«Η ώρα είναι 02:20. Τώρα έφτασα στο σπίτι. Θα δώσω από ένα φιλί στα
δυο μου παιδιά. Έχω απάντηση να τους δώσω αν με ρωτήσουν ΄τι έκανες για
εμάς μπαμπά;’. Όσοι υποτιμήσουν τον αγώνα των νέων θα πνιγούν στο
μικρόκοσμό τους. Το αύριο μας ανήκει». Αυτά τα λόγια μοιράστηκε ο
Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Αλί Κισμίρ από τον προσωπικό του λογαριασμό
στο facebook ξημερώματα της 14ης Ιουνίου 2016. Περίπου τέτοιο
είναι το κλίμα που επικρατεί ανάμεσα σε μια μεγάλη μερίδα των
Τουρκοκυπρίων νέων, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στις πολυήμερες
κινητοποιήσεις ενάντια στην έγκριση της συμφωνίας για την ίδρυση του
γραφείου συντονισμού του Υπουργείου Νεολαίας και Αθλητισμού της Τουρκίας
στα κατεχόμενα. Αισθήματα θυμού για το περιεχόμενο της εν λόγω
συμφωνίας. Αλλά και αισθήματα αισιοδοξίας για τις επίμονες και
πρωτότυπες προσπάθειες της νεολαιίστικης πλατφόρμας «Απορρίπτουμε», της
οποίας οι κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν σε μια συγκυρία βαθιάς αμφισβήτησης
όλων των παραδοσιακών οργανωμένων πολιτικών συνόλων της κοινότητας.
Η συμφωνία προνοεί εμβάθυνση της τουρκικής εξουσίας
Τελικά, τα ξημερώματα της 14ης Ιουνίου, μετά από 16 ώρες αντιπαραθέσεων εντός της «βουλής», εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία η συμφωνία ίδρυσης του εν λόγω γραφείου συντονισμού με τις θετικές ψήφους του δεξιού συνασπισμού του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και του Δημοκρατικού, αλλά και την υποστήριξη των ανεξάρτητων «βουλευτών». Η συγκεκριμένη συμφωνία, όπως προαναφέρθηκε, άνοιξε το δρόμο για την ίδρυση και τη λειτουργία στην Κύπρο ενός τμήματος που υπάγεται στο Υπουργείο Νεολαίας και Αθλητισμού της Τουρκίας. Το τμήμα αυτό ονομάζεται «γραφείο συντονισμού» και σύμφωνα με τους όρους λειτουργίας που θα έχει, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζεται από τα εξής:
Η αλλαγή παραδείγματος εναντίον των Τουρκοκυπρίων
Από ότι δείχνουν οι εξελίξεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος, η κυβέρνηση ΑΚΡ δεν ήθελε να αφήσει κενά στην υπόθεση έγκρισης της συμφωνίας. Σε μια επίδειξη αποικιοκρατικού τύπου εμπλοκής, το προσωπικό της τουρκικής πρεσβείας πραγματοποίησε οργανωμένες επισκέψεις σε αθλητικούς συλλόγους, ομοσπονδίες και κοινοτάρχες για να «επεξηγήσει» τα θετικά μιας πιθανής ίδρυσης του γραφείου συντονισμού. Προμετωπίδα ήταν φυσικά η προοπτική χρηματοδότησης διαφόρων αθλητικών και πολιτιστικών προγραμμάτων των σωματείων, κάτι που έχει πολλαπλάσια σημασία για εκείνες τις τουρκοκυπριακές αθλητικές δομές που βρίσκονται ενώπιον οικονομικής κατάρρευσης.
Όπως γίνεται κατανοητό από τους δημοσιοποιημένους όρους της συμφωνίας ίδρυσης και λειτουργίας του γραφείου συντονισμού, υπάρχει μια ξεκάθαρη προσπάθεια αλλαγής των νόμων του ψευδοκράτους «από τα έξω». Για παράδειγμα, μέχρι σήμερα η οικοδόμηση μαθητικής ή φοιτητικής εστίας, αλλά και η λειτουργία της, είναι ζητήματα που αφορούν σε άδειες και διαδικασίες των δομών της «ΤΔΒΚ». Με την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας, η ίδρυση, η λειτουργία και ο έλεγχος μιας εστίας στην οποία θα φιλοξενούνται νέοι, ανήκουν εξ ολοκλήρου στο γραφείο συντονισμού. Το ίδιο μοντέλο βεβαίως επεκτείνεται και σε όλους τους σημαντικούς τομείς της αθλητικής, πολιτιστικής και ψυχαγωγικής δραστηριότητας της νεολαίας στα κατεχόμενα.
Έτσι μετά την ιδιωτικοποίηση του νερού και την έγκριση του τρίχρονου οικονομικού μνημονίου για την περίοδο 2016-2018, ένα νέο στοιχείο βαθύτερου μετασχηματισμού των θεσμών στα κατεχόμενα εισέρχεται στην καθημερινή ζωή των Τουρκοκυπρίων. Με απλά λόγια, σε θεσμικό επίπεδο η δημιουργία του γραφείου συντονισμού σε θέματα νεολαίας και αθλητισμού σημαίνει τη μεταφορά ενός κρατικού θεσμού από μια χώρα σε μία άλλη. Η «εξαγωγή» ενός τμήματος Υπουργείου της Τουρκίας στην Κύπρο με περιεκτικές αρμοδιότητες και εξουσίες σε ένα στρατηγικό τομέα όπως η νεολαία, σημαίνει ταυτόχρονα και την ντε φάκτο κατάργηση των αντίστοιχων τουρκοκυπριακών θεσμών που υπήρχαν μέχρι σήμερα. Με αυτό τον τρόπο ένα πολύ μεγάλο μέρος των πολιτικών που αφορούν κυρίως στους νέους, αλλά επεκτείνονται και σε άλλες σφαίρες της κοινωνικής δραστηριότητας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, θα αποφασίζονται και θα εφαρμόζονται απευθείας από τουρκικό κρατικό θεσμό. Η δομή και το περιεχόμενο λειτουργίας του γραφείου συντονισμού, φέρνει την κοινότητα ενώπιον του κινδύνου να μετατραπεί σε «αποδέκτη» στρατηγικών επιλογών του ίδιου του πολιτικού προγράμματος της τουρκικής κυβέρνησης σε ένα τόσο ευαίσθητο και σημαντικό τομέα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η τελευταία ενέργεια της Τουρκίας να επιβάλει την ίδρυση του γραφείου συντονισμού στα κατεχόμενα, δε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί χωριστά από τις αμέσως προηγούμενες αντιπαραθέσεις που επικράτησαν για τα ζητήματα του οικονομικού πρωτοκόλλου και του νερού. Αντίθετα, η πρόσφατη εξέλιξη αποτελεί μια ακόμα ένδειξη της αλλαγής παραδείγματος που ακολουθεί το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) σε σχέση με τη διαχείριση των κατεχομένων και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Συμπληρώνεται μια δύσκολη πραγματικότητα στην οποία η εξουσία Έρντογαν φαίνεται να αποφασίζει σε συνθήκες διχοτόμησης για την απευθείας και χωρίς διαμεσολαβητές παρουσία της στην Κύπρο. Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια που η Άγκυρα εμφανίζεται «αυτοπροσώπως» ως πολιτική εξουσία ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους. Αν μέχρι σήμερα η κατοχή εκφραζόταν πιο εύκολα στο δημόσιο χώρο με την παρουσία του στρατού και της πρεσβείας, οι εξελίξεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος δείχνουν ότι η τουρκική εξουσία θέλει να είναι ποικιλόμορφη και πολυεπίπεδη.
Συνεπώς το ποιοτικά διαφορετικό στοιχείο που εισάγει η ίδρυση του γραφείου συντονισμού στο ήδη περίπλοκο Κυπριακό πρόβλημα, είναι η περαιτέρω αμφισβήτηση της τουρκοκυπριακής διοικητικής, ιδεολογικής, αλλά και πολιτισμικής αυτονομίας από την Τουρκία, έτσι όπως έχει εκφραστεί με πολλούς τρόπους την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Είναι για αυτό ακριβώς το λόγο που το ίδιο το γραφείο συντονισμού γίνεται αντιληπτό από την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση και ειδικά από ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας με ένα διπλό τρόπο: Από τη μια πλευρά αποτελεί μια ακόμα έκφραση αποικιοκρατικού τύπου πολιτικής. Από την άλλη πλευρά αποτελεί μια επιπλέον επιβεβαίωση της ιστορικά εκφρασμένης δυσπιστίας των τουρκικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ απέναντι στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στα ιδεολογικά πλαίσια των κεμαλιστών, οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν ποτέ «έμπιστοι Τούρκοι». Αντίθετα ήταν μια μάζα ανθρώπων της οποίας η «ελλιπής τουρκικότητα» θα έπρεπε να καλυφτεί από διάφορες πολιτικές εκτουρκισμού της οικονομίας και της πολιτικής ζωής γενικά. Στα σημερινά ιδεολογικά πλαίσια του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας, οι Τουρκοκύπριοι χαρακτηρίζονται κυρίως από την «απιστία», το «απαράδεκτο» κοσμικό ήθος και τις άλλες «νησιωτικές ιδιοτροπίες». Η μεταφορά ενός νέου κρατικού θεσμού της Τουρκίας στην Κύπρο, είναι λοιπόν και μια ένδειξη ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ δεν έχει συμβιβαστεί με την κοινωνιολογία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Όχι μόνο δεν έχει συμβιβαστεί, αλλά φαίνεται να τη θεωρεί εμπόδιο σε πολιτικές οικονομικής και πολιτισμικής ενσωμάτωσης που θέλει να εφαρμόσει. Έτσι, αντί να παραχωρήσει κονδύλια για την εφαρμογή πολιτικών για τη νεολαία και τον αθλητισμό, επιλέγει να θεμελιώσει τη δική της αυτόνομη παρουσία.
Η κυπριακή κουλτούρα ως η βάση της αντιπολίτευσης των νέων
Ο Ζεκί Τσελέρ, εκλεγμένος με το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας, αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί εντός «βουλής» με την ομιλία του ενάντια στη συμφωνία ίδρυσης του γραφείου συντονισμού. Ανέβηκε στο βήμα η ώρα τέσσερις το απόγευμα και τέλειωσε την ομιλία του μετά από 7 ώρες και 58 λεπτά. Καταγράφηκε ως ένα νέο ρεκόρ στα ιστορικά της κοινότητας μετά το 1974. Στο μεταξύ κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, η παρουσία των νέων της πλατφόρμας «Απορρίπτουμε» τόσο εντός, όσο και εκτός «βουλής» είχε μαζικοποιηθεί. Ήδη από την προηγούμενη νύχτα, την Κυριακή 12 Ιουνίου, οι Τουρκοκύπριοι νέοι κατέγραψαν επίσης το δικό τους ρεκόρ χορεύοντας έξω από το κτίριο της «βουλής» την «πιο μακριά σούστα». Ο συγκεκριμένος κυπριακός χορός προστέθηκε ως μια ακόμα εναλλακτική έκφραση στις διαμαρτυρίες που προηγήθηκαν για τρεις συνεχόμενες μέρες. Νέοι προερχόμενοι από σχεδόν όλες τις πτέρυγες της τουρκοκυπριακής Αριστεράς, επιδίωξαν να εκφράσουν τα πολιτικά τους αιτήματα με τρόπο που να αφήνει περιθώρια συνεργασίας με άλλα τμήματα της κοινότητας. Ήταν επίμονη η διάθεση για να δοθεί ένα τέλος στην περιχαράκωση των τελευταίων χρόνων.
Το πολιτικό μήνυμα για προστασία της κοινοτικής ύπαρξης των Τουρκοκυπρίων, αλλά και η πολιτική διεκδίκηση για σεβασμό της βούλησης της κοινότητας και διασφάλισης της αυτονομίας της, εκφράστηκαν με επίκεντρο την κυπριακή κουλτούρα. Από τη ζωντανή μουσική κυπριακών παραδοσιακών ακουσμάτων των ερασιτεχνικών τουρκοκυπριακών σχημάτων, μέχρι και την αναγραφή όλων των συνθημάτων στα πανό με τη χαρακτηριστική κυπριακή διάλεκτο της τουρκικής γλώσσας, όλα οδηγούσαν στην «εφεύρεση» μιας ανανεωμένης έκφρασης πολιτικής κινητοποίησης. Η συγκεκριμένη επιλογή της πλατφόρμας δεν ήταν τυχαία. Ήταν μια στρατηγική επιλογή ξεπεράσματος εσωτερικών αντιπαραθέσεων στην Αριστερά και ταυτόχρονα μια τακτική διεύρυνσης του ακροατηρίου των αιτημάτων ακόμα και μέσα σε ευρύτερα στρώματα της Δεξιάς, τα οποία είναι επίσης ενοχλημένα από τις πολιτισμικά ξένες επιλογές της τουρκικής κυβέρνησης.
Ποιοι είναι αυτοί οι νέοι;
Είναι γεγονός ότι η τελευταία 20ετία στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, σημαδεύτηκε μεταξύ άλλων από τις διαμαρτυρίες οργανωμένων τμημάτων των νέων. Πρόκειται για εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που συνειδητοποιούν άμεσα τις συνθήκες γενικευμένης απομόνωσης και απειλής κατά της τοπικής τους κουλτούρας. Η συνειδητοποίηση της μειονεκτικής θέσης στην οποία τους τοποθετεί η παρατεταμένη διχοτομική κατάσταση, ωριμάζει σε δύο κυρίως φάσεις της ζωής των Τουρκοκύπριων νέων. Κατά την εφηβεία τους και ειδικά όσοι ασχολούνται με τον αθλητισμού, αντιμετωπίζουν τα πρώτα προβλήματα της παρανομίας του καθεστώτος. Ενώ με μαζικό τρόπο, η συνειδητοποίηση ωριμάζει εφόσον αναγκάζονται να περάσουν από συγκεκριμένες διαδικασίες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κοινωνική εμπειρία των Τουρκοκύπριων νέων παίζει καθοριστικό ρόλο στις αντιδράσεις τους ενάντια στην Τουρκία. Εάν μελετηθεί πιο προσεκτικά η ηλικιακή σύνθεση των πρόσφατων διαμαρτυριών, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ένα μέρος της Τουρκοκυπριακής νεολαίας διεκδικεί και πετυχαίνει να ανανεώσει την παλαιότερη υπαρξιακή αγωνία ολόκληρης της κοινότητας με νέους κώδικες και νέους παραλήπτες. Συγκεκριμένα, πρωταγωνιστές έξω από τη «βουλή» ήταν οι μαθητές του λυκείου, μέρος των φοιτητών, αλλά και οι νέοι εργαζόμενοι στην ηλικία περίπου των 30. Η πρώτη ομάδα των μαθητών και φοιτητών, χαρακτηρίζεται από την εμπειρία της πιο αυταρχικής φάσης της μακρόχρονης διακυβέρνησης του ΑΚΡ στην Τουρκία. Δεν έχει ζήσει τίποτε άλλο εκτός από την αλλαγή παραδείγματος στη διαχείριση των κατεχομένων, έτσι όπως εμφανίζεται κυρίως από το 2009 και μετά. Η δεύτερη ομάδα των 30ρηδων, είναι οι πρώην έφηβοι των μεγαλύτερων κινητοποιήσεων της περιόδου των δημοψηφισμάτων του 2004. Συνεπώς πρόκειται για ένα σύνολο πληθυσμού που μεγαλώνει σχεδόν αποκλειστικά σε ένα πλαίσιο πλήρους μετασχηματισμού των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία.
Ο «νεωτερισμός» λοιπόν των διαμαρτυριών ενάντια στο γραφείο συντονισμού, έφερε ξανά στο προσκήνιο τόσο την σταθεροποίηση της αντιπαραθετικής σχέσης της Άγκυρας με ένα μέρος των Τουρκοκυπρίων, όσο και την αμφισβήτηση της παραδοσιακής οργανωμένης μορφής κινητοποίησης. Θα πρέπει λοιπόν να αναμένεται ότι στην όντως δύσκολη συνέχεια που θα έχει το θέμα με τη συγκεκριμένη συμφωνία, θα σημειωθούν νέες εξελίξεις που θα καταγράψουν με μεγαλύτερη ένταση τα νέα ιδεολογικά ρεύματα ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η πρώτη κρίσιμη στιγμή του αμέσως επόμενου «επεισοδίου» των εξελίξεων θα προκληθεί από την τελική θέση που θα πάρει ο ίδιος ο Τουρκοκύπριος ηγέτης.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 19 Ιουνίου 2016
Η συμφωνία προνοεί εμβάθυνση της τουρκικής εξουσίας
Τελικά, τα ξημερώματα της 14ης Ιουνίου, μετά από 16 ώρες αντιπαραθέσεων εντός της «βουλής», εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία η συμφωνία ίδρυσης του εν λόγω γραφείου συντονισμού με τις θετικές ψήφους του δεξιού συνασπισμού του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και του Δημοκρατικού, αλλά και την υποστήριξη των ανεξάρτητων «βουλευτών». Η συγκεκριμένη συμφωνία, όπως προαναφέρθηκε, άνοιξε το δρόμο για την ίδρυση και τη λειτουργία στην Κύπρο ενός τμήματος που υπάγεται στο Υπουργείο Νεολαίας και Αθλητισμού της Τουρκίας. Το τμήμα αυτό ονομάζεται «γραφείο συντονισμού» και σύμφωνα με τους όρους λειτουργίας που θα έχει, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζεται από τα εξής:
- Όλες οι υφιστάμενες υποδομές των κατεχομένων που σχετίζονται με τη νεολαία και τον αθλητισμό, όπως αθλητικές εγκαταστάσεις, κατασκηνώσεις και εστίες, περνούν υπό τον έλεγχο και τη διαχείριση του γραφείου. Το ίδιο θα ισχύει και για όλες τις εγκαταστάσεις που θα χτιστούν από τούδε και στο εξής.
- Ο επικεφαλής του γραφείου συντονισμού θα διορίζεται από το τουρκικό κράτος. Οι όροι εργασίας και η μισθοδοσία του προσωπικού που θα εργάζεται στο γραφείο, επίσης θα καθορίζονται απευθείας από το τουρκικό κράτος. Το προσωπικό του γραφείου που θα έρθει από την Τουρκία θα έχει διπλωματική ασυλία.
- Πιθανές προτάσεις πολιτικής για τη νεολαία και τον αθλητισμό που θα προέρχονται από τουρκοκυπριακής πλευράς θα μπορούν να υλοποιηθούν μόνο εφόσον εγκριθούν από το γραφείο συντονισμού.
Η αλλαγή παραδείγματος εναντίον των Τουρκοκυπρίων
Από ότι δείχνουν οι εξελίξεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος, η κυβέρνηση ΑΚΡ δεν ήθελε να αφήσει κενά στην υπόθεση έγκρισης της συμφωνίας. Σε μια επίδειξη αποικιοκρατικού τύπου εμπλοκής, το προσωπικό της τουρκικής πρεσβείας πραγματοποίησε οργανωμένες επισκέψεις σε αθλητικούς συλλόγους, ομοσπονδίες και κοινοτάρχες για να «επεξηγήσει» τα θετικά μιας πιθανής ίδρυσης του γραφείου συντονισμού. Προμετωπίδα ήταν φυσικά η προοπτική χρηματοδότησης διαφόρων αθλητικών και πολιτιστικών προγραμμάτων των σωματείων, κάτι που έχει πολλαπλάσια σημασία για εκείνες τις τουρκοκυπριακές αθλητικές δομές που βρίσκονται ενώπιον οικονομικής κατάρρευσης.
Όπως γίνεται κατανοητό από τους δημοσιοποιημένους όρους της συμφωνίας ίδρυσης και λειτουργίας του γραφείου συντονισμού, υπάρχει μια ξεκάθαρη προσπάθεια αλλαγής των νόμων του ψευδοκράτους «από τα έξω». Για παράδειγμα, μέχρι σήμερα η οικοδόμηση μαθητικής ή φοιτητικής εστίας, αλλά και η λειτουργία της, είναι ζητήματα που αφορούν σε άδειες και διαδικασίες των δομών της «ΤΔΒΚ». Με την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας, η ίδρυση, η λειτουργία και ο έλεγχος μιας εστίας στην οποία θα φιλοξενούνται νέοι, ανήκουν εξ ολοκλήρου στο γραφείο συντονισμού. Το ίδιο μοντέλο βεβαίως επεκτείνεται και σε όλους τους σημαντικούς τομείς της αθλητικής, πολιτιστικής και ψυχαγωγικής δραστηριότητας της νεολαίας στα κατεχόμενα.
Έτσι μετά την ιδιωτικοποίηση του νερού και την έγκριση του τρίχρονου οικονομικού μνημονίου για την περίοδο 2016-2018, ένα νέο στοιχείο βαθύτερου μετασχηματισμού των θεσμών στα κατεχόμενα εισέρχεται στην καθημερινή ζωή των Τουρκοκυπρίων. Με απλά λόγια, σε θεσμικό επίπεδο η δημιουργία του γραφείου συντονισμού σε θέματα νεολαίας και αθλητισμού σημαίνει τη μεταφορά ενός κρατικού θεσμού από μια χώρα σε μία άλλη. Η «εξαγωγή» ενός τμήματος Υπουργείου της Τουρκίας στην Κύπρο με περιεκτικές αρμοδιότητες και εξουσίες σε ένα στρατηγικό τομέα όπως η νεολαία, σημαίνει ταυτόχρονα και την ντε φάκτο κατάργηση των αντίστοιχων τουρκοκυπριακών θεσμών που υπήρχαν μέχρι σήμερα. Με αυτό τον τρόπο ένα πολύ μεγάλο μέρος των πολιτικών που αφορούν κυρίως στους νέους, αλλά επεκτείνονται και σε άλλες σφαίρες της κοινωνικής δραστηριότητας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, θα αποφασίζονται και θα εφαρμόζονται απευθείας από τουρκικό κρατικό θεσμό. Η δομή και το περιεχόμενο λειτουργίας του γραφείου συντονισμού, φέρνει την κοινότητα ενώπιον του κινδύνου να μετατραπεί σε «αποδέκτη» στρατηγικών επιλογών του ίδιου του πολιτικού προγράμματος της τουρκικής κυβέρνησης σε ένα τόσο ευαίσθητο και σημαντικό τομέα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η τελευταία ενέργεια της Τουρκίας να επιβάλει την ίδρυση του γραφείου συντονισμού στα κατεχόμενα, δε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί χωριστά από τις αμέσως προηγούμενες αντιπαραθέσεις που επικράτησαν για τα ζητήματα του οικονομικού πρωτοκόλλου και του νερού. Αντίθετα, η πρόσφατη εξέλιξη αποτελεί μια ακόμα ένδειξη της αλλαγής παραδείγματος που ακολουθεί το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) σε σχέση με τη διαχείριση των κατεχομένων και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Συμπληρώνεται μια δύσκολη πραγματικότητα στην οποία η εξουσία Έρντογαν φαίνεται να αποφασίζει σε συνθήκες διχοτόμησης για την απευθείας και χωρίς διαμεσολαβητές παρουσία της στην Κύπρο. Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια που η Άγκυρα εμφανίζεται «αυτοπροσώπως» ως πολιτική εξουσία ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους. Αν μέχρι σήμερα η κατοχή εκφραζόταν πιο εύκολα στο δημόσιο χώρο με την παρουσία του στρατού και της πρεσβείας, οι εξελίξεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος δείχνουν ότι η τουρκική εξουσία θέλει να είναι ποικιλόμορφη και πολυεπίπεδη.
Συνεπώς το ποιοτικά διαφορετικό στοιχείο που εισάγει η ίδρυση του γραφείου συντονισμού στο ήδη περίπλοκο Κυπριακό πρόβλημα, είναι η περαιτέρω αμφισβήτηση της τουρκοκυπριακής διοικητικής, ιδεολογικής, αλλά και πολιτισμικής αυτονομίας από την Τουρκία, έτσι όπως έχει εκφραστεί με πολλούς τρόπους την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Είναι για αυτό ακριβώς το λόγο που το ίδιο το γραφείο συντονισμού γίνεται αντιληπτό από την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση και ειδικά από ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας με ένα διπλό τρόπο: Από τη μια πλευρά αποτελεί μια ακόμα έκφραση αποικιοκρατικού τύπου πολιτικής. Από την άλλη πλευρά αποτελεί μια επιπλέον επιβεβαίωση της ιστορικά εκφρασμένης δυσπιστίας των τουρκικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ απέναντι στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στα ιδεολογικά πλαίσια των κεμαλιστών, οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν ποτέ «έμπιστοι Τούρκοι». Αντίθετα ήταν μια μάζα ανθρώπων της οποίας η «ελλιπής τουρκικότητα» θα έπρεπε να καλυφτεί από διάφορες πολιτικές εκτουρκισμού της οικονομίας και της πολιτικής ζωής γενικά. Στα σημερινά ιδεολογικά πλαίσια του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας, οι Τουρκοκύπριοι χαρακτηρίζονται κυρίως από την «απιστία», το «απαράδεκτο» κοσμικό ήθος και τις άλλες «νησιωτικές ιδιοτροπίες». Η μεταφορά ενός νέου κρατικού θεσμού της Τουρκίας στην Κύπρο, είναι λοιπόν και μια ένδειξη ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ δεν έχει συμβιβαστεί με την κοινωνιολογία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Όχι μόνο δεν έχει συμβιβαστεί, αλλά φαίνεται να τη θεωρεί εμπόδιο σε πολιτικές οικονομικής και πολιτισμικής ενσωμάτωσης που θέλει να εφαρμόσει. Έτσι, αντί να παραχωρήσει κονδύλια για την εφαρμογή πολιτικών για τη νεολαία και τον αθλητισμό, επιλέγει να θεμελιώσει τη δική της αυτόνομη παρουσία.
Η κυπριακή κουλτούρα ως η βάση της αντιπολίτευσης των νέων
Ο Ζεκί Τσελέρ, εκλεγμένος με το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας, αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί εντός «βουλής» με την ομιλία του ενάντια στη συμφωνία ίδρυσης του γραφείου συντονισμού. Ανέβηκε στο βήμα η ώρα τέσσερις το απόγευμα και τέλειωσε την ομιλία του μετά από 7 ώρες και 58 λεπτά. Καταγράφηκε ως ένα νέο ρεκόρ στα ιστορικά της κοινότητας μετά το 1974. Στο μεταξύ κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, η παρουσία των νέων της πλατφόρμας «Απορρίπτουμε» τόσο εντός, όσο και εκτός «βουλής» είχε μαζικοποιηθεί. Ήδη από την προηγούμενη νύχτα, την Κυριακή 12 Ιουνίου, οι Τουρκοκύπριοι νέοι κατέγραψαν επίσης το δικό τους ρεκόρ χορεύοντας έξω από το κτίριο της «βουλής» την «πιο μακριά σούστα». Ο συγκεκριμένος κυπριακός χορός προστέθηκε ως μια ακόμα εναλλακτική έκφραση στις διαμαρτυρίες που προηγήθηκαν για τρεις συνεχόμενες μέρες. Νέοι προερχόμενοι από σχεδόν όλες τις πτέρυγες της τουρκοκυπριακής Αριστεράς, επιδίωξαν να εκφράσουν τα πολιτικά τους αιτήματα με τρόπο που να αφήνει περιθώρια συνεργασίας με άλλα τμήματα της κοινότητας. Ήταν επίμονη η διάθεση για να δοθεί ένα τέλος στην περιχαράκωση των τελευταίων χρόνων.
Το πολιτικό μήνυμα για προστασία της κοινοτικής ύπαρξης των Τουρκοκυπρίων, αλλά και η πολιτική διεκδίκηση για σεβασμό της βούλησης της κοινότητας και διασφάλισης της αυτονομίας της, εκφράστηκαν με επίκεντρο την κυπριακή κουλτούρα. Από τη ζωντανή μουσική κυπριακών παραδοσιακών ακουσμάτων των ερασιτεχνικών τουρκοκυπριακών σχημάτων, μέχρι και την αναγραφή όλων των συνθημάτων στα πανό με τη χαρακτηριστική κυπριακή διάλεκτο της τουρκικής γλώσσας, όλα οδηγούσαν στην «εφεύρεση» μιας ανανεωμένης έκφρασης πολιτικής κινητοποίησης. Η συγκεκριμένη επιλογή της πλατφόρμας δεν ήταν τυχαία. Ήταν μια στρατηγική επιλογή ξεπεράσματος εσωτερικών αντιπαραθέσεων στην Αριστερά και ταυτόχρονα μια τακτική διεύρυνσης του ακροατηρίου των αιτημάτων ακόμα και μέσα σε ευρύτερα στρώματα της Δεξιάς, τα οποία είναι επίσης ενοχλημένα από τις πολιτισμικά ξένες επιλογές της τουρκικής κυβέρνησης.
Ποιοι είναι αυτοί οι νέοι;
Είναι γεγονός ότι η τελευταία 20ετία στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, σημαδεύτηκε μεταξύ άλλων από τις διαμαρτυρίες οργανωμένων τμημάτων των νέων. Πρόκειται για εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που συνειδητοποιούν άμεσα τις συνθήκες γενικευμένης απομόνωσης και απειλής κατά της τοπικής τους κουλτούρας. Η συνειδητοποίηση της μειονεκτικής θέσης στην οποία τους τοποθετεί η παρατεταμένη διχοτομική κατάσταση, ωριμάζει σε δύο κυρίως φάσεις της ζωής των Τουρκοκύπριων νέων. Κατά την εφηβεία τους και ειδικά όσοι ασχολούνται με τον αθλητισμού, αντιμετωπίζουν τα πρώτα προβλήματα της παρανομίας του καθεστώτος. Ενώ με μαζικό τρόπο, η συνειδητοποίηση ωριμάζει εφόσον αναγκάζονται να περάσουν από συγκεκριμένες διαδικασίες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κοινωνική εμπειρία των Τουρκοκύπριων νέων παίζει καθοριστικό ρόλο στις αντιδράσεις τους ενάντια στην Τουρκία. Εάν μελετηθεί πιο προσεκτικά η ηλικιακή σύνθεση των πρόσφατων διαμαρτυριών, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ένα μέρος της Τουρκοκυπριακής νεολαίας διεκδικεί και πετυχαίνει να ανανεώσει την παλαιότερη υπαρξιακή αγωνία ολόκληρης της κοινότητας με νέους κώδικες και νέους παραλήπτες. Συγκεκριμένα, πρωταγωνιστές έξω από τη «βουλή» ήταν οι μαθητές του λυκείου, μέρος των φοιτητών, αλλά και οι νέοι εργαζόμενοι στην ηλικία περίπου των 30. Η πρώτη ομάδα των μαθητών και φοιτητών, χαρακτηρίζεται από την εμπειρία της πιο αυταρχικής φάσης της μακρόχρονης διακυβέρνησης του ΑΚΡ στην Τουρκία. Δεν έχει ζήσει τίποτε άλλο εκτός από την αλλαγή παραδείγματος στη διαχείριση των κατεχομένων, έτσι όπως εμφανίζεται κυρίως από το 2009 και μετά. Η δεύτερη ομάδα των 30ρηδων, είναι οι πρώην έφηβοι των μεγαλύτερων κινητοποιήσεων της περιόδου των δημοψηφισμάτων του 2004. Συνεπώς πρόκειται για ένα σύνολο πληθυσμού που μεγαλώνει σχεδόν αποκλειστικά σε ένα πλαίσιο πλήρους μετασχηματισμού των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία.
Ο «νεωτερισμός» λοιπόν των διαμαρτυριών ενάντια στο γραφείο συντονισμού, έφερε ξανά στο προσκήνιο τόσο την σταθεροποίηση της αντιπαραθετικής σχέσης της Άγκυρας με ένα μέρος των Τουρκοκυπρίων, όσο και την αμφισβήτηση της παραδοσιακής οργανωμένης μορφής κινητοποίησης. Θα πρέπει λοιπόν να αναμένεται ότι στην όντως δύσκολη συνέχεια που θα έχει το θέμα με τη συγκεκριμένη συμφωνία, θα σημειωθούν νέες εξελίξεις που θα καταγράψουν με μεγαλύτερη ένταση τα νέα ιδεολογικά ρεύματα ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η πρώτη κρίσιμη στιγμή του αμέσως επόμενου «επεισοδίου» των εξελίξεων θα προκληθεί από την τελική θέση που θα πάρει ο ίδιος ο Τουρκοκύπριος ηγέτης.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 19 Ιουνίου 2016