Αρχικά, κατά το πρώτο διάστημα της νέας του θητείας, ο πρόεδρος Ερντογάν πρόκειται να μιμηθεί τον πρωθυπουργό Ερντογάν. Δεν έχει κρύψει άλλωστε τη φιλοδοξία του να αλλάξει το σύστημα της χώρας σε προεδρικό. Με δεδομένο ωστόσο πως δεν κατάφερε να αλλάξει το Σύνταγμα αν και προσπάθησε, αυτό που του μένει πλέον ως εφεδρική επιλογή είναι να αρχίσει να λειτουργεί ως de facto πρόεδρος ωσάν το σύστημα να ήταν προεδρικό.
Η παράταξή του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), θα παραμείνει στο τιμόνι της κυβέρνησης και ο Ερντογάν θα χρησιμοποιήσει την ηθική του εξουσία, καθώς και την επίσημη αλλά και ανεπίσημη επιρροή που έχει στο κόμμα για να συνεχίσει να κατευθύνει την τουρκική πολιτική. Θα βασιστεί, για παράδειγμα, σε ορισμένες «ξεχασμένες» διατάξεις του Συντάγματος όπως αυτή που θεσπίστηκε από τη στρατιωτική χούντα το 1983 και επιτρέπει στον πρόεδρο να προεδρεύει στα υπουργικά συμβούλια. Ολα αυτά μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 2015. Ο απώτερος στόχος του Ερντογάν είναι να μπορέσει το AKP να εξασφαλίσει σε αυτήν την επόμενη κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση τη συνταγματική πλειοψηφία (σ.σ.: τα 2/3 των εδρών στο Κοινοβούλιο).
Ετσι, θα ανοίξει ο δρόμος για την εισαγωγή ενός προεδρικού συστήματος με τον Ερντογάν σε ρόλο παντοδύναμου προέδρου. Προκειμένου λοιπόν να επιτύχει αυτόν τον στόχο στις εκλογές του 2015, ο Ερντογάν θα επικεντρωθεί πολύ περισσότερο στην εσωτερική πολιτική κατά το επόμενο διάστημα με στόχο να διατηρήσει και να αυξήσει τη δημοφιλία του AKP. Δεδομένου δε ότι το υπάρχον Σύνταγμα επιβάλλει περιορισμούς ως προς τους κομματικούς δεσμούς του προέδρου (για παράδειγμα αυτός πρέπει να παραιτηθεί από την παράταξη στην οποία ανήκει προκειμένου να διασφαλιστεί η ουδετερότητά του), ο Ερντογάν θα πρέπει να καταφέρει με μαεστρία να ξεπεράσει τους όποιους περιορισμούς διατηρώντας παράλληλα τις λεπτές ισορροπίες. Το μειονέκτημα γι' αυτόν είναι πως το τρέχον κλίμα πόλωσης είναι πολύ πιθανό να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση για τουλάχιστον άλλον έναν χρόνο.
Το πλεονέκτημα για τον Ερντογάν είναι πως θα συνεχίσει να εμπλέκεται στην ειρηνευτική επίλυση του Κουρδικού, πράγμα που ίσως του εξασφαλίσει τη στήριξη των Κούρδων ψηφοφόρων στις εκλογές του 2015.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η βασική πρόκληση για τον Ερντογάν δεν θα προέλθει από την εύθραυστη και αναποτελεσματική αντιπολίτευση στο Κοινοβούλιο, αλλά από τη μελλοντική ηγεσία του δικού του κόμματος. Για να μπορέσει ο Ερντογάν να συνεχίσει να παίζει ρόλο στην καθημερινή πολιτική της χώρας, θα χρειαστεί έναν πιστό και εύκολα χειραγωγήσιμο πρωθυπουργό στον ρόλο του νέου ηγέτη της παράταξης. Από την άλλη, βέβαια, εάν επιλέξει έναν αδύναμο ηγέτη για τη συγκεκριμένη θέση, θα βλάψει τη δημοφιλία του κόμματος στην κάλπη, πράγμα που ίσως οδηγήσει ακόμη και σε κυβέρνηση συνασπισμού εξανεμίζοντας τις φιλοδοξίες του Ερντογάν για μια ισχυρή προεδρία. Επιπροσθέτως, μια μη δημοφιλής ηγεσία μπορεί να προκαλέσει δυσφορία στις τάξεις του κόμματος. Ωστόσο, η επιλογή ενός πιο οξυδερκούς και σεβαστού πολιτικού όπως είναι για παράδειγμα ο απερχόμενος πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ -ο οποίος δεν δείχνει καμία διάθεση να τερματίσει την πολιτική του καριέρα και έχει υπαινιχθεί πολιτικές διαφορές με τον Ερντογάν- θα στερούσε σταδιακά από τον νέο πρόεδρο μέρος της πολιτικής του επιρροής.
Υπό αυτήν την έννοια, οι εκλογές της περασμένης Κυριακής μπορεί να ήταν οι σημαντικές, αλλά οι βουλευτικές εκλογές του επόμενου χρόνου θα είναι ακόμη πιο καθοριστικές για το μέλλον της Τουρκίας και τη βιωσιμότητα της πολιτικής εξουσίας του Ερντογάν. Ωστόσο, το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το πρόσωπο που θα επιλέξει ο Ερντογάν για να τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία.
ΕΘΝΟΣ