίκεντρο των πράγματι πλούσιων συζητήσεων εντός του οργανωμένου κουρδικού κινήματος υπό την καθοδήγηση του ΡΚΚ, βρίσκονται κορυφαία ζητήματα όπως η εναλλακτική οικονομική ανάπτυξη, η πολυπολιτισμική διοίκηση και η απελευθέρωση της γυναίκας. Δηλαδή στοιχεία που έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις βασικές ιδεολογικές εκφράσεις των κυβερνώντων στην Τουρκία.
Η πρακτική εφαρμογή της δημοκρατικής αυτονομίας στον τουρκικό γεωγραφικό χώρο
Η επιβολή νόμων έκτακτης ανάγκης και η πολιορκία περιοχών στη Νοτιοανατολική Τουρκία, είναι το αποκορύφωμα της απάντησης του κράτους στην εμφάνιση αυτοδιοικούμενων πόλεων. Εδώ και κάποια χρόνια, ενώπιον της έλλειψης ουσιαστικής προόδου στις συνομιλίες για επίλυση του κουρδικού, της ενίσχυσης της αυταρχικής αντιμετώπισης από πλευράς της κυβέρνησης, αλλά και εξαιτίας των αλλαγών που προκάλεσε η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη, το κουρδικό κίνημα δοκιμάζει το μοντέλο της δημοκρατικής αυτονομίας εντός Τουρκίας. Δήμοι και κοινότητες στις οποίες επικρατούν οι πολιτικές εκφράσεις του ΡΚΚ, οργανώνουν εναλλακτικές υπηρεσίες προς τους κατοίκους τους. Για παράδειγμα μεριμνούν όπως όλες οι δημοτικές υπηρεσίες να παρέχονται σε όλες τις γλώσσες του πληθυσμού της συγκεκριμένης περιοχής. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, από τις επιγραφές μέχρι και τους λογαριασμούς, ακόμα και μέχρι τη δωρεάν παραχώρηση εκπαίδευσης σε φτωχότερα στρώματα, όλα θα πρέπει να μεταφέρονται στη μητρική γλώσσα του ατόμου στο οποίο απευθύνονται.
Παράλληλα, διάφοροι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες στις εν λόγω περιοχές ηγούνται της προσπάθειας δημιουργίας ενός τοπικού νομικού συστήματος που θα επιλύει προβλήματα χωρίς να υπάρχει η ανάγκη εμπλοκής των κρατικών δικαστηρίων. Τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και στην παιδεία, όπου δημιουργούνται εναλλακτικά συστήματα δημοτικής και γυμνασιακής εκπαίδευσης προς τη νεολαία. Η δημιουργία τοπικών και περιφερειακών οικονομικών συνεταιρισμών, τα οποία βρίσκονται υπό τη διαχείριση αντίστοιχων εκλεγμένων συμβουλίων, είναι επίσης μια νέα μορφή οικονομικής ανάπτυξης που εμφανίζεται. Στις σημερινές συνθήκες «έκτακτης ανάγκης» λόγω των ένοπλων συγκρούσεων, τεράστια υφάσματα καλύπτουν κεντρικούς δρόμους των γειτονιών για να μειώσουν έστω και προσωρινά τις δυνατότητες των ελεύθερων σκοπευτών του στρατού που περικυκλώνουν τις αυτόνομες περιοχές. Τα οδοφράγματα και τα χαντάκια λειτουργούν ως προστασία αλλά και ως μέθοδος ενοποίησης κάποιων «στρατηγικών περιοχών» για τις ένοπλες ομάδες των νεαρών Κούρδων που επωμίζονται την άμυνα της αυτοδιοίκησης. Ταυτόχρονα οι κάτοικοι προχωρούν σε πολλές περιπτώσεις και στην αλλαγή της ίδιας της αρχιτεκτονικής της περιοχής τους, μέσα από την ενοποίηση κατοικιών και μικρών δρόμων των γειτονιών. Αυτή η πτυχή υπηρετεί το στόχο διευκόλυνσης της μεταφοράς φαγητού και άλλης βοήθειας εντός της πολιορκημένης πόλης, χωρίς αυτή να γίνεται αντιληπτή από το κράτος.
Η θέση της γυναίκας είναι ένα άλλο κορυφαίο ζήτημα στην υπόθεση της δημοκρατικής αυτονομίας στην Τουρκία. Μέσα από τη θεσμοθέτηση της συμπροεδρίας σε όλες τις οργανώσεις, αλλά και στα συμβούλια των αυτοδιοικούμενων γειτονιών και πόλεων, η γυναίκα μοιράζεται την εξουσία και τη διαχείριση της. Οι γυναίκες αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο και στις ομάδες αυτοάμυνας, αλλά παράλληλα έχουν διασφαλίσει την ύπαρξη ενός εντελώς αυτόνομου χώρου δράσης μέσα από την ενίσχυση γυναικείων οργανώσεων σε όλα τα επίπεδα. Οι άντρες στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουν κανένα δικαίωμα παρέμβασης.
Η ετερογένεια στους Κούρδους και οι αντοχές της δημοκρατικής αυτονομίας
Είναι γεγονός ότι οι «δοκιμές» της δημοκρατικής αυτονομίας εντός Τουρκίας δημιούργησαν τις βάσεις μιας νέας κατάστασης πραγμάτων. Ως ένα συγκεκριμένο βαθμό πέτυχαν να εξοικειώσουν μέρος του κουρδικού πληθυσμού με την ιδέα της πρωτοβουλίας για μια εναλλακτική οργάνωση. Μάλιστα όσο η κατάσταση στην διπλανή περιοχή της Ροζιάβα θα αναπαράγει την επιτυχία του συγκεκριμένου μοντέλου, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται και η νοητή γραμμή της κουρδικής συνείδησης για την αυτονομία που ενώνει τη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία. Όμως την ίδια στιγμή, το μέγεθος της κρατικής καταστολής είναι τέτοιο που όντως αμφισβητεί τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα τη βιωσιμότητα και την αντοχή των αυτοδιοικούμενων περιοχών. Το κράτος δεν πρόκειται να κάνει «βήμα πίσω» από τη στιγμή που η εφαρμογή της αυτονομίας επί του εδάφους έδειξε ότι υπάρχουν οι προοπτικές μιας άλλης διακυβέρνησης. Την ίδια στιγμή η μελλοντική επιτυχία αυτών των πρωτοβουλιών από το οργανωμένο κουρδικό κίνημα θα εξαρτηθεί και από τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες. Η κοινωνικές διαφοροποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών, η ενδυνάμωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μέρους των Κούρδων στην Τουρκία, καθώς και οι διαφορετικές απόψεις που εκφράζει ένα μέρος της κουρδικής διανόησης για το ρόλο του ΡΚΚ, θα είναι επίσης παράγοντες που θα επηρεάσουν στο ένα ή στον άλλο βαθμό την τελική κατάληξη της δημοκρατικής αυτονομίας.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 31 Ιανουαρίου 2016
Προσπαθούσε να απαντήσει στην κριτική που δέχεται το κόμμα του αναφορικά με τις σχέσεις που διατηρεί με το ΡΚΚ, αλλά και για το βίαιο τρόπο με τον οποίο το τελευταίο χρονικό διάστημα αναπτύχθηκε η ανακήρυξη τοπικής αυτοδιοίκησης πόλεων στη νοτιοανατολική Τουρκία. Όντως η συγκυρία μέσα στην οποία επανήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση για το θέμα της «δημοκρατικής αυτονομίας», αλλά πολύ περισσότερο η βίαιη απάντηση του κράτους στις κουρδικές περιοχές, δεν βοήθησαν στο να γίνει κατανοητή η θέση του κουρδικού πολιτικού κινήματος από ευρύτερα στρώματα στην Τουρκία.
Από το Ντιγιάρμπακιρ στα βόρεια εδάφη της Συρίας…
Αν όμως είναι αλήθεια ότι στις σημερινές συνθήκες δεν γίνεται εύκολα κατανοητή και αποδεχτή η θέση του HDP για «δημοκρατική αυτονομία», άλλο τόσο αλήθεια είναι και το ότι η θέση αυτή δεν είναι καθόλου νέα. Εκφράζεται με πολλές διαφορετικές έννοιες, όπως «δημοκρατική αυτονομία», «τοπική αυτοδιοίκηση», «ριζοσπαστική δημοκρατία». Εκφράζεται επίσης σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους χαρακτηριστικές της εξέλιξης και των αλλαγών στην ίδια την πρωταγωνιστική οργάνωση του κουρδικού κινήματος, δηλαδή το ΡΚΚ. Χαρακτηριστικά ο ιστορικός Μουράτ Ίσσι αποκαλύπτει συζητήσεις που γίνονταν ακόμα και από τη δεκαετία του 1920 για τις προοπτικές και τους τρόπους κατοχύρωσης διοικητικής και πολιτικής αυτονομίας των Κούρδων. Έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το HDP επαναβεβαίωσε τη θέση αυτή στο πρόσφατο συνέδριο του, ακόμα και στις δοσμένες αντίξοες συνθήκες. Άλλωστε ένας από τους βασικούς στόχους της ίδρυσης του εν λόγω κόμματος πριν δυο χρόνια, ήταν και η συμβολή του στη διεύρυνση της συζήτησης για το μοντέλο της «δημοκρατικής αυτονομίας» και την ενίσχυση των προοπτικών εφαρμογής του σε ολόκληρη την Τουρκία ως βασική παράμετρος του εκδημοκρατισμού της χώρας.
Η «δημοκρατική αυτονομία» λοιπόν παραπέμπει ευθέως σε μια μορφή διακυβέρνησης, σε ένα εντελώς νέο τύπο διοίκησης, στον οποίο σύμφωνα με τους υπερασπιστές του, καμιά εθνική, εθνοτική ή θρησκευτική ομάδα πληθυσμού δε θα μπορεί να κυριαρχεί σε καμιά άλλη ομάδα πληθυσμού. Η πρώτη συγκροτημένη έκφραση υλοποίησης αυτής της θέσης στις μέρες μας, εμφανίζεται στα βόρεια εδάφη της Συρίας. Η περιοχή της Ροζιάβα που βρίσκεται υπό τη διοίκηση του κουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) – σύμφωνα με πολλούς του «συριακού ΡΚΚ» – αποτελεί μια μορφή θεσμικής οικοδόμησης της δημοκρατικής αυτονομίας, έτσι όπως ο ιστορικός ηγέτης του κουρδικού πολιτικού κινήματος, Αμπτουλλάχ Οτζιαλάν, επεξεργάστηκε την τελευταία εικοσαετία. Πρόκειται λοιπόν για μια θέση, η οποία φαίνεται να καθορίζει τις εξελίξεις σε ένα μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής και που θα βρίσκεται στο προσκήνιο για αρκετό χρονικό διάστημα.
Οι νέες αναζητήσεις του ΡΚΚ και το θεωρητικό τους υπόβαθρο
Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 μετά τις βαθιές αλλαγές που προκάλεσε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το ΡΚΚ υπό την καθοδήγηση του Οτζιαλάν, εισήλθε σε μια διαδικασία αναθεώρησης τόσο των οργανωτικών του δομών, όσο και του ιδεολογικού του προγράμματος. Σήμερα η γενική αναφορά στο ΡΚΚ παραπέμπει κυρίως σε μια μεγάλη δομή συμπλέγματος κομμάτων και οργανώσεων που συμπεριλαμβάνει το ίδιο το ΡΚΚ ως κόμμα, αλλά συμπληρώνεται από μια σειρά αδελφών κομμάτων και ένοπλων-αντάρτικων ομάδων σε Τουρκία, Συρία, Ιράκ και Ιράν. Στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, οι αλλαγές του ΡΚΚ χαρακτηρίστηκαν κυρίως από την κατάργηση της θέσης περί δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν. Η εγκατάλειψη της ιδέας ίδρυσης ενός κουρδικού κράτους, ονομάστηκε από τον Οτζιαλάν ως μια ολοκληρωμένη «αλλαγή παραδείγματος». Η νέα θέση που υιοθετήθηκε ήταν το μοντέλο της δημοκρατικής αυτονομίας, το οποίο ξεπερνούσε τα όρια ενός εθνικού κράτους και την ίδια στιγμή επιδίωκε να απευθυνθεί στη χειραφέτηση όλων των λαών της Μέσης Ανατολής. Αυτή η νέα προσέγγιση δεν αφορούσε λοιπόν μόνο στη σχέση της Τουρκίας με τους Κούρδους, αλλά συνολικότερα τη σχέση των υφιστάμενων κρατικών δομών με τις κοινωνίες της περιοχής.
Ήδη το 2005, οι αλλαγές αυτές κορυφώθηκαν με τη δημιουργία του Συνδέσμου Κοινοτήτων του Κουρδιστάν (KCK), ο οποίος συσπειρώνει μια τεράστια σειρά από λαϊκά συμβούλια σε επίπεδο χωριών, πόλεων και περιφερειών. Το KCK μέσα σε λίγα χρόνια δραστηριοποίησης του, δημιούργησε σταδιακά μια εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης μακριά από τις γνωστές κρατικές δομές. Είναι ουσιαστικά ένα κίνημα «αυτονομίας» που δημιουργεί μορφές δημοκρατίας, οι οποίες από τη μια δε βασίζονται στα υφιστάμενα κράτη και από την άλλη, δεν τα θεωρούν εμπόδια. Οι βάσεις αυτής της στρατηγικής βρίσκονται στις θεωρητικές επεξεργασίες του Οτζιαλάν, ο οποίος τα τελευταία χρόνια προχώρησε στην έκδοση σημαντικών κειμένων προς αυτή την κατεύθυνση.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισης του, ο Οτζιαλάν επικεντρώθηκε μεταξύ άλλων στην κριτική του σύγχρονου εθνικού κράτους. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποτυχία του κουρδικού κινήματος να διασφαλίσει τις προοπτικές πλήρους κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των Κούρδων, εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό και από τον εγκλωβισμό στην ιδέα δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου κράτους. Στο πλαίσιο αυτής της κριτικής προχώρησε στη θεωρητικοποίηση της ανάγκης αναγέννησης ενός «δημοκρατικού έθνους» που θα ήταν η λύση των προβλημάτων όχι μόνο των Κούρδων, αλλά και συνολικά των λαών της περιοχής. Όπως ο ίδιος αναφέρει: «Μια καθοριστική ιδιαιτερότητα της λύσης του δημοκρατικού έθνους, είναι η αναζήτηση της εκτός του κράτους. Η εκτός του κράτους αναζήτηση δε σημαίνει ούτε την ίδρυση ενός νέου κράτους στη θέση του παλιού, αλλά ούτε και την ενσωμάτωση αυτών των αναζητήσεων ως προέκταση του υφιστάμενου κράτους… Οι πόλεμοι που έγιναν με στόχο την ίδρυση κράτους και της εξουσίας του, τελικά υπηρέτησαν μόνο τα συμφέροντα των ελίτ και του κεφαλαίου». Υπό το φώς των πιο πάνω, ο Οτζιαλάν θεώρησε ότι η επιλογή ενός «δημοκρατικού έθνους» αντί ενός «κουρδικού κράτους», μπορεί να οδηγήσει στην ισότιμη συμμετοχή όλων των ταυτοτήτων σε μια γεωγραφία, είτε αυτές είναι πολιτιστικές, είτε κοινωνικές.
Η απόρριψη της επιλογής ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, βασίστηκε εν πολλής στη νομοτελειακή επικράτηση της κουρδικής ταυτότητας έναντι όλων των άλλων και συνεπώς σε μια άλλη διαδικασία αναπαραγωγής των προβλημάτων που ήδη αντιμετωπίζει η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. O Ζουμπεϊρ Αϊντάρ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Συμβουλίου Κοινοτήτων του Κουρδιστάν υπογράμμισε: «Από όπου και να περάσουν σύνορα στη Δυτική Ασία, σίγουρα θα καταπατηθούν τα δικαιώματα κάποιων. Υπό αυτή την έννοια δε θα πρέπει να υπάρχουν σύνορα μεταξύ των Τούρκων, Κούρδων, Αρμένιων, Αράβων, Ασύριων και Εβραίων σε αυτή την περιοχή».
Όπως γίνεται αντιληπτό, η δημοκρατική αυτονομία είναι μια μορφή διακυβέρνησης που ξεπερνά τα όρια του σημερινού κράτους και της αγοράς του. Στην περίπτωση των αναζητήσεων του ΡΚΚ, παραπέμπει στη δημιουργία «πεδίων χωρίς κράτος», αντί ένα άλλο κουρδικό κράτος. Το συγκεκριμένο μοντέλο προκαλεί παράλληλα περισσότερες συζητήσεις σε σχέση με τη δημοκρατία και τις μορφές πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης μιας κοινωνίας. Με την εφαρμογή του αναδεικνύει το μετασχηματισμό διαφορετικών πεδίων της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του νομικού συστήματος, της οικονομίας, της υγείας, της παιδείας και της αυτοάμυνας. Η συγκεκριμένη οικοδόμηση της δημοκρατικής αυτονομίας εμφανίζει μια ιδιαίτερη μορφή «κουρδικής κομμούνας» της γειτονιάς, του χωριού, της πόλης ή ακόμα και της περιφέρειας. Διατηρεί την ίδια στιγμή όλα τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του χώρου στον οποίο εμφανίζεται. Συνεπώς η συγκεκριμένη θέση του Οτζιαλάν στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή, γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς με το περιεχόμενο των σημερινών συμβατικών όρων της πολιτικής και κοινωνικής επιστήμης. Το πρόβλημα αυτό εδράζεται κυρίως στο ότι η δημοκρατική αυτονομία συχνά γίνεται αντικείμενο νομικής αποκωδικοποίησης και αποκόπτεται από το ευρύτερο νόημα της δημιουργίας «κοινών χώρων».
Όπως εξηγούν διάφορα στελέχη του κουρδικού κινήματος, η δημοκρατική αυτονομία που υπερασπίζονται δεν έχει καμιά σχέση με το κράτος και ούτε προσανατολίζεται προς την κατάκτηση της εξουσίας του. Αντίθετα, το επίκεντρο του προσανατολισμού είναι η αυτοδιαχείριση των χώρων τους, έξω από τα πλαίσια και τους θεσμούς του τουρκικού κράτους. Η θέση αυτή λοιπόν, είναι από μόνη της μια πρόσκληση για νέες αναζητήσεις μορφών διακυβέρνησης και οργάνωσης εκτός των υφιστάμενων κρατικών. Στο επίκεντρο των πράγματι πλούσιων συζητήσεων εντός του οργανωμένου κουρδικού κινήματος υπό την καθοδήγηση του ΡΚΚ, βρίσκονται κορυφαία ζητήματα όπως η εναλλακτική οικονομική ανάπτυξη, η πολυπολιτισμική διοίκηση και η απελευθέρωση της γυναίκας. Δηλαδή στοιχεία που έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις βασικές ιδεολογικές εκφράσεις των κυβερνώντων στην Τουρκία.
Η πρακτική εφαρμογή της δημοκρατικής αυτονομίας στον τουρκικό γεωγραφικό χώρο
Η επιβολή νόμων έκτακτης ανάγκης και η πολιορκία περιοχών στη Νοτιοανατολική Τουρκία, είναι το αποκορύφωμα της απάντησης του κράτους στην εμφάνιση αυτοδιοικούμενων πόλεων. Εδώ και κάποια χρόνια, ενώπιον της έλλειψης ουσιαστικής προόδου στις συνομιλίες για επίλυση του κουρδικού, της ενίσχυσης της αυταρχικής αντιμετώπισης από πλευράς της κυβέρνησης, αλλά και εξαιτίας των αλλαγών που προκάλεσε η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη, το κουρδικό κίνημα δοκιμάζει το μοντέλο της δημοκρατικής αυτονομίας εντός Τουρκίας. Δήμοι και κοινότητες στις οποίες επικρατούν οι πολιτικές εκφράσεις του ΡΚΚ, οργανώνουν εναλλακτικές υπηρεσίες προς τους κατοίκους τους. Για παράδειγμα μεριμνούν όπως όλες οι δημοτικές υπηρεσίες να παρέχονται σε όλες τις γλώσσες του πληθυσμού της συγκεκριμένης περιοχής. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, από τις επιγραφές μέχρι και τους λογαριασμούς, ακόμα και μέχρι τη δωρεάν παραχώρηση εκπαίδευσης σε φτωχότερα στρώματα, όλα θα πρέπει να μεταφέρονται στη μητρική γλώσσα του ατόμου στο οποίο απευθύνονται.
Παράλληλα, διάφοροι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες στις εν λόγω περιοχές ηγούνται της προσπάθειας δημιουργίας ενός τοπικού νομικού συστήματος που θα επιλύει προβλήματα χωρίς να υπάρχει η ανάγκη εμπλοκής των κρατικών δικαστηρίων. Τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και στην παιδεία, όπου δημιουργούνται εναλλακτικά συστήματα δημοτικής και γυμνασιακής εκπαίδευσης προς τη νεολαία. Η δημιουργία τοπικών και περιφερειακών οικονομικών συνεταιρισμών, τα οποία βρίσκονται υπό τη διαχείριση αντίστοιχων εκλεγμένων συμβουλίων, είναι επίσης μια νέα μορφή οικονομικής ανάπτυξης που εμφανίζεται. Στις σημερινές συνθήκες «έκτακτης ανάγκης» λόγω των ένοπλων συγκρούσεων, τεράστια υφάσματα καλύπτουν κεντρικούς δρόμους των γειτονιών για να μειώσουν έστω και προσωρινά τις δυνατότητες των ελεύθερων σκοπευτών του στρατού που περικυκλώνουν τις αυτόνομες περιοχές. Τα οδοφράγματα και τα χαντάκια λειτουργούν ως προστασία αλλά και ως μέθοδος ενοποίησης κάποιων «στρατηγικών περιοχών» για τις ένοπλες ομάδες των νεαρών Κούρδων που επωμίζονται την άμυνα της αυτοδιοίκησης. Ταυτόχρονα οι κάτοικοι προχωρούν σε πολλές περιπτώσεις και στην αλλαγή της ίδιας της αρχιτεκτονικής της περιοχής τους, μέσα από την ενοποίηση κατοικιών και μικρών δρόμων των γειτονιών. Αυτή η πτυχή υπηρετεί το στόχο διευκόλυνσης της μεταφοράς φαγητού και άλλης βοήθειας εντός της πολιορκημένης πόλης, χωρίς αυτή να γίνεται αντιληπτή από το κράτος.
Η θέση της γυναίκας είναι ένα άλλο κορυφαίο ζήτημα στην υπόθεση της δημοκρατικής αυτονομίας στην Τουρκία. Μέσα από τη θεσμοθέτηση της συμπροεδρίας σε όλες τις οργανώσεις, αλλά και στα συμβούλια των αυτοδιοικούμενων γειτονιών και πόλεων, η γυναίκα μοιράζεται την εξουσία και τη διαχείριση της. Οι γυναίκες αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο και στις ομάδες αυτοάμυνας, αλλά παράλληλα έχουν διασφαλίσει την ύπαρξη ενός εντελώς αυτόνομου χώρου δράσης μέσα από την ενίσχυση γυναικείων οργανώσεων σε όλα τα επίπεδα. Οι άντρες στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουν κανένα δικαίωμα παρέμβασης.
Η ετερογένεια στους Κούρδους και οι αντοχές της δημοκρατικής αυτονομίας
Είναι γεγονός ότι οι «δοκιμές» της δημοκρατικής αυτονομίας εντός Τουρκίας δημιούργησαν τις βάσεις μιας νέας κατάστασης πραγμάτων. Ως ένα συγκεκριμένο βαθμό πέτυχαν να εξοικειώσουν μέρος του κουρδικού πληθυσμού με την ιδέα της πρωτοβουλίας για μια εναλλακτική οργάνωση. Μάλιστα όσο η κατάσταση στην διπλανή περιοχή της Ροζιάβα θα αναπαράγει την επιτυχία του συγκεκριμένου μοντέλου, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται και η νοητή γραμμή της κουρδικής συνείδησης για την αυτονομία που ενώνει τη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία. Όμως την ίδια στιγμή, το μέγεθος της κρατικής καταστολής είναι τέτοιο που όντως αμφισβητεί τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα τη βιωσιμότητα και την αντοχή των αυτοδιοικούμενων περιοχών. Το κράτος δεν πρόκειται να κάνει «βήμα πίσω» από τη στιγμή που η εφαρμογή της αυτονομίας επί του εδάφους έδειξε ότι υπάρχουν οι προοπτικές μιας άλλης διακυβέρνησης. Την ίδια στιγμή η μελλοντική επιτυχία αυτών των πρωτοβουλιών από το οργανωμένο κουρδικό κίνημα θα εξαρτηθεί και από τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες. Η κοινωνικές διαφοροποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών, η ενδυνάμωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μέρους των Κούρδων στην Τουρκία, καθώς και οι διαφορετικές απόψεις που εκφράζει ένα μέρος της κουρδικής διανόησης για το ρόλο του ΡΚΚ, θα είναι επίσης παράγοντες που θα επηρεάσουν στο ένα ή στον άλλο βαθμό την τελική κατάληξη της δημοκρατικής αυτονομίας.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 31 Ιανουαρίου 2016