22 Φεβρουαρίου 2016

Όταν «αμοληθεί» ο Έρντογαν


turkey-syrian-refugee_camp.jpg
Προεκτάσεις της επιθετικότητας της Τουρκίας στη Συρία
«Ας μιλήσουμε καθαρά. Είμαστε σε πόλεμο!… Πλέον η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα που να ονομάζεται συριακό. Η περιοχή μέχρι και το Χαλέπι είναι θέμα της Τουρκίας…». Αυτά έγραφε στις 17 Φεβρουαρίου 2016, ο Ιμπραχήμ Καράγκιουλ της φιλοισλαμικής εφημερίδας Γιενί Σιαφάκ.
Μια προσεκτική αποκωδικοποίηση των «πολεμικών ιαχών» του γνωστού αρθρογράφου, μπορεί να φωτίσει περισσότερο τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) σε σχέση με τις τελευταίες εξελίξεις στη Συρία. Είναι γεγονός ότι μέσα από τα γραφόμενα της ισλαμικής διανόησης της Τουρκίας, κάποιος μπορεί να παρακολουθήσει με σχετική καθαρότητα τα προβλήματα που δημιουργούν οι ανατροπές επί του συριακού εδάφους, αλλά και το πώς η Άγκυρα σχεδιάζει τις επόμενες της αντιδράσεις. Γιατί όντως μετά από την ενεργότερη εμπλοκή της Ρωσίας στο συριακό φαίνεται ότι απελευθερώθηκαν τέτοιες δυναμικές που διευρύνουν συνεχώς το χάσμα μεταξύ των πολιτικών στόχων της Άγκυρας για τη Συρία και των εργαλείων που χρησιμοποιεί για την εκπλήρωσή τους. Η πρόσφατη ενεργοποίηση στρατιωτικής ισχύος ενάντια στο Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) των Κούρδων της Συρίας, ξεδιπλώνει την προσπάθεια «παλινόρθωσης» της όποιας επιρροής θέλει να έχει η Τουρκία στον καθορισμό της «νέας Συρίας». Αποτελεί συνεπώς ένα δείγμα της ανταπόκρισης της Άγκυρας ενώπιον των νέων στρατιωτικών και διπλωματικών δεδομένων του τελευταίου χρονικού διαστήματος.


Τα κενά μεταξύ στόχων και εργαλείων υλοποίησης
Εάν θα ήθελε κάποιος με απλά λόγια να περιγράψει τους στόχους που έθεσε η Τουρκία για τη Συρία από το 2011 και μετά, αναπόφευκτα θα πρέπει να καταγράψει τις εξής επικεφαλίδες: 1. Οριστική απομάκρυνση του Άσσαντ από την εξουσία. 2. Προστασία του αδιαίρετου του συριακού εδάφους με τρόπο που να εμποδίζεται η οποιαδήποτε μορφή κρατικής οικοδόμησης των Κούρδων, αλλά να διευκολύνεται η οικονομική διείσδυση της Τουρκίας. 3. Εκμηδενισμός των προοπτικών ενίσχυσης της επιρροής «ξένων κρατών» στη νέα κατάσταση πραγμάτων, κάτι που υπονοούσε περισσότερο την επιρροή του Ιράν και της Ρωσίας. Ιδιαίτερα από τα τέλη του 2011 και μετά, για την υλοποίηση των προαναφερθέντων, η Τουρκία εμφανίστηκε με πιο προωθημένες θέσεις και ενέργειες ακόμα και από τις ΗΠΑ. Πρωτοστάτησε στην εντατικοποίηση του εμφυλίου εσωτερικά, ενώ μετατράπηκε στην αποκλειστική «προστάτιδα δύναμη» της λεγόμενης μετριοπαθούς ισλαμικής αντιπολίτευσης επιδιώκοντας να της προσδώσει διεθνή ερείσματα. Γραφεία αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη, συναντήσεις συντονισμού στην Άγκυρα και μια σειρά συνεδρίων για πολιτικές αποφάσεις, ήταν μερικές από τις δημόσιες εκφράσεις της καθοδήγησης της Άγκυρας για ενίσχυση των ένοπλων αντιπολιτευτικών ομάδων κατά του Άσσαντ. Παράλληλα όμως η κυβέρνηση ΑΚΡ προσπάθησε πολύ και για τη συγκρότηση ενός στρατιωτικού συνασπισμού με επικεφαλής τις ΗΠΑ.

Όταν οι δύο αυτοί άξονες αποδείχθηκαν επί του πρακτέου αντιπαραγωγικοί και ενώπιον της εντατικοποίησης των τεράστιων προσφυγικών κυμάτων, η Τουρκία πέρασε στη δεύτερη φάση. Ξεκίνησε να εργάζεται για την προώθηση της ιδέας δημιουργίας «ζώνης ασφάλειας» εντός συριακών εδαφών. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, η εν λόγω περιοχή – στρατιωτικά προστατευμένη από ξηρά και από αέρα – θα μπορούσε να γίνει χώρος φιλοξενίας των προσφύγων, αλλά και ένα φυσικό εμπόδιο προς την ενοποίηση των τριών αυτόνομων καντονίων των Κούρδων, τα οποία συγκροτούν τη Ροζιάβα. Παράλληλα, ο Έρντογαν εισήλθε σε μια διαδικασία ενίσχυσης της συνεργασίας της χώρας του με τις μοναρχίες του Κόλπου και ειδικά με τη Σαουδική Αραβία, ούτως ώστε οι διπλωματικές ενέργειες να αποχτήσουν μια ελάχιστη έστω διεθνή νομιμοποίηση.

Σταδιακά όμως οι εξελίξεις επί του εδάφους και η αναδιάταξη ισορροπιών που προκαλούσαν στο διεθνές επίπεδο, αμφισβήτησαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τους τουρκικούς στόχους. Ουσιαστικό σημείο ανατροπής ήταν η κορύφωση της ρωσικής και ιρανικής στρατιωτικής παρουσίας στα πολεμικά μέτωπα της Συρίας. Από εκείνη τη στιγμή, κάθε αλλαγή του συσχετισμού δύναμης επί του εδάφους, φαίνεται να δυσκόλευε περισσότερο την επιβίωση των «εσωτερικών καναλιών» επιρροής που δημιούργησε η Άγκυρα. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η περικύκλωση της πόλης Χαλέπι από το συριακό στρατό. Η πόλη Χαλέπι ήταν το δεύτερο άκρο του διαδρόμου που ξεκινούσε από την τουρκική πόλη Κίλις στα τουρκοσυριακά σύνορα. Μέχρι και πριν τρεις μήνες, ο συγκεκριμένος διάδρομος εξυπηρετούσε τη συνέχιση της επικοινωνίας της Τουρκίας με τις ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στο Χαλέπι, τόσο σε επίπεδο τεχνικής υποστήριξης, όσο και πολιτικών σχεδιασμών. Η ίδια διαδρομή απέκοπτε επίσης την επαφή του ενός με τα υπόλοιπα δύο καντόνια της Ροζιάβα και επομένως προέβαλλε ως ένα τεχνητό εμπόδιο στην κουρδική ενοποίηση της περιοχής. Καθόλου τυχαία μάλιστα, η γεωγραφική θέση της πόλης Χαλέπι, τη μετατρέπει σε ένα «προχωρημένο φυλάκιο» στη συριακή πλευρά της περιοχής που η Τουρκία διεκδικεί να μετατρέψει σε ζώνη ασφάλειας. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, η περικύκλωση της πόλης σημαίνει ουσιαστικά την αποκοπή της αρτηρίας επικοινωνίας της Τουρκίας με ένα στρατηγικό κομμάτι της συριακής αντιπολίτευσης. Η παράλληλη προώθηση των Κούρδων σε περιοχές όπως η Άζεζ, οι οποίες βρίσκονται επίσης στον άξονα Κίλις-Χαλέπι, προκάλεσε τη ριζοσπαστικοποίηση των ανησυχιών του Έρντογαν.

Όπως εύκολα συνάγεται από τις απόψεις Τούρκων αναλυτών, η κυβέρνηση της Τουρκίας φοβάται ότι με τις προαναφερθείσες στρατιωτικές μεταβολές έχουν ενεργοποιηθεί ταυτόχρονα πολλές διαδικασίες που αμφισβητούν τη μελλοντική επιρροή της χώρας στην περιοχή. Η περικύκλωση της πόλης Χαλέπι καταγράφεται από πολλούς ως η «αρχή του τέλους» των διαφόρων ένοπλων οργανώσεων της περιοχής, τις οποίες και εξοπλίζει η Τουρκία. Μεγαλώνει ο κίνδυνος έναρξης ενός νέου προσφυγικού κύματος προς τα τουρκικά σύνορα, το οποίο αυτή τη φορά υπολογίζεται να φτάσει μέχρι και 600 χιλιάδες ανθρώπους. Επιπρόσθετα, οι συγκεκριμένες ανακατατάξεις εκτιμάται ότι προσδίδουν μια πιο ισχυροποιημένη θέση στην κυβέρνηση Άσσαντ, στη Μόσχα και στους Κούρδους της Συρίας ενόψει της συνέχισης των διαπραγματεύσεων της Γενεύης για το συριακό. Την ίδια στιγμή και σε συνδυασμό με την αύξηση των διεθνών ερεισμάτων του κουρδικού PYD, η Άγκυρα υπολογίζει ότι οι Κούρδοι της Συρίας αποκτούν σταδιακά τα πολιτικά και στρατιωτικά εχέγγυα για να πρωταγωνιστήσουν και σε μια πιθανή οργανωμένη στρατιωτική επίθεση ενάντια στη Ράκκα, δηλαδή το συριακό προπύργιο του «Ισλαμικού Κράτους».

Τουρκία – Σαουδική Αραβία: Το λάθος του 2003 και οι «τρεις γομφίοι» των σουνιτών

Οι πρόσφατες στρατιωτικές επιθέσεις της Τουρκίας ενάντια σε θέσεις των Κούρδων στα βόρεια της Συρίας, στη βάση των ανησυχιών της Άγκυρας, αποτελούν την έκφραση του ενός από τα δύο κύρια μέρη των προληπτικών κινήσεων που υλοποιεί αυτή την περίοδο. Μετά την πρόσφατη περιοδεία του σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, ο Έρντογαν δήλωσε τα εξής: «Δεν επιθυμώ να γίνει το ίδιο λάθος στη Συρία με αυτό που έγινε στο Ιράκ. Εγώ ήμουν υπέρ του διατάγματος της 1ης Μαρτίου 2003… Η Τουρκία με εκείνο το διάταγμα θα βρισκόταν στο Ιράκ και το Ιράκ δε θα ήταν στη σημερινή κατάσταση. Το διάταγμα της 1ης Μαρτίου 2003 θα έφερνε την Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων… Είναι σημαντικό να βλέπεις ορίζοντες». Η δήλωση του αυτή είναι σημαντική από πολλές απόψεις. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας υπενθυμίζει ότι η απόρριψη του διατάγματος που αφορούσε στη χρησιμοποίηση των εδαφών της χώρας από τις ΗΠΑ για εισβολή στο Ιράκ, αλλά και στην παρουσία τουρκικού στρατού σε περιοχές του Βορείου Ιράκ, στέρησε από την Άγκυρα ερείσματα για το μέλλον της γειτονικής χώρας. Την 1η Μαρτίου 2003 στην ιστορική συνεδρία της Εθνοσυνέλευσης, οι βουλευτές του ΑΚΡ αφέθηκαν να ψηφίσουν «κατά συνείδηση» με αποτέλεσμα να μην εγκριθεί το εν λόγω διάταγμα παρά τη διαφορετική άποψη του τότε ηγέτης του κόμματος. Ο Έρντογαν επαναφέρει το παράδειγμα, ομολογώντας ότι όπως έχει προκύψει η κατάσταση στη Συρία, ο μοναδικός δρόμος διασφάλισης της επιρροής της Τουρκίας είναι η ενεργοποίηση μέτρων σκληρής ισχύος. Συνεπώς, το πρώτο μέρος των αντιδράσεων της Άγκυρας ενώπιον των νέων γεωπολιτικών μετατοπίσεων επί του συριακού εδάφους, μετατρέπει τη διπλωματία σε υποστηριχτική βάση της στρατιωτικής ισχύος και όχι το αντίθετο. Γιατί όπως εξηγεί ο Αμπντουλκαντίρ Σελβί της φιλοισλαμικής Γιενί Σιαφάκ «Η διεθνής κοινότητα καταλαβαίνει μόνο μία γλώσσα… αυτή της δύναμης».

Στο δεύτερο μέρος των κινήσεων της Άγκυρας βρίσκεται η δημιουργία τετελεσμένων και πιέσεων προς τις ΗΠΑ για να συναινέσουν σε πιο «δυναμικά μέτρα» και να ξανασυζητήσουν την προοπτική μιας «ζώνης ασφάλειας». Όμως στο σημείο αυτό η κυβέρνηση ΑΚΡ δεν κινείται εντελώς μόνη. Επιδιώκει να συντονίσει τις ενέργειές της με τη Σαουδική Αραβία, η οποία επίσης το τελευταίο χρονικό διάστημα ταυτίζεται με τις γεωπολιτικές αντιλήψεις του ΑΚΡ στο πλαίσιο ανάδειξης της ως μιας χώρας που μπορεί να οικοδομεί περιφερειακή τάξη πραγμάτων. Η στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη, η κοινή αξιολόγηση απειλών με το Ισραήλ, η συγκρότηση του κοινού ισλαμικού στρατού με 34 μέλη καθώς και η δημόσια έκφραση προθέσεων για επέμβαση στη Συρία, είναι στοιχεία που συγκροτούν το «νέο προφίλ» της σαουδαραβικής μοναρχίας και το οποίο θέλει να αξιοποιήσει ο Έρντογαν. Ήδη από τον Απρίλιο του 2015 αποκαλύφθηκαν δημόσια κάποιοι σχεδιασμοί για κοινή στρατιωτική εμπλοκή  Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας στη Συρία και λειτούργησαν κυρίως ως «προειδοποιητικά μηνύματα» προς τις ΗΠΑ. Τότε μάλιστα αξιωματούχοι από τις μοναρχίες του Κόλπου που τοποθετήθηκαν για την ύπαρξη αυτών των σχεδιασμών σημείωσαν με νόημα ότι: «Εάν ο μοναδικός δρόμος για να διασφαλίσουμε ότι οι ΗΠΑ θα κινηθούν μαζί μας είναι να δείξουμε τα δόντια μας, τότε θα τα δείξουμε. Και τα δόντια των σουνιτών είναι οι τρεις γομφίοι…».
Πάντως πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η σχέση μεταξύ Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας με επίκεντρο τις εξελίξεις στη Συρία, θα βρίσκονται στο προσκήνιο το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Οι δύο χώρες αντιλαμβάνονται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο ως απειλή την πιθανότητα πολιτικής επιβίωσης του Άσσαντ, κυρίως λόγω Ιράν. Βεβαίως η Άγκυρα, θεωρεί αρκετά ευνοϊκή τη συγκεκριμένη συγκυρία και για την κατασκευή νέων απειλών. Για παράδειγμα δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες πολλαπλασιάστηκαν οι τηλεοπτικές εκπομπές, αφιερώματα και αναλύσεις στα φιλοϊσλαμικά ΜΜΕ της χώρας για το ενδεχόμενο μετά τη Συρία, «οι ξένες δυνάμεις» (βλέπετε Ιράν, Ρωσία) να αναλάβουν την αποσταθεροποίηση Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας ταυτόχρονα.

Πως κινείται ο Έρντογαν;
Ο Καντρί Γκιουρσέλ, δημοσιογράφος-αναλυτής σε θέματα τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, μιλώντας στο διαδικτυακό κανάλι Medyascope την προηγούμενη εβδομάδα εκτιμούσε ότι «Αν αμοληθεί ο Έρντογαν είναι ικανός να κάνει πόλεμο». Ο Γκιουρσέλ αναφερόταν στο σκεπτικισμό που εκφράζει ένα μέρος της στρατιωτικής ιεραρχίας της χώρας για την πιθανότητα επέμβασης στη Συρία, ως ένα από στα στοιχεία που «συγκρατούν» την επιθετική πολιτική συμπεριφορά του Προέδρου της Τουρκίας. Είναι γεγονός ότι οι ανώτεροι στρατηγοί το τελευταίο χρονικό διάστημα αφήνουν να διαρρεύσει το μήνυμα ότι δε θα πρέπει να γίνει καμιά κίνηση που να βλάψει τις σχέσεις της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ. Ο σημερινός αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Χουλουσί Ακάρ, είναι γνωστός για τις πολύ καλές του διασυνδέσεις με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, αλλά και για την προτεραιότητα που δίνει στο συντονισμό των κινήσεων του στρατού της Τουρκίας με την συμμαχία.

Παρόλα αυτά, η επιμονή Έρντογαν για μια πιο δυναμική εμπλοκή της Τουρκίας στο συριακό έδαφος, δε θα πρέπει να ειδωθεί ως ανορθολογική ή μια «έκρηξη της στιγμής». Ο ίδιος επίσης μπορεί να αξιολογήσει τη σημασία των κοινών ενεργειών με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Συνειδητοποιεί ότι μια μονομερής απόφαση για στρατιωτική εισβολή στη Συρία θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην Τουρκία. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας θα επιθυμούσε να έχει την άμεση ή την έμμεση στήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε μια ενδεχόμενη απόφαση «δυναμικών μέτρων», γιατί γνωρίζει ότι απέναντί του πλέον στέκεται η Ρωσία. Όμως την ίδια στιγμή, ο Έρντογαν γνωρίζει πολύ καλά πώς να ζορίζει τα πολιτικά και διπλωματικά όρια. Όταν για παράδειγμα λέει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσει η Τουρκία τους βομβαρδισμούς θέσεων των Κούρδων εντός Συρίας, παρά τις κατά συρροή δηλώσεις-παραινέσεις αξιωματούχων της Δύσης, σημαίνει ότι προηγουμένως έχει μετρήσει τις δυνατότητες που του παρέχονται για δημιουργία επιπλέον πιέσεων προς τους συμμάχους του. Ανεξάρτητα εάν στο τέλος καταφέρει να επιβάλει τη δική του θέση, αυτή τη στιγμή πιέζει για να μην περάσει ολοκληρωτικά η θέση άλλων παραγόντων που εμπλέκονται στη Συρία. Διαμέσου αυτού, επιδιώκει να κερδίσει το χαμένο έδαφος που προκάλεσε η απευθείας εμπλοκή της Τουρκίας στον συριακό εμφύλιο.

Τουλάχιστον η εμπειρία των τελευταίων τριών χρόνων, από το 2013 και μετά, δείχνει ότι τη στιγμή που ο Έρντογαν νιώθει στριμωγμένος πολλαπλασιάζει την επιθετικότητα της πολιτικής του. Όσο πιέζεται και αμφισβητείται, προσπαθεί να κερδίσει το χαμένο έδαφος με τακτικές περισσότερης έντασης, οι οποίες δεν είναι αναμενόμενες από τον αντίπαλο. Συνεπώς εάν και σε αυτή τη φάση θα ακολουθήσει την πολιτική πόλωσης, σημαίνει ότι θα ενεργοποιήσει τα τρία «εργαλεία» που διαθέτει σε αυτή τη συγκυρία: την εντατικοποίηση των εκβιασμών προς την Ε.Ε για το θέμα των προσφύγων, τη συνέχιση του εξοπλισμού ισλαμιστικών ομάδων εντός Συρίας, καθώς και την κλιμάκωση της βίας που ασκείται στις νοτιοανατολικές-κουρδικές πόλεις της Τουρκίας για περιθωριοποίηση των εστιών αυτονομίας που ανακηρύσσει το ΡΚΚ. Το τελευταίο άλλωστε θα είναι και μια μορφή «πολιτικής εκδίκησης» για τις επιτυχίες του αντίστοιχου κινήματος των Κούρδων της Συρίας. Η πρόσφατη βομβιστική επίθεση στις 17 Φεβρουαρίου 2016 στο κέντρο της Άγκυρας, ενταγμένη στο προαναφερθέν πλαίσιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακριβώς ως βάση περαιτέρω έντασης στα τουρκοσυριακά σύνορα.

Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 21 Φεβρουαρίου 2016