Το Ποντίκι
Η συγκυβέρνηση των τριών πιέζεται συνεχώς υπό το βάρος των τραγικών αποτελεσμάτων που επιφέρουν στην κοινωνία, την οικονομία και τη χώρα τα μνημόνια και οι επιμέρους εφαρμογές τους. Η πολιτική απαξίωση του ΠΑΣΟΚ και η πτώση της Ν.Δ. στα χειρότερα ποσοστά της ιστορίας της είναι η πιο λαμπρή απόδειξη της τεράστιας κρίσης του παλαιού μεταπολιτευτικού συστήματος εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι απαιτείται επειγόντως η διαμόρφωση ενός μεγάλου πολιτικού σχεδίου, ανταγωνιστικού και εναλλακτικού προς το ασφυκτικό και θανατηφόρο αγκάλιασμα των δανειστών της Ελλάδας και της τρόικάς τους. Ήδη μια προκαταρκτική εντολή για τον σκοπό αυτόν έχει λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη εκτίναξή του από το 4% στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σε ποσοστά πέριξ και λίγο κάτω του 30%.
Θεωρητικά τα μείζονα ζητήματα άπτονται της οικονομίας εξ αιτίας της κρίσης του ευρώ και του καταστροφικού γερμανικού δρόμου διαχείρισής της, όμως η Ελλάδα δεν είναι... Ελβετία. Επειδή, παρά την ευρωμυθολογία, η χώρα μας βρίσκεται στα Βαλκάνια, μια από τις πυριτιδαποθήκες του κόσμου, κανένα πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να αφήνει έξω από τις προβλέψεις του τα ανοιχτά εθνικά ζητήματα.
Τα ερωτήματα ίσως προκύπτουν με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν με την οποία έως τώρα «τρέχει» ο ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία της μετεξέλιξής του από συνασπισμό κομμάτων και ώσμωση συνιστωσών σε ενιαίο κόμμα εξουσίας.
Ωστόσο, καθώς οι πιθανότητες κατάρρευσης της τρικομματικής κυβέρνησης εξακολουθούν να είναι πολλές, η αξιωματική αντιπολίτευση είναι υποχρεωμένη άμεσα να διαμορφώσει τις απαντήσεις της σε μια σειρά από ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων και των καυτών προβλημάτων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Άλλωστε εκκρεμότητες όπως η υπόθεση των Σκοπίων, οι ελληνοαλβανικές τριβές και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν σταθερούς, εδώ και δεκαετίες, μοχλούς πίεσης, οι οποίοι αξιοποιούνται με κάθε ευκαιρία από «εταίρους» και «συμμάχους» για να επιβάλουν τη θέλησή τους στις ελληνικές κυβερνήσεις.
Το «Π» ακούει προσεκτικά τις ασυντόνιστες, προς το παρόν, πρόβες που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής προκειμένου αυτή να αποκτήσει κυβερνητική χροιά. Αυτές τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση μιας σαφούς αριστερής πατριωτικής θέσης στα ζητήματα της βαλκανικής πολιτικής και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα σκιαγραφήσουμε αυτήν (ΠΓΔΜ, ελληνοαλβανικές τριβές) και την επόμενη εβδομάδα (ελληνοτουρκικά).
Θαύματα δεν γίνονται
Το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα με το βλέμμα στραμμένο στην προοπτική της εξουσίας και θα εξελιχθεί τα επόμενα χρόνια σ’ έναν ισχυρό και σταθερό πολιτικό πόλο ή αν θα αποτελέσει μια πολιτική και κυβερνητική παρένθεση εξαρτάται προφανώς από τις απαντήσεις που θα διαμορφώσει στα πολλά και τεραστίων διαστάσεων προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Μοιάζει ενδεχομένως... παράξενο, αλλά η διαχείριση της οικονομίας σε συνθήκες συνολικής κατάρρευσης ίσως δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας σε αυτό το στοίχημα, καθώς όλοι πια αποδέχονται ότι «θαύματα δεν γίνονται» και ότι η οικονομική ανάταξη, ακόμη και χωρίς μνημόνια, θα είναι αργή και επίπονη.
Όμως η πολλαπλότητα των ελληνικών προβλημάτων – π.χ. η κοινωνική εξαθλίωση και η ταυτόχρονη έκρηξη του μεταναστευτικού, η εντεινόμενη διείσδυση της Τουρκίας στην απειλούμενη από τη μετανάστευση και τις ΕΟΖ Θράκη, οι αμφισβητήσεις στο Αιγαίο καθώς και οι χρονίζουσες εκκρεμότητες στα βόρεια σύνορα της χώρας με την τελική ονομασία της ΠΓΔΜ και την αναζωπύρωση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού – ενδέχεται να αναδείξει συντόμως τα ζητήματα δημόσιας τάξης, διπλωματίας και άμυνας σε πρώτιστες προτεραιότητες για τη νυν ή την επόμενη κυβέρνηση.
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν το αγνοούν και από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι εδώ και καιρό ο Αλέξης Τσίπρας κάνει κινήσεις ενίσχυσης σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και αναζητά τη «γραμμή πλεύσης» στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, η οποία δεν μπορεί να είναι απλώς η συνισταμένη των επιμέρους απόψεων των πολιτικών φορέων οι οποίοι συμβάλλουν στην οικοδόμηση του νέου κόμματος.
Επιπλέον, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται ότι έχει αντιληφθεί πως ο ρεαλισμός (δηλαδή η συνειδητοποίηση της σκληρής πραγματικότητας και των πραγματικών δεδομένων) είναι ο μόνος ασφαλής γνώμονας για τη διατύπωση των θέσεων για την εξωτερική πολιτική της χώρας που οφείλει να έχει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η τακτική
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να κατασταλάξει αν είναι προς το συμφέρον της χώρας ή όχι η προώθηση των σχέσεων Αλβανίας και ΠΓΔΜ στις ευρωατλαντικές δομές. Η απάντηση στο αν η Ελλάδα πρέπει να συμφωνήσει με την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης των δύο αυτών χωρών στην Ε.Ε. (και επιπροσθέτως της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ) δεν αφορά απλώς την τακτική που επιβάλλεται να ακολουθήσει η εξωτερική πολιτική της χώρας. Η απάντηση σε αυτά τα ζητήματα απαιτεί τη διαμόρφωση της στρατηγικής της χώρας.
Στον ΣΥΡΙΖΑ διατυπώνονται – γύρω από αυτά τα ζητήματα – απόψεις από ομάδες και συνιστώσες από θέσεις ιδεολογικών αρχών. Σύμφωνα με αυτές, η ένταξη των δύο αυτών χωρών στην «ευρωπαϊκή οικογένεια» θα αμβλύνει και εν τέλει θα εξαφανίσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα με κάθε μια από αυτές τις χώρες.
Πολύ περισσότερο, στο ζήτημα της ΠΓΔΜ ακούγονται απόψεις οι οποίες χειροκροτούν τόσο το δικαίωμα της ΠΓΔΜ να προσδιορίσει την ονομασία της όσο και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητας των μειονοτήτων στο πλαίσιο των αρχών των ατομικών δικαιωμάτων και του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Σε έναν κόσμο ιδανικό και δίκαιο προφανώς αυτές οι θέσεις αρχών δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Όμως είναι προφανές ότι δεν ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο και επιπλέον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κόμμα του 4%, που μπορεί να προβάλλει σε πρώτο πλάνο τη διαφύλαξη γενικών αρχών δικαίου. Ως αξιωματική αντιπολίτευση και πιθανή κυβέρνηση, στο πρώτο πλάνο του ενδιαφέροντός του επιβάλλεται να έχει τη με κάθε τρόπο εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος.
Αυτό μπορεί να υπηρετηθεί μόνο με τη ρεαλιστική εκτίμηση των δεδομένων. Εντός του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν φωνές και δυνάμεις οι οποίες υπογραμμίζουν ότι ούτε η Αλβανία ούτε η ΠΓΔΜ πληρούν την αυτονόητη προϋπόθεση διαπραγματεύσεων για ένταξή τους στην Ε.Ε., προϋπόθεση που συνίσταται στην εμπέδωση σχέσεων καλής γειτονίας με την Ελλάδα.
Η ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης γύρω από τις ελληνοαλβανικές σχέσεις επισημαίνει:
◆ Τις πρόσφατες αλυτρωτικές διακηρύξεις του προέδρου της Αλβανίας για «ιστορικά αλβανικά εδάφη μέχρι την Πρέβεζα».
◆ Την έγερση περιουσιακών διεκδικήσεων από τους Τσάμηδες συνεργάτες του Άξονα που εγκατέλειψαν την Ελλάδα το 1944.
◆ Την άρνηση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας για μεγάλα τμήματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
◆ Την καταστρατήγηση της απόδοσης των περιουσιών που ανήκαν στους Έλληνες της Αλβανίας.
◆Τη μη κύρωση της επιτευχθείσης προ τ ριετίας συμφωνίας για την οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδας - Αλβανίας από το αλβανικό Κοινοβούλιο. Αυτήν τη συμφωνία κήρυξε με απόφασή του «αντισυνταγματική» το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, ο πρόεδρος του οποίου είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του... λόμπι των Τσάμηδων, με ισχυρούς δεσμούς με την Άγκυρα...
Με αυτά τα δεδομένα και τη ρεαλιστική αποτίμησή τους η θέση που μπορεί να διαμορφώσει ένα αριστερό - πατριωτικό κόμμα το οποίο διεκδικεί την εξουσία είναι αυτονόητη:
Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να επιβραβευθεί με την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Αλβανίας στην Ε.Ε. Μια θέση η οποία ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι επί δεκαετία διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις Βρυξελλών - Άγκυρας και η αναγνώριση ενταξιακής προοπτικής στην Τουρκία δεν επέφεραν ουσιαστική βελτίωση στη συμπεριφορά της τελευταίας έναντι της Ελλάδας σε αντίστοιχα θέματα.
Καλή γειτονία
Σε ό,τι αφορά την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΠΓΔΜ, κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι θα είναι η απαρχή της λύσης του προβλήματος, καθώς το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα αμβλύνει τις διαφορές. Η άποψη αυτή προφανώς αγνοεί ότι εδώ δεν υφίσταται πρόβλημα ονοματολογίας, αλλά κακής γειτονίας, στην οποία συμποσούται η έναντι της Ελλάδας πολιτική των Σκοπίων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος, δεν εξυπηρετεί το ελληνικό εθνικό συμφέρον η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ούτε η αναγόρευση της Ε.Ε. σε επιδιαιτητή τού τι συνιστά καλή γειτονία μεταξύ Ελλάδας - ΠΓΔΜ. Την καλή γειτονία πρέπει να την πιστοποιούν πρωτίστως η ίδιοι οι γείτονες, όχι τρίτοι.
Παρατηρώντας και αποτιμώντας ψυχρά τα δεδομένα που συνιστούν την πολιτική της ΠΓΔΜ έναντι της Ελλάδας διακρίνουν κάποιοι (άτομα και ομάδες) και εντός του ΣΥΡΙΖΑ την εμμονή των γειτόνων στην οικοδόμηση μιας αλυτρωτικής κρατικής ιδεολογίας και πολιτικής, που περιγράφει μια ασύμμετρη απειλή για την ελληνική ασφάλεια.
Από τη στιγμή που αυτές οι επισημάνσεις είναι ορθές, καταλήγει κανείς στη θέση ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να αποδεχθεί την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της γειτονικής χώρας στην Ε.Ε.
Με τον ίδιο, προφανώς, τρόπο γίνεται η προσέγγιση του προβλήματος της ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, το πρόβλημα με την ΠΓΔΜ κατ’ επίφασιν είναι ονοματολογικό και ουδόλως συνιστά λύση μια βυζαντινού τύπου διευθέτηση περί το όνομα και μόνον.
Σήμερα τα Σκόπια δεν συνιστούν στρατιωτικό κίνδυνο για την ασφάλεια της Ελλάδας. Ωστόσο, το γεγονός ότι ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι θεωρούν συστατικό στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας το ότι οι παππούδες, οι πατεράδες τους και τέλος οι ίδιοι υπήρξαν θύματα των Ελλήνων, το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι συγκροτημένοι σε αυτοτελή κρατική δομή, τους καθιστά μια εν δυνάμει ασύμμετρη απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια.
Άρα τους καθιστά ακατάλληλους για συμμάχους, έστω και στο πλαίσιο της «συμμαχίας μεταξύ λύκων» που ήταν και παραμένει το ΝΑΤΟ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ τα κράτη - μέλη είναι προικισμένα με το όπλο της αρνησικυρίας, η Αθήνα δεν θα είχε κανένα συμφέρον να οπλίσει την ΠΓΔΜ με το όπλο του βέτο έναντι της Ελλάδας...
Η συγκυβέρνηση των τριών πιέζεται συνεχώς υπό το βάρος των τραγικών αποτελεσμάτων που επιφέρουν στην κοινωνία, την οικονομία και τη χώρα τα μνημόνια και οι επιμέρους εφαρμογές τους. Η πολιτική απαξίωση του ΠΑΣΟΚ και η πτώση της Ν.Δ. στα χειρότερα ποσοστά της ιστορίας της είναι η πιο λαμπρή απόδειξη της τεράστιας κρίσης του παλαιού μεταπολιτευτικού συστήματος εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι απαιτείται επειγόντως η διαμόρφωση ενός μεγάλου πολιτικού σχεδίου, ανταγωνιστικού και εναλλακτικού προς το ασφυκτικό και θανατηφόρο αγκάλιασμα των δανειστών της Ελλάδας και της τρόικάς τους. Ήδη μια προκαταρκτική εντολή για τον σκοπό αυτόν έχει λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη εκτίναξή του από το 4% στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σε ποσοστά πέριξ και λίγο κάτω του 30%.
Θεωρητικά τα μείζονα ζητήματα άπτονται της οικονομίας εξ αιτίας της κρίσης του ευρώ και του καταστροφικού γερμανικού δρόμου διαχείρισής της, όμως η Ελλάδα δεν είναι... Ελβετία. Επειδή, παρά την ευρωμυθολογία, η χώρα μας βρίσκεται στα Βαλκάνια, μια από τις πυριτιδαποθήκες του κόσμου, κανένα πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να αφήνει έξω από τις προβλέψεις του τα ανοιχτά εθνικά ζητήματα.
Τα ερωτήματα ίσως προκύπτουν με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν με την οποία έως τώρα «τρέχει» ο ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία της μετεξέλιξής του από συνασπισμό κομμάτων και ώσμωση συνιστωσών σε ενιαίο κόμμα εξουσίας.
Ωστόσο, καθώς οι πιθανότητες κατάρρευσης της τρικομματικής κυβέρνησης εξακολουθούν να είναι πολλές, η αξιωματική αντιπολίτευση είναι υποχρεωμένη άμεσα να διαμορφώσει τις απαντήσεις της σε μια σειρά από ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων και των καυτών προβλημάτων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Άλλωστε εκκρεμότητες όπως η υπόθεση των Σκοπίων, οι ελληνοαλβανικές τριβές και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν σταθερούς, εδώ και δεκαετίες, μοχλούς πίεσης, οι οποίοι αξιοποιούνται με κάθε ευκαιρία από «εταίρους» και «συμμάχους» για να επιβάλουν τη θέλησή τους στις ελληνικές κυβερνήσεις.
Το «Π» ακούει προσεκτικά τις ασυντόνιστες, προς το παρόν, πρόβες που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής προκειμένου αυτή να αποκτήσει κυβερνητική χροιά. Αυτές τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση μιας σαφούς αριστερής πατριωτικής θέσης στα ζητήματα της βαλκανικής πολιτικής και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα σκιαγραφήσουμε αυτήν (ΠΓΔΜ, ελληνοαλβανικές τριβές) και την επόμενη εβδομάδα (ελληνοτουρκικά).
Θαύματα δεν γίνονται
Το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα με το βλέμμα στραμμένο στην προοπτική της εξουσίας και θα εξελιχθεί τα επόμενα χρόνια σ’ έναν ισχυρό και σταθερό πολιτικό πόλο ή αν θα αποτελέσει μια πολιτική και κυβερνητική παρένθεση εξαρτάται προφανώς από τις απαντήσεις που θα διαμορφώσει στα πολλά και τεραστίων διαστάσεων προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Μοιάζει ενδεχομένως... παράξενο, αλλά η διαχείριση της οικονομίας σε συνθήκες συνολικής κατάρρευσης ίσως δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας σε αυτό το στοίχημα, καθώς όλοι πια αποδέχονται ότι «θαύματα δεν γίνονται» και ότι η οικονομική ανάταξη, ακόμη και χωρίς μνημόνια, θα είναι αργή και επίπονη.
Όμως η πολλαπλότητα των ελληνικών προβλημάτων – π.χ. η κοινωνική εξαθλίωση και η ταυτόχρονη έκρηξη του μεταναστευτικού, η εντεινόμενη διείσδυση της Τουρκίας στην απειλούμενη από τη μετανάστευση και τις ΕΟΖ Θράκη, οι αμφισβητήσεις στο Αιγαίο καθώς και οι χρονίζουσες εκκρεμότητες στα βόρεια σύνορα της χώρας με την τελική ονομασία της ΠΓΔΜ και την αναζωπύρωση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού – ενδέχεται να αναδείξει συντόμως τα ζητήματα δημόσιας τάξης, διπλωματίας και άμυνας σε πρώτιστες προτεραιότητες για τη νυν ή την επόμενη κυβέρνηση.
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν το αγνοούν και από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι εδώ και καιρό ο Αλέξης Τσίπρας κάνει κινήσεις ενίσχυσης σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και αναζητά τη «γραμμή πλεύσης» στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, η οποία δεν μπορεί να είναι απλώς η συνισταμένη των επιμέρους απόψεων των πολιτικών φορέων οι οποίοι συμβάλλουν στην οικοδόμηση του νέου κόμματος.
Επιπλέον, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται ότι έχει αντιληφθεί πως ο ρεαλισμός (δηλαδή η συνειδητοποίηση της σκληρής πραγματικότητας και των πραγματικών δεδομένων) είναι ο μόνος ασφαλής γνώμονας για τη διατύπωση των θέσεων για την εξωτερική πολιτική της χώρας που οφείλει να έχει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η τακτική
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να κατασταλάξει αν είναι προς το συμφέρον της χώρας ή όχι η προώθηση των σχέσεων Αλβανίας και ΠΓΔΜ στις ευρωατλαντικές δομές. Η απάντηση στο αν η Ελλάδα πρέπει να συμφωνήσει με την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης των δύο αυτών χωρών στην Ε.Ε. (και επιπροσθέτως της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ) δεν αφορά απλώς την τακτική που επιβάλλεται να ακολουθήσει η εξωτερική πολιτική της χώρας. Η απάντηση σε αυτά τα ζητήματα απαιτεί τη διαμόρφωση της στρατηγικής της χώρας.
Στον ΣΥΡΙΖΑ διατυπώνονται – γύρω από αυτά τα ζητήματα – απόψεις από ομάδες και συνιστώσες από θέσεις ιδεολογικών αρχών. Σύμφωνα με αυτές, η ένταξη των δύο αυτών χωρών στην «ευρωπαϊκή οικογένεια» θα αμβλύνει και εν τέλει θα εξαφανίσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα με κάθε μια από αυτές τις χώρες.
Πολύ περισσότερο, στο ζήτημα της ΠΓΔΜ ακούγονται απόψεις οι οποίες χειροκροτούν τόσο το δικαίωμα της ΠΓΔΜ να προσδιορίσει την ονομασία της όσο και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητας των μειονοτήτων στο πλαίσιο των αρχών των ατομικών δικαιωμάτων και του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Σε έναν κόσμο ιδανικό και δίκαιο προφανώς αυτές οι θέσεις αρχών δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Όμως είναι προφανές ότι δεν ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο και επιπλέον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κόμμα του 4%, που μπορεί να προβάλλει σε πρώτο πλάνο τη διαφύλαξη γενικών αρχών δικαίου. Ως αξιωματική αντιπολίτευση και πιθανή κυβέρνηση, στο πρώτο πλάνο του ενδιαφέροντός του επιβάλλεται να έχει τη με κάθε τρόπο εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος.
Αυτό μπορεί να υπηρετηθεί μόνο με τη ρεαλιστική εκτίμηση των δεδομένων. Εντός του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν φωνές και δυνάμεις οι οποίες υπογραμμίζουν ότι ούτε η Αλβανία ούτε η ΠΓΔΜ πληρούν την αυτονόητη προϋπόθεση διαπραγματεύσεων για ένταξή τους στην Ε.Ε., προϋπόθεση που συνίσταται στην εμπέδωση σχέσεων καλής γειτονίας με την Ελλάδα.
Η ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης γύρω από τις ελληνοαλβανικές σχέσεις επισημαίνει:
◆ Τις πρόσφατες αλυτρωτικές διακηρύξεις του προέδρου της Αλβανίας για «ιστορικά αλβανικά εδάφη μέχρι την Πρέβεζα».
◆ Την έγερση περιουσιακών διεκδικήσεων από τους Τσάμηδες συνεργάτες του Άξονα που εγκατέλειψαν την Ελλάδα το 1944.
◆ Την άρνηση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας για μεγάλα τμήματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
◆ Την καταστρατήγηση της απόδοσης των περιουσιών που ανήκαν στους Έλληνες της Αλβανίας.
◆Τη μη κύρωση της επιτευχθείσης προ τ ριετίας συμφωνίας για την οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδας - Αλβανίας από το αλβανικό Κοινοβούλιο. Αυτήν τη συμφωνία κήρυξε με απόφασή του «αντισυνταγματική» το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, ο πρόεδρος του οποίου είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του... λόμπι των Τσάμηδων, με ισχυρούς δεσμούς με την Άγκυρα...
Με αυτά τα δεδομένα και τη ρεαλιστική αποτίμησή τους η θέση που μπορεί να διαμορφώσει ένα αριστερό - πατριωτικό κόμμα το οποίο διεκδικεί την εξουσία είναι αυτονόητη:
Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να επιβραβευθεί με την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Αλβανίας στην Ε.Ε. Μια θέση η οποία ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι επί δεκαετία διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις Βρυξελλών - Άγκυρας και η αναγνώριση ενταξιακής προοπτικής στην Τουρκία δεν επέφεραν ουσιαστική βελτίωση στη συμπεριφορά της τελευταίας έναντι της Ελλάδας σε αντίστοιχα θέματα.
Καλή γειτονία
Σε ό,τι αφορά την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΠΓΔΜ, κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι θα είναι η απαρχή της λύσης του προβλήματος, καθώς το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα αμβλύνει τις διαφορές. Η άποψη αυτή προφανώς αγνοεί ότι εδώ δεν υφίσταται πρόβλημα ονοματολογίας, αλλά κακής γειτονίας, στην οποία συμποσούται η έναντι της Ελλάδας πολιτική των Σκοπίων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος, δεν εξυπηρετεί το ελληνικό εθνικό συμφέρον η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ούτε η αναγόρευση της Ε.Ε. σε επιδιαιτητή τού τι συνιστά καλή γειτονία μεταξύ Ελλάδας - ΠΓΔΜ. Την καλή γειτονία πρέπει να την πιστοποιούν πρωτίστως η ίδιοι οι γείτονες, όχι τρίτοι.
Παρατηρώντας και αποτιμώντας ψυχρά τα δεδομένα που συνιστούν την πολιτική της ΠΓΔΜ έναντι της Ελλάδας διακρίνουν κάποιοι (άτομα και ομάδες) και εντός του ΣΥΡΙΖΑ την εμμονή των γειτόνων στην οικοδόμηση μιας αλυτρωτικής κρατικής ιδεολογίας και πολιτικής, που περιγράφει μια ασύμμετρη απειλή για την ελληνική ασφάλεια.
Από τη στιγμή που αυτές οι επισημάνσεις είναι ορθές, καταλήγει κανείς στη θέση ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να αποδεχθεί την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της γειτονικής χώρας στην Ε.Ε.
Με τον ίδιο, προφανώς, τρόπο γίνεται η προσέγγιση του προβλήματος της ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, το πρόβλημα με την ΠΓΔΜ κατ’ επίφασιν είναι ονοματολογικό και ουδόλως συνιστά λύση μια βυζαντινού τύπου διευθέτηση περί το όνομα και μόνον.
Σήμερα τα Σκόπια δεν συνιστούν στρατιωτικό κίνδυνο για την ασφάλεια της Ελλάδας. Ωστόσο, το γεγονός ότι ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι θεωρούν συστατικό στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας το ότι οι παππούδες, οι πατεράδες τους και τέλος οι ίδιοι υπήρξαν θύματα των Ελλήνων, το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι συγκροτημένοι σε αυτοτελή κρατική δομή, τους καθιστά μια εν δυνάμει ασύμμετρη απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια.
Άρα τους καθιστά ακατάλληλους για συμμάχους, έστω και στο πλαίσιο της «συμμαχίας μεταξύ λύκων» που ήταν και παραμένει το ΝΑΤΟ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ τα κράτη - μέλη είναι προικισμένα με το όπλο της αρνησικυρίας, η Αθήνα δεν θα είχε κανένα συμφέρον να οπλίσει την ΠΓΔΜ με το όπλο του βέτο έναντι της Ελλάδας...