"Συλλογίζομαι πως αν όλες οι πολυκατοικίες στη Στουρνάρα και στην
οδόν Πολυτεχνείου άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα, αν
φώτιζαν όλα τα δωμάτια και τα μπαλκόνια, ετούτα τα μεσάνυχτα δε θα
μπορούσαν να μας μακελέψουν. Κι ήξερα πως, ό,τι γίνει απόψε εδώ, θα
γίνει με την ανοχή των πολυκατοικιών – της σιωπηλής πλειοψηφίας. Κι αυτό
που λέει ο Φραντς Φανόν για τους δειλούς και τους προδότες, ήταν εδώ
ακριβώς που εφάρμοζε απόλυτα. Αναρωτιόμουν τι να κάνουν στα σπιτάκια
τους.
Να κοιμούνται άραγε;[...]ζητούμε να μας δώσουν από μέσα βενζίνη να φτιάξουμε καμιά μολότωφ, εδώ αυτοί μας βαρούν στο ψαχνό κι εμείς ούτε ξυλαράκια για προσάναμμα. Αλλά δε θέλουν οι επιτροπές, δεν εγκρίνουν αυτήν τη μορφή πάλης· επειδή ο εμφύλιος, ω εμφύλιε. Αυτοί που στοίχειωσαν στους Λίβανους και στις Γκαζέρτες και στις Βάρκιζες, γιατί δε δένουν καλύτερα μια πέτρα στο λαιμό τους να πάνε γρηγορότερα στον πάτο οι πνιγμένοι· δε γουστάρω ρε μαλάκα άλλες ήττες, μπήκες;
Αόρατη κι όμως πανταχού η Συντονιστική – άντε δίνε του με τα βελουχιώτικά σου, άντε ανάρχα αριστεριστή, προβοκάτορα βομβιστή, μικροαστέ εξτρεμιστή, κι όλα τα σκατά στο στόμα τους. Μετά εμφανίζεται η Ελένη, έχουμε πολλούς βαριά τραυματισμένους, αρκετούς νεκρούς. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, τανκς κατευθύνονται προς εμάς, αλλά εμείς η ψυχωμένη μεραρχία με τα χαρτομάντιλα και τα τσιγάρα, τις σοκολάτες και τα μπισκότα θα τους υποβάλουμε τους όρους μας:
Α) Η εκκένωση να γίνει ώρα πρωινή, το ενωρίτερο στις οχτώ, ώστε να έχει αρχίσει η κίνηση στους δρόμους
Β) Να παρευρίσκονται τα ξένα διπλωματικά σώματα και εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού για να παραλάβουν τους τραυματίες
Γ) Ζητούμε εγγύηση ότι βγαίνοντας δε θα μας λιντσάρουν
Αν αρνηθούν τους όρους μας εμείς δεν θ’ ανοίξουμε την καγκελόπορτα. Έτσι κι αλλιώς το ίδιο παλούκωμα θα επακολουθήσει. Το φρόνημα όλων μας είναι υψηλό εις τους αιώνας – σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω, χορωδιακώς σφάξε με, σαν ρεμπέτικο παλιό αγά μου από σένα ελπίζω την αθανασία μου, στεντόρεια, διθυραμβικά σφάξε με, σφάξε με"
Να κοιμούνται άραγε;[...]ζητούμε να μας δώσουν από μέσα βενζίνη να φτιάξουμε καμιά μολότωφ, εδώ αυτοί μας βαρούν στο ψαχνό κι εμείς ούτε ξυλαράκια για προσάναμμα. Αλλά δε θέλουν οι επιτροπές, δεν εγκρίνουν αυτήν τη μορφή πάλης· επειδή ο εμφύλιος, ω εμφύλιε. Αυτοί που στοίχειωσαν στους Λίβανους και στις Γκαζέρτες και στις Βάρκιζες, γιατί δε δένουν καλύτερα μια πέτρα στο λαιμό τους να πάνε γρηγορότερα στον πάτο οι πνιγμένοι· δε γουστάρω ρε μαλάκα άλλες ήττες, μπήκες;
Αόρατη κι όμως πανταχού η Συντονιστική – άντε δίνε του με τα βελουχιώτικά σου, άντε ανάρχα αριστεριστή, προβοκάτορα βομβιστή, μικροαστέ εξτρεμιστή, κι όλα τα σκατά στο στόμα τους. Μετά εμφανίζεται η Ελένη, έχουμε πολλούς βαριά τραυματισμένους, αρκετούς νεκρούς. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, τανκς κατευθύνονται προς εμάς, αλλά εμείς η ψυχωμένη μεραρχία με τα χαρτομάντιλα και τα τσιγάρα, τις σοκολάτες και τα μπισκότα θα τους υποβάλουμε τους όρους μας:
Α) Η εκκένωση να γίνει ώρα πρωινή, το ενωρίτερο στις οχτώ, ώστε να έχει αρχίσει η κίνηση στους δρόμους
Β) Να παρευρίσκονται τα ξένα διπλωματικά σώματα και εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού για να παραλάβουν τους τραυματίες
Γ) Ζητούμε εγγύηση ότι βγαίνοντας δε θα μας λιντσάρουν
Αν αρνηθούν τους όρους μας εμείς δεν θ’ ανοίξουμε την καγκελόπορτα. Έτσι κι αλλιώς το ίδιο παλούκωμα θα επακολουθήσει. Το φρόνημα όλων μας είναι υψηλό εις τους αιώνας – σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω, χορωδιακώς σφάξε με, σαν ρεμπέτικο παλιό αγά μου από σένα ελπίζω την αθανασία μου, στεντόρεια, διθυραμβικά σφάξε με, σφάξε με"