03 Μαΐου 2013

Τεράστια άνοδος του ευρωσκεπτικισμού στην ΕΕ

Των Jose Ignacio Torreblanca και Mark Leonard
Η εμπιστοσύνη στην ΕΕ έχει υποχωρήσει σε όλη την Ευρώπη. Τόσο οι Βόρειοι πιστωτές όσο και οι Νότιοι πιστούχοι, αισθάνονται σα θύματα.Κάποτε θεωρούνταν σαν μια βρετανική ασθένεια. Αλλά ο ευρωσκεπτικισμός έχει τώρα εξαπλωθεί σε όλη την ήπειρο σαν ιός. Όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου, η εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό project έχει υποχωρήσει ακόμη πιο γρήγορα από ό,τι οι ρυθμοί ανάπτυξης. Από την έναρξη της κρίσης, η εμπιστοσύνη στην ΕΕ έχει μειωθεί από τις +10 μονάδες στις -22 μονάδες στη Γαλλία, από τις +20 μονάδες στις -29 μονάδες  στη Γερμανία, από τις +30 μονάδες στις -22 μονάδες στην Ιταλία, από τις +42 μονάδες στις -52 μονάδες στην Ισπανία, από τις +50 μονάδες στις +6 μονάδες στην Πολωνία και από τις -13 μονάδες στις -49 μονάδες στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι όλοι στην ΕΕ έχουν χάσει την πίστη στο project: τόσο οι πιστωτές όσο και οι οφειλέτες, και οι χώρες της ευρωζώνης, τα μελλοντικά μέλη και οι opt-outs. Πίσω στο 2007, οι άνθρωποι πίστευαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο εμφάνισε -13 ως ποσοστό στην εμπιστοσύνη, ήταν ακραία ευρωσκεπτικιστές. Τώρα, παραδόξως, οι τέσσερις μεγαλύτερες χώρες της ευρωζώνης έχουν ακόμη χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης στα θεσμικά όργανα της ΕΕ σε σχέση με αυτά της Βρετανία το 2007. Τι συμβαίνει;
Η παλιά εξήγηση για τον ευρωσκεπτικισμό ήταν η υποτιθέμενη ύπαρξη δημοκρατικού ελλείμματος εντός της ΕΕ. Οι αποφάσεις, έλεγαν οι κριτικοί, λαμβάνονται από μη υπόλογα ιδρύματα παρά από εθνικές κυβερνήσεις. Αλλά η τρέχουσα κρίση δεν γεννήθηκε από μια σύγκρουση μεταξύ των Βρυξελλών και των κρατών-μελών, αλλά από μια σύγκρουση μεταξύ των δημοκρατικών «θέλω» των πολιτικών της βόρειας και νότιας Ευρώπης, του αποκαλούμενου πυρήνα και της περιφέρειας. Και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν τώρα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Στο παρελθόν, υπήρχε ένας άγραφος νόμος ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα αστυνομεύουν την ενιαία αγορά και άλλες τεχνικές περιοχές πολιτικής, από τα κοινά πρότυπα για τη σύνθεση της τομάτας μέχρι τις εκπομπές ήχου για τις μηχανές που κόβουν το γρασίδι, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις θα συνέχιζαν να έχουν μονοπώλιο στην παράδοση υπηρεσιών και χάραξης πολιτικής σε πιο ευαίσθητους τομείς από τους οποίους εξαρτώνται οι εθνικές εκλογές.
Από την έναρξη της κρίσης, οι πολίτες στις πιστώτριες χώρες έχουν γίνει απρόθυμες να αναλάβουν την ευθύνη για τα χρέη των άλλων χωρίς να υπάρχουν μηχανισμοί για τον έλεγχο των δαπανών τους. Με τη δημοσιονομική συνθήκη και τις απαιτήσεις της ΕΚΤ για ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό, οι ευρωκράτες έχουν περάσει πολλές από τις κόκκινες γραμμές της εθνικής κυριαρχίας, επεκτείνοντας την εμβέλειά τους πολύ πιο μακριά από τα πρότυπα των τροφίμων, και ασκούν ελέγχους στις συντάξεις, τους φόρους, τους μισθούς, την αγορά εργασίας και της θέσεις εργασίας του δημοσίου. Αυτοί οι τομείς πηγαίνουν στην καρδιά του κράτους πρόνοιας και των εθνικών ταυτοτήτων.
Για έναν αυξανόμενο αριθμό πολιτών στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, η ΕΕ μοιάζει όπως το ΔΝΤ στη Λατινική Αμερική: ένας χρυσός ζουρλομανδύας που στραγγαλίζει το χώρο για εθνικές πολιτικές και αδειάζει το περιεχόμενο των εθνικών δημοκρατιών. Σε αυτό το νέο σενάριο, οι κυβερνήσεις πάνε και έρχονται αλλά οι πολιτικές παραμένουν βασικά οι ίδιες και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Εν τω μεταξύ, στις Βόρειες χώρες της Ευρώπης, η ΕΕ φαίνεται όλο και περισσότερο ότι έχει αποτύχει ως ελεγκτής για τις πολιτικές του νότου. Οι πιστωτές έχουν μια αίσθηση θυματοποίησης που αποτυπώνεται και στους οφειλέτες.
Εάν η κυριαρχία νοείται ως η ικανότητα των πολιτών να αποφασίζουν αυτό που θέλουν για τη χώρα τους, λίγοι είναι αυτοί, είτε στο Βορρά είτε στο Νότο που αισθάνονται σήμερα αυτή την κυριαρχία. Ένα σημαντικό μέρος της δημοκρατίας έχει εξαφανιστεί σε εθνικό επίπεδο αλλά δεν έχει αναδημιουργηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σε ένα πλήρως λειτουργικό εθνικό πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα θα ήταν σε θέση να εκφράσουν αυτές τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, και να δράσουν ως διαιτητής και να βρουν κοινό έδαφος μεταξύ αυτών. Αλλά αυτό είναι ακριβώς που δεν μπορεί να προσφέρει το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα: εξαιτίας της έλλειψης αληθινών πολιτικών κομμάτων, μιας κατάλληλης κυβέρνησης και δημόσιας σφαίρας, η ΕΕ δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις αποτυχίες των εθνικών δημοκρατιών. Αντί για μια μάχη των ιδεών, η ΕΕ έχει αμαυρωθεί από ένα φαύλο κύκλο μεταξύ του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού και των τεχνοκρατικών συμφωνιών μεταξύ των κρατών-μελοών που φοβούνται τους πολίτες.
Η άνοδος του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού έχει έρθει για να μείνει; Η ελπίδα είναι ότι μόλις αρχίσει η ανάκαμψη, ο ευρωσκεπτικισμός θα αποδυναμωθεί και τελικώς θα υποχωρήσει. Αλλά η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στην ΕΕ είναι βαθύτερη από αυτό. Ο ενθουσιασμός για την ΕΕ δεν θα επιστρέψει εκτός κι αν η ΕΕ αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα κράτη-μέλη και τους πολίτες της.
Γερμανία
Οι Γερμανοί βλέπουν τους εαυτούς τους ως θύματα της κρίσης του ευρώ. Αισθάνονται ότι έχουν προδοθεί και φοβούνται ότι θα τους ζητηθεί να πληρώσουν υψηλότερους φόρους ή να αποδεχθούν υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού για να σωθεί το ευρώ. Αλλά η απόφαση για τη Γερμανία, βρίσκεται ακόμη στη σχέση με την ΕΕ. Τα στοιχεία του ευρωβαρόμετρου αποδεικνύουν ότι το 56% των Γερμανών δεν έχει εμπιστοσύνη στην ΕΕ ενώ μόλις το 30% έχει «αρκετά θετική» εικόνα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, ο λαϊκισμός μέχρι στιγμής έχει συγκρατηθεί: τα κύρια πολιτικά κόμματα στηρίζουν το ευρώ και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις απέδειξαν ότι τα τρία τέταρτα των Γερμανών είναι εναντίον της εξόδου από το ευρώ. Ένα κόμμα κατά του ευρώ, το Alternative for Germany, έχει δημιουργηθεί, αλλά μέχρι στιγμής προβλέπεται ότι θα λάβει στην καλύτερη των περιπτώσεων το 2% των ψήφων στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Οι Γερμανοί ίσως να μην αγαπούν το ευρώ πλέον αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλουν να το εγκαταλείψουν. Όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, τα τρία τέταρτα των Γερμανών είναι κατά της εξόδου από το ευρώ.
Γαλλία
Για πρώτη φορά, η Γαλλία δεν αποτελεί εξαίρεση: από τη στιγμή που ξεκίνησε η κρίση, η εμπιστοσύνη στην ΕΕ έχει περιοριστεί και η εικόνα της επιδεινώθηκε. Το 2012 ο αριθμός των Γάλλων ερωτηθέντων που τείνουν να «μην εμπιστεύονται» την ΕΕ, αυξήθηκε στο 56% από το 41% το 2007.
Αυτή η αρνητική κρίση για την απάντηση της ΕΕ στην κρίση έχει ήδη επίδραση στη γαλλική πολιτική σκηνή: είναι αδιαμφισβήτητα ένας ακόμη παράγοντας για την βαθύτερη εδραίωση του βίαια αντί ευρωπαϊκού, ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου στην πολιτική ζωή της Γαλλίας και ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας στην πολιτική ζωή και επικοινωνιακή επιτυχία του ηγέτη της ριζοσπαστικής αριστεράς, Jean-Luc Melenchon.
Ωστόσο, εάν οι Γάλλοι πολίτες είναι σε θέση να προσδιορίσουν μια ορατή, αποφασιστική και υπεύθυνη ηγεσία στην ΕΕ ή στην ευρωζώνη που να δίνει προτεραιότητα στην οικονομική ανάκαμψη με έμφαση τη μείωση του χρέους όσο και στις επενδυτικές στρατηγικές, τις πολιτικές ανάπτυξης και πράγματι κάνει τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση των πανευρωπαϊκών μοντέλων κοινωνικής πρόνοιας, τότε η αντί-ευρωπαϊκή τάση θα μπορούσε να αντιστραφεί.
Ηνωμένο Βασίλειο
Το κλίμα στο Ηνωμένο Βασίλειο για την ΕΕ έχει αλλάξει λιγότερο δραματικά από ό,τι στις περισσότερες χώρες-μέλη: ακόμη και το 2004 υπήρχε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και μια σχετικά αρνητική εικόνα για την ΕΕ.
Το ποσοστό αυτών που «τείνουν να μην εμπιστεύονται» την ΕΕ έχει πάει από το 48% το 2004 στο περίπου 80% το 2012. Αλλά αυτή η αύξηση ξεκίνησε πολύ προτού ξεκινήσει η κρίση και είναι απίθανο να αντιστραφεί ακόμη και όταν επιλυθεί η κρίση.
Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι απίθανο να ενταχθεί στο ενιαίο νόμισμα στο εγγύς μέλλον, θα είναι ο τρίτος σύνδεσμος στην αναδυόμενη τριών ταχυτήτων Ευρώπη (η πρώτη από τις χώρες της ευρωζώνης, η δεύτερη από τις επίδοξες προς ένταξη χώρες στην ευρωζώνη και η τρίτη από αυτές που θα μείνουν εκτός, για παράδειγμα αυτές που δεν θα ενταχθούν στην ευρωζώνη ακόμη και εάν μπορούν). Επομένως το ερώτημα από τη βρετανική σκοπιά είναι πώς το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί υπάρξει ένα αίτημα για μια νέα διευθέτηση που εγγυάται τα δικαιώματα των «εκτός» ευρωζώνης.
Ιταλία
Η λιτότητα αλλάζει τις αντιλήψεις για την ΕΕ μεταξύ των Ιταλών πολιτών- ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, 40% εκ των οποίων είναι χωρίς δουλειά. Η πρόσφατη εκλογική διαδικασία απέδειξε ότι οι Ιταλοί έχουν χάσει την πίστη τους και την υπομονή τους με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο και δεν πιστεύουν πλέον ότι το τέλος της κρίσης είναι κοντά.
Αλλά αν και η εμπιστοσύνη στην ΕΕ έχει μειωθεί στην Ιταλία, μόλις το 1% θέλει να αφήσει την ΕΕ. Αντίθετα, μια μεγάλη πλειοψηφία –ιδιαίτερα μεταξύ της επιχειρηματικής κοινότητας- θέλουν να προχωρήσουν σε μια πραγματική πολιτική ένωση που είναι περισσότερο δημοκρατική και περισσότερο κοινωνική από ό,τι η τωρινή ΕΕ. Οι εκλογές δεν απέδειξαν ότι οι Ιταλοί θέλουν λιγότερη Ευρώπη. Μάλλον ότι θέλουν μια διαφορετική Ευρώπη: μία που να είναι περισσότερο ευέλικτη και περισσότερο συμμετρική, λιγότερο επικεντρωμένη στη λιτότητα και με περισσότερη έμφαση στις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.

Ισπανία
Για δεκαετίες, η Ισπανία έβλεπε τη σχέση της με την Ευρώπη μέσα από τα μάτια της περιγραφής του Ortega y Gasset: «η Ισπανία είναι το πρόβλημα και η Ευρώπη είναι η λύση». Η δραματική και άνευ προηγουμένου μείωση της εμπιστοσύνης στην ΕΕ από όταν άρχισε η κρίση, δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της λιτότητας. Εξάλλου, η Ισπανία προχώρησε σε επώδυνες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ενταχθεί στο ευρώ, και αργότερα, στο ευρώ, και ξεπέρασε το δύσκολο παρελθόν.
Τώρα ωστόσο, η απουσία ενός καθαρού οράματος είτε για το εθνικό είτε για το ευρωπαϊκό μέλλον, σημαίνει ότι δεν υπάρχει συναίνεση και νομιμοποίηση για τις θυσίες που απαιτούνται από αυτούς. Οι Ισπανοί δεν κατηγορούν την Ευρώπη για την κρίση και δεν θέλουν να αφήσουν το ευρώ. Αυτό που έχει πλήξει την αφοσίωση και την εμπιστοσύνη τους στην Ευρώπη είναι ότι δεν έχουν φωνή και δεν μπορούν να αμφισβητήσουν πολιτικές που είναι ξεκάθαρο ότι δεν δουλεύουν. Οι Ισπανοί δεν έχουν γίνει ευρωσκεπτικιστές, αλλά έχουν μετατραπεί σε σκληρούς ευρωκριτικούς.

Πολωνία
Για πρώτη φορά, το ποσοστό των Πολωνών που «τείνουν να μην εμπιστεύονται» την ΕΕ (46%), είναι υψηλότερο από το ποσοστό των Πολωνών που «τείνουν να εμπιστεύονται» (41%), μια αξιοσημείωτη εξέλιξη για μια χώρα που έχει παραδοσιακά υπάρξει φιλο-ευρωπαία. Για να είμαστε σίγουροι, η ΕΕ έχει ακόμη υψηλότερα επίπεδα αποδοχής από ό,τι η εθνική κυβέρνηση, το κοινοβούλιο ή η δημόσια τηλεόραση.
Ωστόσο, η ΕΕ φαίνεται να χάνει τη φήμη της ως άγκυρα σταθερότητας για μια χώρα που διέρχεται τεράστια κοινωνική και οικονομική μεταμόρφωση. Συγκεκριμένα, οι Πολωνοί είναι σκεπτικοί για το μέλλον του κοινού νομίσματος και μόλις 29% αυτών εύχονται τώρα να ενταχθούν σε αυτό. Αυτές οι αντιλήψεις της κοινής γνώμης αποτελούν ένα δίλημμα για την πολιτική ελίτ της χώρας της οποία φιλοδοξία είναι να βρίσκεται στο κέντρο της εξουσίας στην Ευρώπη. Στόχος της Πολωνίας στα επόμενα χρόνια είναι να παραμείνει όσο το δυνατό πιο κοντά στον πυρήνα, υπερασπιζόμενη την ακεραιότητα του συνόλου του έργου της ΕΕ.

Βουλγαρία
Η Βουλγαρία είναι μια σπάνια περίπτωση όπου η εμπιστοσύνη στην ΕΕ έχει αυξηθεί οριακά από τη στιγμή που η χώρα εντάχθηκε σε αυτή το 2007. Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, το 54% εμπιστευόταν την Ένωση το 2007 και μέχρι το Φθινόπωρο του 2012 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 60%. Η δυσπιστία έχει αυξηθεί οριακά επίσης, από το 21% στο 24%.

Η Βουλγαρία ακολουθεί ένα παλιό γνωστό μοτίβο: οι πολίτες εμπιστεύονται τις Βρυξέλλες εξαιτίας της αντιδημοτικότητας των εγχώριων θεσμικών οργάνων (η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση ευρωβαρόμετρο εμφάνισε ότι το 74% δεν εμπιστεύεται το εθνικό κοινοβούλιο και 79% έχει αρνητική γνώμη για τα πολιτικά κόμματα). Η ΕΕ επομένως συνεχίζει να χρησιμεύει ως διόρθωση από το εξωτερικό για την εγχώρια δυσλειτουργική πολιτική.

Το κύμα των μαζικών διαδηλώσεων το Φεβρουάριο και το Μάρτιο που προκάλεσε πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές, αποδεικνύει το πόσο εύθραυστη είναι αυτή η κατάσταση. Αν και η λαϊκή οργή στράφηκε κατά της ελίτ της Βουλγαρίας οι οποίοι κατηγορήθηκαν για φτώχια και ανεξέλεγκτη διαφθορά, η ΕΕ δεν επικαλέστηκε ως η θεραπεία. Ιδιώτες επενδυτές από άλλα κράτη-μέλη επίσης βρέθηκαν στο στόχαστρο, υποδηλώνοντας μια αλλαγή στον οικονομικό εθνικισμό που θα μπορούσε επίσης να παρέχει ένα γόνιμο έδαφος για ευρωσκεπτικισμό στο μέλλον.
Μέρος του κειμένου δημοσιεύθηκε στα αγγλικά από τη Guardian, στα γαλλικά από τη Le Monde και στα ισπανικά από την El Pais


Πηγή:www.capital.gr
Πηγή:www.capital.gr