Ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων του
Ισραήλ Μπένι Γκατς (φωτογραφία) και άλλοι στρατιωτικοί καταρτίζουν
σχέδια για στρατιωτική δράση τα οποία οι πολιτικοί επιλέγουν συνεχώς
έναντι της διπλωματικής οδού: την Τρίτη σκότωσαν με πύραυλο παλαιστίνιο
μαχητή στη Γάζα, τον πρώτο μετά την εκεχειρία η οποία δοκιμάζεται σκληρά
ύστερα από την στοχευμένη αυτή δολοφονία (REUTERS/Baz Ratner)
Τεράστια επιρροή έχει το
στρατιωτικό κατεστημένο του Ισραήλ στον πόλεμο, στην ειρήνη και στην
πολιτική, σύμφωνα με την αμερικανική επιθεώρηση «Foreign Affairs». Ο
στρατός και οι υπηρεσίες πληροφοριών του Ισραήλ κυριαρχούν στην
κατάρτιση του προϋπολογισμού, καθορίζουν τους εσωτερικούς και τους
εξωτερικούς εχθρούς, εισάγουν πολιτικές, αποτιμούν οι ίδιοι τις
επιδόσεις τους, διοικούν μεγάλο μέρος της οικονομίας, ελέγχουν ευρείες
εκτάσεις γης και εναέριου χώρου και ασκούν τεράστια επιρροή στις
επικοινωνίες και στα μέσα ενημέρωσης μέσω της λογοκρισίας.
Ως αποτέλεσμα, οι ισραηλινοί πολιτικοί τείνουν να βλέπουν τον κόσμο
μέσα από ένα στρατιωτικό πρίσμα και συνεχώς χάνουν ευκαιρίες για
διπλωματικές λύσεις όταν βρίσκονται στο τραπέζι στρατιωτικές επιλογές.
Παράδειγμα η τελευταία επιχείρηση στη Γάζα τον περασμένο Νοέμβριο
που ξεκίνησε όταν Ισραηλινός πύραυλος σημάδεψε και σκότωσε τον
στρατιωτικό διοικητή της Χαμάς Αχμεντ αλ-Τζαμπάρι λίγες ώρες
αφότου είχε πάρει στα χέρια του την τελική πρόταση για μακροχρόνια
εκεχειρία ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς. Τόσο ο Εργατικός υπουργός
Αμυνας του Ισραήλ Εχούντ Μπαράκ όσο και ο δεξιός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου
ήταν ενήμεροι για τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις όμως, αντί να
περιμένουν την απάντηση της Χαμάς, επέλεξαν να σκοτώσουν τον Τζαμπάρι.
Αμφότεροι, όπως οι περισσότεροι ισραηλινοί πολιτικοί, είναι πεπεισμένοι
ότι η στρατιωτική δράση έχει περισσότερες πιθανότητες να φέρει
αποτέλεσμα από την διπλωματία ή τις διαπραγματεύσεις.
Αυτό τον μιλιταριστικό τρόπο λειτουργίας τον εισήγαγε ο ιδρυτής του κράτους του Ισραήλ Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν το 1955, όταν επέστρεψε στο τιμόνι της χώρας ως πρωθυπουργός και «κινητοποίησε το Ισραήλ για συνεχόμενο πόλεμο».
Εκτοτε όλοι οι ισραηλινοί ηγέτες δρουν υπό την επήρεια του μιλιταρισμού
πολεμώντας ατελείωτους πολέμους και δολοφονώντας τους εχθρούς τους.
Το πραγματικό πρόβλημα στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση είναι ότι η
κυβερνώσα ελίτ του Ισραήλ προτιμά τα αντίποινα και την εκδίκηση από την
συμφιλίωση και την ειρήνη. Η απροθυμία του Ισραήλ να δώσει μια ευκαιρία
στη διπλωματία τροφοδοτείται από την δεκαετία του '60 και από την
αυξανόμενη εισροή αμερικανικών όπλων και πολιτικής υποστήριξης.
Η ανάλυση αυτή βασίζεται σε δυο βιβλία, το «Fortress Israel» του Πάτρικ Τάιλερ και το «Zion's Dilemmas» του Τσαρλς Φράιλιχ.
Ο δεύτερος προτρέπει τις ΗΠΑ να σκληρύνουν τη στάση τους προς το Ισραήλ
για να περιορίσουν την επιθετικότητά του. Φέρνει ως παράδειγμα τον
αμερικανό πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ο οποίος αρνήθηκε να
προμηθεύσει με όπλα το Ισραήλ στις δύο θητείες του και μετά τον πόλεμο
του 1956, ανάγκασε τον Μπεν-Γκουριόν να αποσυρθεί από τη Γάζα και το
Σινά.
Η Ουάσινγκτον επιδείνωσε το πρόβλημα μη λέγοντας ποτέ «όχι» στην
απαίτηση των Ισραηλινών για όλο και πιο εξελιγμένα όπλα, ασκώντας βέτο
στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και παρέχοντας άνευ όρων υποστήριξη σε
όλα. Οι Αμερικανοί έκαναν λάθος που βασίστηκαν στον ισραηλινό
«τσαμπουκά» ως εργαλείο πρώτα στον ψυχρό πόλεμο και σήμερα, στον πόλεμο
κατά της τρομοκρατίας. http://www.tovima.gr/world/article/?aid=511020