Προεκτάσεις από την επίθεση του ΑΚΡ ενάντια στους Ακαδημαϊκούς
Στις 11 Ιανουαρίου 2016 η διακήρυξη της πλατφόρμας «Ακαδημαϊκοί για
την Ειρήνη» είχε ήδη υπογραφεί από 1128 άτομα. Η συγκεκριμένη διακήρυξη
αποτελεί μέρος μιας προσπάθειας ευρύτερων στρωμάτων στην κοινωνία της
Τουρκίας που αντιδρούν στην καταστολή που εφαρμόζει η τουρκική κυβέρνηση
ενάντια στα αιτήματα του κουρδικού πολιτικού κινήματος. Άλλωστε το κεντρικό σημείο της διακήρυξης των ακαδημαϊκών ήταν το κάλεσμα που απευθύνει στο κράτος να σταματήσει άμεσα την εφαρμογή των νόμων πολιορκίας πόλεων στη Νοτιοανατολική Τουρκία, να αποκαταστήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και να προετοιμάσει τις συνθήκες επανέναρξης του διαλόγου για μια ειρηνική εξεύρεση λύσης στο Κουρδικό. Βεβαίως η πρωτοβουλία των ακαδημαϊκών ήρθε σε μια ιδιαίτερη στιγμή έκφρασης ποικίλων «υπόγειων ρευμάτων» που δεν εγκρίνουν την αυξανόμενη αυταρχικότητα, αλλά και σε ένα περιβάλλον έντονης πόλωσης που συνειδητά καλλιεργεί η πολιτική ηγεσία της χώρας τους τελευταίους μήνες. Δε θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος Έρντογαν και η κυβέρνηση του ΑΚΡ, ακολουθούν την ίδια τακτική που τους οδήγησε στην επικράτηση στις τελευταίες πρόωρες γενικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2015.
Η πόλωση: Η πληρέστερη πολιτική του ΑΚΡ
Είναι λοιπόν μέσα από αυτή τη συνέχεια στην προσπάθεια «τεχνητής πόλωσης» που ο Έρντογαν επανέλαβε αυτό για το οποίο φημίζεται ιδιαίτερα: Πέρασε αμέσως και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό στην επίθεση ενάντια στους ακαδημαϊκούς, χρησιμοποίησε την κρατική εξουσία για να θέσει το πλαίσιο της αντιπαράθεσης. Κινητοποίησε τον μηχανισμό διαχωρισμού του «καλού και του κακού» και δεν άφησε ίχνος αμφιβολίας για τη θέση του ίδιου και του κόμματος του στο δίπολο «εμείς και οι άλλοι». «Ανθρωπάκια», «σκοταδιστές», «ποταποί» και «χαμερπείς», «τυραννικοί» και «προδότες», είναι μόνο μερικά από τα επίθετα που χρησιμοποίησε στην πρώτη του δήλωση για να στολίσει τους ακαδημαϊκούς που τόλμησαν να υπογράψουν την εν λόγω διακήρυξη. Αυτή ακριβώς η πρώτη δημόσια αντίδραση του Έρντογαν λειτούργησε ως ένα είδος σήματος για την «τελική επίθεση», το οποίο διαχύθηκε αυτόματα σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής εξουσίας. Αμέσως μετά, από τον Πρωθυπουργό Νταβούτογλου μέχρι και τους Υπουργούς της κυβέρνησης, από τα στελέχη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) μέχρι και τις αναλύσεις στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου πολιτική απονομιμοποίησης των ακαδημαϊκών και της διακήρυξης τους. Το μέγεθος, το εύρος και η ένταση της αντίδρασης του πολιτικού Ισλάμ ενάντια στους ακαδημαϊκούς ήταν τέτοια που επιβεβαίωσαν την ύπαρξη μιας καλά προετοιμασμένης μηχανής φίμωσης και καλλιέργειας πόλωσης, η οποία λειτουργεί στα ίδια επίπεδα από την πρόσφατη προεκλογική περίοδο.
Όπως γίνεται συνήθως τα τελευταία χρόνια, η πρώτη δήλωση Έρντογαν είναι πάντοτε αρκετή για να κινητοποιήσει τους θεσμούς του κράτους προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σε συνδυασμό με τις κομματικές δομές και τα ΜΜΕ, τα δικαστήρια και η αστυνομία εξαπέλυσαν τις αμέσως επόμενες μέρες ένα νέο τύπο «αλα τούρκα μακαρθισμού». Δεκάδες ακαδημαϊκοί προσήχθησαν και κατηγορήθηκαν για «εξύβριση του τουρκικού έθνους» και για «προπαγάνδα υπέρ της τρομοκρατικής οργάνωσης». Για δεκάδες άλλους εκδόθηκε απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια καταγράφηκαν απολύσεις, αλλά και σωρεία προειδοποιήσεων για απόλυση. Τόσο οι ακαδημαϊκοί που υπέγραψαν τη διακήρυξη, όσο και άλλοι που είχαν την πρόθεση να το πράξουν, στοχοποιήθηκαν δημόσια. Κόκκινοι σταυροί εμφανίστηκαν στις πόρτες των γραφείων τους ως σημάδια της «προδοσίας» τους. Ονόματα των οικογενειών τους, διευθύνσεις και τηλέφωνα, παρέλασαν μαζικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως ένα σύγχρονο είδος «δημόσιου εξευτελισμού», αλλά και μια χαρακτηριστική «προειδοποίηση» για το τι μπορεί να επακολουθήσει. Σε μια άλλη επίδειξη ισχύος και απειλών, η διαδικτυακή εφημερίδα «Μεγιάζ» (Beyaz Gazetesi) ιδιοκτησίας του Οσμάν Γκιοκτσιέ, γιου του Δημάρχου Άγκυρας και παραδοσιακού στελέχους του ΑΚΡ Μελίχ Γκιοκτσιέ, δημοσίευσε τα ονόματα και τις φωτογραφίες 1100 ακαδημαϊκών.
Η πρόσφατη ιστορία των σχέσεων του ΑΚΡ με τον ακαδημαϊκό κόσμο
Οι λεπτομέρειες των τελευταίων γεγονότων σε σχέση με τους «Ακαδημαϊκούς για την Ειρήνη», είναι λίγο πολύ γνωστές. Ωστόσο περισσότερο άγνωστο παραμένει το πλαίσιο μέσα στο οποίο επικρατεί η τεταμένη σχέση του Έρντογαν και του ΑΚΡ με ένα μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας της χώρας. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις φαίνεται να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες τόσο με την ουσία της διακήρυξης, δηλαδή την ακολουθούμενη πολιτική στο Κουρδικό πρόβλημα, όσο και με τους σχεδιασμούς του κράτους σε σχέση γενικότερα με την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Τουρκία. Η παρούσα κυβέρνηση επιδιώκει εδώ και χρόνια να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχο της τα Πανεπιστήμια. Στόχος βεβαίως που διευρύνεται στο περιεχόμενο της έρευνας, των κονδυλίων, αλλά και της διοικητικής σύνθεσης των Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Είναι γεγονός ότι το ΑΚΡ στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του επέκρινε με σκληρό τρόπο τον κεμαλικού τύπου συγκεντρωτικό έλεγχο που ασκούσε το Συμβούλιο Ανώτερης Εκπαίδευσης της Τουρκίας στα Πανεπιστήμια. Τότε η κριτική του ΑΚΡ επικεντρωνόταν στην ύπαρξη ενός καθεστώτος κηδεμονίας του συγκεκριμένου κρατικού σώματος, το οποίο με τη σειρά του περιόριζε τις ακαδημαϊκές ελευθερίες. Μάλιστα υπήρξαν και συγκυρίες στις οποίες το κυβερνών κόμμα έθετε θέμα κατάργησης του εν λόγω Συμβουλίου. Στη συνέχεια η ένταση της κριτικής μειωνόταν, αφού το Συμβούλιο Ανώτερης Εκπαίδευσης, όπως και μια σειρά από διοικήσεις των Πανεπιστημίων περνούσαν υπό τον έλεγχο του ίδιου του ΑΚΡ. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν η ίδια που εφαρμόστηκε και με άλλους κρατικούς θεσμούς. Η αντικεμαλική κριτική υπήρχε μέχρι το σημείο εμπέδωσης του ελέγχου της νέας εξουσίας. Στο παράδειγμα του Συμβουλίου Ανώτατης Εκπαίδευσης, το ΑΚΡ πραγματοποίησε την πρώτη ολοκληρωμένη παρέμβαση με προμετωπίδα τις προσπάθειες ελευθεροποίησης της μαντήλας από φοιτήτριες. Η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση των νεαρών γυναικών που ήθελαν παράλληλα να διατηρήσουν το θρησκευτικό τους ένδυμα, αποτέλεσε μια αξιόλογη βάση πάνω στην οποία η κυβέρνηση έλεγξε τις διαδικασίες λειτουργίας του Συμβουλίου. Λίγο αργότερα και εφόσον το ίδιο το κράτος πλέον άλλαξε «ιδιοκτήτη», το Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά ενισχύθηκε με περαιτέρω αρμοδιότητες. Σήμερα αυτές οι αρμοδιότητες έφτασαν μέχρι και το σημείο να θέτει υπό τον έλεγχο του ιδιωτικά Πανεπιστήμια, να αναστέλλει τη λειτουργία τους, ακόμα και να την απαγορεύει στη βάση κατηγοριών περί «απειλής ενάντια στην ενότητα του κράτους».
Παρόμοια στοχοποίηση από πλευράς της πολιτικής εξουσίας της Τουρκίας δέχτηκε πρόσφατα το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Μέσης Ανατολής στην Άγκυρα (ODTÜ). Το Δεκέμβριο 2015, το κράτος αντέδρασε σφοδρά όταν ομάδες αριστερών φοιτητών του συγκεκριμένου Πανεπιστημίου ήθελαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση δημόσιας προσευχής στο γήπεδο καλαθόσφαιρας της Πανεπιστημιούπολης από ισλαμικές οργανώσεις. Παρόλο που εντός Πανεπιστημιούπολης υπάρχει τζαμί χωρητικότητας δύο χιλιάδων ατόμων αλλά και ακόμα 15 μικροί χώροι προσευχής σε διάφορα σημεία, εντούτοις η οργάνωση «ισλαμικής νεολαίας» και η «κοινότητα των Μεστζίντ» (δηλαδή των «μικρών τζαμιών») επέλεξαν για ευνόητους λόγους τη δημόσια, ανοιχτή προσευχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις εν λόγω οργανώσεις καταγράφηκαν το τελευταίο διάστημα συμμετοχές νέων στις γραμμές του «Ισλαμικού Κράτους» στη Συρία. Το συγκεκριμένο επεισόδιο ήταν μια ακόμα αφορμή για τη δημιουργία νέων πιέσεων ενάντια στο ODTÜ. Στελέχη της κυβέρνησης, ο φιλοϊσλαμικός Τύπος της χώρας, αλλά και άλλα ισλαμικά σύνολα ζήτησαν την άμεση «καταστροφή του και την αντικατάσταση του από ένα πραγματικό Πανεπιστήμιο». Στα ιδεολογικά πλαίσια του πολιτικού Ισλάμ ένα ίδρυμα όπως το συγκεκριμένο, δεν μπορεί να αποτελεί Πανεπιστήμιο, τουλάχιστον έτσι όπως το ΑΚΡ αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να είναι. Το ODTÜ είναι ομολογουμένως ένα από τα καλύτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Τουρκίας. Κατάφερε να ενταχθεί στα 100 πρώτα παγκοσμίως και συγκεντρώνει στους κόλπους του πληθώρα διακεκριμένων Τούρκων και ξένων ακαδημαϊκών.
Ωστόσο το εν λόγω Πανεπιστήμιο είναι γνωστό και για την ιστορικά εναλλακτική του δραστηριοποίηση. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, το ODTÜ ήταν ο βασικός πυρήνας του ισχυροποιημένου αριστερού φοιτητικού κινήματος της Τουρκίας. Από τότε μέχρι και σήμερα οι παραδόσεις του συγκεκριμένου ιδρύματος συνεχίζονται τόσο στον τομέα της έρευνας σε σχέση με τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα της χώρας, όσο και στο πεδίο των δημόσιων παρεμβάσεων σε μια σειρά θεμάτων όπως η στήριξη σε περιβαλλοντικά κινήματα, σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, σε εργατικές διαμαρτυρίες. Τα τελευταία 13 χρόνια, το ODTÜ παρέμεινε ως μια από τις πιο γνήσιες φωνές «ακαδημαϊκής αντιπολίτευσης» σε διάφορα θέματα και κυρίως ενάντια στην προσπάθεια εμπορευματοποίησης της Παιδείας, περιορισμού των ακαδημαϊκών ελευθεριών, καθώς και ενάντια στην αυξανόμενη αυταρχικότητα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τόσο οι αρχές του Πανεπιστημίου, όσο και οι φοιτητικές οργανώσεις βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρατικής καταστολής.
Βεβαίως στο υπόβαθρο του προβλήματος που έχει το ΑΚΡ σε σχέση με την ταυτότητα των παραδόσεων του ODTÜ, βρίσκονται και άλλα θέματα στρατηγικής σημασίας. Για παράδειγμα τα τελευταία 15 χρόνια εξαιτίας της πετυχημένης ερευνητικής προσπάθειας του, το Πανεπιστήμιο είναι ο κεντρικός διαχειριστής των διαδικτυακών διευθύνσεων που καταλήγουν στο γνωστό «.tr». Η συγκεκριμένη διαχείριση προσφέρει ετήσια έσοδα της τάξης των 500 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών, αλλά και μια μεγάλη δυνατότητα πρωταγωνιστικού ρόλου γενικά στο τομέα του διαδικτύου στη χώρα. Η στοχοποίηση που δημιουργήθηκε με αφορμή την προσπάθεια απαγόρευσης της δημόσιας προσευχής λοιπόν, ήταν το εποικοδόμημα μια άλλης μεγάλης αντιπαράθεσης που σχετίζεται με τον έλεγχο και τη διαχείριση των συγκεκριμένων διευθύνσεων διαδικτύου. Καθόλου τυχαία ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Λουτφί Έλβαν, μετά την πρόσφατη διαδικτυακή επίθεση των Anonymous ομολόγησε το στόχο: «Το ODTÜ δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει την εθνική ασφάλεια στο τομέα του διαδικτύου. Αυτή η ευθύνη θα πρέπει να ανήκει στο κρατικό Συμβούλιο Τεχνολογιών και Επικοινωνίας».
Το πολύπλοκο ζήτημα της δημοκρατίας
Οι πρόσφατες εξελίξεις σε σχέση με τη διακήρυξη της πλατφόρμας «Ακαδημαϊκοί για την Ειρήνη», υπενθύμισαν με χαρακτηριστικό τρόπο την αντιπαράθεση που υπάρχει στο πλέον ζωτικό ζήτημα της χώρας, δηλαδή στο Κουρδικό. Όμως ταυτόχρονα έθεσαν επιτακτικά στο προσκήνιο την ανάγκη ολοκληρωμένων συζητήσεων για την υπόθεση της δημοκρατίας στην Τουρκία. Ένα μέρος των αναζητήσεων για τη θέση της δημοκρατίας στη χώρα, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, γινόταν αποσπασματικά. Ο ανταγωνισμός εξουσίας του κυβερνώντος κόμματος με το προηγούμενο κεμαλικό καθεστώς κηδεμονίας, παρουσιαζόταν συνήθως ως μια έκφραση δημοκρατικού αγώνα. Το κενό δημιουργήθηκε από τη στιγμή ταύτισης της όντως πετυχημένης απελευθέρωσης της χώρας από την κεμαλική στρατιωτική και γραφειοκρατική κηδεμονία με την γενικότερη υπόθεση του εκδημοκρατισμού.
Όπως δείχνει η πορεία των εξελίξεων, το ΑΚΡ δεν φρόντισε ούτε και επιθυμούσε να υποδείξει μια νέα δημοκρατική αντίληψη που να ξεπερνά τα όρια της «αποκεμαλοποίησης» της πολιτικής και οικονομικής ζωής της Τουρκίας. Ούτε και επιδίωξε να σταθεροποιήσει την εξουσία του με την ενεργοποίηση νέων δημοκρατικών διεκδικήσεων. Αντίθετα, το κυβερνών κόμμα επιδίωξε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε να μετατραπεί σε μια «ιδρυτική εξουσία» ενός νέου καθεστώτος, του οποίου το κεντρικό χαρακτηριστικό είναι η σταθερότητα στη διεύρυνση της νέας αυτής ηγεμονίας. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το ΑΚΡ λειτουργεί ως ένα ηγεμονικό κόμμα και παράλληλα επιδιώκει να διευρύνει συνεχώς τα πεδία της κυριαρχίας του. Με λίγα λόγια προσπαθεί να «κατακτήσει ότι απέμεινε».
Σήμερα η ακαδημαϊκή κοινότητα βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού ακριβώς του σταδίου.
«Από την περίοδο της μαθητείας στην εποχή της μαστοριάς» ήταν ένα από τα κεντρικά συνθήματα του ΑΚΡ στις γενικές εκλογές του 2011. Το σύνθημα κωδικοποίησε με ευφάνταστο τρόπο τη μετάβαση στην προσπάθεια «άλωσης» όλων εκείνων των πεδίων εξουσίας που παρέμεναν μέχρι τότε εκτός της επιρροής του κυβερνώντος κόμματος. Αυτή η μετάβαση ήταν την ίδια στιγμή η βάση πάνω στην οποία ξεκαθάρισαν οι αντιφάσεις μεταξύ της επιδίωξης για περισσότερη ηγεμονία και ζητημάτων όπως η διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών και η αύξηση των ευκαιριών εκπροσώπησης ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων και συμφερόντων. Το ΑΚΡ λοιπόν, δεν θέλει να αφήσει σχεδόν τίποτε εκτός του δικού του κύκλου επιρροής. Ούτε ακόμα και την ίδια τη δημοκρατία. Ο πολιτικός λόγος που αναπτύσσει ο Ερντογάν και το ΑΚΡ σε σχέση με τη διακήρυξη των ακαδημαϊκών, πιστοποιεί ότι η σημερινή πολιτική εξουσία δεν προσαρμόζεται στη δημοκρατία, αλλά προσαρμόζει την ίδια τη δημοκρατία στον εαυτό της. Η πολιτική για μετατροπή του ΑΚΡ σε μια άτρωτη και αδιαμφισβήτητη έκφραση της σταθερότητας, προβάλλεται ως ένα νέο στάδιο «εκδημοκρατισμού».
Επομένως το πολιτικό Ισλάμ διεκδικεί να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της δημοκρατίας, να δημιουργήσει και να αναπαράγει ένα συγκεκριμένο παράδειγμα δημοκρατίας. Με αυτό τον τρόπο για τον Έρντογαν, η δημοκρατία γίνεται «προσόν» μιας συγκεκριμένης ταυτότητας και ο εκδημοκρατισμός μετατρέπεται σε διαδικασία παλινόρθωσης της συγκεκριμένης ταυτότητας.
Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, οι ακαδημαϊκοί και η διακήρυξή τους, βρέθηκαν στα πεδία της απονομιμοποίησης. Εφόσον υπάρχει ο ένας και μοναδικός εκπρόσωπος της δημοκρατίας, οι «άλλοι» εύκολα μπορούν τελικά να είναι «αντιδημοκράτες», «τυραννικοί», «ποταποί» και «χαμερπείς». Μπορούν να περιθωριοποιηθούν ως «νοσταλγοί της παλιάς κηδεμονίας» και συνεπώς να τους αφαιρεθεί το δικαίωμα της έκφρασης διαφωνίας. Στο ευρύτερο της περιβάλλον, η επίθεση κατά των ακαδημαϊκών δεν αποκόπτεται ούτε από την ευρύτερη στρατηγική της δημιουργίας πόλωσης, ούτε από τους στόχους αλλαγής των σχέσεων εξουσίας στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά ούτε και από τον βασικό προσανατολισμό για την επόμενη προσπάθεια αλλαγής του πολιτειακού συστήματος της Τουρκίας.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 24 Ιανουαρίου 2016